Μία ἁπλὴ ματιὰ στὸ πανόραμα τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας καταδεικνύει – ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πλοῦτο τῶν Σχολῶν, τῶν ρευμάτων καὶ τοῦ θεματολογίου – τὴν ἀπροσμέτρητη ποικιλία τῆς γεωγραφικῆς προελεύσεως τῶν φιλοσοφούντων. Τὸ θεῖο χάρισμα τοῦ στοχασμοῦ, ἡ ἔμπνευση καὶ ἡ συστηματικὴ θεώρηση βρίσκουν ἐκφραστὲς καὶ πρωτεργάτες σὲ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸ κέντρο τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς ἀσχολίας βρίσκεται στὸ κλεινὸν ἄστυ. Ἡ Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος, τὸ Λύκειον, ὁ Κῆπος τοῦ Ἐπικούρου καὶ ἡ Στοὰ Ποικίλη συνυπάρχουν σὲ ἔκταση ἐλαχίστων μόλις τετραγωνικῶν χιλιομέτρων. Αὐτὴ ἡ συγκέντρωση τοῦ Πνεύματος, ποὺ παρήγαγε τὰ κατορθώματα τοῦ στοχασμοῦ, τὰ ὁποῖα καὶ σφράγισαν τὴν πορεία τῆς Ἀνθρωπότητος, προσδίδει στὴν Ἑλληνικὴ Φιλοσοφία τὸ ἰδιαίτερο ἐκεῖνο πρόσωπό της, ἐμπλουτίζοντας τὴ γραμματειακὴ παραγωγὴ τῶν Ἑλλήνων.
Ἡ Κύπρος δὲν ὑστέρησε στὴν Πανελλήνια αὐτὴ συνεισφορά. Δὲν προσέφερε μόνον τὸν ἐξαίρετης πρωτοτυπίας ἱδρυτὴ τῆς Στοᾶς, τὸν διασημότερο, ἴσως, τῆς ἀρχαίας κυπριακῆς προσωπογραφίας τῶν Γραμμάτων, ἀλλὰ καὶ σχεδὸν δὲν ὑπῆρξε φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῆς ἀρχαιότητος ποὺ νὰ μὴν ἔχει καὶ τὸν δικό της Κύπριο ἐκπρόσωπο, ἄλλοτε μεταξὺ τῶν διακεκριμένων, ἄλλοτε μεταξὺ τῶν λιγότερο γνωστῶν της ὀνομάτων.
Ζήνων, ὁ γνωστότερος Κύπριος φιλόσοφος
Τὴ σκέψη τοῦ Ζήνωνος, ἔτσι ὅπως ἀγκάλιασε τὸν κόσμο, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ τὴ χωρέσει, ὄχι ἁπλῶς ἡ εἰρηνικὴ καὶ γραφικὴ πατρίδα του, τὸ Κίτιον, καὶ ἡ Κύπρος ὁλόκληρη, ἀλλ' οὔτε καὶ ὁ μητροπολιτικὸς ἑλληνικὸς χῶρος. Τυχαῖο δὲν εἶναι, αἴφνης, ὅτι οἱ ἀριστεῖς τοῦ ρωμαϊκοῦ imperium στὸν Στωικισμὸ συνάντησαν τὴν ἰδεολογική, καί, σὲ βαθύτερο ἐπίπεδο, φιλοσοφικὴ ἔκφραση τῆς αὐστηρῆς τους ἰδιοσυγκρασίας. Ὑπάρχουν στοιχεῖα στὴ στωικὴ φιλοσοφία, στὸν πυρήνα καὶ τὴν οὐσία της, ποὺ διαπερνοῦν τὸ ἐπιμέρους ἢ τὸ κατὰ τόπον οἱονεὶ ἐγκολπώνοντας τὸ φαινομενικῶς ἀσυνάρτητο καὶ ἰσοκρατώντας τὴν ἑτερότητα. Διόλου παράδοξο ὅτι οἱ τρεῖς τελευταῖοι, εὔγλωττοι ἐκφραστὲς τῆς Στοᾶς ὑπῆρξαν προσωπικότητες ποὺ τὶς σφράγισαν ρόλοι κοινωνικοὶ καὶ ἐξουσιαστικοί: ἕνας αὐλικός, ὁ Σενέκας· ἕνας δοῦλος, ὁ Ἐπίκτητος· ἕνας αὐτοκράτωρ, ὁ Μάρκος Αὐρήλιος. Ἡ ἀναθεωρητικὴ δυναμικὴ τοῦ Σολέως Χρυσίππου, τοῦ κατ' οὐσίαν δεύτερου ἱδρυτῆ τῆς Στοᾶς, οὐδεμία ἰσχὺ θὰ εἶχε, οὔτε θὰ εἶχε δυνηθεῖ νὰ διασώσει τὸ πνεῦμα τοῦ Ζήνωνος, ἐὰν στὸν πυρήνα τοῦ πνεύματος αὐτοῦ δὲν ἐνυπῆρχαν ἀπαντήσεις στὰ βασικὰ ἐρωτήματα τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας καὶ τῆς μοίρας της. Συνήθως βλέπουμε τὴν ἑλληνικὴ ἄποψη αὐτοῦ τοῦ προσώπου, ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὸ γεωγραφικὸ σκηνικὸ καὶ τὸ πολιτισμικὸ περικείμενο. Πῶς ἀλλιῶς θὰ ἑρμηνεύσουμε, ὅμως, λ.χ., τὴ ρωμαϊκὴ προσέγγιση;
Τὴν ὀρθὴ θέση προσφέρει ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτὴς τῆς Στοᾶς: μὲ ἐπιμονὴ ζητοῦσε νὰ ἀναγράφεται, καὶ στὰ ἐπισημότερα ψηφίσματα, ὁ τόπος τῆς καταγωγῆς του: Κιτιεύς.[1] Λοιπόν, τοπικιστὴς αὐτὸς ὁ ἀπολογητὴς τοῦ «κοσμοπολιτισμοῦ», ὁ συγγραφέας μιᾶς οὐτοπίας, ἐμπνευσμένης ἀπὸ τὸν πολιτειακὸ θρύλο τῆς Σπάρτης καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ μοναρχικὴ δομὴ τῶν κρατιδίων τῆς πατρίδας του καὶ τῶν κρατῶν τῆς ἐποχῆς του; Ὄχι, βεβαίως. Θεωρῶ ὅτι ἡ ὑπόδειξη τοῦ Κιτίου παρέχει τὴ βιωματικὴ ἐκείνη ἀνάγνωση τοῦ Στωικισμοῦ ποὺ μόνον ἡ ἐν τόπῳ σύνδεση μπορεῖ νὰ ἀνακαλέσει, καὶ καμία βιβλιοθήκη, ὅσο πλούσια κι ἂν εἶναι, δὲν εἶναι δυνατὸν ν' ἀναπληρώσει. Ἀπὸ τὴν κυπριακὴ ἐκείνη κωμόπολη, ὅπου οἱ Ἕλληνες κάτοικοι συνοικοῦσαν μὲ Φοίνικες ἀποίκους[2] παρέλαβε ὁ Ζήνων τὴν παρακαταθήκη ποὺ ὁ παλαιὸς ἑλλαδικὸς χῶρος σπανίως μπόρεσε νὰ δώσει στὰ δικά του τέκνα.[3] Ἱστορικοὶ τῆς φιλοσοφίας ἀναζήτησαν ἀνατολικὲς ἐπιδράσεις στὴ Ζηνώνειο φιλοσοφία, παρακινημένοι ἀσφαλῶς καὶ ἀπὸ τὸν ἄκομψο χαρακτηρισμὸ τοῦ Κράτητος, ποὺ σὲ ἔκρηξη ὀργῆς ἀποκάλεσε τὸν Ζήνωνα φοινικίδιον.[4] Δὲν εἶχε ἀνάγκη τῆς ἀνατολικῆς σκέψεως ὁ Ζήνων, διότι ἄλλο ἦταν τὸ μέγιστο καὶ σπουδαιότατο μάθημα ποὺ εἶχε ἤδη λάβει ἀβίαστα καὶ φυσικὰ μὲ τὴ γέννησή του· καὶ αὐτὸ ἦταν ἡ κατανόηση τῆς ἑτερότητος. Ἡ συμβίωση μὲ τὸ ἕτερον, τὸ ἄγνωστο καὶ ἀλλόφυλο ποὺ ἡ οἰκείωσις τὸ κάνει γνωστό· ποὺ προκαλεῖ, ὄχι τὸ δέος, τὸν φόβο, τὴν ἐχθρότητα ἐπιτέλους, ἀλλὰ τὴ συναντίληψη. Τὴ βιωματικὴ σχέση ποὺ ἐκτυλίσσεται ὡς φυσικὴ συνέπεια τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς στὸ στενὸ γεωγραφικὸ ὅριο καὶ τὸν εὐρύχωρο τόπο τῆς ψυχῆς.
Μπορεῖ, ἑπομένως, μὲ τὶς σκέψεις αὐτές, νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ βασικὴ ἑρμηνευτικὴ συνισταμένη τῆς σκέψεως τῶν σπουδαιοτέρων Κυπρίων φιλοσόφων πού, ἀπ' ὅσα παραδίδουν οἱ διαθέσιμες ἀρχαῖες μαρτυρίες, ἐπαληθεύεται καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Κλεάρχου καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Δημώνακτος, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια: οἱ ἀνοικτοὶ ὁρίζοντες. Γι' αὐτό, ἀκριβῶς, καὶ ἄρχισα ἀπὸ τὸν Ζήνωνα, ἀνατρέποντας τὴ χρονικὴ σειρά· διότι στὴ φιλοσοφία του παρουσιάζεται ἐναργέστερα ὅ,τι ἀνιχνεύεται καὶ στοὺς ἄλλους κατονομασθέντες.
Τὸν προσεγγιστικὸ αὐτὸ πυρήνα ἔφερε μαζί του στὴν Ἀθήνα καὶ ὁ Ζήνων, ὁ γιὸς τοῦ Μνασέα, ἀπὸ τὸ Κίτιον. Γεννημένος γύρω στὸ 333/332 π.Χ., ἔφθασε στὴν Ἀθήνα εἴκοσι χρόνια ἀργότερα, γύρω στὸ 312. Ἡ φιλοσοφική του περιδιάβαση, μέχρι νὰ βρεῖ τὸ δρόμο του, περιλαμβάνει τὸν Κυνικὸ Κράτητα (πρώτη γνωριμία στὸ ἄστυ καὶ πρῶτο δάσκαλο) καὶ τοὺς Μεγαρικοὺς Στίλπωνα καὶ Διόδωρο Κρόνο, μὲ ἰδιαίτερες ἀσχολίες στὴν ἠθικὴ καὶ τὴ διαλεκτικὴ ἀντιστοίχως.[5] Στενὲς ἀναφέρονται καὶ οἱ σχέσεις του μὲ τοὺς Ἀκαδημεικοὺς Ξενοκράτη καὶ Πολέμωνα.
Συνταρακτικὲς ὑπῆρξαν οἱ ἀλλαγὲς τοῦ ἀρχαίου κόσμου κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς γεννήσεως, τῆς ἀκμῆς καὶ μέχρι τὸν θάνατό του, γύρω στὸ 264. Τὶς κατακτήσεις τοῦ Ἀλεξάνδρου ἀκολούθησε ἡ δράση τῶν Διαδόχων. Ἡ Ἀνατολὴ εἶχε ὁριστικὰ ἀνοίξει γιὰ τὴ διείσδυση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ποὺ ζοῦσε, ἀκριβῶς τότε, τὴ διάλυση τοῦ κλασικοῦ του προτύπου, τῆς πόλεως-κράτους. Μὲ σταθερὴ βάση τὸ φιλοσοφικὸ κέντρο, τὴν Ἀθήνα, στρέφεται ὁ Ζήνων στὴν οὐσία τῆς φιλοσοφίας ὅπως τὴν ὑπαγόρευαν οἱ καιροί: τὴ διαμόρφωση, δηλαδή, ἑνὸς πρακτικοῦ ὁδηγοῦ βίου γιὰ τὸν βαθιὰ ὑποψιασμένο ἄνθρωπο, τὸν σπουδαῖο τοῦ συστήματός του, ὁ ὁποῖος νουθετεῖται πλέον ὥστε νὰ ζήσει στὸν εὐρύτατο χῶρο τῆς πολιτείας τοῦ κόσμου. Οἱ κώδικες ἀλλάζουν, καὶ ἡ σηματοδότηση τῆς ἀλλαγῆς καταγράφεται φιλοσοφικὰ ἀπὸ τὸν μέτοικο Κιτιέα ποὺ γίνεται σεβαστός, τόσον ἀπὸ τὸν Μακεδόνα κατακτητὴ ὅσο καὶ ἀπὸ τὸν ἀθηναϊκὸ δῆμο. Εἶναι αὐτὴ ἡ «κυπριακὴ ἐμπειρία» τὸ πολύτιμο ἐφόδιο ποὺ ἐνσωματώνεται στὴ στωικὴ φιλοσοφία καὶ ποὺ τὴν καθιστᾶ διαχρονικὸ ἑρμηνευτικὸ ἐργαλεῖο. Ἀπὸ τοὺς τόνους αὐτοὺς δὲν ὑστέρησαν, οὔτε ὁ πιστὸς μαθητής του Περσαῖος, ἀλλὰ οὔτε (καὶ ἀπὸ τὴ δική τους ἰδιότυπη σκοπιά) ὁ περίπου σύγχρονός του Περιπατητικὸς Κλέαρχος καὶ ὁ Κυνικὸς Δημῶναξ αἰῶνες ἀργότερα – οἱ τρεῖς κύριοι φιλόσοφοι τοῦ παρόντος τόμου.
Εὔδημος, ὁ ἑταῖρος Πλάτωνος καὶ Ἀριστοτέλους
Ὅμως ὁ Ζήνων δὲν εἶναι ὁ πρῶτος, ἀλλὰ ὁ τρίτος κατὰ χρονικὴ τάξη Κύπριος φιλόσοφος τοῦ μείζονος ἑλληνικοῦ χώρου. Οἱ πρὸ αὐτοῦ δύο, ὁ Εὔδημος Κύπριος καὶ Κλέαρχος ὁ Σολεύς, σχετίζονται μὲ τὴν Ἀκαδημία ἀφενός – ὁ καθένας μὲ τὸν τρόπο του – καί, κυρίως, μὲ τὸν πρώιμο Ἀριστοτέλη. Πρόκειται γιὰ μία σύνθεση προσώπων καὶ ἐνδιαφερόντων ποὺ θὰ ἄξιζε νὰ σκιαγραφηθεῖ, ἐφόσον, βεβαίως, ὑπῆρχαν περισσότερα στοιχεῖα καὶ συνδετικὲς μαρτυρίες πού, ὅμως, σήμερα δὲν διατίθενται. Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ νὰ σημειωθεῖ ὅτι δὲν ὑπάρχει μαρτυρία ποὺ νὰ συνδέει τὸν Κλέαρχο μὲ τὸν ἴδιο τὸν Κύπριο Ζήνωνα ἢ καὶ τὴ Σχολή του.
Ἡ παρουσία τοῦ Εὐδήμου στὴν Ἑλλάδα (καὶ στὴ Μεγάλη Ἑλλάδα) συνδέεται μὲ σημαντικά, ὅσον καὶ τραγικά, συμβάντα τῆς πλατωνικῆς Ἀκαδημίας, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἰδίου τοῦ νεαροῦ φιλοσοφοῦντος. Στὸν Κύπριο αὐτὸν εἶχε ἀφιερώσει ὁ Ἀριστοτέλης τὸν Περὶ ψυχῆς διάλογό του, ἔργο χαμένο σήμερα, ὅπως χαμένο εἶναι, ἄλλωστε, καὶ τὸ σύνολο σχεδὸν τῆς πρώιμης συγγραφικῆς του παραγωγῆς. Τὴ μοναδικὴ αὐτὴ μαρτυρία τοῦ Πλουτάρχου (ἀπὸ τὴ βιογραφία τοῦ Δίωνος)[6] εἰκονογραφεῖ παραστατικὰ ἕνα χωρίο τοῦ De divinatione τοῦ Κικέρωνος, στὸ ὁποῖο ὁ Εὔδημος ἀποκαλεῖται familiaris τοῦ Ἀριστοτέλους.[7] Ἡ σκηνὴ ποὺ περιγράφεται καὶ οἱ πληροφορίες ποὺ δίδονται ἔχουν ἐνδιαφέρον. Ὁ Εὔδημος ταξιδεύει γιὰ τὴ Μακεδονία. Στὴ θεσσαλικὴ πόλη τῶν Φερῶν, τὴν ὁποία διοικοῦσε ὁ σκληρὸς τύραννος Ἀλέξανδρος, ἀρρωσταίνει βαριὰ καὶ οἱ γιατροὶ ἀπελπίζονται. Ὅραμα προφητικὸ ἔρχεται στὸν ὕπνο τοῦ ἀσθενοῦς: ἕνας πανέμορφος νέος προαναγγέλλει τὴ δολοφονία τοῦ τυράννου ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του, ἐνῶ γιὰ τὸν ἴδιο τὸν Εὔδημο προφητεύει ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα του μετὰ ἀπὸ μία πενταετία.
Ὁ Ἀριστοτέλης, κατὰ τὸν Κικέρωνα, παρέδιδε συγχρόνως καὶ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ὀνείρου: ὁ τύραννος Ἀλέξανδρος ὄντως δολοφονήθηκε, ἡ ὑγεία τοῦ Εὐδήμου ἀποκαταστάθηκε πλήρως τότε. Κατὰ τὴ συμπλήρωση τοῦ κύκλου τῶν πέντε ἐνιαυτῶν βρισκόταν στὴ Σικελία, ἀγωνιζόμενος στὸ πλευρὸ τοῦ Δίωνος, μαζὶ μὲ ἄλλους φιλοσόφους καὶ πολλοὺς πολιτικοὺς γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν πλατωνικῶν σχεδίων μὲ τὴν ἐξουδετέρωση τοῦ τυράννου Διονυσίου τοῦ νεωτέρου. Ὁ θάνατος βρῆκε τὸν Εὔδημο μαχόμενο πρὸ τῶν Συρακουσῶν τὸ 354 π.Χ.[8] Ἀναλόγως προσαρμόσθηκε καὶ ἡ ἀριστοτελικὴ ἑρμηνεία τῆς προφητείας, ἑρμηνεία τὴν ὁποία σχεδὸν περιπαίζει ὁ Κικέρων: ἡ ψυχὴ τοῦ Εὐδήμου ἦταν αὐτὴ ποὺ ἐπέστρεψε στὴν οὐράνια πατρίδα της.
Εἶναι, λοιπόν, ὁ Εὔδημος ὁ πρῶτος Κύπριος ποὺ μαρτυρεῖται ὅτι συστηματικῶς μαθήτευσε σὲ φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῶν Ἀθηνῶν, τὴν πλατωνικὴ Ἀκαδημία, ὅπου συνδέθηκε στενὰ μὲ τὸν Ἀριστοτέλη ἰδίως καὶ πέθανε πολεμώντας γιὰ τὶς ἰδέες του στὴ Σικελία.[9]
Κλέαρχος Σολεύς, ὁ Περιπατητικός
Μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, ἐπίσης, τῆς ἴδιας πρώιμης περιόδου, συνδέεται καὶ ἡ ἐμφάνιση ἑνὸς σημαντικοῦ γιὰ τὴν παρουσία του στὰ Γράμματα Κυπρίου φιλοσοφοῦντος, τοῦ Σολέως Κλεάρχου. Κλέαρχος ... ὁ Ἀριστοτέλους ὢν μαθητὴς καὶ τῶν ἐκ τοῦ Περιπάτου φιλοσόφων οὐδενὸς δεύτερος μαρτυρεῖ ὁ Φλάβιος Ἰώσηπος·[10] παραπλήσια γράφει καὶ ὁ Ἀθήναιος: Κλέαρχος ὁ Σολεύς, οὐδενὸς ὢν δεύτερος τῶν τοῦ σοφοῦ Ἀριστοτέλους μαθητῶν,[11] ὁ Ἀθήναιος, ὁ ὁποῖος ἀλλοῦ συμπληρώνει τὴν εὐμενὴ εἰκόνα· μετὰ τὴν ἀναγκαία παρουσίαση, Κλέαρχος Ἀριστοτέλους μαθητής, Σολεὺς δὲ τὸ γένος, προχωρεῖ στὴν ἀποτίμηση: κρατῶ δὲ καὶ τῆς λέξεως διὰ τὸ σφόδρα μοι εἶναι προσφιλῆ[12] – ἀναφέρεται σὲ χωρίο τοῦ Περὶ γρίφων. Ἀναμφιβόλως, ἀπὸ τὶς κρίσεις αὐτὲς τῶν πηγῶν[13] ἀναδίδεται ἕνας τόνος ἐκτιμήσεως γιὰ τὸν συγγραφέα, τοῦ ὁποίου μάλιστα προτρέπεται, ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο καὶ πάλι, ἡ συνολικὴ ἀνάγνωση τοῦ Περὶ γρίφων, μὲ τὴ θετικὴ σύσταση: εὐπορήσεις προβλημάτων.[14]
Τὸ ἔργο τοῦ Κλεάρχου εἶναι σήμερα ἀποκλειστικῶς γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἔμμεση παράδοση. Ὁ σχετικὰ μεγάλος ἀριθμὸς τῶν σωζομένων ἀποσπασμάτων ἀλλὰ καὶ ἡ ποικιλία τῆς θεματικῆς χρήσεώς του, ἀνευρίσκεται σὲ σειρὰ συγγραφέων, ἰδιαιτέρως τῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνων, πολὺ γνωστῶν γιὰ τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ποικιλία τῶν ἀποσπασματικῶν ἔργων ποὺ παραδίδουν. Φυσικά, εἶναι ἐμφανὴς ἡ ἔμμεση πληροφόρηση τῶν περισσοτέρων, ἀκόμη καὶ τοῦ Ἀθηναίου γιὰ ὁρισμένα ἔργα. Διότι κυρίως τὰ Περὶ βίων, τὰ Ἐρωτικά, τὰ Περὶ παροιμιῶν καὶ τὸ Περὶ γρίφων σύγγραμμα φαίνεται ὅτι εἶχε διαβάσει καὶ εἶχε ἀποδελτιώσει ὁ Ἀθήναιος. Πρόκειται, λοιπόν, γιὰ τὴν προέκταση τῆς αὐτόνομης, ἔστω καὶ περιορισμένης, παρουσίας τοῦ Κλεάρχου στὰ Γράμματα μέχρι τὴ Δεύτερη Σοφιστική. Διότι, τουλάχιστον μέχρι τότε, φαίνεται ὅτι διασώζονταν τὰ κυριότερα ἔργα του ἀπὸ τὴν ἄμεση παράδοση.
