T= Testimonium F= Fragmentum E= Επιγραφή / Inscription
[Ἀσπί]δα1 καὶ Νείκην Παλλὰς2 ↓ χερὶ θε̣̣̣̣̣[ῖσ]α π̣̣̣̣̣[άρειμι]3 ↓· [ἄλ]λων4 ↓ οὐ χρήζω5 ↓ πρὸς Κύπριν ↓ ἐρχομένη.
3 [Κεκρο]πίδης6 ↓ μ' ἀνέθηκε πάτρης ἄπο7 πατρίδ' ἐς ἄλλην8 ↓ [Ἑρ]μ̣̣̣̣̣όδοτος9 Παφίοις Φειδιακὴν χάριτα10 ↓.
Ἀσπίδα καὶ Νίκη ἡ Παλλάδα στὸ χέρι ἀφοῦ πῆρα νά 'μαι·
ἄλλων δὲν ἔχω χρεία στὴν Κύπριδα ἐρχόμενη.
Ὁ Κεκροπίδης μ' ἀφιέρωσε ἀπ' τὴν πατρίδα μακρυὰ σ' ἄλλη πατρίδα
ὁ Ἑρμόδοτος γιὰ τοὺς Παφίους μὲ τὴ Φειδιακὴ τὴ χάρη.
Ἀναθηματικὸ ἐπίγραμμα χαραγμένο σὲ μαρμάρινη πλάκα ποὺ βρέθηκε ἀκρωτηριασμένη κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τῆς Χρυσοπολίτισσας στὴ Νέα Πάφο (Κτῆμα) καὶ κατατέθηκε στὸ ἐκεῖ Μουσεῖο, ὅπου καὶ ἐκτίθεται σήμερα (Μ. Π. 358). Τὰ δύο ἐλεγειακὰ δίστιχα εἶναι χαραγμένα μὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀνάμεσά τους, τὸ δεύτερο μὲ μικρότερα γράμματα, δείχνοντας πιθανῶς πρόθεση νὰ δηλωθῆ ἀλλαγὴ προσώπου (βλ. κατωτ. Ε63 εἰσαγ. σημ.). Χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς γραφῆς (κυρίως τὸ γράμμα Rˎδίπλα στὰ A καὶ Π, καὶ τὸ ει τοῦ Νείκην) στὸ τέλος τῆς Πτολεμαϊκῆς ἢ στὶς ἀρχὲς τῆς Ρωμαϊκῆς περιόδου (Πτολεμαϊκῆς περιόδου κατὰ τὸν Ross1, "I fortasse a. Chr. n. saeculi" Kaibel, "1 αἰ. π.Χ." Χατζηιωάννου2· "Les lettres ont des apices et les P ont la forme R, comme il arrive quelquefois dans les inscriptions du premier siècle de l'empire romain; l'inscription appartient certainement α cette époque, ainsi que l'indiquent les formes des lettres H, Z, et l'ortographie du mot νείκην" LBW3 2788, πβ. Conze4 168: “um den Anfang unserer Zeitrechnung” καὶ SEG5 1529: “Roman Imperial period”· ἡ χρονολόγηση στὸν 1ον αἰ. π.Χ. μᾶς φαίνεται πιθανή: ἡ σύγχυση στὴν προφορὰ καὶ γραπτὴ ἀπόδοση τοῦι / ει ἔχει ἀρχίσει ἤδη ἀπὸ τοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους, ὅπως καὶ ἡ παράλειψη τοῦ παραγεγραμμένου ἰῶτα (τῆς δοτ.) ποὺ παρατηρεῖται καὶ ἐδῶ στὸ χρήζω τοῦ στ. 2 [πβ. ἀνωτ. Ε31, καὶ τὸ σαφῶς μεταγεν. Ε35 κατωτ.]). Ὅπως σημειώνει ὁ Waddington (LBW3 2788, βλ. καὶ σημ. 1356), "Cette inscription a été attribuée par Le Bas à Phasélis (no 1356) d'après Bailie [Fasc. Inscr. III 92-93 ἀρ. CCCXI], qui n' avait pas vu l'original, mais l'avait emprunté au recueil manuscrit tiré de différentes sources, qui lui avait été communiqué par H. P. Borrell; voyer les notes du no 1356" (ὅπου ἀναφ. σὲ ἀντίγρ. Borrell δημοσιευμένο στὴν ἐφημ. τοῦ Jens Pell, στὸ ὁποῖο γράφτηκε κατὰ λάθος “At Phaselis” ἀντὶ “At Paphos” καὶ τὸ ὁποῖο γνωστοποιήθηκε στὸν Bailey). Ἡ πρώτη ἀξιόλογη δημοσίευση ἀνήκει στὸν L. Ross1 (1850) καὶ ἡ ἑπόμ. στὸν Waddington (LBW3 2788), ἀπὸ δικά τους ἀπόγρ. ("j'ai l'ai vue et recopiée en 1862" Wadd.3 1356 σημ., σελ. 330), ἡ τελευταία στὸν Linfert6 (μὲ ἀξιόλογο κριτικὸ ὑπόμν. ἡ ἔκδοση Loewy7, μὲ συμβολὴ στὴν κριτ. τοῦ κειμ. πολλὲς ἄλλες, μὲ σχόλια ἑρμην. πάμπολλες: βλ. ἀνωτ., δημοσιεύσεις). Ὁ ἀκρωτηριασμὸς τῆς ἐπιγραφῆς στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ καὶ στὸ ἄνω μέρος τῆς δεξιᾶς πλευρᾶς (μὲ τὴν ἀρχὴ τῶν τεσσάρων στίχων καὶ τὸ τέλος τοῦ στ. 1 νὰ ἔχουν καταστραφῆ) καὶ ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ἀφιερωμένου στὴν Κύπριδα ἀγάλματος τῆς Παλλάδος ἄφησαν ἀνοικτὴ σὲ ἀτέρμονες συζητήσεις τὴ συμπλήρωση καὶ ἑρμηνεία βασικῶν σημείων τοῦ ἐπιγράμματος: Τί μορφὴ εἶχε τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς (καὶ ποιάν σχέση εἶχε μὲ τὰ γνωστὰ πρότυπα τοῦ Φειδία); Μαζὶ μὲ τὴνΝείκην τί κρατοῦσε (ἢ ἀπέθεσε) ἡ Παλλάς; Ποιός [Κεκρο]πίδης ἀφιέρωσε τὸ ἄγαλμα καὶ ποιά ἦταν ἡ σχέση του μὲ τὴν Κύπρο (ἦταν ἁπλὸς προσκυνητής, ὑπηρετοῦσε προσωρινὰ ἐκεῖ, ἢ εἶχε μόνιμα ἐγκατασταθῆ στὸ νησί); Ἀκόμα: Ποιός ἐμφανίζεται νὰ ὁμιλεῖ στὸ α΄ ἐλεγειακὸ δίστιχο (τὸ ἄγαλμα τῆς Παλλάδας, ὅπως καὶ στὸ β΄ δίστ. [πβ. κατωτ. Ε35, πβ. ἐπίσης ἀνωτ. Ε4], ἢ ἡ ἴδια ἡ θεά, ὅπως φαίνεται νὰ ὑποδηλώνει ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὰ δύο δίστιχα καὶ τὰ μικρότερα γράμματα τοῦ β΄ διστ. στὴν ἐπιγρ., καὶ ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Welcker8); Κάποιες ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι εὔλογες καὶ πιθανές· κάποιες ἄλλες ἀπαιτοῦν νέα στοιχεῖα (ἐμφάνιση τοῦ ἀγάλματος ἢ / καὶ τῶν θραυσμάτων τῆς πλάκας, ἔστω ἀνάλογων ἀγαλμάτων ἢ ἐπιγραφῶν). Οὕτως ἢ ἄλλως, ὅμως, εἶναι φανερὸ πὼς ἔχουμε στὴ διάθεσή μας ἕνα ἀξιόλογο δεῖγμα ἱκανοῦ ἐπιγραμματοποιοῦ.
