Ὁ Δημήτριος ὁ Φαληρεύς, ὅπως ἀναφέρει ὁ Δοῦρις στὸ δέκατο
ἕκτο βιβλίο τῶν Ἱστοριῶν του, (...) ὡς πρὸς μὲν τὶς δαπάνες γιὰ
τὰ δεῖπνα ξεπερνοῦσε τοὺς Μακεδόνες, ὡς πρὸς δὲ τὴν ἐκλεπτυσμέ-
νη πολυτέλεια τοὺς Κυπρίους καὶ τοὺς Φοίνικες (...). Φρόντιζε δὲ
καὶ τὴν ἐμφάνισή του, καὶ ξανθίζοντας τὶς τρίχες τῆς κεφαλῆς καὶ
ἀλείφοντας ἐλαφρὰ μὲ κοκκινάδι τὸ πρόσωπο καὶ ἐγχρίοντας μὲ τὶς
ἄλλες ἀλοιφὲς τὸν ἑαυτό του· γιατὶ ἤθελε νὰ εἶναι περιχαρὴς στὴν
ὄψη καὶ νὰ φαίνεται εὐάρεστος σ' αὐτοὺς ποὺ τὸν συναντοῦσαν.
Στὴν δὲ πομπὴ τῶν Διονυσίων, τὴν ὁποία ὁδήγησε ὅταν ἔγινε ἄρ-
χων, ὁ χορὸς τραγουδοῦσε σ' αὐτὸν ποίημα τοῦ Καστορίωνος
ἀπὸ τοὺς Σόλους, στὸ ὁποῖο προσαγορευόταν ἡλιόμορφος:
(στ. 1) Ἔξοχα εὐγενὴς ἡλιόμορφος ἄρχοντας
μὲ λαμπρὲς θεϊκὲς τιμὲς σὲ δοξάζει.
4. καθαρειότητι: μεταγενέστ. τύπος καθαριότης (ἀπὸ τὸ καθάρειος, καθάριος < καθαρός). Κατὰ τοὺς LSJ91 (καθαρειότης 3.) τὸ οὐσ. στὸ προκείμενο ἀπόσπ. σημαίνει: elegance, “refinement”, ἐνῶ στὴν Ἑλληνικὴ μετάφραση (LSK2 καθαριότης) ἐσφαλμένα σημειώνεται: «εὐπρέπεια, λιτότης καὶ ἁπλότης βίου, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πολυτελές, (...) Ἀθήν. 542 C». Ὁ Χατζηιωάννου (ΑΚΕΠ Β΄3 171.1) μεταφράζει (ὀρθὰ νοηματικά) μὲ τὴν ξένη λέξη «ραφινάρισμα». Προτιμήσαμε τὴ φράση «ἐκλεπτυσμένη πολυτέλεια» (ἴσως: ἐκλεπτυσμένη κοσμιότητα). Μιὰ παρατήρηση τοῦ Βαλέριου Μάξιμου (Valer. Max. 8.1.7, βλ. ΑΚΕΠ Ε΄3 13) γιὰ τὶς Κύπριες βασίλισσες τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. ποὺ χρησιμοποιοῦσαν σώματα γυναικῶν γιὰ νὰ ἀνεβαίνουν στὶς ἅμαξές τους καὶ τὸ ἐκθηλυσμένο (effeminatior) πλῆθος τῶν Κυπρίων ποὺ ἀνέχονταν αὐτό, δείχνει πῶς ἡ ἐκλεπτυσμένη κοσμιότητα ἢ πολυτέλεια ὁδηγεῖται –καὶ ὁδηγεῖ– σιγὰ σιγὰ στὸν ἐκθηλυσμό.