Οἱ ἄλλες παραπομπές, καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτή, ὅπως καὶ μεταγενεστέρως, ἀποδεικνύουν παραλλήλως ὅτι ὁ Κλέαρχος εἶχε ἐνωρὶς ἤδη περιληφθεῖ (ἀπὸ τὰ Ἑλληνιστικὰ χρόνια) σὲ συμπιλήσεις ἀπολεσθέντων ἔργων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα παρελάμβαναν ὑλικὸ ἀργότερα οἱ παντὸς εἴδους ἀρχαιογνῶστες. Εἶναι, λ.χ., πολὺ χαρακτηριστικὸ τὸ παράδειγμα τῶν μαρτυριῶν περὶ τῆς παροιμιογραφικῆς συμβολῆς τοῦ Κλεάρχου. Φαίνεται, ἀπὸ τὰ λήμματα τοῦ Ζηνοβίου καὶ ἄλλων παροιμιογράφων καὶ λεξικογράφων, ὅτι ὑλικὸ ἀπὸ τὸν Κλέαρχο εἶχε συμπεριληφθεῖ στὴ συλλογὴ Διδύμου καὶ Λουκιλλίου Ταρραίου. Καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ εἰδικὸ σύγγραμμα Περὶ παροιμιῶν, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλα ἔργα τοῦ Κλεάρχου, ὅπως τὸ Περὶ βίων. Διαφωτιστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῆς συλλογῆς ποὺ ἐσφαλμένα ἀποδίδεται στὸν Πλούταρχο (Παροιμίαι αἷς Ἀλεξανδρεῖς ἐχρῶντο), ὅπου ὁλόκληρη σειρὰ λημμάτων ἔχει ἀποδελτιωθεῖ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Κλεάρχου, ἀλλὰ παρατίθεται ἀνωνύμως.[15]
Πάντως, ἡ πλέον σημαντικὴ πηγὴ τοῦ Κλεάρχου παραμένει ὁ Ἀθήναιος, ὁ ὁποῖος στοὺς Δειπνοσοφιστὲς ρητῶς παραδίδει ὀνομαστικῶς τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν ἀποσπασμάτων, ἐνενήντα ἑπτὰ συνολικῶς στὴν παρούσα ἔκδοση. Ὁ Ναυκρατίτης, ποὺ μόνον στὸ ἰδιότυπο δωδέκατο βιβλίο του[16] παραθέτει δεκαεπτὰ ἀποσπάσματα, θεώρησε τὸν Κλέαρχο σημαντικὴ πηγὴ γιὰ τοὺς σκοπούς του. Ἡ γνώση ἐκτενῶν ἔργων, ὅπως τὰ Ἐρωτικὰ ἢ τὸ Περὶ φιλίας, ὀφείλεται ἀποκλειστικῶς στὸν Ἀθήναιο, ὅπως καὶ ἄλλων, βραχυτέρων, λ.χ. τοῦ Γεργιθίου, Περὶ τοῦ πανικοῦ, Περὶ θινῶν. Στὸν Περιπατητικὸ βρῆκε ὑλικό, τὸ ὁποῖο, ὅμως, μεταχειρίστηκε μὲ τρόπο ποὺ θεωρεῖται γενικῶς ὅτι τὸν ἀδικεῖ. Ἁπλούστατα, διότι ἡ ἔμφαση ποὺ ἔδωσε στὴν ἀνεκδοτολογικὴ πλευρά, ἀπέκλεισε τὴν παράθεση ἄλλων τμημάτων ποὺ ὑποτίθεται ὅτι θὰ ἦταν φιλοσοφικοῦ χαρακτῆρος. Ὡς καλὸ παράδειγμα μπορεῖ νὰ μνημονευθεῖ ἡ περίπτωση τοῦ ἔργου Περὶ τῶν ἐν τῇ Πλάτωνος Πολιτείᾳ μαθηματικῶς εἰρημένων· ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ ὁπωσδήποτε πολὺ ἐνδιαφέρον ἔργο πλατωνικῆς ἑρμηνείας, ἐπελέγησαν δύο μόνον χωρία περὶ τῆς θήρας ὀρτύγων καὶ κολοιῶν.[17]
Πλὴν τοῦ Ἀθηναίου, ἡ παράδοση τοῦ Κλεάρχου συγκροτεῖται ἀπὸ μεγάλο ἀριθμὸ συγγραφέων, τὸ εὖρος τῆς θεματικῆς τῶν ὁποίων ἐπιβεβαιώνει τὴ σπουδαιότητα τοῦ Περιπατητικοῦ. Χρησιμοποιεῖται, λοιπόν, ὑλικὸ τῶν ἔργων τοῦ Σολέως ρητῶς ἀπὸ ἱστορικοὺς ὅπως ὁ Ἰώσηπος καὶ ὁ Ἀρριανός, ἀπὸ παροιμιογράφους (Ζηνόβιος, *Διογενιανός, Ἀρσένιος/ Ἀποστόλιος), ἀπὸ λεξικογράφους (Ἰούλιος Πολυδεύκης, Παυσανίας Ἀττικιστής, Ἡσύχιος, Φώτιος, Σοῦδα), Σχολιαστὲς τῆς ἀρχαίας λογοτεχνίας (Ἰωάννης Τζέτζης, Εὐστάθιος καὶ ἀρχαῖα Σχόλια στὸν Ὅμηρο, τὸν Ἀριστοφάνη, τὸν Θεόκριτο, τὸν Ἀπολλώνιο Ρόδιο, τὸν Νίκανδρο) καὶ Σχολιαστὲς φιλοσοφικῶν ἔργων (Θεμίστιος, Πρόκλος, ἀρχαῖα Σχόλια στὸν Πλάτωνα), ἀπὸ ἱστορικοὺς τῆς φιλοσοφίας (Διογένης Λαέρτιος), ἀνθολόγους (Ἰωάννης Στοβαῖος), συγγραφεῖς ποικίλων θεμάτων (Πλούταρχος, Ροῦφος Ἐφέσιος, Αἰλιανὸς τακτικός, Αὖλος Γέλλιος, Φλέγων Τραλλιανός, Κλαύδιος Αἰλιανός), ἀκόμη καὶ ἀπὸ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας (Κλήμης Ἀλεξανδρεύς, Εὐσέβιος, Ἱερώνυμος, Θεοδώρητος). Ἡ χρονολογικὴ κατάταξη τῶν φιλολογικῶν πηγῶν συμπληρώνει τὸ διάγραμμα τῆς παραδόσεως τοῦ Κλεάρχου. Ὅταν, μάλιστα, σημειωθοῦν τὰ ἀντιστοίχως διασωθέντα ἀποσπάσματα καὶ οἱ τίτλοι τῶν ἔργων, τὸ ἀποτέλεσμα ἐμφανίζεται λίαν ἐνδιαφέρον:
1ος Αἰών: Φλάβιος Ἰώσηπος·[18] 1ος-2ος: Πλούταρχος,[19] Φλάβιος Ἀρριανός,[20] Ροῦφος Ἐφέσιος,[21] Αἰλιανὸς τακτικός·[22] 2ος: Α. Γέλλιος,[23] Ἰούλιος Πολυδεύκης,[24] Παυσανίας Ἀττικιστής,[25] Ζηνόβιος,[26] *Διογενιανός,[27] Φλέγων Τραλλιανός·[28] 2ος-3ος: Κλήμης Ἀλεξανδρεύς,[29] Κλαύδιος Αἰλιανός,[30] Ἀθήναιος· 3ος: Διογένης Λαέρτιος·[31] 4ος: Εὐσέβιος,[32] Θεμίστιος·[33] 4ος-5ος: Ἱερώνυμος,[34] Θεοδώρητος·[35] 5ος: Πρόκλος,[36] Ἰωάννης Στοβαῖος,[37] Ἡσύχιος·[38] 9ος: Φώτιος πατριάρχης·[39] 10ος: Σοῦδα (ἀπ. 1 Wehrli). Τοῦ 10ου αἰ. εἶναι καὶ ὁ Μαρκιανὸς κῶδιξ τοῦ Ἀθηναίου (Α)· 12ος: Ἰωάννης Τζέτζης,[40] Εὐστάθιος·[41] 15ος-16ος: Ἀρσένιος/ Ἀποστόλιος·[42] σύγχρονοι εἶναι οἱ κώδικες τῆς Ἐπιτομῆς τοῦ Ἀθηναίου (E, C).
Στὸν μακρὺ αὐτὸν κατάλογο ποὺ καλύπτει δεκαέξι αἰῶνες, προστίθενται μία ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὸ Ἀφγανιστὰν σύγχρονη τοῦ Κλεάρχου[43] καὶ δύο πάπυροι[44] ποὺ δὲν ἔχουν στὸ σύνολό τους περιληφθεῖ στὶς προηγούμενες ἐκδόσεις. Ἀπὸ τὶς τρεῖς αὐτὲς μὴ φιλολογικὲς πηγὲς ὁ Wehrli δίδει μόνον τὴ μία παπυρική,[45] ἐφόσον οἱ ἄλλες δύο εἶναι πρόσφατα εὑρήματα.
Ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς πηγὲς διασώθηκαν τὰ ἀποσπάσματα τοῦ Κλεάρχου, ἄλλα κατὰ λέξιν καὶ ἄλλα ἐν περιλήψει. Ἀρκετὰ ἀπὸ αὐτὰ εἰσάγονται μὲ ἐπιμελεῖς παραπομπές, χάρις στὶς ὁποῖες παραδίδονται καὶ οἱ τίτλοι τῶν ἔργων, ἀκόμη καὶ ἡ ἀρίθμηση τῶν βιβλίων, ὄχι μόνον τῶν ἐκτενεστέρων συγγραμμάτων, ὅπως τοῦ Περὶ βίων (ὀκτὼ βιβλία), ἀλλὰ καὶ ὁρισμένων ἄλλων, τὰ ὁποῖα κάλυπταν δύο βιβλία (λ.χ. Ἐρωτικά, Περὶ παιδείας, Περὶ φιλίας, Περὶ παροιμιῶν, Περὶ γρίφων). Γιὰ ἄλλα εἶναι φανερὸ ἀπὸ τὶς παραπομπὲς ὅτι ἐπρόκειτο περὶ μονοβίβλων, ὅπως λ.χ. τὸ Πλάτωνος ἐγκώμιον, τὸ Περὶ τοῦ πανικοῦ, τὸ Περὶ θινῶν, ὁ Γεργίθιος κ.ἄ. Ἀρκετὰ ἐπιμελὴς στὶς παραπομπὲς εἶναι ὁ Ἀθήναιος, ἀντιθέτως πρὸς τὴν Ἐπιτομή του, στὴν ὁποία, χάριν συντομίας, ὄχι μόνον ἔχουν ἀπαλειφθεῖ τίτλοι καὶ ἀρίθμηση, ἀλλὰ καὶ συντομεύθηκε δραστικὰ τὸ κείμενο. Ἀπὸ τὴν πρακτικὴ αὐτὴ ἐπηρεάστηκε, λ.χ., σὲ ἀρκετὰ χωρία του τὸ Περὶ γρίφων.[46]
Ἡ παράδοση τοῦ Κλεάρχου δὲν ἐξαντλεῖται, ὅμως, στὰ ρητῶς ἀποδιδόμενα παραθέματα· τὸ ἀνωνύμως προσφερόμενο ὑλικό, προερχόμενο κυρίως ἀπὸ λεξικογράφους καὶ παροιμιογράφους, ἀποτελεῖ μία ἐξίσου μεγάλη κατηγορία ὑλικοῦ, ἡ ὁποία σχολιάζεται στοὺς οἰκείους τόπους τοῦ ἑρμηνευτικοῦ ὑπομνήματος. Ἡ ὕλη αὐτή, πλούσια καὶ ἐνδιαφέρουσα, ἀνάγεται, βεβαίως, σὲ παλαιότερες συμπιλήσεις, ἡ πρακτικὴ τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἔμφαση στὴν καταγραφόμενη πληροφορία μὲ συνέπεια τὴν ἀπαλοιφὴ τοῦ ὀνόματος τῆς πηγῆς. Ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς μεθόδου αὐτῆς δὲν κολοβώθηκε, φυσικά, μόνον ἡ παράδοση τοῦ Κλεάρχου· σὲ ἑκατοντάδες ἀνέρχονται οἱ συγγραφεῖς τῆς ἴδιας κατηγορίας.
Ἡ παράδοση τῶν κειμένων τοῦ Κλεάρχου εἶναι σχετικῶς καλὴ γιὰ ἀποσπασματικὸ συγγραφέα, ἐφόσον γενικῶς ἐλέγχεται ἡ ὀρθότητα τῆς χειρογράφου παραδόσεως τοῦ Ἀθηναίου, ποὺ εἶναι, ὅπως εἴπαμε, καὶ ἡ κύρια πηγή (μοναδικὸς κώδικας Marcianus gr. 447 [A]), ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐπιτομῆς του (δύο κώδικες Parisinus suppl. gr. 841 [C] καὶ Laurentianus 60.2 [E]). Φυσικά, ἀνακύπτουν προβλήματα πατρότητος ἀποσπασμάτων, καὶ λόγω ὑλικοῦ ποὺ προσφέρεται ἀνωνύμως ἀλλ' ἀναγνωρίζεται, καὶ λόγω ἀμφιβολιῶν στὴν παράδοση τοῦ ὀνόματος τοῦ συγγραφέως.[47] Στὸ κριτικὸ ὑπόμνημα ποὺ ἀκολουθεῖ τὰ ἐκδιδόμενα ἀποσπάσματα δίδονται οἱ κυριότερες ἀποκλίσεις τῆς χειρογράφου παραδόσεως ὅλων τῶν πηγῶν, ὅπου ὑπάρχουν, καὶ σημειώνεται ἡ προτεινόμενη θεραπεία τους.
Αὐτὰ ἀπὸ κειμενικῆς σκοπιᾶς. Ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἐν γένει γραμματολογικὴ πληροφόρηση περὶ τοῦ Κλεάρχου, τὰ διαθέσιμα στοιχεῖα εἶναι μᾶλλον ἰσχνά. Πάντως, ἀπὸ τὸν συνδυασμὸ τῶν διασωθεισῶν μαρτυριῶν, καὶ ἰδιαιτέρως τῶν παραπομπῶν, προκύπτουν τρία βασικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν βίο τοῦ Κλεάρχου καὶ δεκαεννέα τίτλοι ἔργων του, οἱ ὁποῖοι στὰ κύρια σημεῖα τους θὰ δοθοῦν στὴ συνέχεια μὲ σκοπὸ τὴ σφαιρικὴ ἀνασύνθεση τοῦ ἔργου, ἀλλὰ καὶ τὴ γνώση τῆς προσωπικότητος τοῦ συγγραφέως. Ὡς πρὸς τὸ δεύτερο σκέλος, τρία εἶναι τὰ προβαλλόμενα στοιχεῖα: ὅτι ὑπῆρξε Σολεὺς τὸ γένος, φιλόσοφος, καὶ μάλιστα Περιπατητικός, διετέλεσε δὲ διακεκριμένος μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους. Ἂς δοῦμε πρῶτα τὶς ἀναφερόμενες ἰδιότητες, ὥστε νὰ προχωρήσουμε κατόπιν στὸ πρόβλημα τῆς καταγωγῆς.
Ἡ μαθητεία του πλησίον τοῦ Ἀριστοτέλους εἶναι ἀκαταμάχητo γεγονός· τὸ εἴδαμε ἤδη στὶς μᾶλλον κολακευτικὲς μαρτυρίες Ἰωσήπου καὶ Ἀθηναίου, στὶς ὁποῖες προστίθενται καὶ ἄλλες πληροφοριακὲς ἀναφορὲς τοῦ ἰδίου Ἀθηναίου,[48] τοῦ Πλουτάρχου,[49] τοῦ Ἰουλίου Πολυδεύκη[50] καὶ τοῦ Πρόκλου.[51] Ὡς φιλόσοφος ρητῶς χαρακτηρίζεται ἅπαξ μόνον ἀπὸ τὸν Διογένη Λαέρτιο,[52] ὡς Περιπατητικός, ὅμως, ἢ ἀπὸ τοῦ Περιπάτου περιγράφεται συνήθως ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο,[53] τὸν Πλούταρχο,[54] τὸν Αἰλιανὸ[55] καὶ τὸν Κλήμεντα Ἀλεξανδρέα.[56]
Ἡ μαθητεία τοῦ Κλεάρχου πλησίον τοῦ ἱδρυτῆ τοῦ Περιπάτου τὸν τοποθετεῖ ὁπωσδήποτε στὸ χρονικὸ πλαίσιο τῶν πρώιμων Ἑλληνιστικῶν χρόνων, πράγμα, ἄλλωστε, ποὺ προκύπτει καὶ ἀπὸ ἐσωτερικὲς ἐνδείξεις μερικῶν ἀποσπασμάτων.[57] Ἐπιπλέον, ὁ θεματικὸς κύκλος τῶν ἔργων του ταιριάζει καὶ δικαιολογεῖ, τόσο τὴ μαθητεία στὴ Σχολὴ τοῦ Ἀριστοτέλους ὅσο καὶ τὸν τίτλο τοῦ Περιπατητικοῦ. Ὅπως, ἐπίσης, ἡ ἀνάλυση ὁρισμένων ἰδεῶν του ἐπικυρώνει τὴν πληροφορία τοῦ Πλουτάρχου ὅτι ὁ Κλέαρχος ὑπῆρξε συνήθης τοῦ Ἀριστοτέλους, εἰ καὶ πολλὰ τοῦ Περιπάτου παρέτρεψεν.[58] Πρὸς ποία κατεύθυνση καὶ πῶς, θὰ τὸ δοῦμε, μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα θέματα, στὴ συνέχεια καί, ἰδίως, στοὺς οἰκείους τόπους τοῦ ἑρμηνευτικοῦ ὑπομνήματος.
Ὡς πρὸς τὴν ἰδιότητα τοῦ φιλοσόφου καθ' ἑαυτήν. Παρότι καὶ ὡς φιλόσοφος, ὅπως εἴδαμε, ἀναφέρεται καὶ ὡς διακεκριμένος μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους μνημονεύεται, ἀλλὰ καὶ ὡς Περιπατητικός, δὲν διεσώθη οὔτε βιογραφία οὔτε κατάλογος τῶν ἔργων του, ὅπως οἱ πολύτιμοι καὶ διαφωτιστικοὶ ἐκεῖνοι ποὺ δίδει, λ.χ., ὁ Διογένης Λαέρτιος, ἀκόμη καὶ γιὰ φιλοσόφους ἐλάσσονος ἐμβελείας. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι στὴν ἱστορία τοῦ Περιπάτου ἐμφανίζεται πολὺ ἐπιλεκτικὸς ὁ Διογένης· πλὴν τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τῶν τριῶν διαδόχων του στὴ Σχολή, Θεοφράστου, Στράτωνος Λαμψακηνοῦ καὶ Λύκωνος,[59] βιογραφοῦνται μόνον ὁ Δημήτριος Φαληρεὺς καὶ ὁ Ἡρακλείδης Ποντικός.[60] Οὔτε κὰν ὁ Δικαίαρχος ἢ ὁ Ἀριστόξενος, πολλῶ δὲ μᾶλλον ὁ Κλέαρχος, τὸν ὁποῖο, πάντως, μνημονεύει τρεῖς φορὲς ὁ Λαέρτιος ὡς πηγὴ πληροφοριῶν,[61] ἀναμφιβόλως ἀπὸ προγενέστερες συμπιλήσεις.
Οἱ διαθέσιμες φιλολογικὲς μαρτυρίες δὲν παρέχουν καμία ἄλλη βιογραφικὴ εἴδηση γιὰ τὸν Κλέαρχο πλὴν τοῦ ἐθνικοῦ Σολεύς,[62] μὲ μόνο τὸ ὁποῖο, μάλιστα, ἀναφέρεται ἅπαξ ἀπὸ τὸν Ἰούλιο Πολυδεύκη.[63] Ἡ μόνη παλαιὰ γραμματολογικὴ πληροφορία, αὐτὴ τῆς Σούδας, εἶναι λακωνική, αὐτόχρημα τηλεγραφική, καί, ἐπιπλέον, ἐκτρέπει σαφῶς τὴν ἔνταξη τοῦ Κλεάρχου ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς Φιλοσοφίας ὑποδεικνύοντας προφανῶς τὸ εὐρύτερο πεδίο τῆς ἀρχαιογνωσίας. Φέρει, λοιπόν, τὸ οἰκεῖο λῆμμα: Κλέαρχος· Σολεύς· ἔγραψε διάφορα.[64] Ἦταν, ἑπομένως, φυσιολογικὸ νὰ τεθεῖ γιὰ τοὺς μελετητὲς τὸ ζήτημα, κατὰ πόσον ὁ Κλέαρχος ὑπῆρξε πράγματι φιλόσοφος καί, ἐφόσον ὑπῆρξε, ποίας ἀκριβῶς ποιότητος ἦταν ἡ φιλοσοφική του σκέψη. Γι' αὐτὸ καὶ ἀνέφερα ἀνωτέρω τὴν ἄποψη ὅτι ἡ βασική του πηγή, ὁ Ἀθήναιος, τὸν ἀδίκησε μὲ τὶς ἐπιλογές του.
Δὲν θὰ ὑπεισέλθω στὶς γνῶμες τῆς νεώτερης κριτικῆς εἰμὴ μόνον γιὰ νὰ σημειώσω σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ ὅτι, ἀπὸ τοὺς δύο μέχρι τοῦδε ἐκδότες τοῦ Κλεάρχου, ὁ μὲν C. Müller παλαιότερα καταχρηστικῶς, ὡς λέγει, καὶ κυρίως ἕνεκα τοῦ Περὶ βίων, τὸ ὁποῖο καὶ προτάσσει, τὸν συμπεριέλαβε στὰ Fragmenta Ηistoricorum Graecorum,[65] ὁ δὲ νεώτερος Wehrli τοῦ ἀφιέρωσε τὸ τρίτο τεῦχος τῆς Σειρᾶς τῶν Περιπατητικῶν, Die Schule des Aristoteles, τοποθετώντας τον ἐκδοτικῶς μεταξὺ τοῦ Ἀριστοξένου καὶ τοῦ Δημητρίου Φαληρέως.[66] Ἀπὸ τοὺς Βέλγους συνεχιστὲς τῆς Σειρᾶς τοῦ Jacoby, Die Fragmente der griechischen Historiker, ἔχει ἀναγγελθεῖ ἡ ἔκδοση τοῦ Κλεάρχου μεταξὺ τῶν συγγραφέων τοῦ τετάρτου τμήματος (βιογραφία), ὅπως, ἄλλωστε, τὸ εἶχε σχεδιάσει ὁ ἱδρυτὴς τῆς Σειρᾶς, καὶ μὲ ἀριθμὸ 1028. Δὲν μοῦ εἶναι γνωστόν, ἐὰν ἡ νέα ἔκδοση θὰ περιλαμβάνει ὅλα τὰ ἔργα ἢ μόνον τὸ Περὶ βίων. Συμπληρωματικῶς ἀναφέρω ὅτι τὸ πρῶτο εἰδικὸ δημοσίευμα τῶν νεωτέρων χρόνων γιὰ τὸν Κλέαρχο, ἡ διδ. διατριβὴ τοῦ Ἰωάννη Βαπτιστῆ Verraert, De Clearcho Solensi, philosopho Peripatetico, Gandavi 1828, δὲν εἶναι οὕτως εἰπεῖν ἔκδοση, ἀλλὰ πρωτοβάθμια συγκέντρωση τοῦ ὑλικοῦ μὲ στοιχειώδη σχολιασμό. Ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῶν ἐκδόσεων, λοιπόν, παρατηροῦνται τοποθετήσεις, ἀντιθετικές, βεβαίως, ὡς πρὸς τὴ γραμματολογικὴ κατάταξη τοῦ Κλεάρχου ποὺ δὲν λαμβάνουν, ὅμως, χαρακτήρα ὁριστικῆς ἀποτιμήσεως. Καλοῦν, πάντως, τὸν μελετητὴ τοῦ ἔργου του – καί, κυρίως, τὸν ἐκδότη – σὲ διατύπωση ρητῆς γραμματολογικῆς ὁμολογίας.