1. [Ἀσπί]δα (...) Παλλὰς: ἔτσι οἱ πλεῖστοι ἐκδότες· Πα[λ]λάς γράφουν οἱ LBW3 καὶ Σακελλαρίου9· [ἀσπί]δα ἔγραφε ἤδη ὁ Ross1, ὁ ὁποῖος ὅμως ἔβλεπε ὡς δυνατὰ καὶ τὰ [αἰγί]δα (ποὺ υἱοθέτησαν ἀργότερα οἱ Michaelis10 καὶ Weizsäcker11) καὶ [κερκί]δα, ἐνῶ ὁ Keil (σὲ παράρτημα στὸ ἄρθρο τοῦ Ross12, ArchA II σελ. 632) πρότεινε καὶ τὸ συμπλ. [βαθμί]δα. Γιὰ τὸ Παλλὰς βλ. κατωτ. Ε57 σχόλ. σ.στ. 2 (μὲ παραπομπές).
χερὶ θε̣̣[ῖσ]α π̣̣[άρειμι]: Στὴν ἐπιγρ. μετὰ τὸ εὐανάγνωστο ΧΕΡΙΘ ὑπάρχουν τὰ ἴχνη ἑνὸς Η (κατὰ τὸν Waddington) ἢ Ε, ἀκολούθως κενὸ ἑνὸς γραμμ. (Wadd.3) ἢ δύο (ἂν τὸ ἕνα ἀπ' αὐτὰ εἶναι Ι), ἕνα Α καὶ ἕνα Ι (ἢ ἡ ἀριστ. κάθετη γραμμὴ ἑνὸς ἄλλου γράμματος, μὴ ἀποκλειομένου τοῦ Γ ἢ τοῦ Π κ.τ.τ.), κατὰ τὸν Wadd.3 καὶ τὰ ἴχνη ἑνὸς Ω πρὸς τὸ τέλος τῆς σειρᾶς (ἀνάγνωση δυνατὴ ἀλλ' ὄχι ἀπαραίτητη). Ὁ Wadd.3 μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα ἔγραψε θ[ῆκ]α [γελῶσα] (ἀντὶ θῆ̣̣[κ]α, σημειώνοντας: « La restitution que je propose correspond bien aux traces des lettres » (2788, σελ. 642)· πβ. καὶ θ[εῖσ]α [γελῶσαν] (καὶ θ[εῖσ]α [πατρῴᾳ] τοῦ Keil12· θῆ̣̣[κ]α ἀλλὰ π̣̣[αχείῃ] πρότεινε ἡ Harrison (υἱοθετούμενο στὸ SEG5 39 [1989] "ἀρ. 1529), ἄλλοι ἄλλα (θ[εῖσ]α [ἀπέθηκε] ὁ Χατζηιωάννου2, προφανῶς ἀφορμώμενος ἀπὸ τὴ σχετικὴ σημ. τοῦ Kaibel13, ἐνῶ πιὸ εὔλογο θὰ ἦταν τὸ ἀπέθηκα). Ἤδη ὁ Ross14 ἔγραφε θ[εῖσ]α [πάρειμι], καὶ ὁ Linfert6 ἀργότερα θ[εῖσ]α π̣̣[άρειμι] (?)]· θε̣̣[ῖσ]α πρότεινε εὔστοχα ἡ Μ.-Th. Le Dinahet (BullÉ15 104 [1991] ἀρ. 58, ἀλλὰ κ̣̣[ραταίῃ], ἀντὶ κ̣̣[ραταιῇ], μὲ τὸ Κ̣̣ μὴ ἀποκλειόμενο). Τὸ θε̣̣[ῖσ]α π̣̣[άρειμι] ἁρμόζει ἄριστα στὰ δεδομένα τῆς ἐπιγραφῆς καὶ στὸ νόημα τοῦ ἐπιγράμματος· τὸ π̣̣[άρειμι] σὺν τοῖς ἄλλοις ἐνισχύεται ἀπὸ παράλληλα χωρία: πβ. π.χ. CEG116 251.1 [Π]αλλάδος εἰμὶ θεᾶς· ἀνέθεκε δέ μ' Εὐδίκο hυός κ.τ.τ. (μὲ συχνὴ τὴν παρουσία δεικτ. ἀντων. ποὺ συνοδεύει τὴ μνεία εἰκόνος / ἀγάλματος ἢ σήματος, βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.στ. 3 σ.λ. μ' ἀνέθηκε). Γιὰ ποιάν Παλλάδα γίνεται ἐδῶ λόγος εἶναι ἀβέβαιο (βλ. κατωτ. σχόλ. σ.στ. 4 σημ. σ.λ. Φειδιακὴν χάριτα). Πβ. καὶ κατωτ. Ε57 (στ. 1 χερσὶ καὶ 2, μὲ σχόλ.).
2. [ἄλ]λων: ἐναλλακτικὴ πρόταση Ross14 (υἱοθετούμενη στὶς ἐκδ. LBW3, Cougny17, Σακελλαρίου9), ἀντὶ τοῦ [ὅπ]λων (ποὺ υἱοθετοῦν οἱ πλεῖστοι ἐκδότες, ἐνῶ ὁ Studniczka18 γράφει [-λ]λων καὶ προτείνει συμπλ. [ἄθ]λων, κι ὁ Loewy γράφει [-λ]λων). Ἡ ἐπιλογὴ ἀνάμεσα στὶς δυὸ ἐναλλακτικὲς προτάσεις τοῦ Ross14 εἶναι δύσκολη, μὰ τὸ νόημα σαφές: πρὸς Κύπριν ἐρχομένη δὲν χρειάζεται τίποτ' ἄλλο ἡ Παλλὰς ἀπὸ τὴν [ἀσπί]δα καὶ Νείκην (δὲν τῆς χρειάζονται ἴσως οὔτε αὐτά), δὲν ἔχει χρεία [ὅπ]λων (ἐπιθετικῶν)· τῆς ἀρκεῖ, κατὰ τὸν Ross14 (σελ. 523), ἡ Νίκη, γιὰ νὰ ὑπερισχύει στὴν ἀγάπη, καὶ ἡ ἀσπίδα, γιὰ νὰ προφυλάσσεται ἀπὸ τὴν ἀκούσια ὑποταγὴ στὸν ἔρωτα. Ἡ παρατήρηση τοῦ Studniczka19 (σελ. 7) ὅτι τὸ [ὅπ]λων ἀποκλείεται ἀπὸ τὰ [ἀσπί]δα καὶ Νείκην τοῦ στ. 1, εἶναι κατὰ βάση ὀρθή (ἂν δὲν δηλώνεται στὸ τέλος τοῦ στ. ἡ ἀπόθεσή τους), καθὼς ἡ λέξη δηλώνει γενικὰ τὸν ὁπλισμό (βλ. LSJ920/ LSK21 σ.λ., πβ. Ἡσύχ. σ.λλ. ὅπλα· ποτὲ μὲν τὰ πολεμικὰ σκεύη· ποτὲ δὲ τὰ τῆς νεὼς σχοινία. καὶ τὰ χαλκευτικά καὶ ὅπλον· ἔνδυμα πολεμικόν. καὶ τὸ αἰδοῖον)· ἀλλ' ἡ συσχέτιση μὲ τὸ ὁπλίτης [«ὁ βαρέως ὡπλισμένος πεζὸς πολεμιστὴς φέρων δόρυ καὶ μεγάλην ἀσπίδα (ὅπλον)» LSK21 σ.λ., ΙΙ.) καὶ ὅπλα = ὁπλῖται (LSJ920/ LSK21 σ.λ. ὅπλον ΙΙΙ.4), ἐπιφέρει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ βαρέος ὁπλισμοῦ γιὰ τὰ ὅπλα (ὅ.π. ΙΙΙ.3, βλ. Ἡρόδ. 9.53.1, κ.ἄ.).
χρήζω: χωρὶς παραγεγραμμένο γιῶτα στὴν ἐπιγρ. (ὅπως καὶ ἀλλοῦ, βλ. ἀνωτ. Ε31.2 μὲ σχόλ.)
Κύπριν: βλ. ἀνωτ. Ε15 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Κυπρίαι καὶ Ε25 σχόλ. σ.στ. 3 σ.λ. Κύπρον· βλ. ἐπίσης ΑΚυΓ1β´22 5 Υ1 σχόλ. σ.στ. 2 σ.λ. Κύπριδος· πβ. κατωτ. Ε71 σχόλ. σ.στ. 1-2.