Ἀνάλογη πρὸς τὴν ἐδῶ περιγραφὴ δίνει ὁ Αἰλιανὸς γιὰ τὸν Δημήτριο τὸν Πολιορκητή (Ποικ. ἱστ. 9.9): Δημήτριος ὁ Πολιορκητὴς ἥιρει τὰς πόλεις, καὶ τῆι ἑαυτοῦ τρυφῆι καταχρώμενος χίλια καὶ διακόσια τάλαντα πρόσοδον ἑαυτῶι περιεποιήσατο καθ' ἕκαστον ἔτος, καὶ ἐκ τούτων ὀλίγα μὲν ἐς τὸ στρατόπεδον ἐδαπάνα, τὰ δὲ λοιπὰ ἐς τὴν ἀκολασίαν τὴν ἑαυτοῦ. μύροις τε ἐρραίνετο αὐτῶι τὸ δάπεδον καὶ καθ' ἑκάστην ἔτους ὥραν τὰ ἐνακμάζοντα τῶν ἀνθῶν ὑπεσπείρετο αὐτῶι, ἵνα κατ' αὐτῶν βαδίζηι. ἦν δὲ καὶ πρὸς γυναῖκας ἀκόλαστος, καὶ νεανικοῖς ἔρωσιν ἐπεχείρει. ἔμελε δὲ αὐτῶι καὶ καλῶι εἶναι εὐθετίζοντι τὴν τρίχα καὶ ξανθιζομένωι καὶ ὑπαλειφομένωι τὸ πρόσωπον παιδέρωτι. καὶ τοῖς ἄλλοις δὲ ἐχρίετο ἀλείμμασι, προσφιλοτιμούμενος τῆι ῥαιθυμίαι. (Βλ. τὸ ὅλο ἀπόσπ. τοῦ Ἀθήν. γιὰ τὸν Δημήτριο τὸν Φαληρέα. Γιὰ τὸν Δημήτριο τὸν Πολιορκητὴ –μὲ ἔμφαση στὰ σχετικὰ μὲ τὴν Κύπρο– βλ. ἀναλυτικὰ ΑΚυΓ34 18 F1 σχόλ. σ.στ. 2-3, καὶ ἐδῶ Εἰκ. 28: ἀργυρὸ τετράδραχμο Δημητρίου τοῦ Πολιορκητοῦ, ἀπὸ τὴ Σαλαμῖνα.)
6. παιδέρωτι: ὀνομ. παιδέρως, πληθ. παιδὸς ἔρωτες. Ἀνάμεσα στ' ἄλλα, δείχνει τὸν παιδεραστήν (LSJ91 Ι.) καί, ὅπως ἐδῶ, τὸ “rouge” (ὅ.π. ΙΙ.3), τὸ κοκκινάδι («ἐρυθρὸν χρῶμα εἰς ἔντριψιν, ψιμύθιον» LSK2). Ἡ λέξη ἁρμόζει στὸ ὅλο νόημα τοῦ ἀποσπάσματος.
9. ἄρχων γενόμενος: 309/8 π.Χ. (βλ. Diehl, Lloyd-Jones – Parsons5, Jacoby, πβ. Heinemann), ὄχι 306 π.Χ. (ὅπως ἀναγράφει ὁ Page6).
εἰς αὐτόν: πρέπει νὰ συνταχθεῖ μὲ τὸ ἦιδεν (τραγουδοῦσε σ' αὐτόν), ὄχι μὲ τὸ ποίημα, ποὺ –ὅπως παρατήρησε πρῶτος ὁ Meineke– εἶναι διθύραμβος πρὸς τιμὴν τοῦ Διονύσου κατὰ κύριο λόγο (βλ. καὶ ἀνωτ. σελ. 163 σημ. 145).
10. ποίημα Καστορίωνος: Ἡ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ἀθήναιου δίδει τὴ γραφὴ ποιήματα Σείρωνος. Ὁ Leopardi διόρθωσε πρῶτος τὸ Σείρωνος σὲ Καστορίωνος (διόρθωση ποὺ ἔγινε σχεδὸν ὁμόφωνα ἀποδεκτὴ ἀπὸ ἐρευνητὲς καὶ ἐκδότες), κι ὁ Page6 ἔγραψε ποίημα τὸ ἀντὶ ποιήματα. Πιστεύοντας πὼς ἡ συλλαβὴ -τα προῆλθε ἀπὸ παρανάγνωση τῆς συλλαβῆς Κα-, ποὺ ἐξηγεῖ καὶ τὴν παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ Καστορίωνος (ΠΟΙΗΜΑΚΑΣΤΟΡΙΩΝΟΣ g ΠΟΙΗΜΑΤΑΣΤΟΡΙΩΝΟΣ g ΠΟΙΗΜΑΤΑΣΕΙΡΩΝΟΣ) γράψαμε: ποίημα Καστορίωνος. Ὁ Εὐστάθιος γράφοντας: ποιήματα δὲν ὑποστηρίζει καθοριστικὰ τὴ γραφὴ τῶν κωδίκων τοῦ Ἀθήναιου, καθὼς ἡ παρατήρησή του εἶναι γενικότερη: ὁ χορὸς δὲν τραγουδοῦσε μόνο τὸ ποίημα τοῦ Καστορίωνα, στὸ ὁποῖο προσηγόρευσε τὸν Δημήτριο ἡλιόμορφο. Βλ. καὶ ἀνωτ. σσ. 163-4, μὲ σημ. 145-8.
10. ἐν ὧι: Διόρθωση (ἀπὸ τὸν Page6) ἐπιβαλλόμενη ἀπὸ τὴ διόρθωση τοῦ ποιήματα σὲ ποίημα. Στὴ χειρόγραφη παράδοση: ἐν οἷς.