Ἐξετάζοντας ὑπὸ τὸ πρίσμα αὐτὸ τὰ κατὰ τὸν συγγραφέα μας, δὲν εἶναι δυνατὸν παρὰ να προβοῦμε σὲ ὁρισμένες σχετικὲς παρατηρήσεις, ἰδιαιτέρως, μάλιστα, ὑπὸ τὸ φῶς τῶν προσφάτων κειμενικῶν εὑρημάτων. Ἡ ἐπιγραφικὴ μαρτυρία ποὺ ἦλθε ἐντελῶς ἀναπάντεχα ἀπὸ τὸ μακρυνὸ ἱερὸ τοῦ Aï Khanoum στὸ Κανταχάρ,[67] παρεμβαίνει ἀποφασιστικὰ στὴ φιλολογικὴ παράδοση γιὰ νὰ φωτίσει ἀπὸ τὴ δική της γωνία τὴν προσωπικότητα τοῦ Κλεάρχου καὶ νὰ συναρμόσει σχετικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀποσπασματικοῦ ἐξοπλισμοῦ ποὺ ἔχει στὴ διάθεσή του σήμερα ὁ ἑρμηνευτής του. Προλαμβάνοντας τὸν σχολιασμό μου, τονίζω ὅτι μὲ τὴ μαρτυρία αὐτὴ ἀναδεικνύεται ὁ διδακτικὸς στόχος τοῦ ἀριστοτελικῆς ἐμπνεύσεως ἔργου Περὶ παροιμιῶν καὶ συγχρόνως ἐπιβεβαιώνεται ὅτι ὁ Κλέαρχος σηματοδοτεῖ τοὺς Δελφοὺς ὡς τὸ σταθερὸ κέντρο τῆς κοινωνικῆς ἁρμογῆς ἐπικυρώνοντας, γιὰ μία ἀκόμη φορὰ στὸ διάβα τῶν αἰώνων, τὴν παλιά, δοκιμασμένη καὶ ἔνθεο σοφία τῶν Ἑπτὰ ὡς τὸ ἐν ἰσχύι κέντρο τοῦ ἐπωφελοῦς λόγου. Καὶ αὐτὰ στὸ κρίσιμο πέρασμα ἀπὸ τὸν τέταρτο στὸν τρίτο αἰώνα. Πρόκειται γιὰ τὴν παρακαταθήκη τοῦ στοχαστικοῦ μέτρου, τὴν ὑπεράσπιση τοῦ ἀμετακίνητου κέντρου τῆς ἀλήθειας τῶν βραχέων ρημάτων, αὐτῶν ποὺ πρέπει νὰ καθορίζουν τὴν πολιτικὴ καὶ κοινωνικὴ ζωὴ τῶν ἀτόμων σ' ἕναν κόσμο ποὺ βλέπει, στὸ πολιτισμένο τμῆμα του νὰ ὀλισθαίνει πρὸς τὴ λαγνεία καὶ τὴν τρυφὴ τῆς θελκτικῆς Ἀνατολῆς. Τῆς Ἀνατολῆς ποὺ δοκιμάζει νὰ φωτίσει καὶ νὰ δαμάσει.
Οἱ ἐπιγραφὲς ἀνακαλύφθηκαν ἀπὸ τὴ Γαλλικὴ Ἀρχαιολογικὴ Ἀποστολὴ στὸ Ἀφγανιστὰν καὶ δημοσιεύθηκαν ἀπὸ τὸν Louis Robert.[68] Τὰ σωζόμενα τμήματα δὲν εἶναι μακροσκελῆ· σὲ δύο μόνον ἐλεγειακὰ δίστιχα ὁ Κλέαρχος διαδηλώνει γιατί ἀποφάσισε νὰ ἀναγράψει τὰ σοφὰ δελφικὰ ρήματα στὸ ἱερὸν τοῦ Κινέου.[69] Ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τοῦ συμπλέγματος τῶν λίθων δὲν διασώθηκαν παρὰ ἐλάχιστα ρητά, καὶ ἰδίως ἐκεῖνα ποὺ ἀγκαλιάζουν συνολικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν συμβουλεύουν γιὰ κάθε φάση τῆς ζωῆς του.[70] Εἶναι αὐτὰ ποὺ καὶ ὁ συγγραφέας, ἀλλὰ καὶ ὁ ἀναγνώστης τοῦ Περὶ βίων μποροῦν νὰ τὰ ἐκτιμήσουν περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον.
Δὲν εἶναι μόνον τὰ σοφὰ λόγια καὶ ἡ μεταλαμπάδευσή τους στὶς ἐσχατιὲς τῆς Ἀσίας· τὸ ταξίδι εἶναι ἐκεῖνο ποὺ μετρᾶ καὶ ὑπόκειται στὴ χάραξη. Στὴν ἤπειρο τῶν Γυμνοσοφιστῶν καὶ τῶν Μάγων, ἐκεῖ ὅπου μόνον οἱ Σαμάνες δίδασκαν,[71] τώρα ἀκούγεται ὁ λόγος ποὺ ἐκπέμπει ὁ θεὸς τοῦ Φωτός. Ἕνας φιλόσοφος ἔφθασε μέχρις ἐκεῖ καὶ ἔστησε τὸ ἑπτάσημο τρόπαιον τῆς ἑλληνικῆς παιδείας διαπλέκοντας τὸ δίχτυ ἱστορίας καὶ φιλοσοφίας. Εἶναι σημαντικό.
Μὲ αὐτὲς τὶς σκέψεις εὑρισκόμεθα ἤδη στὰ ἀμυδρὰ ἴχνη τῆς βιοτικῆς τροχιᾶς τοῦ Κλεάρχου ὁδηγημένοι ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὶς ἐπιγραφὲς τοῦ Aï Khanoum. Διότι οἱ φιλολογικὲς μαρτυρίες μᾶς προσφέρουν ἐλάχιστα, ὅπως εἴπαμε· μᾶς ἀφήνουν στὴ μαθητεία τοῦ Κλεάρχου κοντὰ στὸν Ἀριστοτέλη δίδοντας μόνον τὸ ἐθνικὸ τῆς καταγωγῆς του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τὸ ἐθνικὸ Σολεύς ὡς ἡ μόνη βιογραφικὴ ἔνδειξη ἔχει προκαλέσει σύγχυση καὶ συζητήσεις στὴ βιβλιογραφία τῶν τελευταίων αἰώνων. Διότι Σόλοι ὑπῆρχαν, ὅπως εἶναι γνωστό, καὶ στὴν Κιλικία καὶ στὴν Κύπρο.
Κατὰ τὶς (ὁπωσδήποτε σχηματικὲς) διακρίσεις τῶν γραμματικῶν, τὸ ἐθνικὸ τοῦ Κίλικος εἶναι Σολεύς, ἐνῶ τοῦ Κυπρίου, Σόλιος. Αὐτὸ τὸ παραδίδουν ὁ Στράβων, ὁ Διογένης Λαέρτιος καὶ ἄλλοι συγγραφεῖς. Περιγράφοντας ὁ περιηγητὴς τοὺς Σόλους τῆς Κύπρου αἰσθάνεται ὑποχρεωμένος νὰ σημειώσει: οἱ δ' ἐνοικοῦντες Σόλιοι καλοῦνται.[72] Ἀναφέροντας ὁ Λαέρτιος, δύο καὶ πλέον αἰῶνες ἀργότερα, τὰ τοῦ οἰκισμοῦ τῶν Σόλων τῆς Κιλικίας, ἀναφέρει: καί εἰσιν οἱ μὲν ἔνθεν Σολεῖς, οἱ δ' ἀπὸ Κύπρου Σόλιοι.[73] Λεπτομερέστερος εἶναι ὁ βιογράφος τοῦ Σολέως Ἀράτου. Μιλώντας γιὰ τὴν καταγωγὴ τοῦ ποιητῆ μὲ βάση ἕνα ἐπίγραμμα τοῦ Καλλιμάχου σημειώνει: εἰσὶ δὲ καὶ ἕτεροι Σόλοι τῆς Κύπρου· ἀλλ' οἱ μὲν Κύπριοι Σόλιοι καλοῦνται, οἱ δὲ Κιλίκιοι Σολεῖς, ὡς καὶ διὰ τοῦ προκειμένου Καλλιμαχείου παραδείγματος δῆλον.[74] Στὸ ἐπίγραμμα ἀναφέρεται ὁ Σολεὺς Ἄρατος. Ἀφοῦ στὴ συνέχεια ἀσχοληθεῖ ὁ βιογράφος μὲ διαφοροποιούμενα ἐθνικὰ ὁμωνύμων πόλεων (Σάις, Ἀθῆναι), ἐπανέρχεται μὲ τὰ ἑξῆς: οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τῶν ἐν Κιλικίᾳ Σόλων οἱ πολῖται Σολεῖς, ἀπὸ δὲ τῶν ἐν Κύπρῳ Σόλιοι. Καὶ παραθέτει ἀπόσπασμα ἀπὸ τὶς ἐλεγεῖες τοῦ Σόλωνος Πρὸς Κυπράνορα τὸν βασιλέα,[75] μὲ τὸν τύπο Σολίοισι ποὺ ἐπιβεβαιώνεται καὶ ἀπὸ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Πλουτάρχου.[76] Ἀλλὰ ὁ Στέφανος Βυζάντιος, τὸν ἕκτον αἰώνα, μιλώντας περὶ τῶν Κιλίκων Σολέων (ἀπὸ τὰ διαβόητα συντακτικὰ λάθη τῶν ὁποίων ὀνομάσθηκε ὁ σολοικισμός), ἐπιλέγει τὸ ἐνδιαφέρον ὅτι τὸ ἐθνικὸ εἶναι καὶ Σολεὺς καὶ Σόλιος: Σόλοι, Κιλικίας πόλις ... ὁ πολίτης Σολεὺς καὶ Σόλιος.[77] Βεβαίως, δὲν ἀναφέρεται τὸ ἀντίστροφο, ποὺ θὰ ἀφοροῦσε τοὺς Κυπρίους. Ὁ Εὐστάθιος, τέλος, σχολιάζοντας τὸν Διονύσιο Περιηγητή, ἐπαναλαμβάνει ὅσα συνάντησε στὶς λόγιες πηγές του: ὅτι πόλις Κιλικίας καὶ οἱ Σόλοι ... τούτων οἱ πολῖται οὐ Σόλιοι, ἀλλὰ Σολεῖς... εἰσὶ δὲ Σόλοι καὶ περὶ Κύπρον, ὧν οἱ πολῖται Σόλιοι λέγονται.[78] Αὐτὰ κατὰ τοὺς γραμματικούς ὅρους.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι Κύπριοι Σόλιοι μαρτυροῦνται καὶ σὲ φιλολογικές, ἀλλὰ καὶ σὲ ἐπιγραφικὲς πηγὲς τῆς περιόδου ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει.[79] Ποιός, ὅμως, μπορεῖ νὰ βεβαιώσει ὅτι ὁ κανὼν ἦταν ἀπαράβατος, ὅταν σὲ μία ἐπιγραφὴ τῆς Πάφου ἀναφέρεται ὁ ἰατρὸς Νουμήνιος Δημητρίου Σολεύς, μᾶλλον ἀπὸ τοὺς γειτονικοὺς Σόλους.[80] Ἡ σχολαστικὴ διάκριση, ἑπομένως, τοῦ τύπου τῶν ἐθνικῶν λογικὸ ἦταν νὰ μὴν τηρῆται εὐλαβῶς καθ' ὅλη τὴ μακραίωνα ἑλληνικὴ πολιτιστικὴ διαδρομὴ ἀμφοτέρων τῶν πόλεων. Γι' αὐτὸ καὶ ἀποφασιστικὸ στοιχεῖο γιὰ τὴ διακρίβωση τῆς καταγωγῆς τοῦ Περιπατητικοῦ δὲν εἶναι τόσο τὸ ἐθνικό του, ἀλλ' ἄλλο στοιχεῖο, ἐσωτερικό, προερχόμενο ἀπὸ σημαντικό του ἔργο ποὺ κατὰ λέξιν ἀποσπάσματά του διασώθηκαν ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο.
Στὸ περί κολακείας σύγγραμμα τοῦ Κλεάρχου, τὸ ἐπιγραφόμενο Γεργίθιος ἀπὸ τὸ ὄνομα ἑνὸς τῶν κολάκων τοῦ Ἀλεξάνδρου,[81] τρεῖς φορὲς ἀναφέρεται ἡ φράση παρ' ἡμῖν γιὰ κυπριακὰ ἐπιτηδεύματα,[82] τὰ ὁποῖα περιγράφονται μὲ ἐντυπωσιακὴ ἀκρίβεια.[83] Πρόκειται γιὰ θέματα τὰ ὁποῖα, στὶς λεπτομέρειές τους ἀλλὰ καὶ στὴν προφορικὴ παράδοση ποὺ ἀποτυπώνουν, ἕνας Κύπριος τὴν καταγωγὴ συγγραφέας θὰ τὰ γνώριζε ἄριστα, ἴσως ἀπὸ ἄμεση ἐμπειρία.[84] Τὰ ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου εἶναι λίαν ἐκτενῆ, διότι ὁ Ἀθήναιος τὰ ἐπεσήμανε ὡς ἄκρως ἐνδιαφέροντα γιὰ τὶς συγγραφικές του ἀνάγκες. Δὲν ὑπάρχει σαφὲς σημεῖο ποὺ νὰ ὑποδεικνύει ἔργο διαλογικῆς μορφῆς, ὥστε νὰ ὑποτεθεῖ ὅτι τὸ ἐπαναλαμβανόμενο παρ' ἡμῖν δυνατὸν ν' ἀποδοθεῖ σὲ ὁμιλοῦν πρόσωπο διάφορο τοῦ συγγραφέως. Ὁ Ἀθήναιος ἀναφέρει τρεῖς φορὲς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κλέαρχος τὰ διηγεῖται αὐτά.[85] Καὶ πράγματι, ὁ ἀφηγητὴς μιλᾶ σὲ πρῶτο πρόσωπο[86] καὶ ἔτσι ἐκφέρει τὶς ἀπόψεις του.[87] Ἐπιπλέον, σημειώνει ὁ Ἀθήναιος καὶ πληροφορεῖ τὸν ἀναγνώστη του ὅτι ὁ Κλέαρχος ἀποσιωπᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Παφίου μειρακίου.[88] Γιατί, ὅμως, ἐὰν δὲν ἦταν ὁ συγγραφέας ἐντόπιος ποὺ δὲν ἤθελε νὰ λάβει σαφὴ θέση ἀπέναντι σὲ πράξεις ὑπαρκτῶν καὶ γνωστῶν προσώπων;
Ἐφόσον, λοιπόν, συνταχθοῦμε μὲ τὴ γνώμη ἐπιφανῶν ἀνδρῶν τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ καὶ τῆς σύγχρονης ἔρευνας, ὁ Κλέαρχος ἦταν Κύπριος ἐκ Σόλων, καὶ τὸ συμπέρασμα αὐτὸ βασίζεται στὴ μαρτυρία τοῦ Γεργιθίου παρόλη τὴν ἐπιμονὴ στὴ διάκριση καὶ χρήση τῶν ἐθνικῶν ὀνομάτων. Ἀπὸ τὴν ὁμοιομορφία τῶν παραπομπῶν φαίνεται ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κλέαρχος εἶχε ἐπιλέξει νὰ ἐπιγράφει γενικῶς τὰ συγγράμματά του ὡς Σολεύς.
Τὸ ἴδιο τὸ ἔργο τοῦ Κλεάρχου ἀποπνέει Ἑλληνισμόν. Ἡ χρονικὴ συγκυρία ἦταν ἐξαιρετική γιὰ τὴ δημιουργία του· ἐγράφη μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἐπιστημονικότητος ποὺ ἄρχισε νὰ ἐκπέμπεται ἀπὸ τὴ δράση τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ τῆς Σχολῆς του καὶ νὰ διαμορφώνεται μὲ νέους ὅρους κατὰ τὴ διάρκεια τῶν μακεδονικῶν ἐκστρατειῶν στὴν Ἀσία, ὅταν νέοι δρόμοι φιλοσοφικῶν ἀναζητήσεων ἄνοιγαν στὸν εὐρὺ δρόμο τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Κλέαρχος φαίνεται ὅτι τοὺς παρακολούθησε αὐτοὺς τοὺς δρόμους μὲ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφική του σκευή, ὅπως εἴδαμε, καὶ ἔφθασε μέχρι τὰ βάθη τῆς Ἀσίας φωτιζόμενος ἀπὸ τὴ σοφὴ παρακαταθήκη τοῦ βαθιὰ ἀνθρωπιστικοῦ δελφικοῦ πνεύματος καὶ φωτίζων συγχρόνως. Ποῦ μποροῦμε, ὅμως, νὰ στηριχθοῦμε γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τοῦ ἔργου του; Οἱ ἐσωτερικὲς ἐνδείξεις εἶναι, καὶ γιὰ τὸ ζήτημα αὐτό, τὰ μοναδικὰ διαθέσιμα στοιχεῖα γιὰ περαιτέρω γραμματολογικὲς ἀναζητήσεις. Διότι καὶ νέα ἐρωτήματα ἀνακύπτουν ζητώντας ἀπάντηση. Ἔτσι, τὸ πρῶτο ἐρώτημα ποὺ γεννᾶται εἶναι πότε ὑπῆρξε ὁ Κλέαρχος μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους, ἐφόσον μάλιστα, ὅπως εἴδαμε, ἐλλείπουν μαρτυρίες ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ἱστορίας τῆς περιπατητικῆς παραδόσεως.
Οἱ διασωθέντες τίτλοι τῶν ἔργων τοῦ Κλεάρχου ἀποτελοῦν βασικὰ διαθέσιμα στοιχεῖα καὶ παραπέμπουν στὸν πρώιμο Ἀριστοτέλη, μερικοὶ μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ταυτίζονται μὲ τοὺς τίτλους ἀπολεσθέντων διαλόγων τοῦ Σταγιρίτη. Ὅπως ὁ διδάσκαλός του, ἔτσι καὶ ὁ Κλέαρχος ἔγραψε Περὶ παιδείας καὶ Περὶ φιλίας, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνος καὶ συνέλεξε παροιμίες. Ἐρωτικὰ ἔγραψε ὁ Κλέαρχος, Ἐρωτικόν, ὅμως, εἶχε γράψει καὶ ὁ Ἀριστοτέλης. Τὰ Περὶ ἐνύδρων, Περὶ τῶν ἐν τῷ ὑγρῷ, Περὶ νάρκης καὶ Περὶ σκελετῶν ἐξετάζουν θέματα τοῦ τυπικῶς ἀριστοτελικοῦ θεματολογίου ὅπως διαπιστώνεται ἀπὸ τὸ Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι κ.ἄ. Ἡ σχέση σώματος καὶ ψυχῆς ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν Κλέαρχο στὸ Περὶ ὕπνου, καὶ ποὺ ἐξετάστηκε ἐκ νέου ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη στὸ Περὶ ψυχῆς, εἶχε ἀπασχολήσει παλαιότερα τὸν Σταγιρίτη στὸν ἀπολεσθέντα διάλογο Εὔδημος, ἀφιερωμένον στὴ μνήμη τοῦ ἐπίσης Κυπρίου ἑταίρου, ὅπως εἴδαμε. Ὅπως ἔχει ὑποδειχθεῖ, κυρίως στὰ θέματα τῆς ψυχολογίας, εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Κλέαρχος δὲν παρακολούθησε τὴν ἐξέλιξη τῆς ἀριστοτελικῆς σκέψεως μετὰ τὰ πρώιμα ἔργα καὶ ἐπιστρέφει στὸν Πλάτωνα ἢ στρέφεται πρὸς τὶς ἀπόψεις τῶν Πυθαγορείων. Τὰ σχετικὰ μὲ τὰ ἔργα αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε στοὺς οἰκείους τόπους.