3. [Κεκρο]πίδης: εὔστοχη συμπλ. Ross1, καθολικὰ ἀποδεκτή (λόγω τῶν συμφραζομένων). Κατὰ τὸν Ἡρόδ. 8.44.2 (βλ. καὶ ΑΚΕΠ2 Δβ΄ 101), Ἀθηναῖοι δὲ ἐπὶ μὲν Πελασγῶν ἐχόντων τὴν νῦν Ἑλλάδα καλεομένην ἦσαν Πελασγοί, ὀνομαζόμενοι Κραναοί, ἐπὶ δὲ Κέκροπος βασιλέος ἐπεκλήθησαν Κεκροπίδαι, ἐκδεξαμένου δὲ Ἐρεχθέος τὴν ἀρχὴν Ἀθηναῖοι μετωνομάσθησαν, Ἴωνος δὲ τοῦ Ξούθου στρατάρχεω γενομένου Ἀθηναίοισι ἐκλήθησαν ἀπὸ τούτου Ἴωνες (πβ. Ἡσύχ. σ.λ. Κεκροπίδας· Ἀθηναίους κ.λπ., καὶ ἀνωτ. Ε1.5 Ἀ[τ]θίδι Κ[έ]κροπος αἴηι [μὲ σχόλ.] καὶ Ε2.5 Κέκροπ̣̣ό̣̣ς θ̣̣' [ὁμ]ο̣̣ῦ̣̣ ἐ̣̣κ̣̣γ̣̣ε̣̣[νέταισιν]).
μ' ἀνέθηκε πάτρης ἄπο πατρίδ' ἐς ἄλλην: πβ. κατωτ. Ε56.1-2 ἑᾶι δ' ἀνέθηκεν Ἀθηνᾶι | πατρίδ' ἐς εὐρύχορον Κύπρου ἀπὸ ζαθέας (βλ. καὶ σχόλ. σ.στ.)· ἀνωτ. Ε17 [Τόνδ' È È ––] ἀνέθηκα καὶ 8 εἰκόνα τήνδ' ἀπέθου (μὲ σημ.), Ε15.1-2 εἰ[κόνα] μορ[φ]ῆ̣̣[ς] | υἱοῦ τήνδε ἀνέθηκε, Ε25.5 σὲ̣̣... ἀνέθηκε, Ε35.1 Νέμεσίν̣̣ με θεὰν ἱδρύσατο (μὲ σημ., ὅπου περαιτέρω παραπομπές)· CEG116 251.1 [Π]αλλάδος εἰμὶ θεᾶς· ἀνέθεκεν δέ μ' Εὐδίκο hyός (βλ. σημ. σ.λ. χερὶ θε̣̣[ῖσ]α π̣̣[άρειμι], κ.τ.τ. Γιὰ τὸ πάτρης βλ. Ε60 σχόλ. σ.στ. 2 σ.λ. πάτρη̣̣[ν] (μὲ παραπομπές), γιὰ τὸ πατρίς Ε18.3, Ε20.1-2, Ε22.1, Ε23.3 (πατρὶν Κολοφῶνα), Ε56.2 (πατρίδ' ἐς...) (μὲ τὶς σχετικὲς σημ.)· πβ. καὶ τὸ ἐπίγρ. στὸν τάφο τοῦ Ἡροδ. στοὺς Θουρίους (Στέφ. Βυζ. σ.λ. Θούριοι): Ἡρόδοτον Λύξεω κρύπτει κόνις ἥδε θανόντα | Ἰάδος ἀρχαίης ἱστορίης πρύτανιν | Δωριέων βλαστόντα πάτρης ἄπο· τῶν γὰρ ἄτλητον | μῶμον ὑπεκπροφυγὼν Θούριον ἔσχε πάτρην (καὶ ἀνωτ. Ε21.1-2 ἣν ἀπ' Ἐλα<ί>ης | Αἰολίδος τηλοῦ Κύπρος ἔδεκτο, κ.τ.τ.). Ἡ πιθανότητα νὰ μὴν ἦταν ἁπλὸς προσκυνητὴς ὁ ἐδῶ ἀναφερόμενος [Κεκρο]πίδης ἀλλ' ἐγκατεστημένος στὴν Πάφο εἶναι ἀσφαλῶς μεγάλη.
4. Φειδιακὴν χάριτα: πβ. κατωτ. Ε57.1-2 Τεῦξ' Ἑλικὼν (...), ὧι ἐνὶ χερσὶ | πότνια θεσπεσίην Παλλὰς ἔχευε χάριν (γιὰ τὸ χάρις βλ. ἀνωτ. Ε25 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. χάριτα[ς], ὅπου καὶ περαιτέρω παραπομπές). Τὸ ἐπίθ. Φεδιακήν (ἀπὸ τὸ Φειδίας, καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ φείδομαι: βλ. Chantraine23 σ.λ., μὲ τὶς ἐτυμ. παρατηρήσεις) ὁδηγεῖ τοὺς πλείστους ἐρευνητὲς στὴν ὑπόθεση ὅτι τὸ ἄγαλμα τῆς Παλλάδας ποὺ ἀφιερώνεται Παφίοις εἶναι ἀντίγραφο ἔργου τοῦ Φειδία, μὲ ἐξαίρεση τὸν Welcker1, ποὺ ἐπικαλούμενος τὸ τοῦ Ἡσυχ. Φιδίαι· λιθοξόοι καὶ τὶς ἀνάλογες πρὸς τὴν ἐδῶ Λατ. ἐκφράσεις Apellea ars καὶ Apelleae tabulae ὑποστηρίζει ὅτι μὲ τὴ φράση Φειδιακὴ χάρις ἐννοεῖται γενικὰ ἡ Ἀττικὴ τέχνη (ἡ ὁποία μὲ τὸν Φειδία ἔφθασε στὴν κορύφωσή της). Κατὰ τοὺς LSJ920 Φειδιακός = "made by Phidias'' (μὲ παραπομπὴ ὅμως στὸν Ἀρρ., Ἐπικτ. 2.19.23: ὡς λέγομεν ἀνδριάντα Φειδιακὸν τὸν τετυπωμένον κατὰ τὴν τέχνην τοῦ Φειδίου, χωρίο ποὺ δὲν ἐνισχύει κατ' ἀνάγκη τὴν ἑρμηνεία αὐτὴ ὅσο ἄλλα παραδείγματα, ὅπως π.χ. ἡ ἐπιγρ. ἀπὸ τὴν Κλαυδιόπολη τῆς Κιλικίας Ἀθηνᾷ [– – –]Φλωρῖνα ἐποίησε καὶ ἄλ<λ>ον φειδ̣̣ιακὸν ποὺ παραθέτει καὶ σχολιάζει ὁ A. Linfert6 στὸ ΖΡΕ 41 [1981] 253-55, καταλήγοντας στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Φλωρῖνα ἦταν γλύπτρια ποὺ ἀφιέρωσε ἀντίγραφο τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς καὶ ἕνα ἄλλο τοῦ Ὀλύμπιου Δία τοῦ Φειδία: βλ. καὶ SEG5 31 [1981] ἀρ. 1323, ὅπου καὶ περαιτέρω βιβλιογραφία). Οἱ ἀπόψεις τῶν ἐρευνητῶν διίστανται ὡς πρὸς τὴν ταυτότητα τῆς ἐδῶ Ἀθηνᾶς: Ὁ Ross1, π.χ., ἀναφέρεται στὴν Κλῃδοῦχον Ἀθηνᾶ (522 κἑ.), ἐνῶ στοὺς LBW3 (2788) γίνεται γενικὰ λόγος γιὰ παραστάσεις τῆς Ἀθηνᾶς μὲ μιὰ μικρὴ Νίκη στὸ δεξὶ χέρι καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι ἀκουμπισμένο στὴν ἀσπίδα της (καὶ συμπεραίνεται ὅτι τὸ ἄγαλμα ποὺ ἀφιέρωσε ὁ Ἑρμόδοτος στὸν ναὸ τῆς Πάφου φαίνεται νὰ ἦταν ἀντίγραφο ἢ μᾶλλον ἀπομίμηση ἑνὸς ἔργου τοῦ Φειδία). Ὁ Overbeck24 συγκαταλέγει τὸ ἐπίγραμμά μας στὶς πηγὲς γιὰ τὴν Λημνίαν Ἀθηνᾶ μαζὶ μὲ τὸ χωρία: Παυσ. 1.28.2 (βλ. καὶ Jahn – Michaelis PDAA210 34 σημ. 11), Πλιν. Φυσ. ἱστ. 34.54, Λουκιαν. Εἰκ. 4 (462), Ἱμερ. Λόγ. 21.4 (p. 736 ed. Wernsd.), καὶ δύο ἐπιγράμματα ἀπὸ τὴν Ἀνθ. Πλαν. [16.] 