(στ. 20) Ὅτι ὁ Κινύρας σύμφωνα μὲ τὸν κοινὸ τύπο τοῦ ὀνόμα-
τος ἢ ὁ Κινύρης κατὰ τὸν Ὅμηρο στὴν Ἰωνικὴ ἦταν κατὰ μερι-
κοὺς γιὸς τοῦ Θείαντα, βασιλιὰς τῆς Κύπρου πάμπλουτος, ὁ ὁποῖος
φιλοξένησε τοὺς Ἀχαιοὺς ποὺ περνοῦσαν, δίνοντάς τους τὴν ὑπό-
σχεση πὼς θὰ στείλει καὶ στὴν Τροία τὶς ἀπαραίτητες προμήθειες.
Καὶ λένε πὼς ἐπειδὴ αὐτὸς ἀδιαφόρησε τὸν καταράστηκε ὁ Ἀγαμέ-
μνονας· καὶ πὼς αὐτὸς πέθανε καθὼς ἀνταγωνιζόταν στὸ τραγούδι
μὲ τὸν Ἀπόλλωνα ὡς τεχνίτης μουσικῆς· γι' αὐτὸ καὶ ἀποκλήθηκε
Κινύρας ἀπὸ τὴν κινύρα· καὶ πὼς οἱ θυγατέρες του, οἱ ὁποῖες
ἦταν πενήντα, πήδηξαν στὴ θάλασσα καὶ μεταμορφώθηκαν σὲ ἀλ-
κυόνες. Ἄλλοι πάλι λένε πὼς αὐτός, ἐνῶ ἔδωσε στὴν Πάφο ὅρκο
στὸν Μενέλαο ὅτι θὰ στείλει πενήντα πλοῖα, ἀπέστειλε ἕνα μόνο,
ἔστειλε δὲ τὰ ὑπόλοιπα ἀφοῦ τὰ ἔπλασε ἀπὸ πηλὸ καὶ ἔβαλε μέσα σ'
αὐτὰ πήλινους ἄντρες, κι ἔτσι ἐπιδέξια μὲ πήλινο στόλο σοφίστηκε
νὰ σεβαστεῖ τὸν ὅρκο του. Στὴν προειρημένη Κυπριακὴ φιλοξενία
τῶν Ἀχαιῶν πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἡ Δηλιακή, τὴν ὁποία ἐξιστο-
ρεῖ καὶ ὁ Λυκόφρων, κι εἶναι πολὺ πιὸ λαμπρὴ ἀπὸ τὴ φιλοξενία
στὴν Κύπρο· γιατὶ αὐτὴ μὲν ἔχει γίνει ἐφάπαξ, ἐνῶ αὐτὸς ποὺ φιλο-
ξένησε στὴ Δῆλο τὸ Πανελλήνιο δὲν ἀρκέστηκε νὰ ἐπιδαψιλεύσει
στὸ σπίτι του τὴν πρέπουσα φιλοξενία γιὰ ἀρκετὸ καιρό, ἀλλὰ ἤθελε
νὰ κρατήσει κοντά του τοὺς Ἀχαιοὺς μέχρι νὰ περάσουν δέκα χρό-
νια καὶ νὰ τοὺς δώσει τὴ δυνατότητα σὰν ἀπὸ μιὰ θάλασσα νὰ
ἀντλοῦν τὸν ἀνεξάντλητο πλοῦτο του μένοντας ἥσυχοι. Κατὰ κά-
ποιους μάλιστα καὶ στὴν ἴδια τὴν Τροία διοχέτευσε σ' ἐκείνους αὐτὴ
τὴ ζωογόνα πηγή, δίνοντάς τους τὶς θυγατέρες του Οἰνώ, Σπερμὼ
καὶ Ἐλαΐδα, ἀπὸ τὶς ὁποῖες τρεφόταν τὸ ὅλο στράτευμα, καθὼς
εἶχαν τὴ δύναμη νὰ χορηγοῦν σὲ τεράστιες ποσότητες τὰ τρόφιμα,
ὅπως λέει ὁ μύθος.