Σὲ πρακτικοὺς ὅρους, καὶ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ ποὺ ἐξετάζονται ἐδῶ οἱ ὁμοιότητες, αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ σημαίνει ὅτι ἔλαβε μαθήματα ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὴν Ἄσσο ἢ τὴ Μυτιλήνη, ἀλλὰ δὲν τὸν ἀκολούθησε περαιτέρω καὶ παρέμεινε στὴ Μικρὰ Ἀσία. Εἶναι πολὺ πιθανόν. Ὅπως εἶναι πιθανὸν ὅτι, μετὰ τὴν πρώτη ὤθηση στὴ φιλοσοφία, ἀκολούθησε τὸν δικό του πνευματικὸ δρόμο καὶ παρήγαγε τὰ δικά του συγγραφικὰ προϊόντα χωρὶς ὅμως καὶ νὰ αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη ἐνημερώσεως καὶ προσηλώσεως στὰ διδάγματα καὶ τὰ ἐπιτεύγματα τῆς περιπατητικῆς Σχολῆς. Διότι, ὅπως ὑπάρχουν οἱ ἀντιστοιχίες ποὺ σημειώθηκαν ἀνωτέρω, ἔτσι ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀποκλίσεις ἀπὸ τὰ ἀριστοτελικὰ ἐνδιαφέροντα, ποὺ ὅμως ἀκολούθησαν ἄλλοι μαθητὲς τοῦ ἱδρυτῆ τοῦ Περιπάτου. Γιὰ ἀμιγῶς φιλοσοφικὰ θέματα, μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἔγραψε διάλογο Περὶ φιλοσοφίας,[89] ὅπως καὶ ὁ Στράτων ἀργότερα,[90] ἐνῶ τὸ Περὶ τῶν σοφῶν τοῦ Θεοφράστου[91] εἶχε μᾶλλον τὸ ἴδιο θέμα. Ὁ Προτρεπτικός[92] ἐγκαινίασε μία παράδοση στὸν Περίπατο – καὶ ὄχι μόνο – ποὺ τὴν ἀκολούθησαν μὲ ὁμοιότιτλα ἔργα ὁ Θεόφραστος,[93] ὁ Δημήτριος Φαληρεύς,[94] ὁ Χαμαιλέων.[95] Ἄλλα θέματα τοῦ ἀριστοτελικοῦ θεματολογίου τῆς ἐποχῆς ποὺ ἀπουσιάζουν ἀπὸ τὴν εἰδικὴ πραγμάτευση τοῦ Κλεάρχου, ἀλλὰ ποὺ ἔδωσαν ἔμπνευση σὲ ἄλλους Περιπατητικούς, εἶναι Περὶ τἀγαθοῦ[96] μὲ ὁμοιότιτλα ἔργα τοῦ Ἡρακλείδη Ποντικοῦ[97] καὶ τοῦ Στράτωνος Λαμψακηνοῦ,[98] Περὶ δικαιοσύνης,[99] μὲ ἀντίστοιχα ἔργα καὶ πάλι Ἡρακλείδη[100] καὶ Στράτωνος,[101] ἀλλὰ καὶ Περὶ ἡδονῆς,[102] ὅπου στοὺς δύο ἀνωτέρω Περιπατητικοὺς[103] προστίθενται μὲ ὁμοιότιτλα δύο ἔργα ὁ Θεόφραστος[104] καὶ ὁ Χαμαιλέων.[105] Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνον αὐτά· τὸν Κλέαρχο δὲν ἐνδιέφερε ἡ πολιτικὴ φιλοσοφία. Ἀπὸ δύο διαλόγους τοῦ Ἀριστοτέλη, ὁ ἕνας ἐπιγραφόταν Πολιτικὸς[106] καὶ ὁ προβληματισμὸς φαίνεται νὰ εἶχε τὴ συνέχειά του σὲ ἀντίστοιχα ἔργα τοῦ Θεοφράστου[107] καὶ τοῦ Δημητρίου Φαληρέως,[108] ἐνῶ ὁ ἄλλος, Περὶ βασιλείας,[109] ἔδωσε ἔμπνευση σὲ μία σειρὰ ἔργων τοῦ Θεοφράστου,[110] ἀλλὰ καὶ τοῦ Στράτωνος ἀργότερα.[111] Τὰ θέματα αὐτὰ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶχαν συγκινήσει τὸν Κλέαρχο, δεδομένης καὶ τῆς ἐπιβολῆς τῶν μοναρχιῶν κατὰ τὴν ἐποχή του· ἡ ἀπουσία τους, ὅμως, χαρακτηρίζει τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὴ ζωή του. Ἕνας ἄλλος κύκλος ἀντικειμένων ποὺ δὲν φαίνεται νὰ τὸν ἐνδιέφερε ἦταν τὰ σχετικὰ μὲ τὴ φιλοσοφία τῆς ρητορικῆς. Ἕνας ἀπὸ τοὺς διαλόγους τοῦ Ἀριστοτέλη ἐπιγραφόταν Γρύλλος ἢ περὶ ῥητορικῆς,[112] καὶ ἡ ρητορικὴ ἀπὸ τὴ σκοπιὰ αὐτὴ φαίνεται ὅτι ἐνδιέφερε τοὺς Περιπατητικούς. Ὁ Ἡρακλείδης Ποντικὸς ἔγραψε Περὶ τοῦ ῥητορεύειν ἢ Πρωταγόρας,[113] ἐνῶ ὁ Δημήτριος Φαληρεύς, Περὶ ῥητορικῆς.[114] Ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας φαίνεται ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης πρόσεξε ἀρκετὰ τοὺς Πυθαγορείους,[115] ὅπως καὶ ἕνας Περιπατητικὸς ποὺ βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὸν Κλέαρχο, ὁ Ἡρακλείδης Ποντικός,[116] ἐνῶ ὁ Ἀριστόξενος εἶχε ἐπιπλέον λόγους νὰ τὸ πράξει.[117] Τέλος, ἡ ποιητικὴ καὶ οἱ ποιητὲς κίνησαν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ἀριστοτέλη[118] καὶ δημιούργησαν παράδοση στὸν Περίπατο.[119]
Ἦταν, ἄλλωστε, καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Περιπάτου ἐπιβοηθητικὸ μιᾶς τέτοιας τάσεως· ἐξέταση κάθε κλάδου τοῦ ἐπιστητοῦ μὲ ἐπιστημονικὲς μεθόδους καὶ πλούσιο ἀποδεικτικὸ ὑλικό, στὸν δρόμο ποὺ χάραξε ὁ Ἀριστοτέλης. Ἔτσι, ὄχι μόνον θέματα καθαρῶς ἱστορικά ἀναλύθηκαν,[120] ἀλλὰ καὶ ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ,[121] ἱστορία τῆς φιλοσοφίας,[122] ἀκόμη καὶ ἐκδόσεις ἀρχαϊκῶν φιλοσοφικῶν κειμένων,[123] ἱστορία τῶν ἐπιστημῶν,[124] ἀλλὰ καὶ θεωρία καὶ ἱστορία τῆς λογοτεχνίας, μὲ ἔμφαση στὴν ποίηση ποὺ μὲ ἐπιμονὴ μελέτησαν ὅλοι σχεδὸν οἱ Περιπατητικοί, ὅπως ὁ Θεόφραστος,[125] ὁ Ἡρακλείδης,[126] ὁ Δικαίαρχος,[127] ὁ Δημήτριος Φαληρεύς,[128] ὁ Χαμαιλέων,[129] ὁ Φαινίας,[130] ὁ Σωτίων,[131] ὁ Ἱερώνυμος Ρόδιος.[132]
Ἐπιπλέον, τὸ κάθε μέλος τῆς Σχολῆς ἀνέπτυσσε τὴ δική του πορεία πρὸς ἰδιαίτερες κατευθύνσεις. Ἀρκεῖ ν' ἀναφέρει κανεὶς τὴν ἀσχολία τοῦ Ἀριστοξένου μὲ τὴ μουσική, τοὺς χοροὺς καὶ τὶς ὀρχήσεις.[133] Ἰδιαιτερότητες ὑπῆρχαν ἀκόμη καὶ στὸν τρόπο παρουσιάσεως τοῦ ὑλικοῦ, ὅπως λ.χ. μὲ διαλόγους ποὺ ἔγραψαν ὁ Ἡρακλείδης[134] καὶ ὁ Δημήτριος Φαληρεύς.[135] Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ κατάταξη τῶν ἔργων τοῦ πολυγράφου Ἡρακλείδη στὸν πίνακα τοῦ Λαερτίου:[136] ἠθικά, φυσικά, γραμματικά, μουσικά, ῥητορικά, ἱστορικά, μεσότης διαλεγομένων (25 Wehrli, βλ. κατωτέρω), γεωμετρικά, διαλεκτικά. Ἂς σκεφθοῦμε πόσο μοιάζει ὁ Κλέαρχος στὰ ἐπιμέρους, βέβαια, μὲ τὸν Ἡρακλείδη Ποντικὸ καὶ πόσο διαφέρει ἀπὸ τὸν Εὔδημο Ρόδιο στὴ μελέτη τοῦ κόσμου. Ὁ Ἡρακλείδης εἶχε μία ἰδιαίτερη δεξιότητα, τόσο στὴ σύλληψη τῶν θεμάτων, ὅσο καὶ στὴν παρουσίασή τους. Ἐπεξηγώντας ὁ Διογένης Λαέρτιος τὴ μεσότητα διαλεγομένων τοῦ καταλόγου του, ποὺ τὶς κατηγορίες του εἴδαμε ἤδη, ἀναφέρει: ἔστι δ' αὐτῷ καὶ μεσότης τις ὁμιλητικὴ φιλοσόφων τε καὶ στρατηγικῶν καὶ πολιτικῶν ἀνδρῶν πρὸς ἀλλήλους διαλεγομένων ἄλλως τ' ἐν ἅπασι ποικίλος τε καὶ διηρμένος τὴν λέξιν ἐστὶ καὶ ψυχαγωγεῖν ἱκανῶς δυνάμενος.[137] Καὶ προχωρεῖ περαιτέρω, δίνοντας τὰ δύο βασικὰ στοιχεῖα ὕφους ποὺ διέπουν τὰ ἔργα τοῦ καταλόγου:[138] τούτων τὰ μὲν κωμικῶς πέπλακεν ὡς τὸ Περὶ ἡδονῆς[139] καὶ τὸ Περὶ σωφροσύνης,[140] τὰ δὲ τραγικῶς, ὡς τὸ Περὶ τῶν καθ' Ἅιδην[141] καὶ τὸ Περὶ εὐσεβείας[142] καὶ τὸ Περὶ ἐξουσίας.[143]
Ἔτσι καὶ ὁ Κλέαρχος· ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἐφαρμόζει τὶς ἐναλλαγὲς καὶ τὴν ποικιλία τοῦ ὕφους στὰ ἔργα του (βλ. λ.χ. τὸ Περὶ βίων ), ἀπὸ τὴν ἄλλη, λαμβάνοντας ὑπόψιν τὰ λείψανα τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου, εἶναι δύσκολο νὰ πεισθοῦμε ὅτι ἡ ἰδιοσυγκρασία του θὰ τοῦ ἐπέβαλλε ν' ἀκολουθήσει στενὰ τοὺς δρόμους τῆς συστηματικῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ καὶ συγκεκριμένης φιλοσοφικῆς Σχολῆς. Ἡ κατεύθυνση αὐτὴ προσφέρεται γιὰ εἰκασίες ποὺ μπορεῖ νὰ βασίζονται στὸ πολλὰ τοῦ Περιπάτου παρέτρεψεν τοῦ Πλουτάρχου[144] μὲ ἀναζητήσεις στὸν Πλάτωνα, τοὺς Πυθαγορείους καὶ τὴν ἀρχαϊκὴ ἑλληνικὴ σκέψη. Εἶναι, ὅμως, ἐξίσου πιθανὸν ὅτι ἡ πορεία τῆς ζωῆς του τοῦ ἄνοιξε καινούριους δρόμους μεταθέτοντας τὶς προτεραιότητες ἔτσι, ὥστε ἄλλα νὰ προέχουν στὴ σκέψη καὶ τὸν προσανατολισμό του, καὶ ὄχι ἡ θεραπεία τῆς συστηματικῆς φιλοσοφίας. Θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστεῖ κανεὶς ὅτι, ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν νὰ τοῦ δώσουν ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Περίπατος, τοῦ τὰ ἔδωσαν τὴ στιγμὴ ποὺ τοῦ ἦταν ἀναγκαῖα – στὸ ξεκίνημά του.
Παραταῦτα, δὲν ἔχουν ἀπαντηθεῖ μέχρι στιγμῆς δύο ἀκόμη συγκεκριμένα καὶ θεμελιώδη βιογραφικὰ ἐρωτήματα· πότε ἔζησε ὁ Κλέαρχος καὶ ποῦ. Μία πρώτη εἰκόνα μᾶς δίδει ἡ χρονολόγηση τῶν μαθητῶν τοῦ Ἀριστοτέλους, καθὼς καὶ οἱ πληροφορίες, ὅταν ὑπάρχουν, γιὰ τὸν τόπο δράσεώς τους. Ὁ Ἀριστοτέλης, θυμίζω, γεννήθηκε τὸ 384 π.Χ. καὶ ἀπεβίωσε τὸ 322, ἕνα χρόνο μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Ἀλεξάνδρου, ποὺ εἶχε ἐπιπτώσεις στὴν ἠρεμία τῆς ζωῆς του στὴν Ἀθήνα. Ἀπὸ τὸ 368/367 μέχρι τὸν θάνατο τοῦ Πλάτωνος, τὸ 348/347, φοίτησε στὴν Ἀκαδημία, τὴν ὁποία ἐγκατέλειψε ἐφόσον περιῆλθε στὴ διεύθυνση τοῦ Σπευσίππου. Μὲ πρόσκληση τοῦ τυράννου Ἑρμεία βρέθηκε στὴν Ἄσσο τῆς Μυσίας καὶ μετὰ τὴν πτώση ἐκείνου κατέφυγε στὴ Μυτιλήνη, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὴν πρόσκλησή του ἀπὸ τὸν Φίλιππο Β΄ στὴν Πέλλα, τὸ 343/342. Στὴν Ἀθήνα ἐπέστρεψε τὸ 335/334, ἵδρυσε τὸ Λύκειον, τὸ ὁποῖο διηύθυνε μέχρι τὸ 323, ὅταν κατέφυγε στὴ Χαλκίδα, ἀφήνοντας ἀντικαταστάτη του τὸν δραστήριο ἀγαπημένο του μαθητὴ Θεόφραστο, Ἐρέσιο τὴν καταγωγή. Ὁ Θεόφραστος ἦταν μόλις 15 χρόνια νεώτερος τοῦ Ἀριστοτέλη (γενν. π. τὸ 371) καὶ ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν, π. τὸ 287. Ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Ἀριστοτέλη στὴν Ἄσσο. Καὶ ἀπὸ τοὺς δύο μεγαλύτερος τὴν ἡλικία ἦταν ὁ Ἡρακλείδης Ποντικός, γεννημένος περὶ τὸ 390. Ἀπεβίωσε τὸ 310. Ὁ Ἡρακλείδης ἦταν γνώριμος τοῦ Πλάτωνος,[145] ἀλλά, κατὰ τὴ ρητὴ μαρτυρία τοῦ Σωτίωνος, καὶ ὕστερον ἤκουσεν Ἀριστοτέλους.[146] Οἱ δύο αὐτοὶ ἑταῖροι τοῦ Περιπάτου ἀποτελοῦν ἐξαίρεση· διότι ἄλλοι ὑπῆρξαν μία σειρὰ νεότεροι καὶ μαθήτευσαν στὸ Λύκειο. Ὁ μεγαλύτερός τους πρέπει νὰ ἦταν ὁ Δημήτριος Φαληρεύς (π. 350 – π. 280), μαθητὴς καὶ τοῦ Θεοφράστου, ποὺ κυβέρνησε, μάλιστα, τὴν Ἀθήνα ἐπὶ μία δεκαετία (317-307). Σύγχρονοι πρέπει νὰ ἦταν ὁ Ἡρακλεώτης Χαμαιλέων (π. 340 – 270), ὁ Μεσσήνιος Δικαίαρχος (γενν. τὸ 340) καὶ ὁ Ἀριστόξενος Ταραντίνος, ὅπως ρητῶς ἀναφέρεται ἀπὸ τὴ Σούδα.[147] Ὁ τελευταῖος, μάλιστα, πολὺ χολώθηκε ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης κατέλιπε διάδοχό του τὸν Θεόφραστο καὶ ὄχι αὐτόν.[148] Στὸν τέταρτο αἰώνα ἤκμασαν ἐπίσης ὁ Φαινίας Ἐρέσιος καὶ ὁ Εὔδημος Ρόδιος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε καὶ τοῦ Θεοφράστου μαθητὴς πρὶν ἱδρύσει δική του σχολὴ στὴν πατρίδα του. Τοῦ Ἀριστοτέλους ἡ λατινικὴ βιογραφία (Vita Latina 47) δίδει ἕναν κατάλογο τῶν μαθητῶν τοῦ Σταγιρίτη: proprios autem discipulos Theofrastum, Phaniam, Eudimium, Clitum, Aristoxenum et Dicaearchum. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἀπαριθμοῦνται οἱ μαθητὲς τῆς ἐποχῆς τοῦ Λυκείου. Τέλος πάντων, αὐτοὶ εἶναι οἱ Περιπατητικοί, σύγχρονοι τοῦ Κλεάρχου.
Ὁ Κλέαρχος, πότε μαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἀριστοτέλη; Ὅλα τὰ μέχρι στιγμῆς ἐξετασθέντα στοιχεῖα τείνουν στὴν ἐκδοχὴ ὅτι μᾶλλον ἀπετέλεσε μέλος τοῦ ἀριστοτελικοῦ κύκλου τῆς Τρωάδος, ἴσως ἀκόμη καὶ τῆς Μυτιλήνης, δηλαδὴ μεταξὺ 348/347 καὶ 343/342. Τὸ πιθανότερο εἶναι νὰ ἦταν συνομήλικος τοῦ Θεοφράστου. Ἐφόσον ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, τότε ἡ γέννησή του θὰ πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ γύρω στὸ 370/360 καὶ ὁ θάνατός του ἴσως γύρω στὸ 290/280 π.Χ.
Τὸ δεύτερο σημεῖο ποὺ θίξαμε στὴν πορεία τῆς συλλογιστικῆς μας γιὰ τὴ διακρίβωση τῶν βιογραφικῶν τοῦ Κλεάρχου, σημεῖο ἐντελῶς ἐπιβοηθητικό, εἶναι, ποιό δρόμο ἀκολούθησαν οἱ Περιπατητικοὶ μετὰ τὴ μαθητεία τους στὸν Ἀριστοτέλη. Γιὰ ὁρισμένους μόνον ὑπάρχουν πληροφορίες. Ὁ Θεόφραστος, ἀναλαμβάνοντας τὴ διεύθυνση τῆς Σχολῆς, παρέμεινε, βέβαια, στὴν Ἀθήνα. Ὁ Εὔδημος, συνυποψήφιος γιὰ τὴ διεύθυνση τοῦ Λυκείου,[149] φαίνεται ὅτι ἀναχώρησε γιὰ τὴν πατρίδα του Ρόδο. Ἀντιθέτως, ὁ Δημήτριος Φαληρεύς, ἔχοντας ἄλλου τύπου φιλοδοξίες, παρέμεινε στὴν Ἀθήνα μέχρις ὅτου οἱ πολιτικὲς περιστάσεις τὸν ἀνάγκασαν νὰ φύγει γιὰ τὴ Θήβα καὶ μετὰ γιὰ τὴν Αἴγυπτο, ἀπ' ὅπου δὲν ἐπέστρεψε ποτέ. Στὸ μεταξύ, ὅμως, ἀσχολήθηκε μὲ τὴ φιλοσοφία καὶ τὴ φιλολογία στὴ σπουδαιότερη κοιτίδα της, τὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐντελῶς ἰδιαίτερη περίπτωση ἀποτελεῖ ὁ Ἡρακλείδης. Συνυποψήφιος τοῦ Ξενοκράτους γιὰ τὴ διεύθυνση τῆς Ἀκαδημίας (339/338), ἀναχώρησε γιὰ τὴν Ἡράκλεια μετὰ τὴν ἥττα του,[150] ὅπου εἶχε μία περιπετειώδη ζωή. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁπωσδήποτε δὲν βρισκόταν στὴν Ἀθήνα κατὰ τὴν περίοδο τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀριστοτέλους στὸ Λύκειο. Ἑπομένως, ἡ μαθητεία του τοποθετεῖται στὴν πρώιμη περίοδο τῆς ἀριστοτελικῆς διδασκαλίας. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ἔργο του ποὺ σὲ ἀρκετὰ μοιάζει μὲ τοῦ Κλεάρχου, γεγονὸς ποὺ ἐνισχύει τὴν ἐπίσης πρώιμη χρονολόγηση τοῦ Σολέως.
Εἶναι φανερό, ἑπομένως, ὅτι ὑπῆρξαν καὶ ἐν δράσει Περιπατητικοὶ στὴν περιφέρεια, ἤδη κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ὁ Ἀριστοτέλης δίδασκε στὴν Ἀθήνα. Εἶναι πολὺ πιθανὸν ὅτι μεταξὺ αὐτῶν συγκαταλέγεται καὶ ὁ Κλέαρχος. Διότι, συνδυαζόμενες οἱ παρατηρήσεις αὐτὲς μὲ τὴ ζωντάνια τῶν ἀνθρωπογεωγραφικῶν παραδειγμάτων τοῦ Περὶ βίων καὶ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Aï Khanoum, ἡ σκέψη μας κλίνει ὑπὲρ τῆς ἐγκαταστάσεως τοῦ Κλεάρχου κάπου στὸν ἀσιατικὸ χῶρο. Ἴσως αὐτὸ νὰ δικαιολογεῖ τὴν ἀπουσία του ἀπὸ τὴν ἑλλαδικὴ πνευματικὴ κίνηση ποὺ ἀποτυπώνεται στὴν ἔλλειψη συγχρόνων μαρτυριῶν στὴν κεντρικὴ γραμματολογικὴ παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, μαρτυριῶν ποὺ σχετικὰ ἀφθονοῦν γιὰ τοὺς λοιποὺς Περιπατητικούς. Ὁ Κλέαρχος εἶναι γνωστὸς ἀπὸ ἔργα του ποὺ διασώθηκαν ἀκέραια μέχρι τὴ Δεύτερη Σοφιστικὴ σὲ βιβλιοθῆκες τοῦ εὐρύτερου ἑλληνιστικοῦ χώρου, ἀλλὰ καὶ μέσω συμπιλήσεων ποὺ εἶχαν γίνει ἐκεῖ κατὰ τὴν περίοδο τῆς μεγάλης ἀκμῆς τῆς φιλολογίας.