169 [ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ] (Ἀφρογενοῦς Παφίης ζάθεον περιδέρκεο κάλλος, | καὶ λέξεις· Αἰνῶ τὸν Φρύγα τῆς κρίσεως. | Ἀτθίδα δερκόμενος πάλιν Παλλάδα τοῦτο βοήσεις· | Ὡς βούτης ὁ Πάρις τήνδε παρετρόχασεν) καὶ 170 [ΕΡΜΟΔΩΡΟΥ, πβ. τὸ ὄνομα τοῦ ἐδῶ ἀφιερωτῆ] (Τὰν Κνιδίαν Κυθέρειαν ἰδών, ξένε, τοῦτό κεν εἴποις· | Αὐτὰ καὶ θνατῶν ἄρχε καὶ ἀθανάτων. | τὰν δ' ἐνὶ Κεκροπίδαις δορυθαρσέα Παλλάδα λεύσσων | αὐδάσεις· Ὄντως βουκόλος ἦν ὁ Πάρις)· οἱ μαρτυρίες αὐτὲς μαζὶ μὲ τὸ χωρίο Ἀριστείδ. Λόγ. 50 (ΙΙΙ σελ. 701 Canter) σχολιάζονται μὲ σκεπτικισμὸ ἀπὸ τὸν Lamer (RE25 σ.λ. Λημνία, 1900 κἑ.), ποὺ σημειώνει ὅτι ἡ φράση τοῦ Πλινίου eximiae pulchritudinis θυμίζει τὸ χάριτα τοῦ ἐδῶ στ. 4 ἀλλὰ δὲν θεωρεῖ ὅτι ἔχουμε σαφῆ ἀναφορὰ στὴ Λημνία· νωρίτερα ὁ Weizsäcker11 (NJPhP 133 [1886] 14-15) ἔδινε στὴ φράση τοῦ Πλίνιου formae cognomen accepit τὸ νόημα ὅτι ἡ Ἀθηνᾶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἀγάλματος αὐτοῦ πῆρε τὸ ὄνομα Χάρις (καὶ πρότεινε νὰ γραφῆ Χάριτα στὸν ἐδῶ στ. 4), κι ὁ Studniczka19 (VGrK 15 κἑ.) ἀναζητοῦσε τὴ Λημνία σὲ δύο ἀνάγλυφες παραστάσεις τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. στὸ Ἀσκληπιεῖο τῆς Ἀθηνᾶς (στὴ μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ Ἀθηνᾶ μὲ χιτώνα στηρίζεται στὸ δεξὶ πόδι ὅπως ἡ Παρθένος, ἔχοντας κεκαμμένο τὸ ἀριστερὸ γόνατο, καὶ ἀκουμπᾶ στὴν ἀσπίδα, αὐστηρὴ μὰ ἀδρανής, χωρὶς κράνος καὶ αἰγίδα ἀλλὰ μὲ πλεξούδα ὄμορφη στὰ μαλλιά, ἐνῶ στὴν ἄλλη στηρίζεται στὴν ἀσπίδα μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ δὲν διακρίνεται τί κρατᾶ στὸ ἀριστερό). Τὰ τελευταῖα χρόνια ξανάπιασαν τὸ θέμα μὲ ζῆλο οἱ Linfert26, Hartswick27, Harrison28. Ὁ πρῶτος ἀφιερώνει στὴ Λημνία κεφ. τῆς ἐργασίας του "Athenen des Phidias"26, MDAI(A) 97(1982) 59-66 ("B. Lemnia"), ὑποστηρίζοντας ὅτι στὸ ἐπίγραμμά μας ἀναφέρεται ἀντίγραφο τῆς Ἀθηνᾶς Λημνίας χωρὶς ὅπλα (ἢ καλύτερα: χωρὶς νὰ χρειάζεται τὰ ὅπλα), καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι σημαντικὲς πηγὲς ποὺ ἀποδίδονται στὴν Πρόμαχον Ἀθηνᾶ στὴν πραγματικότητα ἀναφέρονται στὴ Λημνία. Ἀντίθετα, ἡ Kim J. Hartswick27, "The Athena Lemnia Reconsidered", AJA 87 (1983) 335-46 (ἄρθρο βασισμένο στὴ διατριβὴ The Athena Lemnia Reconsidered: The Dresden Replicas and the Bologna Head, ποὺ ὑποβλήθηκε στὸ Bryn Mawr College to 1981), δὲν ἀναφέρει τὸ ἐδῶ ἐπίγραμμα στὶς πηγὲς γιὰ τὴ Λημνία. Καὶ ἡ Evelyn B. Harrison28, "Lemnia and Lemnos: Sidelights on a Pheidian Athena", Kanon 101-9 (Beiheft zur Antike Kunst, 1988) ἐπαναφέρει (σὰν νέα, ὅμως) τὴ γραφὴ Χάριτα τοῦ Weizsäcker, συνδέοντας τὴν Ἀθηνᾶ μὲ τὶς ἀκόλουθες ἢ θεραπαινίδες τῆς Ἀφροδίτης Χάριτας (βλ. καὶ ΑΚυΓ1β´22 3 F4.6, 3 F5.6, 5 Y1.61 κἑ., μὲ τὰ ἐκεῖ σχόλια)· θυμίζει ὅτι στὸ θ 362-6 οἱ Χάριτες λούζουν καὶ στολίζουν τὴν Ἀφροδίτη στὴν Πάφο μετὰτὸν περιπετειώδη ἔρωτά της μὲ τὸν Ἄρη κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄντρα της τὸν Ἥφαιστο τὸν προστάτη τῆς Λήμνου (θ 283, 294, 301), ποὺ τοὺς παγιδεύει καὶ τοὺς γελοιοποιεῖ· ἀποφαίνεται ὅτι δὲν θὰ ἦταν τὸ πιὸ εὐγενικὸ δῶρο στὴν Παφία Ἀφροδίτη μιὰ Λημνία Ἀθηνᾶ ("One might wonder if a Lemnian Athena would be the most tactful gift to Paphian Aphrodite"), ἐνῶ ἡ Ἀθηνᾶ-Χάρις θὰ ἐξέφραζε ἄριστα τὶς εὐχαριστίες τοῦ Ἀθηναίου δωρητῆ στὴ χώρα ποὺ τὸν δέχτηκε· καὶ καταλήγει στὸ συμπέρασμα (μὲ πρόσθετα ἐπιχειρήματα) ὅτι ἡ Παρθένος τοῦ Φειδία φαίνεται νὰ εἶναι τὸ πρότυπο τοῦ ἐδῶ ἀφιερώματος (μὲ στοιχεῖα ἀπὸ τὶς παραστάσεις τῶν Χαρίτων). Ἂς προστεθῆ ὅτι ὁ A. Conze4, "Siegelring aus Cypern", AZ 42 (1884) 166-68, παρουσίαζε ἤδη τὸ 1884 ἕναν ἀσημένιο σφραγιδόλιθο ἀπὸ τὸ Κούριο μὲ τὴν Ἀθηνᾶ νὰ ἀκουμπᾶ χαλαρὰ τὸ ἀριστερό της χέρι στὴν ἀσπίδα καὶ νὰ κρατᾶ στὸ δεξί της χέρι ἄφλαστον (καμπύλη πρύμνη πλοίου μὲ τὰ κοσμήματά της, ἀντὶ Νείκην), μιλοῦσε γιὰ ἐλεύθερο ἀντίγραφο τῆς Φειδιακῆς Παρθένου καὶ σημείωνε τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ὁποία οἱ καλλιτέχνες χρησιμοποιοῦσαν συχνὰ τὰ πρότυπά τους. Ἡ πρωτότυπη δομὴ τοῦ ἐδῶ ἐπιγράμματος δὲν ἀποκλείεται νὰ ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰν ἐλεύθερη ἀπόδοση Φειδιακοῦ προτύπου στὸ ἄγαλμα τῆς Παλλάδας ποὺ αὐτὸ συνόδευε.