(στ. 21) Πρέπει ὅμως νὰ ἔχει κανεὶς ὑπ' ὄψιν ὅτι ὁ Ὅμηρος δὲν
φαίνεται νὰ γνωρίζει φιλοξενία τοῦ Κινύρα, ἀλλὰ μόνο τὴ μεγάλη
ἐντύπωση ἀπὸ τὸ ἄκουσμα τῆς ἐκστρατείας. Γιατὶ μάθαινε, λέει,
στὴν Κύπρο τὴ μεγάλη φήμη, καὶ ἑξῆς. Πόσο ὀνομαστή, πάλι, ἦταν
ἡ Κύπρος γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ἄλλη εὐδαιμονία, τὸ δηλώνουν
οἱ ἱστορίες. Ὅτι δὲ καὶ ὁ Ἄμασις πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους
κατέστησε φόρου ὑποτελῆ τὴν Κύπρο, τὸ ἐξιστορεῖ ὁ Ἡρόδοτος,
ἀπὸ τὸν ὁποῖο εἶναι δυνατὸ νὰ ἀντιληφθεῖ κανεὶς ὅτι ὁ τύπος Κι-
νύρης εἶναι τῆς Ἰωνικῆς διαλέκτου, ἐπειδὴ καὶ ὁ Κυματίας ποτα-
μὸς Κυματίης ἀπὸ ἐκεῖνον ἔχει ἀποκληθεῖ. Καὶ αὐτὰ μὲν ἔτσι ἔχουν.
(στ. 23). Ὁ δὲ Ὅμηρος λέει ὅτι ὁ Κινύρας ἔδωσε στὸν βασιλιὰ
θώρακα χάρισμα φίλου νά 'ναι· γιατὶ μάθαινε στὴν Κύπρο τὴ μεγά-
λη φήμη, πὼς οἱ Ἀχαιοὶ στὴν Τροία μὲ τὰ καράβια ἔμελλαν νὰ
πλεύσουν· γιὰ τοῦτο τοῦ τόν ἔδωκε, δηλαδὴ τοῦτον (τὸν θώρακα),
τοῦ βασιλιᾶ τὴν εὔνοια ζητώντας, καὶ μὲ δῶρα ἔτσι προσπαθοῦσε νὰ
κερδίσει τὴν Ἑλληνικὴ φιλία· δὲν τὸν ἔδωσε λοιπὸν σὰν ἀντάλλαγμα
γιὰ τὴ μὴ συμμετοχή του στὴν ἐκστρατεία, ὅπως ὁ Σικυώνιος Ἐχέ-
πωλος ὁ ὑποτελὴς στὸν Ἀγαμέμνονα τὴν ξακουστὴ Αἴθη τὴ φορά-
δα τοῦ Ἀγαμέμνονα ἔχει δώσει ἐξ ἀνάγκης σ' αὐτὸν ὡς δικό του
βασιλιά, γιὰ νὰ μὴν ἐκστρατεύσει.
1-9. Πβ. ἀνωτ. T2 (μὲ σχόλια).
7-8. διὸ (...) κινύραι: Πβ. Σουίδ. σ.λλ. Κινύρας· ὄνομα κύριον (βλ. καὶ σημ. ad loc. στὴν ἔκδοση Gaisford – Bernhardy: «quae sequebantur, Θείαντος παῖς, βασιλέως Κύπρου, ζάπλουτος· ὅν φασιν ἁμιλλώμενον τῶι Ἀπόλλωνι, ὡς οἷα μουσικῆς τεχνίτην, ἀπολωλέναι. διὸ καὶ Κινύρας ἐκλήθη παρωνύμως τῆι κινύραι: delevi») καὶ κινύρα· ὄργανον μουσικὸν ἢ κιθάρα. ἀπὸ τοῦ κινεῖν τὰ νεῦρα. Ἡ συσχέτιση τοῦ ὀνόματος Κινύρας μὲ τὴν κινύρα ἐνισχύει τὴν ἄποψη γιὰ ἄμεση σχέση τοῦ Κινύρα μὲ τὴ μουσικὴ καὶ τὴν ποίηση. Γιὰ τὴ σχέση αὐτὴ καὶ γιὰ τὴν ἐτυμολογία τῆς λέξεως κινύρα βλ. ἀνωτ. 74 κἑ.