Σύντομη ἐπισκόπηση τῶν ἔργων του, τὰ ὁποῖα ἐκδίδονται, μεταφράζονται καὶ σχολιάζονται στὸν παρόντα τόμο, εἶναι ἀναγκαία στὸ σημεῖο αὐτό. Ὁ Κλέαρχος εἶναι μεταξὺ ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν ὅσοι ἐβίωσαν τὴν παράδοση τῆς πνευματικῆς καὶ φιλοσοφικῆς ἀξιότητος τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ἀνατολῆς. Εὑρίσκεται, κυριολεκτικῶς, μεταξὺ Ἑλλήνων καὶ βαρβάρων. Τὸ Περὶ ὕπνου, λ.χ., ὡς ἐκ τοῦ θέματός του, ἦταν πρόσφορο σὲ διηγηματικὲς περιηγήσεις μὲ ἐξωτικὸ χρῶμα καὶ χαρακτήρα. Τὸ ἔργο αὐτό, ὅπως καὶ τὸ Πλάτωνος ἐγκώμιον, πρέπει ν' ἀνήκει στὴν πρώιμη συγγραφικὴ παραγωγὴ τοῦ Κλεάρχου. Τὸ σπουδαῖο εἶναι ὅτι πνευματικὰ ἐπιτεύγματα τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ εἶχαν ἤδη συνδεθεῖ μὲ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη, παρουσιάζονται ἐδῶ μὲ τὸν ἐμπειρικὸ τρόπο ποὺ εἶναι χαρακτηριστικὸς τῶν περιπατητικῶν μεθοδολογικῶν συνδυασμῶν. Ἔτσι, στὸ πρῶτο ἤδη βιβλίο τοῦ ἔργου, ὁ Ἀριστοτέλης ἐμφανίζεται νὰ διαλέγεται μὲ τὸν ἑταῖρο Ὑπεροχίδη καὶ ἀναφέρει τὰ σχετικὰ μὲ τὴ σοφία καὶ τὴ φιλοσοφικὴ στάση ἑνὸς ἑλληνομαθοῦς Ἰουδαίου καταγομένου ἀπὸ τὴν Κοίλη Συρία.[151] Τοῦ Ἰουδαίου, ὅμως, δὲν παραδίδεται τὸ ὄνομα.[152] Τοῦ ἀνδρὸς ἐπαινεῖται ἡ προσωπικότητα καὶ ἡ παιδεία, μάλιστα δὲ ἡ καρτερία καὶ ἡ σωφροσύνη. Δικαιούμεθα νὰ εἰκάσουμε, ἐφόσον ἡ σκηνὴ ἐμφανίζει ἱστορικὸ χαρακτήρα, ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης γνώρισε καὶ ἄκουσε τὸν Ἰουδαῖο αὐτὸν κατὰ τὴ διαμονή του στὴν Μ. Ἀσία· ὁ ἴδιος μαρτυρεῖ ὅτι συναναστρεφόταν τὴ φιλοσοφικὴ ὁμάδα, στὴν ὁποία φαίνεται ὅτι ἀνῆκε καὶ ὁ Κλέαρχος, διαδίδοντας τὶς ἀπόψεις του. Ἴσως νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἴδιο ἐκεῖνο ἐπιδέξιο ὑπνωτιστὴ τῆς ψυχουλκοῦ ῥάβδου ποὺ ἐπετέλεσε τὸ πείραμα τοῦ ὑπνωτισμοῦ ἐνώπιον τοῦ Ἀριστοτέλους πείθοντάς τον ὅτι χωριστὴν εἶναι τοῦ σώματος τὴν ψυχήν.[153] Οἱ φιλοσοφοῦντες αὐτοὶ Ἰουδαῖοι καταγράφονται ἀπὸ τὸν ὁμιλοῦντα Ἀριστοτέλη ὡς ἀπόγονοι τῶν Ἰνδῶν φιλοσόφων, αὐτῶν ποὺ ἐκαλοῦντο τότε Καλανοί. Καὶ στὸ Περὶ παιδείας, ὅμως, ὁ Κλέαρχος εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ἀνατολικὴ φιλοσοφία. Μεταφέρει τὴν ἄποψη, ἀσιατικῆς πιθανὸν προελεύσεως, ὅτι οἱ Γυμνοσοφιστὲς ἦταν ἀπόγονοι τῶν Μάγων.[154] Μία ἀκόμη πληροφορία ἀφορᾶ στὴν αἰγυπτιακὴ ἀρχαιολογία· ὁ Μανέρως ὑπῆρξε ὁ πρῶτος μαθητὴς τῶν Μουσῶν.[155]
Ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος ἀπησχόλησαν τὸν Κλέαρχο. Γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τοὺς ποικίλους τρόπους της ἔγραψε τὸ ἐκτενὲς Περὶ βίων· ἀλλὰ δὲν παραμέλησε καὶ τὴ μελέτη τοῦ θανάτου.[156] Τὸ Περὶ ὕπνου, πέρα ἀπὸ τὴ διαλογική του σκηνοθεσία, ἀνήκει στὴ φιλοσοφικὴ ἐκείνη κατηγορία, γιὰ τὴ διερεύνηση τῆς ὁποίας σαφῶς ἐπηρεάστηκε ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του· πρόκειται γιὰ τὴ συζήτηση περὶ ψυχῆς. Ἐνωρίς, ὅπως εἴδαμε,[157] ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε συγκινηθεῖ καὶ ἐντυπωσιαστεῖ ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Κυπρίου ἑταίρου τῆς Ἀκαδημίας καὶ ἔγραψε τὸν διάλογο Εὔδημος ἢ περὶ ψυχῆς. Ἡ συζήτηση αὐτὴ κίνησε πολὺ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Περιπάτου· ὁ Θεόφραστος ἔγραψε δύο σχετικὰ συγγράμματα, Περὶ ψυχῆς θέσις μία καὶ Περὶ ψυχῆς.[158] Δύο ἐπίσης εἰδικὰ ὁμοιότιτλα συγγράμματα εἶχε δημοσιεύσει καὶ ὁ Ἡρακλείδης Ποντικός.[159] Περὶ ψυχῆς εἶχε γράψει καὶ ὁ Δικαίαρχος.[160] Ὅμως, ἐξίσου σπουδαῖα γιὰ τὸ θέμα εἶναι καὶ μερικὰ ἄλλα συγγράμματα τοῦ Ἡρακλείδη Ποντικοῦ, τὰ ὁποῖα, ἐὰν τὰ γνώριζε, ἐνδεχομένως νὰ ἐπηρέασαν τὸν Κλέαρχο στὴ σύλληψή του. Ἐννοῶ, πρῶτον τὸ Περὶ τῆς ἄπνου ἢ περὶ νόσων,[161] ἀλλὰ καὶ τὰ Περὶ τῶν ἐν Ἅιδου[162] καὶ Ἄβαρις.[163] Πῶς ὁρίζεται ἡ ἄπνους ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Γαληνός: λέγεται γὰρ ἄπνους τε καὶ ἄσφυκτος ἐκείνη ἡ ἄνθρωπος γεγονέναι, τῶν νεκρῶν ἑνὶ μόνῳ διαλλάττουσα, τῷ βραχεῖαν ἔχειν θερμότητα κατὰ τὰ μέσα μέρη τοῦ σώματος,[164] ἀλλὰ καὶ ὁ Διογένης Λαέρτιος: ὡς τριάκοντα ἡμέρας συντηρεῖν ἄπνουν καὶ ἄσφυκτον τὸ σῶμα.[165] Εἶναι σαφὲς ὅτι περιγράφονται συμπτώματα νεκροφανείας, ὅπως καὶ στὸ Περὶ ὕπνου. Γενικῶς, πάντως, ὑπῆρχε ἡ γνώμη, καὶ γιὰ τοῦ Ἡρακλείδη καὶ γιὰ ἄλλων Περιπατητικῶν (τοῦ Ἀριστοτέλους καὶ τοῦ Δικαιάρχου συμπεριλαμβανομένων) τὰ παρόμοια συγγράμματα ὅτι τὰ περὶ ψυχῶν δόγματα μεμιγμένα μυθολογίᾳ μεθ' ἡδονῆς ἐνθουσιῶσιν.[166] Τὸ χωρίο εἶναι τοῦ Πλουτάρχου, ὁ ὁποῖος ἀλλοῦ ἀναφέρει ὅτι στὰ συγγράμματά τους αὐτὰ ὁ Ἀριστοτέλης καὶ οἱ μαθητές του πρὸς τὰ κυριώτατα καὶ μέγιστα τῶν φυσικῶν ὑπεναντιούμενοι τῷ Πλάτωνι καὶ μαχόμενοι διατελοῦσι.[167] Ὅσο γιὰ τὸν Ἡρακλείδη, ὁ Διογένης Λαέρτιος, σὲ χωρίο ἐκτὸς τῆς βιογραφίας του,[168] μεταφέρει αὐτολεξεὶ τὴ γνώμη τοῦ ἱστορικοῦ Τιμαίου Ταυρομενίτη:[169] Ἀλλὰ διὰ παντός ἐστιν Ἡρακλείδης τοιοῦτος παραδοξολόγος, καὶ ἐκ τῆς σελήνης πεπτωκέναι ἄνθρωπον λέγων.[170]
Μία ἐπιπλέον ἐκτενὴς καὶ σαφὴς μαρτυρία τοῦ Πρόκλου, προερχόμενη ἀπὸ τὸ ἴδιο ἔργο τοῦ Κλεάρχου, τὸ Περὶ ὕπνου, εἶναι ἀποκαλυπτικὴ τῶν τάσεων καὶ τῶν δοξασιῶν τοῦ Περιπατητικοῦ· πρόκειται γιὰ μία ἀκόμη ἀπὸ τὶς θαυμάσιες ἱστορίες ποὺ ἔχουν περιλάλητα προηγούμενα, μὲ τὰ ὁποῖα τὴν συνδέει ὁ νεοπλατωνικὸς Σχολιαστής.[171] Ἀλλὰ τὴ θαυμαστὴ αὐτὴ ἀφήγηση ἀκολουθεῖ καὶ ἡ θαυμαστὴ ἀπόδειξη τοῦ Κλεάρχου, ποὺ μεταφέρει τὴ διήγηση, ἀπὸ τὸν χῶρο καὶ τὴν παράδοση τῶν παραδόξων, στὸν ἐγκεκλεισμένο χῶρο τῆς φιλοσοφίας μὲ φιλοδοξίες ἐπιστημονικῆς τεκμηριώσεως. Γιὰ περισσότερα παραπέμπω στὸ κείμενο καὶ τὸν σχολιασμό του.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ λόγος ἦλθε ἐδῶ στὰ παράδοξα. Προσεκτικὴ ἐπισκόπηση ὁρισμένων ἀποσπασμάτων τοῦ Κλεάρχου, ὅπως αὐτὰ γιὰ τὶς μετεμψυχώσεις τοῦ Πυθαγόρα[172] καὶ γιὰ τοὺς λίθους ποὺ γεννοῦν,[173] μαζὶ μὲ τὰ δύο ποὺ διασώζει ὁ παραδοξογράφος Φλέγων Τραλλιανός,[174] δείχνουν ὅτι καὶ ὁ Κλέαρχος ἔρρεπε πρὸς τὴν παραδοξογραφία, ἔστω κι ἂν δὲν μαρτυρεῖται ὅτι συνέγραψε εἰδικὸ ἔργο. Φυσικά, ἡ ἔλλειψη μαρτυρίας δὲν καθιστᾶ ἀπίθανη τέτοια περίπτωση, ἐὰν σκεφθοῦμε ὅτι καὶ ἄλλοι Περιπατητικοὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ εἶδος, ὅπως ὁ Φαινίας[175] καὶ ὁ Ἀρίστων Κεῖος,[176] ὁ διάδοχος τοῦ Λύκωνος, ἀργότερα κατὰ τὸν τρίτον αἰώνα. Ἐξάλλου, καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης (τῆς πρώιμης περιόδου) εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ τὶς μυστηριώδεις ἀλλαγὲς φύλου. Τὸ μαρτυρεῖ ὁ Σχολιαστὴς τοῦ Βεργιλίου Σέρβιος μιλώντας γιὰ τὸν Καινέα/Καινίδα, ὅπως καὶ ὁ Κλέαρχος: hoc autem dicto ostendit Platonicum illud vel Aristotelicum, animas per μετεμψύχωσιν sexum plerumque mutare.[177] Μήπως αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Τειρεσία καὶ τοῦ Πυθαγόρου; Καί, τελειώνοντας μὲ τὴν ψυχολογία, ἕνα ἀκόμη σχετικὸ σύγγραμμα τοῦ Κλεάρχου μαρτυρεῖται, τὸ Περὶ τοῦ πανικοῦ. Στὸ μοναδικὸ διασωθὲν ἀπόσπασμα περιγράφεται τὸ συναίσθημα αὐτὸ στὰ πτηνά.[178]
Στὴν Τρωάδα, ὁ Κύκλος τοῦ Ἀριστοτέλη δὲν φαίνεται νὰ εἶχε καθόλου ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὸν μεγάλο διδάσκαλο. Ὁ θάνατος τοῦ Πλάτωνος συγκίνησε τὸν Σταγιρίτη καὶ πλὴν τοῦ Ἐγκωμίου, ποὺ ἀναφέρεται ὅτι ἔγραψε, παρενέβαλε καὶ ἐγκωμιαστικὰ δίστιχα στὰ Ἐλεγεῖα πρὸς Εὔδημον γιὰ τὸν Πλάτωνα, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Ὀλυμπιόδωρος: οὐ μόνον δὲ ἐγκώμιον ποιήσας αὐτοῦ ἐπαινεῖ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἐλεγείοις τοῖς πρὸς Εὔδημον αὐτὸν ἐπαινῶν Πλάτωνα ἐγκωμιάζει.[179] Τὸ πνεῦμα αὐτὸ θὰ μετέφερε καὶ στοὺς τότε μαθητές του. Τὴν ἴδια συγκίνηση πρέπει νὰ ἔνοιωσε καὶ ὁ Κλέαρχος, πού, ὅπως εἴδαμε, ἐστράφη καὶ πρὸς τὰ πλατωνικὰ δόγματα. Δὲν εἶναι, ὅμως, μόνον ἡ διδασκαλία· ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων ἐξασκεῖ ἐπάνω του γοητεία αὐτόχρημα μυθική. Στὸ Πλάτωνος ἐγκώμιον ἀνέφερε τὴν τοπικὴ ἀθηναϊκὴ παράδοση ὅτι ὁ Πλάτων ὑπῆρξε τέκνον θεογαμίας καὶ παρθενογενέσεως.[180] Κατὰ τὸν λαϊκὸ (ἢ προπαγανδιστικό) μύθο, ἡ ὡραία καὶ νεαρὴ Περικτιόνη δὲν ἐνέδωσε στὶς προτάσεις τοῦ συζύγου της Ἀρίστωνος διότι ἐγκυμονοῦσε ἤδη τὸν Πλάτωνα. Ἡ καθ' ὕπνους ἐμφάνιση τοῦ Ἀπόλλωνος στὸν ἀπαιτητικὸ σύζυγο, ὑποδεικνύει ὅτι ὁ θεὸς τῶν Γραμμάτων καὶ τῆς Μουσικῆς διεκδικοῦσε τὴν πατρότητα τοῦ θείου, πράγματι, φιλοσόφου. Φυσικὰ ἡ παράδοση (ποὺ εἶχαν περιλάβει καὶ ὁ Σπεύσιππος στὸ Πλάτωνος Περίδειπνον καὶ ὁ Ἀναξιλαΐδης στὸ Περὶ φιλοσόφων, ὅπως λέγουν οἱ πηγές μας Διογένης Λαέρτιος καὶ Ἱερώνυμος), ἀπαλείφει τὸν πρεσβύτερο ἀδελφὸ τοῦ Πλάτωνος Ἀδείμαντο. Μένει, ὅμως, ἡ οὐσία· ὁ θαυμασμὸς καὶ ὁ θρύλος. Πρέπει νὰ θυμίσουμε ἐδῶ ὅτι μεταξὺ τῶν συγγραμμάτων τοῦ Κλεάρχου ἀναφέρεται καὶ τὸ ἑρμηνευτικὸ ἔργο Περὶ τῶν ἐν τῇ Πλάτωνος Πολιτείᾳ μαθηματικῶς εἰρημένων, ἀπὸ τὸ ὁποῖο, δυστυχῶς, δὲν ἔχουν διασωθεῖ ἀποφασιστικῆς σημασίας μαρτυρίες.[181] Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Πλάτωνος εἶχε κινήσει, ἀπὸ ἄλλη σκοπιά, τόσο τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ἀριστοτέλους[182] ὅσο καὶ τοῦ Θεοφράστου.[183]
Ἀλλά τὸ ἔργο, στὸ ὁποῖο ὁ Κλέαρχος ἀποτύπωσε τὴν προσωπική του μυθολογία καὶ ὅπου κατέληγε στὴ βιοτικὴ ὑπόδειξη τοῦ συστήματος τῆς ἀρετῆς, εἶναι τὸ Περὶ βίων. Ἐκτεινόταν σὲ ὀκτὼ τουλάχιστον βιβλία, ἀλλὰ διασώζονται μόνον τριάντα ἀποσπάσματα,[184] κατὰ μέγα μέρος στὸ δωδέκατο βιβλίο τῶν Δειπνοσοφιστῶν. Ἀλλὰ καὶ αὐτῶν ἡ πλειονότης προέρχεται ἀπὸ τὸ τέταρτο καὶ τὸ πέμπτο βιβλίο, τῶν ὁποίων τὸ περιεχόμενο κάλυπτε τὴ συστοιχία: κατὰ ἔθνη καὶ κατὰ πόλεις τρυφὴ καὶ κατ' ἄνδρα τρυφή. Εἶναι τὸ βασικὸ σχῆμα ποὺ κράτησε καὶ ὁ Ἀθήναιος, ἐμπλουτίζοντάς το καὶ μὲ ὑλικὸ ἀπὸ ἄλλες πηγὲς τοῦ ἰδίου τύπου. Ἔτσι, μία γεωγραφικὴ περιήγηση σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, τεκμηριωμένη μὲ τρομακτικὲς ἱστορίες φρικιαστικῶν λεπτομερειῶν, ἀναδίδει τὸ ζοφερὸ κλίμα τοῦ τετάρτου βιβλίου. Στόχος του νὰ ἐμπεδωθεῖ τὸ ἀρχαϊκῆς ἐμπνεύσεως σχῆμα: τρυφή-ὕβρις-ἄτη. Σκύθες, Μῆδοι, Πέρσες, Λυδοί, ἀλλὰ καὶ οἱ μιμητές τους στὴν τρυφὴ Σάμιοι, Μιλήσιοι, Ταραντίνοι, δίδουν στὸν Κλέαρχο ὑποδειγματικὰ γιὰ τὸν σκοπό του παραδείγματα, κατὰ τὰ ὁποῖα ὁρίζονται σαφῶς τὰ ἐπιμέρους στοιχεῖα τοῦ τριμεροῦς σχήματος: ἡ τρυφή, κυρίως ὡς ἀνανδρία καὶ ἐκθήλυνσις στὸν τρόπο ἐνδύσεως, διαβιώσεως καὶ περιποιήσεως τοῦ σώματος· ἡ ὕβρις ὡς βιασμὸς παρθένων καὶ συζύγων, ἰδίως σὲ ἱεροὺς χώρους· ἡ ἄτη ὡς ἐκδίκηση ἐκ μέρους τῶν θεῶν, τῶν συγγενῶν, τῶν συμπολιτῶν ἢ καὶ τῶν ἰδίων τῶν θυμάτων[185] μὲ πράξεις βιασμοῦ ἢ καὶ φρικιαστικοῦ θανάτου. Τὸ ὑπόδειγμα ποὺ εἰκονογραφεῖ ὁ Κλέαρχος ἀποδίδεται ἤδη στὸν Πυθαγόρα:[186] Ὁ αὐτὸς εἶπεν, εἰσιέναι εἰς τὰς πόλεις πρῶτον τρυφήν, ἔπειτα κόρον, εἶτα ὕβριν, μετὰ δὲ ταῦτα ὄλεθρον. Ἐπιπλέον, εἷναι ἐνδιαφέρον νὰ δεῖ κανεὶς πῶς ὁ Κλέαρχος ἑρμηνεύει, κατὰ τὸ συμφέρον τῶν ἀπόψεών του, θεσμοὺς ὅπως τῆς ἱερᾶς πορνείας, τόπους ὅπως τοὺς παραδείσους τῆς Λυδίας,[187] ἢ πῶς διαλέγεται μὲ προγενεστέρους συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἡρόδοτος, ὁ Ξάνθος Λυδός, ὁ Ξενοφῶν.
Τὸ σκοτεινὸ κλίμα τοῦ τετάρτου βιβλίου διαδέχεται (κατὰ τὰ παραγγέλματα τῆς ρητορικῆς ποικιλίας) τὸ ἀνεκδοτολογικὸ καὶ μᾶλλον ἐλαφρὺ ὑλικὸ τοῦ πέμπτου βιβλίου, τῆς κατ' ἄνδρα τρυφῆς. Μία πινακοθήκη περιέργων τρυφηλῶν ἐμφανίζεται, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν μποροῦσε νὰ λείπει ὁ Σαρδανάπαλλος.[188] Δίδονται ἰδιάζοντα χαρακτηριστικὰ καὶ σύντομες ἱστορίες γιὰ Ἕλληνες καὶ βαρβάρους, γιὰ παρασίτους, αὐλητές, φιλοσόφους.
Δὲν ὑπῆρξε, ὅμως, στεῖρα ἡ κριτικὴ τῆς τρυφῆς στὸν Κλέαρχο. Αὐτός, ὁ ὁποῖος κατακρίνει τὸν παρασιτικὸ βίο στὸ πρῶτο βιβλίο,[189] θεωρεῖ ἀπαράδεκτη καὶ ὕβριν τὴν αὐτοκτονία στὸ δεύτερο,[190] ἐπικροτεῖ, στὸ τρίτο Περὶ βίων, τὴν τρυφερὴ ἁβρότητα ποὺ κοσμεῖται μὲ ἀρετή. Παράδειγμά του ἡ Σαπφώ,[191] τῆς ὁποίας παραθέτει λαμπροὺς στίχους ποὺ ὑμνοῦν τὴ ζωή. Ἀκόμη καὶ ὁ ἐπηρμένος ζωγράφος Παρράσιος συγχωρεῖται καὶ ἐξαιρεῖται ἀπὸ τοὺς γελοίους τρυφηλοὺς ἐπειδὴ ἐπέγραφε στὰ ἔργα του ὅτι σέβεται τὴν ἀρετή.[192] Ἔδιδε, λοιπόν, ὁ Κλέαρχος διέξοδο σ' ἐκείνους ποὺ ἀρέσκονταν στὴν πολυτέλεια. Ἀλλὰ τρόπος βίου ποὺ προτείνει, στὸ ὄγδοο βιβλίο, ἦταν τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὶς ἡδονές· ὁ αἰωνόβιος Γοργίας ὁ Λεοντίνος, ὁ μηδὲν πώποτε ἡδονῆς ἕνεκεν πράξας,[193] εἶναι τὸ ὑποδεικνυόμενο πρότυπο – εἴτε συμφωνεῖ κανεὶς εἴτε ὄχι.
Εἶναι ἀτυχία ὅτι, ἀπὸ τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Κλεάρχου (πού, ἐὰν δὲν ἦταν τὸ σπουδαιότερό του, θὰ ἦταν ὁπωσδήποτε γιὰ μᾶς σημαντικό, ἐπειδὴ εἶναι ἕνας κρίκος στὴν ἀνασύνθεση τῶν περὶ βίου περιπατητικῶν ἀπόψεων), εἶναι λυπηρὸ ὅτι ὁ Ἀθήναιος, ποὺ εἶχε στὰ χέρια του ἔργο ποὺ τόσο ἐκτίμησε, ἔκανε μία φανταιζὶ ἐπιλογὴ ποὺ φαίνεται νὰ ἀδικεῖ πολὺ τὸν φιλόσοφο Κλέαρχο. Κατὰ τὴν τάση τοῦ συμπιλητοῦ τῶν Δειπνοσοφιστῶν καὶ κατὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ ἔργου του, τὸ ἀπάνθισμα ἀνεκδότων καὶ ἱστοριῶν φρίκης προέχει, τὴ στιγμὴ ποὺ παραλείπονται θεωρητικὰ μέρη ποὺ ἀσφαλῶς θὰ ἔδιδαν καλύτερη εἰκόνα τοῦ Κλεάρχου καὶ τοῦ στοχασμοῦ του. Πλὴν τῆς κειμενικῆς πλευρᾶς, περισσότερα ἢ ἐπιμελέστερα ἐπιλεγμένα παραθέματα θὰ βοηθοῦσαν στὴν καλύτερη γνώση τῆς διαλεκτικῆς τοῦ Περιπάτου ἐπὶ θέματος, τὸ ὁποῖο αὐτὴ ἡ Σχολὴ ἔφερε στὸ προσκήνιο τὴν ἐποχὴ τοῦ Κλεάρχου. Γιὰ νὰ παραλείψουμε τὴν παλαιότερη συζήτηση, θυμίζουμε ὅτι ἤδη ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε ἐντοπίσει τὰ τρία κύρια εἴδη βίων, τὸν ἀπολαυστικόν, τὸν πολιτικὸν καὶ τὸν θεωρητικόν, τὸν φιλόσοφον βίον δηλαδή.[194] Ἕνα χωρίο τοῦ Κικέρωνος[195] ποὺ ἀποτελεῖ καὶ μοναδικὴ μαρτυρία ἐπὶ τοῦ θέματος, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι δύο ἐπιφανῆ μέλη τοῦ Περιπάτου εἶχαν διαφορετικὲς προτιμήσεις ὡς πρὸς τὸ προβάδισμα τοῦ τρόπου ζωῆς. Ὁ Θεόφραστος, ὁ ὁποῖος εἶχε γράψει καὶ ἀπολεσθὲν ἔργο Περὶ βίων σὲ δύο βιβλία, ἔδινε προβάδισμα στὸν θεωρητικὸ βίο,[196] ἐνῶ ὁ Δικαίαρχος στὸν πρακτικό.[197] Ὁ Δικαίαρχος ἐμφανίζεται συνεπὴς στὶς ἀπόψεις του· ὄχι μόνον ὑπεστήριζε ὅτι ὅμοιον δ' ἐστὶ τῷ φιλοσοφεῖν τὸ πολιτεύεσθαι,[198] ἀλλὰ καὶ δὲν θεωροῦσε θεωροῦσε τοὺς Ἑπτὰ Σοφοὺς σοφοὺς ἢ ἔστω φιλοσόφους, ἀλλὰ συνετοὺς δέ τινας καὶ νομοθετικούς.[199] Περὶ βίων, ὅμως μαρτυρεῖται ὅτι εἶχαν γράψει καὶ δύο ἄλλοι Περιπατητικοί· ὁ Ἡρακλείδης Ποντικὸς σὲ δύο βιβλία, ἔργο ποὺ ὁ Διογένης Λαέρτιος ἀναφέρει, στὸν κατάλογο ποὺ εἴδαμε,[200] μεταξὺ τῶν φυσικῶν, μαζὶ μὲ τὸ Περὶ ψυχῆς κ.ἄ. Ἐὰν ἑρμηνεύουμε ὀρθὰ τὸ μοναδικὸ ἀπόσπασμα[201] γιὰ τὸν μονήρη βίο ποὺ ἔζησε ὁ Θαλής, τὴν προτίμησή του εἶχε ὁ φιλοσοφικὸς βίος. Ἕνα τελευταῖο Περὶ βίων γράφτηκε ἀπὸ τὸν Στράτωνα,[202] ἔργο ποὺ ὁ Διογένης Λαέρτιος καταλέγει μεταξὺ ἄλλων ἠθικῶν συγγραμμάτων του.[203] Δυστυχῶς, ὅλα τὰ ἔργα αὐτὰ ἔχουν ἀπολεσθεῖ καὶ συγκρίσεις μὲ τὸν Κλέαρχο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προωθηθοῦν.