Ἀναθηματικὸ ἐπίγραμμα χαραγμένο σὲ μαρμάρινη πλάκα ποὺ βρέθηκε ἀκρωτηριασμένη κοντὰ στὴν Ἐκκλησία τῆς Χρυσοπολίτισσας στὴ Νέα Πάφο (Κτῆμα) καὶ κατατέθηκε στὸ ἐκεῖ Μουσεῖο, ὅπου καὶ ἐκτίθεται σήμερα (Μ. Π. 358). Τὰ δύο ἐλεγειακὰ δίστιχα εἶναι χαραγμένα μὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀνάμεσά τους, τὸ δεύτερο μὲ μικρότερα γράμματα, δείχνοντας πιθανῶς πρόθεση νὰ δηλωθῆ ἀλλαγὴ προσώπου (βλ. κατωτ. Ε63 εἰσαγ. σημ.). Χρονολογεῖται ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς γραφῆς (κυρίως τὸ γράμμα Rˎδίπλα στὰ A καὶ Π, καὶ τὸ ει τοῦ Νείκην) στὸ τέλος τῆς Πτολεμαϊκῆς ἢ στὶς ἀρχὲς τῆς Ρωμαϊκῆς περιόδου (Πτολεμαϊκῆς περιόδου κατὰ τὸν Ross1, "I fortasse a. Chr. n. saeculi" Kaibel, "1 αἰ. π.Χ." Χατζηιωάννου2· "Les lettres ont des apices et les P ont la forme R, comme il arrive quelquefois dans les inscriptions du premier siècle de l'empire romain; l'inscription appartient certainement α cette époque, ainsi que l'indiquent les formes des lettres H, Z, et l'ortographie du mot νείκην" LBW3 2788, πβ. Conze4 168: “um den Anfang unserer Zeitrechnung” καὶ SEG5 1529: “Roman Imperial period”· ἡ χρονολόγηση στὸν 1ον αἰ. π.Χ. μᾶς φαίνεται πιθανή: ἡ σύγχυση στὴν προφορὰ καὶ γραπτὴ ἀπόδοση τοῦι / ει ἔχει ἀρχίσει ἤδη ἀπὸ τοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους, ὅπως καὶ ἡ παράλειψη τοῦ παραγεγραμμένου ἰῶτα (τῆς δοτ.) ποὺ παρατηρεῖται καὶ ἐδῶ στὸ χρήζω τοῦ στ. 2 [πβ. ἀνωτ. Ε31, καὶ τὸ σαφῶς μεταγεν. Ε35 κατωτ.]). Ὅπως σημειώνει ὁ Waddington (LBW3 2788, βλ. καὶ σημ. 1356), "Cette inscription a été attribuée par Le Bas à Phasélis (no 1356) d'après Bailie [Fasc. Inscr. III 92-93 ἀρ. CCCXI], qui n' avait pas vu l'original, mais l'avait emprunté au recueil manuscrit tiré de différentes sources, qui lui avait été communiqué par H. P. Borrell; voyer les notes du no 1356" (ὅπου ἀναφ. σὲ ἀντίγρ. Borrell δημοσιευμένο στὴν ἐφημ. τοῦ Jens Pell, στὸ ὁποῖο γράφτηκε κατὰ λάθος “At Phaselis” ἀντὶ “At Paphos” καὶ τὸ ὁποῖο γνωστοποιήθηκε στὸν Bailey). Ἡ πρώτη ἀξιόλογη δημοσίευση ἀνήκει στὸν L. Ross1 (1850) καὶ ἡ ἑπόμ. στὸν Waddington (LBW3 2788), ἀπὸ δικά τους ἀπόγρ. ("j'ai l'ai vue et recopiée en 1862" Wadd.3 1356 σημ., σελ. 330), ἡ τελευταία στὸν Linfert6 (μὲ ἀξιόλογο κριτικὸ ὑπόμν. ἡ ἔκδοση Loewy7, μὲ συμβολὴ στὴν κριτ. τοῦ κειμ. πολλὲς ἄλλες, μὲ σχόλια ἑρμην. πάμπολλες: βλ. ἀνωτ., δημοσιεύσεις). Ὁ ἀκρωτηριασμὸς τῆς ἐπιγραφῆς στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ καὶ στὸ ἄνω μέρος τῆς δεξιᾶς πλευρᾶς (μὲ τὴν ἀρχὴ τῶν τεσσάρων στίχων καὶ τὸ τέλος τοῦ στ. 1 νὰ ἔχουν καταστραφῆ) καὶ ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ἀφιερωμένου στὴν Κύπριδα ἀγάλματος τῆς Παλλάδος ἄφησαν ἀνοικτὴ σὲ ἀτέρμονες συζητήσεις τὴ συμπλήρωση καὶ ἑρμηνεία βασικῶν σημείων τοῦ ἐπιγράμματος: Τί μορφὴ εἶχε τὸ ἄγαλμα τῆς Ἀθηνᾶς (καὶ ποιάν σχέση εἶχε μὲ τὰ γνωστὰ πρότυπα τοῦ Φειδία); Μαζὶ μὲ τὴνΝείκην τί κρατοῦσε (ἢ ἀπέθεσε) ἡ Παλλάς; Ποιός [Κεκρο]πίδης ἀφιέρωσε τὸ ἄγαλμα καὶ ποιά ἦταν ἡ σχέση του μὲ τὴν Κύπρο (ἦταν ἁπλὸς προσκυνητής, ὑπηρετοῦσε προσωρινὰ ἐκεῖ, ἢ εἶχε μόνιμα ἐγκατασταθῆ στὸ νησί); Ἀκόμα: Ποιός ἐμφανίζεται νὰ ὁμιλεῖ στὸ α΄ ἐλεγειακὸ δίστιχο (τὸ ἄγαλμα τῆς Παλλάδας, ὅπως καὶ στὸ β΄ δίστ. [πβ. κατωτ. Ε35, πβ. ἐπίσης ἀνωτ. Ε4], ἢ ἡ ἴδια ἡ θεά, ὅπως φαίνεται νὰ ὑποδηλώνει ἡ ἀπόσταση ἀνάμεσα στὰ δύο δίστιχα καὶ τὰ μικρότερα γράμματα τοῦ β΄ διστ. στὴν ἐπιγρ., καὶ ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Welcker8); Κάποιες ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ εἶναι εὔλογες καὶ πιθανές· κάποιες ἄλλες ἀπαιτοῦν νέα στοιχεῖα (ἐμφάνιση τοῦ ἀγάλματος ἢ / καὶ τῶν θραυσμάτων τῆς πλάκας, ἔστω ἀνάλογων ἀγαλμάτων ἢ ἐπιγραφῶν). Οὕτως ἢ ἄλλως, ὅμως, εἶναι φανερὸ πὼς ἔχουμε στὴ διάθεσή μας ἕνα ἀξιόλογο δεῖγμα ἱκανοῦ ἐπιγραμματοποιοῦ.
1. [Ἀσπί]δα (...) Παλλὰς: ἔτσι οἱ πλεῖστοι ἐκδότες· Πα[λ]λάς γράφουν οἱ LBW3 καὶ Σακελλαρίου9· [ἀσπί]δα ἔγραφε ἤδη ὁ Ross1, ὁ ὁποῖος ὅμως ἔβλεπε ὡς δυνατὰ καὶ τὰ [αἰγί]δα (ποὺ υἱοθέτησαν ἀργότερα οἱ Michaelis10 καὶ Weizsäcker11) καὶ [κερκί]δα, ἐνῶ ὁ Keil (σὲ παράρτημα στὸ ἄρθρο τοῦ Ross12, ArchA II σελ. 632) πρότεινε καὶ τὸ συμπλ. [βαθμί]δα. Γιὰ τὸ Παλλὰς βλ. κατωτ. Ε57 σχόλ. σ.στ. 2 (μὲ παραπομπές).