12 (στ. 1). ἐξόχως καὶ ἔξοχα (πβ. ὄχα), συχνὰ στὸν Ὅμηρο (πληθ. οὐδετέρου, ὡς ἐπίρρ.). Ὅπως καὶ σήμερα, ἐξόχως καὶ ἔξοχα σημαίνει: κυρίως, κατ' ἐξοχήν, πάνω ἀπὸ ἄλλους ἢ πάνω ἀπ' ὅλους. Ἡ θέση του στὸν στίχο μᾶς ἐπιτρέπει τὴ σύνταξή του τόσο μὲ τὸ εὐγενέτας (ὑπερτονίζοντας, ὅπως καὶ στὸν Εὐστάθιο, τὴν ὑποτιθέμενη –ἀφοῦ ἦταν γιὸς δούλου– «εὐγενῆ» καταγωγὴ τοῦ Δημητρίου) ἢ μὲ τὸ γεραίρει. Παραλείποντας τὸ ἄρθρο στὴ μετάφραση διατηρήσαμε τὴ δυνατότητα διπλῆς σύνταξης.
ἡλιόμορφος / b.1-2 ἡλιόμορφον: Τὸ ἐπίθ. ἁρμόζει στὸν Δημήτριο σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρονται γι' αὐτὸν στὰ προηγούμενα (τήν τε τρίχα ... ξανθιζόμενος ... τὴν ὄψιν ἱλαρός ...). Ἔτσι ἡ διόρθωση (ἀπὸ τὸν Kuhn) τοῦ ἠπιόμοιρος τῆς χειρόγραφης παράδοσης δὲν στηρίζεται μόνο στὴ λέξη ἡλιόμορφος τοῦ Ἀθήναιου καὶ τοῦ Εὐστάθιου. Ὅμως παραμένει προβληματικὴ ἡ ἐξήγηση τῆς παραδεδομένης γραφῆς ἠπιόμοιρος (στὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ἀθήναιου, παρὰ τὰ ἀνωτέρω). Ἡ πιθανότης νὰ πρόκειται γιὰ γραφὴ ἀπὸ ἄριστο γνώστη τοῦ Καστορίωνα, τὸ κείμενο τοῦ ὁποίου δὲν ἐνθυμεῖται καλὰ ὁ Ἀθήναιος, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλειστεῖ, γιατὶ μόνο ἔτσι φαίνεται νὰ ἐξηγεῖται ἡ συνύπαρξη τοῦ ἡλιόμορφος (στ. 10 ἀνωτ.) καὶ τοῦ ἠπιόμοιρος (στ. 12 ἀνωτ., στ. 1 Καστορίωνος) στὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ἀθήναιου.
ζαθέοις: ζάθεος εἶναι ὁ λίαν θεῖος, ὁ πανίερος. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ H. Fränkel, De Simia Rhod. 51 (βλ. Gulick7, σημ. στὸ ἀπόσπ.), τὸ ἐπίθ. μπορεῖ νὰ σημαίνει καὶ «πλούσιος, λαμπρός» συντασσόμενο μὲ τὸ τιμαῖς. Τὸ ὅλο χωρίο τοῦ Ἀθήναιου εὐνοεῖ τὴν ἄποψη τούτη. Μεταφράζοντας: «μὲ λαμπρὲς (ἀντί: λίαν) θεϊκὲς τιμὲς», ἀποδίδουμε, πιστεύουμε, ἱκανοποιητικὰ τὸ ἐδῶ νόημα τοῦ ἐπιθέτου.
13 (στ. 2). γεραίρει: Τὸ ρῆμα γεραίρω (τιμῶ ἢ ἀνταμείβω μὲ δῶρο ἢ δῶρα, γενικὰ τιμῶ, δοξάζω, ἀλλὰ καὶ ἑορτάζω) ἀπὸ τὸ γεραρός, ποὺ σχηματίζεται ἀπὸ τὸ *γέραρ (ὡς ἰσοδύναμο τοῦ γέρας: προνόμιο ποὺ ἀποδίδεται ὡς τιμὴ σὲ βασιλεῖς ἢ εὐγενεῖς, ἀρχικὰ συνδεδεμένο μὲ τὴν ἡλικία: πβ. γέρων, γέροντες· ἀργότερα, γενικά, δῶρο). Βλ. LSJ91 σ.λλ. καὶ Kirk [CIl8 I 289/Α΄ 457-8], σημ. στὸ Γ 169-170. Γιὰ τὸ προκείμενο ἀπόσπ. πβ. Πινδ. Ὀλ. 5.10 βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν μεγίσταις.