Ἐπιμένοντας στὶς ἐπιπτώσεις τῆς παραδόσεως στὴ γενικὴ γνώση τῶν ἔργων τοῦ Σολέως, θὰ σημειώσουμε ὅτι καὶ στὸ Περὶ φιλίας ἔχει ἀδικηθεῖ ὁ Κλέαρχος ἀπὸ τὴ μοναδική, καὶ γιὰ τὸ ἔργο αὐτό, πηγή του, τὸν Ἀθήναιο. Ἐκεῖ ποὺ ἀνέμενε κανεὶς ν' ἀκούσει τὶς θεωρητικές του ἀπόψεις, εἰσπράττει δύο ἀνέκδοτα, τὸ δεύτερο, μάλιστα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δύσκολα μπορεῖ νὰ ἐνταχθεῖ στὸ θέμα. Ὁ Θεμιστοκλὴς δικαιολογημένα δηλώνει ὅτι ἤθελε νὰ γεμίσει τὸ τρίκλινόν του μὲ φίλους, ἔστω καὶ παραβιάζοντας τοὺς προνοητικοὺς κανόνες περὶ πολυφιλίας·[204] ἀλλὰ ὁ κιθαριστὴς Στρατόνικος (ἀπὸ τοὺς διασκεδαστικῶς ἀγαπημένους τύπους τῆς πινακοθήκης τοῦ Κλεάρχου), ἀναφέρεται μεμονωμένα ὅτι ζητοῦσε πάντοτε ἀπὸ τὸν ὑπηρέτη του νερὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάπαυσή του, ὄχι διότι διψοῦσε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ διψάσει.[205] Νὰ ὑποθέσει κανεὶς ὅτι συνιστᾶται ἡ προνοητικότης στὴ φιλία; Εἶναι πολὺ πιθανόν. Γιὰ τὸ μεγάλο καὶ εὐγενὲς συναίσθημα τῆς φιλίας, ποὺ τόσο εἶχε ἀπασχολήσει τοὺς ἀρχαίους ἀπὸ ὅλες του τὶς πλευρές, εἶχε γράψει καὶ ὁ Ἀριστοτέλης ἀπολεσθὲν ἔργο.[206] Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Θεόφραστος, δημοσίευσε τὸ ὁμοιότιτλο Περὶ φιλίας του σὲ τρία ὅμως βιβλία.[207] Γιὰ τὴ φιλία ἔγραψε, ἴσως, ἀργότερα καὶ ὁ Πραξιφάνης.[208]
Μὲ τὸ ἐν γένει ἠθικὸ σύστημα τοῦ Κλεάρχου καὶ τῆς φιλοσοφίας του συνδέονται καὶ τὰ προβλήματα τῆς παιδείας. Ἀπὸ τὰ ἐλάχιστα διασωθέντα ἀποσπάσματα γνωρίζουμε ὅτι τὸ Περὶ παιδείας εἶχε δύο τουλάχιστον βιβλία.[209] Ἐὰν ἑρμηνεύουμε ὀρθὰ τὰ περὶ τὸν συρβηνέων χορόν,[210] ὁ Κλέαρχος πρέπει νὰ ὑποστήριζε ὅτι ἡ παιδεία πρέπει νὰ ἔχει ἑνότητα, ὁμοιογένεια καὶ σαφεῖς στόχους. Ἐπίσης ὅτι ἡ παιδεία ἔχει πανάρχαιες ρίζες στὴν Ἀνατολή.[211] Εἴπαμε ὅτι καὶ ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε γράψει Περὶ παιδείας.[212] Μὲ τὸ θέμα ἀσχολήθηκε καὶ ὁ Θεόφραστος· ὁ τίτλος τοῦ ἔργου του δείχνει τὶς κατευθύνσεις του: Περὶ παιδείας ἢ περὶ ἀρετῶν ἢ περὶ σωφροσύνης.[213] Περὶ παιδείας βασιλέως ἦταν ἕνα ἀκόμη ἀπολεσθὲν σύγγραμμά του.[214]
Στὴ σφαίρα τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας ἀνήκει καὶ τὸ ἔργο Ἐρωτικά, σὲ δύο τουλάχιστον βιβλία. Τὰ ἀποσπάσματα εἶναι σχετικῶς λίγα, ἀρκοῦν, ὅμως, γιὰ τὴν ἰχνογράφηση τῆς βασικῆς κατεύθυνσης. Παρότι φαίνεται ὅτι δὲν ἔλειπε καὶ ἐδῶ ὁ ἠθικοδιδακτικὸς τόνος (μὲ δύο σταθεροὺς δεῖκτες τὶς ἐπικριτικὲς περιπτώσεις Περικλέους- Ἀσπασίας καὶ Ἐπαμινώνδου-Λάκωνος γυναικός),[215] ὁ συγγραφικὸς τόνος τῶν Ἐρωτικῶν φαίνεται ὅτι ἦταν ἀνάλαφρος, ἐνίοτε διασκεδαστικὸς ἢ μὲ ἔντονες συναισθηματικὲς ἀποχρώσεις, ὅπως στὶς ἱστορούμενες μελαγχολικὲς ἱστορίες τοῦ Γύγη καὶ τῆς Ἠριφανίδος.[216] Ἀλλὰ ὁ θάνατος τῆς ἐρωμένης ἢ ἡ ἔλλειψη ἀνταποκρίσεως δὲν εἶναι ὁ κανόνας· εἶναι περιστατικὰ ποὺ περιλαμβάνονται στὸν κύκλο τοῦ ἔρωτα, ὁ ὁποῖος, στὸ ἔργο τοῦ Κλεάρχου, ὁλοκληρώνεται, εἴτε μὲ τὴν τελετουργία καὶ τὸν συμβολισμό, εἴτε μὲ τὴν ἐρωτικὴ παραδοξογραφία. Τὴν πρώτη κατεύθυνση ἀντιπροσωπεύουν δύο ἐκτενῆ παραθέματα γιὰ τὸν ἐρωτικὸ συμβολισμό, μὲ τὸν ὁποῖο φορτίζονται τὰ ἄνθη, οἱ ὀπῶρες καὶ οἱ λελυμένοι στέφανοι.[217] Ἡ δεύτερη τάση, τῆς ἐρωτικῆς παραδοξογραφίας ποὺ τέμνεται ἀπὸ τὶς προσφιλεῖς στὸν Κλέαρχο καὶ τοὺς Περιπατητικοὺς ἐμπειρικὴ φυσιολογία, ἀφορᾶ ἔρωτες ζώων πρὸς ἀνθρώπους[218] καὶ ἀνθρώπων πρὸς ἔργα τέχνης, ὅπως ἡ διαβόητη περίπτωση τοῦ Κλεισόφου Σηλυμβριανοῦ.[219] Ἕνα τμῆμα τοῦ ἔργου, ἴσως τὸ δεύτερο βιβλίο, ἦταν ἀφιερωμένο στὴν ἐρωτικὴ ποίηση καὶ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι. Ἀναφέρονται ἡ Σαπφώ, ὁ Ἀνακρέων καὶ τὰ Λοκρικὰ ἄσματα.[220] Γενικῶς, ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ ἔργου δὲν εἶναι βαριά, ὅπως θὰ ἀνέμενε κανεὶς ἀπὸ τὶς ἐντυπώσεις τοῦ Περὶ βίων, δεδομένου ὅτι ὁ ἐρωτισμὸς καὶ ἡ ἡδονὴ ἐθεωροῦντο ὡς παρακολουθήματα τῆς τρυφῆς. Ἀκριβῶς, ὅμως, ἐδῶ εὑρίσκεται τὸ ἀνοικτὸ πνεῦμα τοῦ Κλεάρχου. Ὅπως ἀναγνωρίζει ὅρια στὴν τρυφή, τὴν ἁβρόφρονα δηλαδὴ καὶ ἀνύβριστον, καὶ τὴν μετὰ λόγου γνώσεως ἀπόλαυση, ἔτσι καὶ στὰ ἐρωτικά· ἀναζητεῖ καὶ ἀναγνωρίζει τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔρωτα σὲ ὅλες του τὶς ἐκδηλώσεις. Ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν εὐγένεια τῶν αἰσθημάτων καὶ τὴν αἰσθητικὴ στὴν ἔκφρασή της καὶ τὴν ἀποδέχεται,[221] ὅπως ἀναγνωρίζει καὶ τὴν παντοδυναμία τῆς φύσεως. Μὲ τὴν ἐρωτικὴ συμπεριφορὰ εἶχε ἀσχοληθεῖ ἀρκετὰ ὁ Περίπατος, ὅπως, ἄλλωστε, καὶ οἱ ἄλλες Σχολές.[222] Ἐρωτικὸς ἦταν ὁ τίτλος ἀπολεσθέντος διαλόγου τοῦ Ἀριστοτέλη[223] καὶ ὁμοιότιτλα ἦταν ἔργα τοῦ Θεοφράστου (μαρτυρεῖται καὶ ἄλλο Περὶ ἔρωτος),[224] τοῦ Ἡρακλείδη Ποντικοῦ[225] καὶ τοῦ Δημητρίου Φαληρέως.[226] Ἐρωτικὰ ὅμοια σὲ δύο βιβλία εἶχε γράψει ὁ Ἀρίστων Κεῖος, καὶ ἀπὸ αὐτὰ σώζονται τὰ περισσότερα ἀποσπάσματα.[227]
Στὸν ἀντίποδα τῆς ἀρετῆς βρίσκονται τὰ μεγάλα ἐλαττώματα καὶ οἱ κακίες ποὺ ἐπιμόνως καυτηριάζει ὁ Κλέαρχος. Ἤδη στὸ πρῶτο βιβλίο τῶν Ἐρωτικῶν ἀνέφερε: κόλαξ μὲν οὐδεὶς διαρκεῖ πρὸς φιλίαν· καταναλίσκει γὰρ ὁ χρόνος τὸ τοῦ προσποιήματος αὐτῶν ψεῦδος. ὁ δ' ἐραστής, κόλαξ ἐστὶ φιλίας δι' ὥραν ἢ κάλλος,[228] συνδέοντας ἔτσι μία δέσμη ἠθικῶν ζητημάτων. Συνεπὴς πρὸς τὸ πρόγραμμά του νὰ ἐξετάσει μὲ πληρότητα ἀλλὰ καὶ μὲ ἑλκυστικὸ τρόπο κάθε πλευρὰ τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, ὁλόκληρο ἐπικριτικὸ σύγγραμμα ἀφιέρωσε στὴν κολακεία, ἐπιγραφόμενο Γεργίθιος ἀπὸ ἕναν κόλακα τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὅπως λέει.[229] Ἴσως τὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἔχουν σωθεῖ στὸν Ἀθήναιο νὰ εἶναι ἀπάνθισμα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικότερα σημεῖα τοῦ ἔργου, δεδομένου, μάλιστα, ὅτι ἡ ἐκτενὴς συμπίληση εἶναι σαφῶς ἀρθρωμένη ἀπὸ παραθέματα περισσότερα τῶν δύο ἀποσπασμάτων ποὺ ἀριθμοῦν οἱ προηγούμενοι ἐκδότες.[230] Ἀξίζει νὰ διαβάσει κανεὶς τὶς γενεαλογικὲς πληροφορίες τῶν ἐλλογίμων κολάκων, τὶς παρασιτικὲς κατηγορίες καὶ διαφοροποιήσεις τῶν ἐν Κύπρῳ εὐγενῶν κολάκων, ἀλλὰ καὶ τὶς εἰκαστικὲς σχεδὸν λεπτομέρειες στὶς περιγραφὲς τῶν σκηνικῶν, ἰδιαίτερα τῆς τρυφῆς τοῦ Παφίου μειρακίου, ποὺ ἐγγίζουν τὰ ὅρια τῆς ἐκφράσεως. Παρότι φαίνεται ὅτι ὁ βασικὸς καμβὰς καὶ αὐτοῦ τοῦ ἔργου εἶναι ἡ ἠθικὴ φιλοσοφία (ποὺ τὰ σήματά της ἐκπέμπονται ζωηρὰ ἐδῶ κι ἐκεῖ), τὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα δείχνουν κείμενο μὲ ἀρχαιογνωστικὲς τάσεις καὶ ὑφολογικὲς ἀξιώσεις. Κεντρικὸς στόχος, βεβαίως, εἶναι ἡ ἐπικαιρικὴ κατάκριση τῆς κολακείας, ἡ ὁποία στὴν πρωτεϊκὴ μορφή της καθίσταται ἐπικίνδυνη κοινωνικῶς καὶ πολιτικῶς. Ἐπιπλέον, εἶναι τὸ ἔργο ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν κυπριακὴ ταυτότητα τοῦ Κλεάρχου.[231]
Μιλώντας γιὰ τὸ σύστημα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς κατ' αὐτὴν παιδείας στὸν Κλέαρχο, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ παραλείψουμε καὶ τὴν παιδαγωγικὴ ἀξία, τὴν ὁποία ἀπέδιδε στὶς παροιμίες καὶ τὶς ρήσεις σοφῶν ἀνδρῶν, καὶ μάλιστα τῶν περιφήμων στὸ εἶδος τους Ἑπτὰ Σοφῶν, οἱ ὁποῖοι καὶ γιὰ τὸν Σολέα θεωρεῖται ὅτι ἀποτύπωσαν στὰ βραχέα ἀποφθέγματά τους τὸ ἀπόσταγμα τοῦ ἀρίστου βίου. Κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Ἀριστοτέλη, ἔδωσε σημασία στὶς παροιμιώδεις ρήσεις καὶ ἐκφράσεις καὶ συμπίλησε ἑρμηνευτικὴ συλλογή, σὲ δύο τουλάχιστον βιβλία, στὸ Περὶ παροιμιῶν, ποὺ ἀριθμεῖ σήμερα ἀρκετὰ ἀποσπάσματα.[232] Ὁ Ἀριστοτέλης εἶχε σαφὴ θέση γιὰ τὴ λαϊκὴ σοφία τῶν παροιμιῶν· παραδίδει ὁ Συνέσιος Κυρηναῖος ἐπ' αὐτοῦ:[233] εἰ δὲ καὶ ἡ παροιμία σοφόν· πῶς δ' οὐχὶ σοφόν, περὶ ὧν Ἀριστοτέλης φησίν, ὅτι ἀνθρώπων φθοραῖς ἀπολομένης ἐγκαταλείμματα, περισωθέντα διὰ συντομίαν καὶ δεξιότητα; παροιμία δήπου καὶ τοῦτο, καὶ λόγος ἔχων ἀξίωμα τῆς ὅθεν κατηνέχθη φιλοσοφίας τὴν ἀρχαιότητα, ὥστε «βόειον ἐπιβλέπειν» αὐτῇ. πάμπολυ γὰρ οἱ πάλαι τῶν νῦν εἰς ἀλήθειαν εὐστοχώτεροι. Καὶ στὴ Ῥητορική, ὅμως, ὁ Ἀριστοτέλης τονίζει τὴν ποικίλη καὶ δόκιμη χρήση τῶν παροιμιῶν.[234] Τὸ ἔργο Παροιμίαι (μονόβιβλος) ἀναγράφεται στὸν κατάλογο τοῦ Λαερτίου, καὶ ἀπὸ τὰ εἰσαγωγικά του φαίνεται νὰ προέρχεται ἡ σύμπτυξη τοῦ χωρίου τοῦ Συνεσίου.[235] Τὸ ἔργο ἦταν συλλογὴ παροιμιῶν. Ὅσο καὶ ἐὰν φαίνεται περίεργο σήμερα, ὁ Ἀριστοτέλης κατακρίθηκε γι' αὐτό. Μαρτυρεῖ ἡ Ἐπιτομὴ τοῦ Ἀθηναίου: Κηφισόδωρος, ὁ Ἰσοκράτους μαθητής, ἐν τοῖς Κατὰ Ἀριστοτέλους (τέσσερα δ' ἐστὶ ταῦτα βιβλία) ἐπιτιμᾷ τῷ φιλοσόφῳ ὡς οὐ ποιήσαντι λόγου ἄξιον τὸ παροιμίας ἀθροῖσαι.[236] Ἡ τέτοιου εἴδους ἐπίκριση δὲν φαίνεται νὰ εἶχε ἀποτελέσματα στὸν Ἀριστοτέλη καὶ τοὺς μαθητές του, ἐφόσον ὁ ἴδιος συνέχισε, ὅπως εἴδαμε, στὴ ῥητορικὴ νὰ θεωρεῖ ἄξιες λόγου τὶς παροιμίες, οἱ δὲ μαθητές του νὰ συγγράφουν γι' αὐτές. Ὁ Θεόφραστος ἔγραψε Περὶ παροιμιῶν,[237] ὅπως ἴσως καὶ ὁ Δικαίαρχος,[238] ὁ ὁποῖος εἶχε γενικότερα ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ στὸν Βίον Ἑλλάδος καὶ μᾶλλον τὶς θεωροῦσε χαρακτηριστικὸ στοιχεῖο του. Τὴν ἴδια ἐποχὴ τῆς ἀκμῆς τοῦ Περιπάτου (γύρω στὸ 300 π.Χ.), ὁ ἀτθιδογράφος Δήμων ἐξέδωσε ἑρμηνευτικὸ ἔργο Περὶ παροιμιῶν,[239] ἐνῶ, ἕναν περίπου αἰώνα ἀργότερα, ὁ Ἀριστοφάνης Βυζάντιος συνέλεξε, ταξινόμησε καὶ ἑρμήνευσε παροιμίες σὲ δύο ἔργα μὲ τίτλους Παροιμίαι ἄμετροι καὶ Ἔμμετροι παροιμίαι.[240]
Τὸ ἔργο τοῦ Κλεάρχου φαίνεται ὅτι εἶχε ἐπιτυχία, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς του, ἢ τουλάχιστον χρησιμοποιήθηκε εὐρέως, ἀφοῦ τὰ ἀποσπάσματά του ἐμφανίζουν τὴ μεγαλύτερη ποικιλία πηγῶν ἀπὸ ὅλα του τὰ ἔργα. Πλὴν τοῦ Ἀθηναίου, παροιμιογράφοι ὅπως ὁ Ζηνόβιος, ὁ Ἀποστόλιος καὶ ὁ λεγόμενος Διογενιανὸς τὸ γνωρίζουν καὶ τὸ ἀποδελτίωσαν. Ἐπίσης, λεξικογράφοι, ὅπως ἡ Σοῦδα καὶ ὁ Ἡσύχιος ἢ ὁ Παυσανίας Ἀττικιστής, ἀκόμη καὶ Σχολιαστές. Ἀκόμη, ὁ Διογένης Λαέρτιος καὶ ὁ Ἰωάννης Στοβαῖος.[241] Δικαιούμεθα νὰ πιστεύουμε ὅτι τὸ ἔργο εἶχε ὑποστεῖ μία Ἀλεξανδρινὴ ἴσως, ἀποδελτίωση, μᾶλλον ἀπὸ τὸν Δίδυμο (σὲ μεταγενέστερη ἐπεξεργασία τοῦ Λουκιλλίου Ταρραίου), ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπὸ ὁμάδες λημμάτων ποὺ ἀπαντοῦν στὶς συλλογὲς τοῦ Ζηνοβίου καὶ τοῦ Ψευδο-Πλουτάρχου, μαζὶ μὲ ὑλικὸ ἀπὸ τὸ Περὶ βίων καὶ ἄλλα ἔργα.[242]
Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ κατάταξη τῶν παροιμιῶν δὲν ἦταν ἀλφαβητική, ὅπως σὲ μερικοὺς μεταγενεστέρους παροιμιογράφους. Τὸ ὑλικὸ προσφερόταν καὶ ἑρμηνευόταν ὑπὸ τύπον αἰτίου κατὰ ἑνότητες, ἀρκετὰ δυσδιάκριτες σήμερα, ποὺ, παραταῦτα, μποροῦν ν' ἀποτελέσουν ἐκδοτικὸ κριτήριο μὲ ἐπιφυλάξεις. Ἔτσι, ἐμφανίζεται ἕνας κύκλος ποὺ ἀφορᾶ τὸν Ἡρακλέα[243] καὶ ἕνας ἄλλος ποὺ ἀφορᾶ τοὺς Δελφούς.[244] Ἕνας τρίτος, τοῦ δευτέρου βιβλίου, εἶναι φανερὸ ὅτι εἶχε σχέση μὲ τὰ ἐδέσματα παντὸς τύπου.[245] Εἶναι φυσικὸ γιὰ ἕνα συγγραφέα τοῦ τύπου τοῦ Κλεάρχου, ὅπως φυσικὸν εἶναι ὅτι τὸ τμῆμα αὐτὸ τοῦ ἔργου ἐκμεταλλεύθηκε κυρίως ὁ Ἀθήναιος, μὲ ἀσαφεῖς ὅμως βιβλιογραφικὲς ἐνδείξεις, ποὺ μᾶλλον ὑποδεικνύουν ἔμμεση χρήση.
Τὸ ἔργο αὐτό, ἀρχαιογνωστικὸ στὴ μορφὴ καὶ τὸν τρόπο συγγραφῆς του, εἶχε, ὁπωσδήποτε, γιὰ τὸν Κλέαρχο βαθύτερη παιδευτικὴ σημασία καὶ ἀξία, ὅπως ἀποδεικνύουν οἱ ἐπιγραφὲς τοῦ Aï Khanoum. Οἱ ἀναφορὲς στοὺς Δελφοὺς καὶ τὰ ἀποφθέγματα τῶν Ἑπτὰ Σοφῶν δείχνουν τὴν ἔρευνα ποὺ εἶχε πραγματοποιήσει φθάνοντας στὶς συλλογὲς τῶν ρήσεων. Εἶναι τὸ ὑλικὸ ποὺ ἐπέλεξε νὰ μεταλαμπαδεύσει στὸ μακρυνὸ ταξίδι του.