χερὶ θε̣̣[ῖσ]α π̣̣[άρειμι]: Στὴν ἐπιγρ. μετὰ τὸ εὐανάγνωστο ΧΕΡΙΘ ὑπάρχουν τὰ ἴχνη ἑνὸς Η (κατὰ τὸν Waddington) ἢ Ε, ἀκολούθως κενὸ ἑνὸς γραμμ. (Wadd.3) ἢ δύο (ἂν τὸ ἕνα ἀπ' αὐτὰ εἶναι Ι), ἕνα Α καὶ ἕνα Ι (ἢ ἡ ἀριστ. κάθετη γραμμὴ ἑνὸς ἄλλου γράμματος, μὴ ἀποκλειομένου τοῦ Γ ἢ τοῦ Π κ.τ.τ.), κατὰ τὸν Wadd.3 καὶ τὰ ἴχνη ἑνὸς Ω πρὸς τὸ τέλος τῆς σειρᾶς (ἀνάγνωση δυνατὴ ἀλλ' ὄχι ἀπαραίτητη). Ὁ Wadd.3 μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα ἔγραψε θ[ῆκ]α [γελῶσα] (ἀντὶ θῆ̣̣[κ]α, σημειώνοντας: « La restitution que je propose correspond bien aux traces des lettres » (2788, σελ. 642)· πβ. καὶ θ[εῖσ]α [γελῶσαν] (καὶ θ[εῖσ]α [πατρῴᾳ] τοῦ Keil12· θῆ̣̣[κ]α ἀλλὰ π̣̣[αχείῃ] πρότεινε ἡ Harrison (υἱοθετούμενο στὸ SEG5 39 [1989] "ἀρ. 1529), ἄλλοι ἄλλα (θ[εῖσ]α [ἀπέθηκε] ὁ Χατζηιωάννου2, προφανῶς ἀφορμώμενος ἀπὸ τὴ σχετικὴ σημ. τοῦ Kaibel13, ἐνῶ πιὸ εὔλογο θὰ ἦταν τὸ ἀπέθηκα). Ἤδη ὁ Ross14 ἔγραφε θ[εῖσ]α [πάρειμι], καὶ ὁ Linfert6 ἀργότερα θ[εῖσ]α π̣̣[άρειμι] (?)]· θε̣̣[ῖσ]α πρότεινε εὔστοχα ἡ Μ.-Th. Le Dinahet (BullÉ15 104 [1991] ἀρ. 58, ἀλλὰ κ̣̣[ραταίῃ], ἀντὶ κ̣̣[ραταιῇ], μὲ τὸ Κ̣̣ μὴ ἀποκλειόμενο). Τὸ θε̣̣[ῖσ]α π̣̣[άρειμι] ἁρμόζει ἄριστα στὰ δεδομένα τῆς ἐπιγραφῆς καὶ στὸ νόημα τοῦ ἐπιγράμματος· τὸ π̣̣[άρειμι] σὺν τοῖς ἄλλοις ἐνισχύεται ἀπὸ παράλληλα χωρία: πβ. π.χ. CEG116 251.1 [Π]αλλάδος εἰμὶ θεᾶς· ἀνέθεκε δέ μ' Εὐδίκο hυός κ.τ.τ. (μὲ συχνὴ τὴν παρουσία δεικτ. ἀντων. ποὺ συνοδεύει τὴ μνεία εἰκόνος / ἀγάλματος ἢ σήματος, βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.στ. 3 σ.λ. μ' ἀνέθηκε). Γιὰ ποιάν Παλλάδα γίνεται ἐδῶ λόγος εἶναι ἀβέβαιο (βλ. κατωτ. σχόλ. σ.στ. 4 σημ. σ.λ. Φειδιακὴν χάριτα). Πβ. καὶ κατωτ. Ε57 (στ. 1 χερσὶ καὶ 2, μὲ σχόλ.).
2. [ἄλ]λων: ἐναλλακτικὴ πρόταση Ross14 (υἱοθετούμενη στὶς ἐκδ. LBW3, Cougny17, Σακελλαρίου9), ἀντὶ τοῦ [ὅπ]λων (ποὺ υἱοθετοῦν οἱ πλεῖστοι ἐκδότες, ἐνῶ ὁ Studniczka18 γράφει [-λ]λων καὶ προτείνει συμπλ. [ἄθ]λων, κι ὁ Loewy γράφει [-λ]λων). Ἡ ἐπιλογὴ ἀνάμεσα στὶς δυὸ ἐναλλακτικὲς προτάσεις τοῦ Ross14 εἶναι δύσκολη, μὰ τὸ νόημα σαφές: πρὸς Κύπριν ἐρχομένη δὲν χρειάζεται τίποτ' ἄλλο ἡ Παλλὰς ἀπὸ τὴν [ἀσπί]δα καὶ Νείκην (δὲν τῆς χρειάζονται ἴσως οὔτε αὐτά), δὲν ἔχει χρεία [ὅπ]λων (ἐπιθετικῶν)· τῆς ἀρκεῖ, κατὰ τὸν Ross14 (σελ. 523), ἡ Νίκη, γιὰ νὰ ὑπερισχύει στὴν ἀγάπη, καὶ ἡ ἀσπίδα, γιὰ νὰ προφυλάσσεται ἀπὸ τὴν ἀκούσια ὑποταγὴ στὸν ἔρωτα. Ἡ παρατήρηση τοῦ Studniczka19 (σελ. 7) ὅτι τὸ [ὅπ]λων ἀποκλείεται ἀπὸ τὰ [ἀσπί]δα καὶ Νείκην τοῦ στ. 1, εἶναι κατὰ βάση ὀρθή (ἂν δὲν δηλώνεται στὸ τέλος τοῦ στ. ἡ ἀπόθεσή τους), καθὼς ἡ λέξη δηλώνει γενικὰ τὸν ὁπλισμό (βλ. LSJ920/ LSK21 σ.λ., πβ. Ἡσύχ. σ.λλ. ὅπλα· ποτὲ μὲν τὰ πολεμικὰ σκεύη· ποτὲ δὲ τὰ τῆς νεὼς σχοινία. καὶ τὰ χαλκευτικά καὶ ὅπλον· ἔνδυμα πολεμικόν. καὶ τὸ αἰδοῖον)· ἀλλ' ἡ συσχέτιση μὲ τὸ ὁπλίτης [«ὁ βαρέως ὡπλισμένος πεζὸς πολεμιστὴς φέρων δόρυ καὶ μεγάλην ἀσπίδα (ὅπλον)» LSK21 σ.λ., ΙΙ.) καὶ ὅπλα = ὁπλῖται (LSJ920/ LSK21 σ.λ. ὅπλον ΙΙΙ.4), ἐπιφέρει καὶ τὴν ἔννοια τοῦ βαρέος ὁπλισμοῦ γιὰ τὰ ὅπλα (ὅ.π. ΙΙΙ.3, βλ. Ἡρόδ. 9.53.1, κ.ἄ.).
χρήζω: χωρὶς παραγεγραμμένο γιῶτα στὴν ἐπιγρ. (ὅπως καὶ ἀλλοῦ, βλ. ἀνωτ. Ε31.2 μὲ σχόλ.)
Κύπριν: βλ. ἀνωτ. Ε15 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Κυπρίαι καὶ Ε25 σχόλ. σ.στ. 3 σ.λ. Κύπρον· βλ. ἐπίσης ΑΚυΓ1β´22 5 Υ1 σχόλ. σ.στ. 2 σ.λ. Κύπριδος· πβ. κατωτ. Ε71 σχόλ. σ.στ. 1-2.