9-13. ἄλλοι (...) δεξιωσάμενον: Πβ. Ἀπολλόδ. Ἐπιτ. 3.9 Μενέλαος σὺν Ὀδυσσεῖ καὶ Ταλθυβίωι πρὸς <Κινύραν εἰς> Κύπρον ἐλθόντες συμμαχεῖν ἔπειθον· ὁ δὲ Ἀγαμέμνονι μὲν οὐ παρόντι θώρακας ἐδωρήσατο, ὀμόσας δὲ πέμψειν πεντήκοντα ναῦς, μίαν πέμψας, ἧς ἦρχεν < > ὁ Μυγδαλίωνος, καὶ τὰς λοιπὰς ἐκ γῆς πλάσας μεθῆκεν εἰς τὸ πέλαγος. Βλ. καὶ Frazer1 Apollodorus II 179 σημ. 2 καὶ 3, ὅπου καὶ περαιτέρω βιβλιογραφία. Βλ. ἐπίσης ΕλλΜ Ε΄2 24 κἑ. καὶ 32.
13 κἑ. Γιὰ τὴ Δηλιακὴ φιλοξενία τῶν Ἀχαιῶν, τὸν Ἄνιο καὶ τὶς Οἰνοτρόφους βλ. κατωτ. 3 F15 (μὲ σχόλια).
28 κἑ. Γιὰ τὸν πλοῦτο τοῦ νησιοῦ βλ. π.χ. Καραγιώργη Ἀρχ. Κύπρος3 45 κἑ., κυρίως 55 κἑ.: (: «Ὁ πλοῦτος τῶν κτερισμάτων ποὺ βλέπουμε στοὺς τάφους τῆς Ἔγκωμης, τοῦ Κιτίου καὶ τῶν ἄλλων πόλεων, κυρίως κατὰ μῆκος τῆς νότιας ἀκτῆς, χαρακτηρίζει τὴν εὐημερία ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸ νησί. (...) Τὰ λουτρά, οἱ ὑγειονομικὲς ἐγκαταστάσεις καὶ τὸ ἀποχετευτικὸ σύστημα τῶν κατοικιῶν δείχνουν τὸ ὑψηλὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο τῶν κατοίκων»). Πβ. ΙΕΕ Α΄4 338 κἑ.
29-30. Ἄμασις: Φαραὼ τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ τὸ ἔτος 569 περίπου π.Χ. (570-526: βλ. ΙΕΕ Δ΄4 205, πβ. OCD5 σ.λ. Amasis, ὅπου καὶ βιβλιογραφία), ποὺ συνῆψε ἰδιαίτερες σχέσεις μὲ πολλὲς Ἑλληνικὲς πόλεις καὶ πρόσφερε πλούσια ἀναθήματα σὲ Ἑλληνικὰ λατρευτικὰ κέντρα (βλ. Ἡρόδ. 2.172 κἑ.). Ἡ Αἰγυπτιακὴ κυριαρχία στὴν Κύπρο κράτησε δεκαπέντε περίπου χρόνια καὶ ἦταν πιὸ πιεστικὴ ἀπὸ τὴν Ἀσσυριακὴ κυριαρχία, ποὺ εἶχε προηγηθεῖ (βλ. ΙΕΕ Δ΄4 362).
39 κἑ. Πβ. Ψ 295-9 Αἴθην τὴν Ἀγαμεμνονέην (...) | τὴν Ἀγαμέμνονι δῶκ' Ἀγχισιάδης Ἐχέπωλος | δῶρ', ἵνα μή οἱ ἕποιθ' ὑπὸ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν, | ἀλλ' αὐτοῦ τέρποιτο μένων· μέγα γάρ οἱ ἔδωκε | Ζεὺς ἄφενος, ναῖεν δ' ὅ γε ἐν εὐρυχόρωι Σικυῶνι (μὲ ἀρχ. σχόλια στὸ χωρίο). Βλ. καὶ ΕλλΜ Ε΄2 22 κἑ.