Μοναδικὸ στὴν ἀρχαία γραμματεία ὑπῆρξε τὸ ἔργο τοῦ Κλεάρχου Περὶ γρίφων. Κατὰ τὴν ἄποψή του, παροιμίες καὶ γρίφοι συνδέονταν μὲ κοινὸ παρονομαστὴ τὴν παιδεία. Τὸ ἀποδεικνύει ἡ ἐκτενὴς συζήτηση περὶ γρίφων ποὺ ἔθεσε εἰσαγωγικῶς στὸ Περὶ παροιμιῶν. Πρόκειται γιὰ ἕνα κείμενο προγραμματικό, ἀποκαλυπτικότερο ἀπὸ τὰ «τεχνικὰ» θέματα ποὺ τίθενται στὰ διασωθέντα ἀποσπάσματα τοῦ Περὶ γρίφων. Στὸ πρῶτο βιβλίο τοῦ Περὶ παροιμιῶν διακηρύσσει: Τῶν γρίφων ἡ ζήτησις οὐκ ἀλλοτρία φιλοσοφίας ἐστί, καὶ οἱ παλαιοὶ τὴν τῆς παιδείας ἀπόδειξιν ἐν τούτοις ἐποιοῦντο.[246] Στὸ Περὶ γρίφων, πάλι, ἄρχιζε μὲ τὸν ὁρισμό: Γρῖφος πρόβλημά ἐστι παιστικόν, προστακτικὸν τοῦ διὰ ζητήσεως εὑρεῖν τῇ διανοίᾳ τὸ προβληθέν, τιμῆς ἢ ἐπιζημίου χάριν εἰρημένον. Συνέχιζε δὲ ὁ Κλέαρχος μὲ τὴ διάκριση ἑπτὰ εἰδῶν γρίφων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχει διασωθεῖ ἡ περιγραφὴ τῶν τριῶν.[247] Μεγάλο μέρος τοῦ βιβλίου ἦταν ἀφιερωμένο στὴ συλλογὴ καὶ τὴν ἑρμηνεία γρίφων.[248] Μεταξὺ τῶν παραδειγμάτων γνωστῶν γρίφων δίδεται καὶ ὁ γρίφος τοῦ Πανάρκους μὲ τὴ λύση του.[249] Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὁ Ἀθήναιος ἔχει παραλάβει, ἀνωνύμως, καὶ ἄλλο ὑλικὸ ἀπὸ τὸν Κλέαρχο στὰ κεφάλαια τοῦ δεκάτου βιβλίου του τὰ ἀφιερωμένα στὸ εἶδος.[250]
Ἤδη ἀπὸ τὸν ὁρισμὸ μᾶς εἰσάγει ὁ Κλέαρχος στὸ φυσικὸ σκηνικὸ τῶν λεκτικῶν καὶ ἔξυπνων παιχνιδιῶν: τὸ συμπόσιο κυρίως καὶ τὴ συναναστροφή.[251] Χαριτωμένοι Κατωιταλιῶτες bon viveurs, ὅπως ὁ Ταραντίνος Κλεάνθης, ὁ Σικελὸς Πάμφιλος, ὁ Χάρμος Συρακόσιος ἐμφανίζονται ν' ἀπαγγέλλουν ποιήματα καὶ νὰ θέτουν γρίφους ἢ νὰ παρωδοῦν γνωστοὺς στίχους μὲ τὴν ἐμφάνιση τῶν προσφερομένων ἐδεσμάτων, ὅπως ἔπραττε ὁ Χάρμος ὑποδεχόμενος πομπωδῶς τὶς λιχουδιές.[252] Ἔτσι, ὁλόκληρο τὸ ἔργο φαίνεται ὅτι κυλοῦσε σὲ μία εὐχάριστη καὶ ὠφέλιμη ἀναγνωστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὥστε νὰ δικαιολογοῦνται οἱ ἔπαινοι τοῦ Ἀθηναίου.[253]
Οἱ ἐπιστημονικὲς ἀναζητήσεις τοῦ Κλεάρχου στὸν φυσικὸ κόσμο μαρτυροῦνται ἐπίσης ἀπὸ τῆς πηγὲς τῆς παραδόσεως. Εἶναι, ὅμως, ἐλάχιστα τὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἔχουν διασωθεῖ ἀπὸ τὰ φυσικά του συγγράμματα Περὶ θινῶν, Περὶ τῶν ἐνύδρων, Περὶ τῶν ἐν τῷ ὑγρῷ, Περὶ νάρκης καὶ Περὶ σκελετῶν.[254] Ἐν σχέσει πρὸς τὶς προηγούμενες ἐκδόσεις, τὸ παραπεμπόμενο ἔργο Περὶ τῶν ἐν τῷ ὑγρῷ διαχωρίζεται στὴν παρούσα ἔκδοση ἀπὸ τὸ Περὶ τῶν ἐνύδρων· ἀπὸ τὰ ἀποσπάσματα φαίνεται ὅτι ὁ Κλέαρχος πραγματευόταν διαφορετικὰ εἴδη ὑδροβίων σὲ κάθε ἔργο.[255] Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Κλεάρχου στὴν ἐμπειρικὴ παρατήρηση τῶν ζωικῶν περιγραφῶν τεκμηριώνεται καὶ ἀπὸ τὰ σωζόμενα ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου Περὶ τῶν ἐν τῇ Πλάτωνος πολιτείᾳ μαθηματικῶς εἰρημένων, ὅπου διηγεῖται ὅτι ἡ φυσικὴ φιλοστοργία ὀρτύγων καὶ κολοιῶν εἶναι τὸ ἀδύναμο σημεῖο τους, αὐτὸ ποὺ ἐκμεταλλεύονται οἱ κυνηγοί. Ἕνα κάτοπτρο μὲ βρόγχο ἢ ἕνα δοχεῖο ἐλαίου εἶναι τὰ σύνεργα τῆς θήρας τῶν πτηνῶν αὐτῶν· τὸ ἀπατηλὸ εἴδωλο τὰ ὁδηγεῖ στὴν σύλληψη.[256] Πάντως, μὲ τὸ ἔργο αὐτὸ συνδέει ὁ προηγούμενος ἐκδότης τὴ μνεία τοῦ Κλεάρχου στὸ Περὶ τῆς ἐν Τιμαίῳ ψυχογονίας τοῦ Πλουτάρχου, ὅπου, ὅμως, ἡ συμβολὴ τοῦ Σολέως δὲν προσφέρεται.[257] Ἀπὸ τὰ ἀδήλων ἔργων ἀποσπάσματα, ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει τὸ σχετικὸ μὲ τὶς σκιὲς τῆς σελήνης.[258]
Ἀπὸ τὰ ἄλλα, διάφορα ἔργα τοῦ Κλεάρχου μνημονεύονται Γλῶσσαι, Τακτικά καὶ Ἀρκεσίλας.[259] Ἡ συλλογὴ γλωσσῶν (παρόλα τὰ παλαιογραφικὰ προβλήματα ποῦ παρουσιάζει ἡ παράδοση τῶν διασωθέντων ἀποσπασμάτων) εἶναι μία ἀσχολία ποὺ θὰ ἀνέμενε κανεὶς ἀπὸ τὸν λόγιο φιλόσοφο ὁ ὁποῖος στὸ Περὶ βίων ἐμφανίζει τόσο καλὴ γνώση τοῦ Ἑλληνισμοῦ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Τὰ Τακτικὰ μποροῦν νὰ δικαιολογηθοῦν ὡς τὸ ἀποτέλεσμα τῶν πολεμικῶν ἐμπειριῶν τῆς ἐποχῆς του ποὺ ἀσφαλῶς θὰ εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ζώντας στὸν μικρασιατικὸ καὶ τὸν ἀσιατικὸ χῶρο τὴν ἐποχὴ τῶν μακεδονικῶν ἀγώνων, ὅπως εἴδαμε. Στρατηγικῶν δύο βιβλία εἶχε γράψει καὶ ὁ Δημήτριος Φαληρεύς.[260] Ἀλλὰ τὸ θέμα τοῦ Ἀρκεσίλα (ἔργου ποὺ ἐνεπλάκη καὶ στὶς συζητήσεις χρονολογήσεώς του) παραμένει ἀκόμη ἀνοικτό.[261]
Ἕνα ἀκόμη ἀνοικτὸ ζήτημα ἔχει δημιουργήσει ἡ παραπομπὴ τοῦ Παυσανία Ἀττικιστῆ σὲ σύγγραμμα Περὶ οἴνων.[262] Τὸ παράθεμα, ὅμως, ἀποδεικνύει μᾶλλον ἐσφαλμένο τὸν παραδιδόμενο τίτλο, γεγονὸς ποὺ δημιούργησε σειρὰ εἰκασιῶν. Προτίμησα νὰ τὸ ἐντάξω στὰ ποικίλα ἀδήλων ἔργων παρὰ νὰ δεχθῶ μία ἀπὸ τὶς προταθεῖσες λύσεις – περισσότερον ἀβέβαιες, εἶναι ἀλήθεια, ἀπὸ ὅ,τι προσφέρει ἡ χειρόγραφη παράδοση.[263] Τέλος, τὸ ἀπόσπασμα περὶ τῆς Κλάρου,[264] εἶναι ἀδύνατον νὰ σχετισθεῖ μὲ κάποιο ἀπὸ τὰ γνωστὰ ἔργα,[265] ὅπως καὶ τὸ σχετικὸ μὲ μία θρησκευτικὴ πρόληψη τῶν Ἀργείων.[266] Αὐτὰ γιὰ τὰ μαρτυρούμενα ἔργα καὶ τὰ ἀδέσποτα ἀποσπάσματα τοῦ Κλεάρχου.
Συμπερασματικῶς: Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ σκέψη τοῦ Κλεάρχου εἶναι φιλοσοφική στὴν ἐκκίνησή της καὶ ὅτι τὸ πνεῦμα του, ἀριστοτελικὸ καὶ περιπατητικὸ στὴ διαμόρφωσή του, διαπερνᾶ τὸ συγγραφικό του ἔργο καὶ τὶς προσφερόμενες ἑρμηνεῖες τοῦ ἠθικοῦ καὶ φυσικοῦ κόσμου. Πρέπει, παραταῦτα, νὰ ληφθεῖ ὑπόψιν ὡς ἀναπόδραστη ἀναγκαιότητα τῆς ἑρμηνευτικῆς στάσεως ἔναντι τοῦ ἔργου του τόσο ἡ ἰδιοσυγκρασία ὅσο καὶ οἱ συνθετικὲς καὶ ἰδεολογικές του προτιμήσεις χωρὶς νὰ ἀγνοεῖται καὶ ἡ ἐποχή του. Πῶς θὰ ἑρμηνευθοῦν οἱ ὁμοιότητές του μὲ τὴν ἰδεολογία τοῦ Δούριδος λ.χ. ἢ οἱ ὁμοιότητες καὶ οἱ διαφορὲς μὲ τοὺς συγχρόνους του Ἡρακλείδη Ποντικό, Δικαίαρχο καὶ ἄλλους; Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Κλέαρχος βρίσκεται στὸ μεταίχμιο δύο ἐποχῶν καὶ δύο ἠπείρων, ἐνώπιον ἑνὸς κόσμου ὑπὸ διαμόρφωσιν, τοῦ ὁποίου οἱ συντακτικὲς σταθερὲς φαίνεται νὰ τοῦ ἐπέβαλλαν ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴ Σχολὴ ποὺ μαθήτευσε ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπινόηση λύσεων γιὰ τὰ προβλήματα ποὺ προέβαλλε ἡ τρέχουσα πραγματικότητα. Ὁ Γεργίθιος λ.χ. εἶναι ἕνα καλὸ παράδειγμα διδαχῆς γιὰ τὰ ὅσα συνέβαιναν στὰ μικρὰ βασίλεια καὶ τὶς Αὐλὲς τῶν διαδόχων – γιὰ νὰ μὴν ἀναφέρω τὸ ἐκτενὲς καὶ πλούσια εἰκονογραφημένο κήρυγμα τοῦ Περὶ βίων.
Ὁ Κλέαρχος δὲν φαίνεται καθόλου ἀπελευθερωμένος ἀπὸ τὴ βαρειὰ σκιὰ μιᾶς σκέψεως ἀρχαϊκῆς στὴν οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενό της, ὅπως τὴν γνωρίζουμε ἀπὸ τὶς καλύτερες σελίδες τοῦ Αἰσχύλου, παρότι δὲν ἔχει διασωθεῖ καμία ἀναφορὰ τοῦ φιλοσόφου στὸν τραγικό. Βρίσκεται, ὁπωσδήποτε, στὴν τροχιὰ τοῦ παραδοσιακοῦ στοχασμοῦ. Ἡ ὕβρις, καὶ ἡ ἄτη ποὺ τὴν ἀκολουθεῖ ὡς ἄγρυπνη τιμωρός, συνθέτουν τὸ βασικὸ ἑρμηνευτικὸ σχῆμα τοῦ Περὶ βίων ποὺ λαμβάνει τὴν διαδικαστικὴ μορφὴ τρυφή-ὕβρις-ἄτη. Εἰκονογραφούμενο τὸ τριμερὲς σχῆμα ἀνεδείκνυε τὶς φρικιαστικότερες σελίδες τοῦ ἔργου, τὶς ὁποῖες καὶ διέσωσε ὁ Ἀθήναιος θέτοντας ἀνατριχιαστικὲς περιγραφὲς στὸ στόμα τῶν δειπνούντων σοφιστῶν του. Σημαντικὸ παράδειγμα ἡ ἐκδίκηση τῶν Λοκρῶν εἰς βάρος τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας τοῦ νεωτέρου Διονυσίου, γνωστὴ καὶ ἀπὸ ἄλλες πηγές.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀποτρεπτικὰ παραδείγματα μοναρχῶν καὶ τυράννων ποὺ ἐξετέθησαν στὸ Περὶ βίων μὲ στόχο νὰ δειχθεῖ ὅτι ἡ ἀπόλυτος ἐξουσία ὁδηγεῖ στὴν παραλυσία τῆς τρυφῆς, πολιτικὸ στὴν οὐσία του εἶναι καὶ τὸ δίδαγμα τοῦ Γεργιθίου. Τὰ βασικὰ σημεῖα τοῦ ἔργου ἐξετάσαμε στὰ περὶ τῆς καταγωγῆς τοῦ Κλεάρχου· ἐπαναλαμβάνουμε ἐδῶ μόνον ὅτι τὸ περὶ κολακείας αὐτὸ σύγγραμμα, παρόλη τὴν πατίνα τῆς Ἀνατολῆς ποὺ τὸ χρωματίζει, εἶναι, στὴν οὐσία του, ἕνα κήρυγμα πολιτικοῦ προβληματισμοῦ. Ἡ τρυφή, ὁ παρασιτισμὸς καὶ ἡ κολακεία εἶναι πληγὲς τοῦ κοινωνικοῦ καὶ πολιτικοῦ βίου καὶ ὁ Κλέαρχος τὶς στιγματίζει μὲ ὅλα τὰ διαθέσιμα ὑφολογικὰ καὶ συγγραφικά του μέσα.
Καὶ ἀπὸ τὸ ὕφος τοῦ λόγου του ἀκόμη, ποὺ ἐντοπίζεται χαρακτηριστικῶς σὲ πολλὰ ἀποσπάσματα τοῦ Ἀθηναίου, διαπιστώνεται ἀπόκλιση ἀπὸ τὴ γνωστὴ γραφίδα τοῦ φιλοσόφου. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἀναζητᾶ ἕνα νέο στὺλ στὸ γράψιμο, ποὺ οἱ φιλόλογοι ἐπιμένουν ν' ἀναγνωρίζουν ὡς σκοτεινό. Χρησιμοποιώντας μιὰ ἔκφραση μὲ τὴ σημασία τοῦ συρμοῦ, θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι «ποζάρει ὡς διανοούμενος». Ὁ λόγος του δὲν εἶναι λόγος ἐξελληνισμένου· εἶναι λόγος ἐπιτηδευμένος, λόγος στοχαστῆ, ἀλλὰ κυρίως Ἕλληνα συγγραφέα, ποὺ διαδηλώνει, μέσω τοῦ ὕφους του, ὅτι καινοτομεῖ.
Στὴ μέθοδό του, ἐπίσης, παρατηροῦμε ὅτι προσπαθεῖ νὰ παραγάγει κάτι νέο. Δὲν εἶναι βιογράφος, δὲν τὸν ἀπασχολοῦν μόνον ὁρισμένες κατηγορίες προσώπων, βασιλεῖς, τύραννοι, φιλόσοφοι, ὅπως ἀπασχολοῦν τοὺς συγχρόνους του Περιπατητικούς, τὸν Δικαίαρχο λ.χ. ἢ τὸν Ἀριστόξενο. Τοὺς θέλει ὅλους στὴν πινακοθήκη του: αὐλητές, μίμους, ἑταῖρες, βασιλεῖς, σοφοὺς καὶ ἄσοφους ἡδονιστές, ἁμαρτωλοὺς καὶ ἐγκρατεῖς· δὲν ἀποκρύπτει τὴν ἀλήθεια, δὲν ἐξωραΐζει, καταγράφει τὴ φρικιαστική, ὠμὴ πραγματικότητα στὶς περιγραφές του· δὲν δέχεται νὰ κάνει ποίηση, δὲν σκεπάζει. Μοιάζει νὰ κρατιέται μακριὰ ἀπὸ τὴν παραβολὴ καὶ τὴν ἀλληγορία καὶ ἀπευθύνεται εὐθέως στὸ κοινό του ποὺ σίγουρα τὸ τρομάζει μὲ τὰ ἐπιλεγμένα παραδείγματα τῆς ὕβρεως.
Παράλληλα, εἶναι καὶ πρωτότυπος συγγραφέας, ἐργάτης τοῦ λόγου· σὲ συλλήψεις ὅπως τὸ Περὶ γρίφων προσπαθεῖ νὰ ζωντανέψει τὸ κείμενό του, νὰ τὸ εἰκονογραφήσει, νὰ τὸ κάνει ἐνδιαφέρον καὶ ἀναγνώσιμο ἀπὸ κοινὸ εὐρύτερο, τὸ κοινὸ τοῦ μεταξύ· μεταξὺ τῆς φιλοσοφίας καὶ τῆς λογοτεχνίας, μεταξὺ τῆς ἀρχαιογνωσίας καὶ τῆς ἱστορίας. Βρίσκεται στὰ κράσπεδα τῆς βιογραφίας καὶ περιπλέκει τοὺς γραμματολόγους· καταλήγει νὰ συγγενεύει μὲ τὴν περιπατητικὴ βιογραφία, χωρὶς νὰ εἶναι βιογράφος. Πλησιάζει τὸ θεματολόγιο τῶν «συμμαθητῶν του» στὸν Περίπατο ποὺ ἦταν τότε τοῦ συρμοῦ. Ἀσχολεῖται μὲ τοὺς παρασίτους, τὶς ἑταῖρες, τοὺς καλλιτέχνες τῆς ἡμέρας (καὶ τῆς νύχτας), μὲ τὰ παράδοξα, γιατὶ αὐτὰ ἐβίωνε καὶ μπροστά του ἀνοιγόταν ἕνας νέος κόσμος, ἕνας κόσμος ποὺ τὸν γνωρίζουμε λ.χ. ἀπὸ τὸν Μένανδρο ἢ τοὺς Χαρακτῆρες τοῦ Θεοφράστου ἢ τοὺς μίμους τοῦ Ἡρώνδα. Εἶναι ἕνας κόσμος ποὺ καὶ ὁ ἴδιος κατακρίνει καὶ ἐλέγχει μὲ ἑτεροχρονισμένα ὅπλα, ἀλλὰ ποὺ εἶναι ἕνας κόσμος ζωντανός, τὸν ὁποῖο θὰ ἀνακαλύψουν ἀργότερα συγγραφεῖς τῆς Δεύτερης Σοφιστικῆς μὲ σταθερὴ ὀφειλὴ στοὺς Ἑλληνιστικοὺς δημιουργούς, ὅπως ὁ Ἀθήναιος, ὁ Πλούταρχος ἢ ὁ Λουκιανὸς καὶ θὰ ἐμπνευσθοῦν. Τότε ὁ Κλέαρχος θὰ διαβαστεῖ καὶ πάλι – γιὰ τελευταία φορά.
Νὰ γιατὶ δὲν δέχομαι νὰ τὸν συγκρίνω μὲ τὰ μεγάλα ὀνόματα τοῦ Περιπάτου, ἁπλῶς γιὰ νὰ πῶ ὅτι εἶναι κατώτερος ἢ «miserus philosophastrus», ὅπως τὸν χαρακτηρίζει ὁ Schweighäuser ἢ καὶ γιὰ νὰ δικαιολογήσω τὴν ἔλλειψη καθαυτὸ φιλοσοφικοῦ στοχασμοῦ μὲ τὶς ἀνεκδοτολογικὲς ἐπιλογὲς τοῦ Ἀθηναίου. Γιατὶ δὲν νομίζω ὅτι ὑπάρχουν κριτήρια σύγκρισης. Δὲν εἶναι κατώτερος τῶν φιλοσόφων τῆς σχολῆς ποὺ ἀναγνωρίζει ὅτι ἀνήκει – εἶναι διαφορετικός.