3. [Κεκρο]πίδης: εὔστοχη συμπλ. Ross1, καθολικὰ ἀποδεκτή (λόγω τῶν συμφραζομένων). Κατὰ τὸν Ἡρόδ. 8.44.2 (βλ. καὶ ΑΚΕΠ2 Δβ΄ 101), Ἀθηναῖοι δὲ ἐπὶ μὲν Πελασγῶν ἐχόντων τὴν νῦν Ἑλλάδα καλεομένην ἦσαν Πελασγοί, ὀνομαζόμενοι Κραναοί, ἐπὶ δὲ Κέκροπος βασιλέος ἐπεκλήθησαν Κεκροπίδαι, ἐκδεξαμένου δὲ Ἐρεχθέος τὴν ἀρχὴν Ἀθηναῖοι μετωνομάσθησαν, Ἴωνος δὲ τοῦ Ξούθου στρατάρχεω γενομένου Ἀθηναίοισι ἐκλήθησαν ἀπὸ τούτου Ἴωνες (πβ. Ἡσύχ. σ.λ. Κεκροπίδας· Ἀθηναίους κ.λπ., καὶ ἀνωτ. Ε1.5 Ἀ[τ]θίδι Κ[έ]κροπος αἴηι [μὲ σχόλ.] καὶ Ε2.5 Κέκροπ̣̣ό̣̣ς θ̣̣' [ὁμ]ο̣̣ῦ̣̣ ἐ̣̣κ̣̣γ̣̣ε̣̣[νέταισιν]).
μ' ἀνέθηκε πάτρης ἄπο πατρίδ' ἐς ἄλλην: πβ. κατωτ. Ε56.1-2 ἑᾶι δ' ἀνέθηκεν Ἀθηνᾶι | πατρίδ' ἐς εὐρύχορον Κύπρου ἀπὸ ζαθέας (βλ. καὶ σχόλ. σ.στ.)· ἀνωτ. Ε17 [Τόνδ' È È ––] ἀνέθηκα καὶ 8 εἰκόνα τήνδ' ἀπέθου (μὲ σημ.), Ε15.1-2 εἰ[κόνα] μορ[φ]ῆ̣̣[ς] | υἱοῦ τήνδε ἀνέθηκε, Ε25.5 σὲ̣̣... ἀνέθηκε, Ε35.1 Νέμεσίν̣̣ με θεὰν ἱδρύσατο (μὲ σημ., ὅπου περαιτέρω παραπομπές)· CEG116 251.1 [Π]αλλάδος εἰμὶ θεᾶς· ἀνέθεκεν δέ μ' Εὐδίκο hyός (βλ. σημ. σ.λ. χερὶ θε̣̣[ῖσ]α π̣̣[άρειμι], κ.τ.τ. Γιὰ τὸ πάτρης βλ. Ε60 σχόλ. σ.στ. 2 σ.λ. πάτρη̣̣[ν] (μὲ παραπομπές), γιὰ τὸ πατρίς Ε18.3, Ε20.1-2, Ε22.1, Ε23.3 (πατρὶν Κολοφῶνα), Ε56.2 (πατρίδ' ἐς...) (μὲ τὶς σχετικὲς σημ.)· πβ. καὶ τὸ ἐπίγρ. στὸν τάφο τοῦ Ἡροδ. στοὺς Θουρίους (Στέφ. Βυζ. σ.λ. Θούριοι): Ἡρόδοτον Λύξεω κρύπτει κόνις ἥδε θανόντα | Ἰάδος ἀρχαίης ἱστορίης πρύτανιν | Δωριέων βλαστόντα πάτρης ἄπο· τῶν γὰρ ἄτλητον | μῶμον ὑπεκπροφυγὼν Θούριον ἔσχε πάτρην (καὶ ἀνωτ. Ε21.1-2 ἣν ἀπ' Ἐλα<ί>ης | Αἰολίδος τηλοῦ Κύπρος ἔδεκτο, κ.τ.τ.). Ἡ πιθανότητα νὰ μὴν ἦταν ἁπλὸς προσκυνητὴς ὁ ἐδῶ ἀναφερόμενος [Κεκρο]πίδης ἀλλ' ἐγκατεστημένος στὴν Πάφο εἶναι ἀσφαλῶς μεγάλη.
4. Φειδιακὴν χάριτα: πβ. κατωτ. Ε57.1-2 Τεῦξ' Ἑλικὼν (...), ὧι ἐνὶ χερσὶ | πότνια θεσπεσίην Παλλὰς ἔχευε χάριν (γιὰ τὸ χάρις βλ. ἀνωτ. Ε25 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. χάριτα[ς], ὅπου καὶ περαιτέρω παραπομπές). Τὸ ἐπίθ. Φεδιακήν (ἀπὸ τὸ Φειδίας, καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ φείδομαι: βλ. Chantraine23 σ.λ., μὲ τὶς ἐτυμ. παρατηρήσεις) ὁδηγεῖ τοὺς πλείστους ἐρευνητὲς στὴν ὑπόθεση ὅτι τὸ ἄγαλμα τῆς Παλλάδας ποὺ ἀφιερώνεται Παφίοις εἶναι ἀντίγραφο ἔργου τοῦ Φειδία, μὲ ἐξαίρεση τὸν Welcker1, ποὺ ἐπικαλούμενος τὸ τοῦ Ἡσυχ. Φιδίαι· λιθοξόοι καὶ τὶς ἀνάλογες πρὸς τὴν ἐδῶ Λατ. ἐκφράσεις Apellea ars καὶ Apelleae tabulae ὑποστηρίζει ὅτι μὲ τὴ φράση Φειδιακὴ χάρις ἐννοεῖται γενικὰ ἡ Ἀττικὴ τέχνη (ἡ ὁποία μὲ τὸν Φειδία ἔφθασε στὴν κορύφωσή της). Κατὰ τοὺς LSJ920 Φειδιακός = "made by Phidias'' (μὲ παραπομπὴ ὅμως στὸν Ἀρρ., Ἐπικτ. 2.19.23: ὡς λέγομεν ἀνδριάντα Φειδιακὸν τὸν τετυπωμένον κατὰ τὴν τέχνην τοῦ Φειδίου, χωρίο ποὺ δὲν ἐνισχύει κατ' ἀνάγκη τὴν ἑρμηνεία αὐτὴ ὅσο ἄλλα παραδείγματα, ὅπως π.χ. ἡ ἐπιγρ. ἀπὸ τὴν Κλαυδιόπολη τῆς Κιλικίας Ἀθηνᾷ [– – –]Φλωρῖνα ἐποίησε καὶ ἄλ<λ>ον φειδ̣̣ιακὸν ποὺ παραθέτει καὶ σχολιάζει ὁ A. Linfert6 στὸ ΖΡΕ 41 [1981] 253-55, καταλήγοντας στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ Φλωρῖνα ἦταν γλύπτρια ποὺ ἀφιέρωσε ἀντίγραφο τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς καὶ ἕνα ἄλλο τοῦ Ὀλύμπιου Δία τοῦ Φειδία: βλ. καὶ SEG5 31 [1981] ἀρ. 1323, ὅπου καὶ περαιτέρω βιβλιογραφία). Οἱ ἀπόψεις τῶν ἐρευνητῶν διίστανται ὡς πρὸς τὴν ταυτότητα τῆς ἐδῶ Ἀθηνᾶς: Ὁ Ross1, π.χ., ἀναφέρεται στὴν Κλῃδοῦχον Ἀθηνᾶ (522 κἑ.), ἐνῶ στοὺς LBW3 (2788) γίνεται γενικὰ λόγος γιὰ παραστάσεις τῆς Ἀθηνᾶς μὲ μιὰ μικρὴ Νίκη στὸ δεξὶ χέρι καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι ἀκουμπισμένο στὴν ἀσπίδα της (καὶ συμπεραίνεται ὅτι τὸ ἄγαλμα ποὺ ἀφιέρωσε ὁ Ἑρμόδοτος στὸν ναὸ τῆς Πάφου φαίνεται νὰ ἦταν ἀντίγραφο ἢ μᾶλλον ἀπομίμηση ἑνὸς ἔργου τοῦ Φειδία). Ὁ Overbeck24 συγκαταλέγει τὸ ἐπίγραμμά μας στὶς πηγὲς γιὰ τὴν Λημνίαν Ἀθηνᾶ μαζὶ μὲ τὸ χωρία: Παυσ. 1.28.2 (βλ. καὶ Jahn – Michaelis PDAA210 34 σημ. 11), Πλιν. Φυσ. ἱστ. 34.54, Λουκιαν. Εἰκ. 4 (462), Ἱμερ. Λόγ. 21.4 (p. 736 ed. Wernsd.), καὶ δύο ἐπιγράμματα ἀπὸ τὴν Ἀνθ. Πλαν. [16.] 169 [ΑΝΤΙΠΑΤΡΟΥ ΣΙΔΩΝΙΟΥ] (Ἀφρογενοῦς Παφίης ζάθεον περιδέρκεο κάλλος, | καὶ λέξεις· Αἰνῶ τὸν Φρύγα τῆς κρίσεως. | Ἀτθίδα δερκόμενος πάλιν Παλλάδα τοῦτο βοήσεις· | Ὡς βούτης ὁ Πάρις τήνδε παρετρόχασεν) καὶ 170 [ΕΡΜΟΔΩΡΟΥ, πβ. τὸ ὄνομα τοῦ ἐδῶ ἀφιερωτῆ] (Τὰν Κνιδίαν Κυθέρειαν ἰδών, ξένε, τοῦτό κεν εἴποις· | Αὐτὰ καὶ θνατῶν ἄρχε καὶ ἀθανάτων. | τὰν δ' ἐνὶ Κεκροπίδαις δορυθαρσέα Παλλάδα λεύσσων | αὐδάσεις· Ὄντως βουκόλος ἦν ὁ Πάρις)· οἱ μαρτυρίες αὐτὲς μαζὶ μὲ τὸ χωρίο Ἀριστείδ. Λόγ. 50 (ΙΙΙ σελ. 701 Canter) σχολιάζονται μὲ σκεπτικισμὸ ἀπὸ τὸν Lamer (RE25 σ.λ. Λημνία, 1900 κἑ.), ποὺ σημειώνει ὅτι ἡ φράση τοῦ Πλινίου eximiae pulchritudinis θυμίζει τὸ χάριτα τοῦ ἐδῶ στ. 4 ἀλλὰ δὲν θεωρεῖ ὅτι ἔχουμε σαφῆ ἀναφορὰ στὴ Λημνία· νωρίτερα ὁ Weizsäcker11 (NJPhP 133 [1886] 14-15) ἔδινε στὴ φράση τοῦ Πλίνιου formae cognomen accepit τὸ νόημα ὅτι ἡ Ἀθηνᾶ ἀπὸ τὴν πολλὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἀγάλματος αὐτοῦ πῆρε τὸ ὄνομα Χάρις (καὶ πρότεινε νὰ γραφῆ Χάριτα στὸν ἐδῶ στ. 4), κι ὁ Studniczka19 (VGrK 15 κἑ.) ἀναζητοῦσε τὴ Λημνία σὲ δύο ἀνάγλυφες παραστάσεις τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. στὸ Ἀσκληπιεῖο τῆς Ἀθηνᾶς (στὴ μιὰ ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ Ἀθηνᾶ μὲ χιτώνα στηρίζεται στὸ δεξὶ πόδι ὅπως ἡ Παρθένος, ἔχοντας κεκαμμένο τὸ ἀριστερὸ γόνατο, καὶ ἀκουμπᾶ στὴν ἀσπίδα, αὐστηρὴ μὰ ἀδρανής, χωρὶς κράνος καὶ αἰγίδα ἀλλὰ μὲ πλεξούδα ὄμορφη στὰ μαλλιά, ἐνῶ στὴν ἄλλη στηρίζεται στὴν ἀσπίδα μὲ τὸ δεξὶ χέρι καὶ δὲν διακρίνεται τί κρατᾶ στὸ ἀριστερό). Τὰ τελευταῖα χρόνια ξανάπιασαν τὸ θέμα μὲ ζῆλο οἱ Linfert26, Hartswick27, Harrison28. Ὁ πρῶτος ἀφιερώνει στὴ Λημνία κεφ. τῆς ἐργασίας του "Athenen des Phidias"26, MDAI(A) 97(1982) 59-66 ("B. Lemnia"), ὑποστηρίζοντας ὅτι στὸ ἐπίγραμμά μας ἀναφέρεται ἀντίγραφο τῆς Ἀθηνᾶς Λημνίας χωρὶς ὅπλα (ἢ καλύτερα: χωρὶς νὰ χρειάζεται τὰ ὅπλα), καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει ὅτι σημαντικὲς πηγὲς ποὺ ἀποδίδονται στὴν Πρόμαχον Ἀθηνᾶ στὴν πραγματικότητα ἀναφέρονται στὴ Λημνία. Ἀντίθετα, ἡ Kim J. Hartswick27, "The Athena Lemnia Reconsidered", AJA 87 (1983) 335-46 (ἄρθρο βασισμένο στὴ διατριβὴ The Athena Lemnia Reconsidered: The Dresden Replicas and the Bologna Head, ποὺ ὑποβλήθηκε στὸ Bryn Mawr College to 1981), δὲν ἀναφέρει τὸ ἐδῶ ἐπίγραμμα στὶς πηγὲς γιὰ τὴ Λημνία. Καὶ ἡ Evelyn B. Harrison28, "Lemnia and Lemnos: Sidelights on a Pheidian Athena", Kanon 101-9 (Beiheft zur Antike Kunst, 1988) ἐπαναφέρει (σὰν νέα, ὅμως) τὴ γραφὴ Χάριτα τοῦ Weizsäcker, συνδέοντας τὴν Ἀθηνᾶ μὲ τὶς ἀκόλουθες ἢ θεραπαινίδες τῆς Ἀφροδίτης Χάριτας (βλ. καὶ ΑΚυΓ1β´22 3 F4.6, 3 F5.6, 5 Y1.61 κἑ., μὲ τὰ ἐκεῖ σχόλια)· θυμίζει ὅτι στὸ θ 362-6 οἱ Χάριτες λούζουν καὶ στολίζουν τὴν Ἀφροδίτη στὴν Πάφο μετὰτὸν περιπετειώδη ἔρωτά της μὲ τὸν Ἄρη κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄντρα της τὸν Ἥφαιστο τὸν προστάτη τῆς Λήμνου (θ 283, 294, 301), ποὺ τοὺς παγιδεύει καὶ τοὺς γελοιοποιεῖ· ἀποφαίνεται ὅτι δὲν θὰ ἦταν τὸ πιὸ εὐγενικὸ δῶρο στὴν Παφία Ἀφροδίτη μιὰ Λημνία Ἀθηνᾶ ("One might wonder if a Lemnian Athena would be the most tactful gift to Paphian Aphrodite"), ἐνῶ ἡ Ἀθηνᾶ-Χάρις θὰ ἐξέφραζε ἄριστα τὶς εὐχαριστίες τοῦ Ἀθηναίου δωρητῆ στὴ χώρα ποὺ τὸν δέχτηκε· καὶ καταλήγει στὸ συμπέρασμα (μὲ πρόσθετα ἐπιχειρήματα) ὅτι ἡ Παρθένος τοῦ Φειδία φαίνεται νὰ εἶναι τὸ πρότυπο τοῦ ἐδῶ ἀφιερώματος (μὲ στοιχεῖα ἀπὸ τὶς παραστάσεις τῶν Χαρίτων). Ἂς προστεθῆ ὅτι ὁ A. Conze4, "Siegelring aus Cypern", AZ 42 (1884) 166-68, παρουσίαζε ἤδη τὸ 1884 ἕναν ἀσημένιο σφραγιδόλιθο ἀπὸ τὸ Κούριο μὲ τὴν Ἀθηνᾶ νὰ ἀκουμπᾶ χαλαρὰ τὸ ἀριστερό της χέρι στὴν ἀσπίδα καὶ νὰ κρατᾶ στὸ δεξί της χέρι ἄφλαστον (καμπύλη πρύμνη πλοίου μὲ τὰ κοσμήματά της, ἀντὶ Νείκην), μιλοῦσε γιὰ ἐλεύθερο ἀντίγραφο τῆς Φειδιακῆς Παρθένου καὶ σημείωνε τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ὁποία οἱ καλλιτέχνες χρησιμοποιοῦσαν συχνὰ τὰ πρότυπά τους. Ἡ πρωτότυπη δομὴ τοῦ ἐδῶ ἐπιγράμματος δὲν ἀποκλείεται νὰ ἀντιστοιχεῖ σὲ μιὰν ἐλεύθερη ἀπόδοση Φειδιακοῦ προτύπου στὸ ἄγαλμα τῆς Παλλάδας ποὺ αὐτὸ συνόδευε.