Περσαῖος Κιτιεύς, ὁ μαθητὴς τοῦ Ζήνωνος
Μαθητὴς καὶ θρεπτὸς τοῦ Ζήνωνος ὑπῆρξε ὁ συμπατριώτης του Περσαῖος Κιτιεύς, ποὺ πρέπει νὰ ἔζησε ἀπὸ τὸ 300 περίπου ἕως τὸ 243 π.Χ. – ἐάν, πράγματι, φονεύθηκε κατὰ τὴν κατάληψη τοῦ Ἀκροκορίνθου. Ὁ Περσαῖος ὑπῆρξε ἰδιαιτέρως ἀμφισβητημένη προσωπικότητα, ὄχι μόνον ἀπὸ τὴ φιλοσοφία καὶ τὰ συγγράμματά του, ἀλλά, κυρίως, ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του, ὁ ὁποῖος, καὶ στὶς δύο διαδοχικὲς φάσεις του, ὑπῆρξε ἰδιότυπος καὶ περιπετειώδης. Γνωστότερος ἔγινε ἀπὸ τὴ φιλοσοφική του ἀποστολὴ στὴν Αὐλὴ τοῦ Ἀντιγόνου ποὺ κατέληξε στὴν ἀποτυχημένη ἀποστολὴ στὸν Ἀκροκόρινθο. Πρόκειται γιὰ ἐγχείρημα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατεδείχθη, σύμφωνα μὲ ἐπικριτές του, ὅτι ἄλλα πρέπει νὰ εἶναι τὰ ἔργα τῶν φιλοσόφων. Πάντως, ἀπὸ τὶς συναφεῖς μαρτυρίες καὶ τὰ λίγα ἀποσπάσματα ἀνασυντίθεται ἡ μορφὴ ἑνὸς φιλοσόφου τῆς παλαιᾶς Στοᾶς ποὺ ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν πολιτικὴ ἐφαρμογὴ τῆς θεωρίας. Ὁ Περσαῖος, ποὺ ἐπονομαζόταν καὶ Δωρόθεος,[267] γεννήθηκε στὸ Κίτιον καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Δημήτριος.[268]
Τὴν προσωπικότητά του, ὅμως, σφράγισε ἡ ζωή του κοντὰ στὸν Ζήνωνα· ἀκόμη καὶ στὴν χάλκινη προτομή του εἶχε χαραχθεῖ, Περσαῖον Ζήνωνος Κιτιᾶ.[269] Ὁ Ζήνων τὸν ἀγαποῦσε πολὺ καὶ τὸν μεγάλωσε ἔχοντάς τον διαρκῶς κοντά του.[270] Ζοῦσαν μάλιστα κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη.[271] Στὴ φερόμενη ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀντίγονο τὸν ἀποκαλεῖ συσχολαστήν καὶ τὸν ἐπαινεῖ.[272] Ἀπὸ ἄλλες πηγές, φιλικὲς στὸν φιλόσοφο, ὁ Περσαῖος ἀποκαλεῖται θρεπτός,[273] μαθητής,[274] καὶ μάλιστα ἔνδοξος μαθητὴς τοῦ Ζήνωνος,[275] ἑταῖρος καὶ γνώριμος.[276] Στὴν ἐχθρικὴ στάση ὁρισμένων προσώπων, ὁμοτέχνων τοῦ Περσαίου, ὀφείλεται ἡ ἀρνητικὴ παράδοση ὁρισμένων πηγῶν γιὰ τὸ ἴδιο ζήτημα· ὁ Βίων Βορυσθενίτης εἰρωνεύθηκε τὸν Περσαῖο παραφράζοντας τὴν ἐπιγραφὴ τῆς προτομῆς του ποὺ παραθέσαμε: Περσαῖον Ζήνωνος οἰκετιᾶ.[277] Ὡς οἰκέτη τοῦ Ζήνωνος τὸν ἀνέφεραν ὁ Νικίας Νικαεὺς στὸ ἔργο του Περὶ τῶν φιλοσόφων ἱστορία καὶ ὁ Σωτίων Ἀλεξανδρεὺς στὶς Διαδοχὲς φιλοσόφων, τὸ σύγγραμμά του γιὰ τὴν ἱστορία τῶν φιλοσοφικῶν Σχολῶν.[278] Ἔτσι, ἄλλοι κατέληξαν νὰ μιλοῦν γιὰ τὸν Περσαῖο ὡς οἰκόσιτο δοῦλο τοῦ Ζήνωνος.[279]
Ἡ εἰκόνα φαίνεται διαφορετική. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ἔζησε καὶ μαθήτευσε κοντὰ στὸν Ζήνωνα ὁ Περσαῖος, ἡ ἐποχὴ ποὺ σφράγισε καὶ τὴ διαμόρφωση τῆς φιλοσοφικῆς του στάσεως, ἀλλὰ καὶ ποὺ τοῦ στοίχισε τὴν κατηγορία τοῦ οἰκιακοῦ δούλου, ὑπῆρξε περίοδος μᾶλλον ξενοιασιᾶς. Ἡ αὐστηρότητα τῆς ζωῆς τοῦ Ζήνωνος καὶ οἱ παραξενιές του ἔδιναν τροφὴ στὸν Περσαῖο γιὰ ἀστεῖα καὶ πειράγματα, μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα καταγράφηκαν ὡς ἀνέκδοτα. Φαίνεται, ὅμως, ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ διδασκάλου γιὰ τὸν μαθητὴ καὶ συμπατριώτη συγχωροῦσε τὸ νεανικὸ χιοῦμορ καὶ μερικὲς φορὲς τὸ ἀνταπέδιδε.[280]
Μέσα στὸ κλίμα αὐτό, οἱ σχέσεις τους ὑπῆρξαν καὶ παρέμειναν ἀγαστές, γιατί, ὅταν ὁ Ἀντίγονος ζήτησε ἀπὸ τὸν Ζήνωνα νὰ μεταβεῖ στὴ μακεδονικὴ Αὐλή, ἐκεῖνος τὸν Περσαῖο ἐπέλεξε ν' ἀποστείλει, μαζὶ μὲ τὸν Θηβαῖο Φιλωνίδη.[281] Ἡ ἄρνηση τοῦ Ζήνωνος νὰ μεταβεῖ αὐτοπροσώπως στὴ Μακεδονία μπορεῖ, βεβαίως, νὰ στηριζόταν στὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἐκτίθενται στὴν ἐπιστολή του, ὅμως, ἡ φιλοσοφία τῆς Στοᾶς προέβλεπε τὴν ἀνάμιξη στὴν πολιτικὴ καὶ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ Περσαίου φαίνεται ὅτι στηριζόταν σὲ ἱκανότητές του ἢ στὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ποὺ εἶχε δείξει γιὰ τὰ θέματα αὐτά· στὸ συγγραφικό του ἔργο, ἄλλωστε, περιλαμβάνονται καὶ συγγράμματα τοῦ εἴδους.[282] Καὶ ὁ Ἀντίγονος, ὅμως, ἐξετίμησε τὸν Περσαῖο καὶ τὴν πολιτική του φιλοσοφία τόσο, ὥστε νὰ τοῦ ἐμπιστευθεῖ, ὄχι μόνο τὴν ἀνατροφὴ τοῦ παιδιοῦ του, τοῦ Ἁλκυονέως,[283] ἀλλὰ καὶ τὴ φρουρὰ τοῦ Ἀκροκορίνθου,[284] γεγονὸς ποὺ σήμανε, μᾶλλον, καὶ τὸ τέλος τῆς ἰσχυρῆς του παρουσίας στὴ Μακεδονία, ἴσως καὶ τῆς ζωῆς του, ἐὰν πιστέψουμε μία σειρὰ μαρτυριῶν.[285] Διότι ἄλλοι βεβαιώνουν ὅτι ὁ Περσαῖος διεσώθη καὶ κατέφυγε στὶς Κεγχρεές, ἀπ' ὅπου ἐπέστρεψε στὴ Μακεδονία.[286] Ἡ ἱστορία τοῦ Περσαίου ἦταν πολὺ γνωστὴ στὴν ἀρχαιότητα.[287] Καὶ δὲν εἶχε ἁπλῶς ἐπισύρει τὶς κακίες διαφόρων,[288] ἀλλὰ εἶχαν τεθεῖ σὲ κυκλοφορία καὶ πλαστὰ ἀνέκδοτα τῆς ἀχαϊκῆς προπαγάνδας [289] – ποὺ κάτι τέτοια τὰ συνήθιζε ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν της – ἀνέκδοτα ποὺ ἔχουν περάσει στὴν ἀρχαία ἱστοριογραφία ἐξαπατώντας ἀκόμη καὶ σύγχρονους ἱστορικούς.[290]
Πάντως, ἡ ζωὴ τοῦ Περσαίου στὴν Αὐλὴ τοῦ Ἀντιγόνου, ὁ αὐλικὸς βίος, γιὰ τὸν ὁποῖο κατηγορήθηκε ἐπίσης, ὑπῆρξε ἐξίσου ἐπεισοδιακός.[291] Δὲν ὑπῆρξαν μόνον οἱ ἀστεϊσμοὶ τοῦ Ἀντιγόνου γιὰ τὰ δόγματα τῆς στωικῆς φιλοσοφίας,[292] ἀλλὰ καὶ τὰ ἀναπόφευκτα τῆς ἐξουσίας: κόλακες[293] καὶ ἐχθροί.[294] Ὁπωσδήποτε, ὁ Περσαῖος βρέθηκε σὲ ἕνα χῶρο μὲ ἀξιόλογους πνευματικοὺς ἄνδρες τῆς ἐποχῆς του, γιὰ τὴ συγκέντρωση τῶν ὁποίων στὴν Αὐλή του ὑπερηφανευόταν ὁ Ἀντίγονος.[295]
Μέσα σ' ὅλ' αὐτά, ὁ Περσαῖος ἀναφέρεται ὅτι ἔδωσε καὶ ἕναν μᾶλλον γνωστὸ μαθητή, τὸν Ἀμφιπολίτη Ἑρμαγόρα.[296] Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Περσαίου, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὸν κατάλογο τοῦ Διογένους Λαερτίου,[297] δὲν ὑπῆρξε ἐκτεταμένο, σὲ σύγκριση, βεβαίως, μὲ ἄλλους φιλοσόφους. Ἀπὸ ὁρισμένους τίτλους δὲν ἔχει σωθεῖ κανένα ἀπόσπασμα, ἐνῶ ὑπάρχουν ἀποσπάσματα, εἴτε ἀνώνυμα εἴτε ἀποδιδόμενα σὲ ἔργα ποὺ δὲν περιλαμβάνονται στὸν κατάλογο, πράγμα ποὺ ἐλέγχει τὴν πληρότητά του. Ἐλάχιστα, πάντως, εἶναι τὰ σωζόμενα ἀποσπάσματα ἀπὸ ἔργα τοῦ καταλόγου· αὐτὰ εἶναι τὰ δύο τῆς Λακωνικῆς πολιτείας[298] καὶ τὸ ἀβέβαιο τοῦ Περὶ ἐρώτων.[299]
Ἀποσπάσματα ἔχουν σωθεῖ μόνον ἀπὸ μερικὰ ἔργα τοῦ Περσαίου καὶ αὐτὰ ἐκδίδονται, μεταφράζονται καὶ σχολιάζονται στὸν παρόντα τόμο. Τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι τὰ ἑξῆς: Περὶ θεῶν, Ἠθικαὶ σχολαί, Συμποτικοὶ διάλογοι, Συμποτικὰ ὑπομνήματα, Λακωνικὴ πολιτεία, <Περὶ ἐρώτων ?>, <Περὶ Ὁμήρου ?>. Δύο εἶναι, ἐπιπλέον, τὰ ἀποσπάσματα ἀδήλων ἔργων, στὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ προστεθοῦν καὶ δύο μαρτυρίες γιὰ πλευρὲς τῆς διδασκαλίας του.[300] Λεπτομερεῖς παρατηρήσεις γιὰ τὸ κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἔργα δίδονται ὑπὸ μορφὴν εἰσαγωγικῶν σημειωμάτων ποὺ προηγοῦνται τοῦ σχολιασμοῦ τῶν ἀποσπασμάτων, ὥστε νὰ ἀναδεικνύεται σαφέστερα ἡ ὑφὴ τοῦ κάθε ἔργου σὲ ἀπόλυτη σχέση μὲ τὰ διασωθέντα κείμενα. Πολὺ χρήσιμη ἐπίσης γιὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς εἰκόνας τοῦ Περσαίου εἶναι καὶ ἡ ἐπισκόπηση τῆς παραδόσεως.
Ὁ Ἀθήναιος εἶναι γιὰ τὸν Περσαῖο, ὅπως καὶ γιὰ τὸν Κλέαρχο, κύρια πηγή. Μόνον ὅτι στὴν περίπτωση τοῦ Κιτιέως δύο ἀκόμη ἀρχαῖες πηγές, ὁ Φιλόδημος καὶ ὁ Διογένης Λαέρτιος, εἶναι ἐξίσου σημαντικές. Ὁ Φιλόδημος, ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἀρχαιότερη ἀπὸ τὶς τρεῖς πηγές μας (2ος/1ος αἰ. π. Χ.), ἐξήτασε λεπτομερῶς τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Περσαῖο γράφοντας τὴν ἱστορία τῆς Στοᾶς στὴ Σύνταξη τῶν φιλοσόφων· μόνον ὅτι σπαράγματα τῆς ἀφήγησής του διασώθηκαν σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς παπύρους τοῦ Ἡρακλείου.[301] Καὶ δὲν εἶναι μόνον ἡ γραμματολογικὴ πλευρὰ τοῦ Περσαίου ποὺ ἀπασχόλησε τὸν Φιλόδημο· μιλᾶ γι' αὐτὸν καὶ στὰ ἔργα του Περὶ εὐσεβείας, Περὶ μουσικῆς, καὶ στὰ ρητορικά του ἀκόμη. Βέβαια, καὶ ἐδῶ ἔχουμε σπαράγματα κειμένων, τὰ ὁποῖα, ὅμως, μποροῦν νὰ προσφέρουν μία ἄποψη.[302] Ὁ Ἀθήναιος εἶχε, ὅπως φαίνεται, ἀρκετὲς πηγὲς στὴ διάθεσή του γιὰ τὸν Περσαῖο καὶ τὴ ζωή του, ἀλλὰ πηγὲς ποὺ χρωμάτιζαν ἀρνητικὰ τὸν ἀγαπημένο μαθητὴ τοῦ Ζήνωνος. Μεταξὺ αὐτῶν κυρίως ὁ Ἕρμιππος, ὁ Ἀντίγονος Καρύστιος, βιογράφος τοῦ Ζήνωνος, ἀλλὰ καὶ οἱ ἱστορικοὶ τῆς φιλοσοφίας Νικίας Νικαεὺς καὶ Σωτίων Ἀλεξανδρεύς.[303] Τὰ ἀποσπάσματα τῆς Λακωνικῆς πολιτείας προέρχονται ἀπὸ τὸν Δίδυμο. Δίδει, ὅμως, ὁ Ἀθήναιος τὴ ρητὴ πληροφορία ὅτι εἶδε τοὺς δύο τόμους τῶν Συμποτικῶν διαλόγων τοῦ Περσαίου.[304] Δὲν εἶναι καθόλου ἀπίθανο ἔργα τοῦ φιλοσόφου νὰ σώζονταν σὲ μεγάλες βιβλιοθῆκες μέχρι τὴ Δεύτερη Σοφιστική.[305] Παλαιὲς πηγὲς εἶχε στὴ διάθεσή του καὶ ὁ Διογένης Λαέρτιος, σημαντικὸς μάρτυρας, σήμερα, γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Περσαίου. Παραπέμπει, μάλιστα, γιὰ τὸν Κιτιέα σὲ μία πηγὴ ποὺ ἐμπιστευόταν· καὶ αὐτὴ ἦταν ὁ Διοκλῆς Μάγνης, ποὺ εἶχε γράψει Ἐπιδρομὴ τῶν φιλοσόφων.[306] Τέτοιες πηγὲς πρέπει νὰ συμβουλεύτηκαν καὶ ἄλλοι μιλώντας γιὰ τὸν Περσαῖο, ὅπως λ. χ. ὁ Θεμίστιος.[307] Ἀντιθέτως, ὁ Ἐπιφάνιος εἶχε στὴ διάθεσή του δοξογραφικὸ κείμενο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο γίνεται φανερὸ ὅτι οἱ συγγραφεῖς τέτοιων βοηθημάτων εἶχαν συμπεριλάβει καὶ τὸν Περσαῖο στὶς συνόψεις τῶν διδαγμάτων τῆς Στοᾶς.[308] Στὶς πηγὲς τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας ποὺ ἀναφέραμε θὰ πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ μία ἀκόμη σειρὰ καθαρῶς ἱστορικῶν πηγῶν ποὺ παρέδιδε τὰ σχετικὰ μὲ τὴ φρουραρχία καὶ τὴν κατάληψη τοῦ Ἀκροκορίνθου. Παραδίδει ὁ Πλούταρχος στὴ βιογραφία τοῦ Ἀράτου ὅτι τὰ σχετικὰ πλείονες ἱστοροῦσιν.[309] Βέβαια, τέτοια γεγονότα πέρασαν καὶ σὲ ἄλλου εἴδους πηγὲς καὶ συλλογές, ὅπως αὐτὲς ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Πολύαινος περὶ τὰ τέλη τοῦ 2ου μ. Χ. αἰ.[310] Ἡ γενική, λοιπόν, εἰκόνα τῆς παραδόσεως φανερώνει ὅτι δόθηκε περισσότερη σημασία στὴ ζωὴ παρὰ στὸ ἔργο τοῦ Περσαίου. Βεβαίως, ἐκεῖνοι ποὺ ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὶς ἀπόψεις του (ὅπως λ. χ. ὁ Φιλόδημος) μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν καὶ νὰ ἐπεξεργαστοῦν τὸ σχετικὸ ὑλικό, ὅπως ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι (ὅπως λ. χ. ὁ Ἀθήναιος) ποὺ στόχευαν στὴν εἰκονογράφηση τῶν ὀλιγότερον φιλοσοφικῶν στιγμῶν τῆς ζωῆς του.
Ἐπιχειρώντας μία γενικὴ ἀποτίμηση τῆς παρουσίας τοῦ Περσαίου στὴν ἱστορία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καὶ μάλιστα τῆς Στοᾶς, παρατηροῦμε ὅτι οὔτε ἡ παρουσία του, ὡς ἀμέσου μάλιστα μαθητῆ τοῦ ἱδρυτῆ της, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ διδασκαλία του πέρασαν ἀπαρατήρητες. Ἀπόδειξη ὅτι καὶ ψήγματα τῆς διδασκαλίας του διασώθηκαν,[311] ἀλλὰ καὶ αὐτολεξεὶ ἀποσπάσματα τῶν ἔργων του.[312] ἐπίσης δὲ καὶ οἱ ἱστορικοὶ τῆς φιλοσοφίας δὲν τὸν ἀνέφεραν ἐν τάχει, ἀλλ' ἀκόμη καὶ κατάλογο τῶν ἔργων του διέσωσαν. Ὁ Περσαῖος κινήθηκε στὴν ὀρθοδοξία τῆς Στοᾶς δείχνοντας σεβασμὸ στὴ διδασκαλία καὶ τὴ μνήμη τοῦ Ζήνωνος.[313] Ἐνδιαφέρθηκε ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν πολιτικὴ ἄποψη τῆς θεωρίας τῶν Στωικῶν, ποὺ ὑπῆρξε καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς Σχολῆς, καὶ τὴν ἐφαρμογή της στὴν πράξη πληρώνοντας καὶ τὸ τίμημα.
Τὸ πείραμα, ἢ μᾶλλον τὸ στοίχημα, ποὺ ἔβαλε ὁ Ζήνων ἀποστέλλοντάς τον στὸν Ἀντίγονο, μπορεῖ νὰ τοῦ στοίχισε, ἦταν, ὅμως, ἀπαραίτητο νὰ γίνει τὰ χρόνια ἐκεῖνα τῶν μεγάλων πολιτικῶν ἀνακατατάξεων στὴ θεωρία καὶ τὴν πράξη. Ἡ πολιτικὴ σκέψη τῶν Στωικῶν ποὺ ἀναπτύχθηκε ἀργότερα μὲ τὸν Παναίτιο καὶ τὸν Ποσειδώνιο καὶ ποὺ τόσο προβλημάτισε τὸν στοχασμὸ ἀνδρῶν ὅπως ὁ Κικέρων, ἔχει τὴν ὀφειλή της στοὺς παλαιοὺς Στωικούς, στὸν Περσαῖο ἢ τὸν Σφαῖρο τὸν Βορυσθενίτη.[314] Ἂν μή τι ἄλλο, ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς τελευταίους πολιτικοὺς στοχαστὲς ποὺ εἶδαν, ἀπὸ ἑλληνικῆς σκοπιᾶς, τὴν τελευταία πολιτικὴ καὶ πολιτειακὴ ἀναλαμπὴ τῆς «κλασικῆς» Ἑλλάδας· τὴν προσπάθεια ἀναβίωσης τοῦ σπαρτιατικοῦ πολιτεύματος μὲ ἄμεση παραπομπὴ στὴν καρδιὰ τῆς νομοθετικῆς δημιουργίας τῆς πόλεως-κράτους, τὴ Λυκούργειο πολιτεία. Ὁ Σφαῖρος, μάλιστα, προχώρησε ἕνα βῆμα ἀκόμη παραλληλίζοντάς την μὲ τὴν ἀστείρευτη πηγὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τὴ σωκρατικὴ φιλοσοφία.[315] Ἦταν οἱ τελευταῖες ἀναλαμπὲς πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τῆς Ρώμης, ἡ ὁποία, καὶ πάλι, δὲν σταμάτησε, ἀλλὰ γονιμοποίησε τὴ στωικὴ σκέψη δικαιολογώντας μᾶλλον τὶς ρίζες τοῦ προβληματισμοῦ της. Τὸ πείραμα τοῦ Περσαίου ἐπαναλήφθηκε ἀρκετὲς φορὲς ἔκτοτε· ἡ ἀποτυχία ἢ ἡ ἐπιτυχία δὲν εἶχε πλέον σημασία. Τὸ ἔργο θεωρήθηκε σπουδαιότερο ἀπὸ τὴν ἔκβαση.
Ἀπὸ τὸν Περσαῖο μέχρι τὸν Δημώνακτα
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι στὸν Κλέαρχο κυρίως καὶ στὸν Περσαῖο ἔδωσαν οἱ ἀρχαῖοι ἀρκετὴ σημασία, ποὺ τὴ δικαιολογοῦσε τὸ ἔργο τοῦ πρώτου καὶ ἡ ἰδιότυπη παρουσία τοῦ δεύτερου. Ὑπῆρξε, ὅμως, καὶ μία ἄλλη σειρὰ Κυπρίων ποὺ μαθήτευσαν ἢ ἀνῆκαν σὲ φιλοσοφικὲς Σχολὲς τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸν τέταρτο π. Χ. μέχρι τὸν δεύτερο μ. Χ. αἰώνα. Πρόκειται γιὰ τὴ συλλογὴ τῶν μαρτυριῶν ποὺ ἀπαρτίζουν τὸ τέταρτο μέρος αὐτοῦ τοῦ τόμου μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Ἄλλοι Κύπριοι Φιλόσοφοι».[316] Ὑπογραμμίζω ὅτι πρόκειται ἁπλῶς γιὰ μαρτυρίες. Δὲν διασώθηκαν ἀποσπάσματα ἢ τίτλοι ἔργων καὶ ἡ τεκμηρίωση ἀφορᾶ, κατὰ κανόνα, τὴ μαθητεία τους κοντὰ σὲ κάποιον διακεκριμένο φιλόσοφο, τοῦ ὁποίου ἔχει παραδοθεῖ ἡ βιογραφία.[317] Ὑπάρχουν, βεβαίως, καὶ πρόσωπα, γιὰ τὰ ὁποῖα ἁπλῶς ἐπισυνάπτεται ἡ ἰδιότης τοῦ φιλοσόφου χωρὶς ἄλλες πληροφορίες.
Ἡ ἀρχαιότερη γνωστὴ εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Κυπρίου Εὐδήμου, μαθητῆ καὶ ἑταίρου τοῦ Πλάτωνος ἀλλὰ καὶ στενοῦ φίλου τοῦ Ἀριστοτέλη, τὴν ὁποία εἴδαμε ἤδη. Ἕπονται ὁ Κλέαρχος καὶ ὁ Περσαῖος. Τὴν ἴδια ἐποχή, καὶ κυρίως μέσα στὸν τρίτο π. Χ. αἰώνα, θὰ πρέπει νὰ τοποθετήσουμε καὶ ἄλλους Κυπρίους φιλοσόφους. Ὁ Νικάνωρ / Νικαγόρας ἀναφέρεται ἀπὸ τὶς πηγὲς ὡς «ἄθεος» μαζὶ μὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἐνταχθεῖ στὴν ἴδια κατηγορία. Πλὴν τοῦ Διαγόρα καὶ τοῦ Ἵππωνος ποὺ ἔζησαν τὸν 5ον αἰώνα, ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀναφερόμενοι, ὁ Εὐήμερος (π. 340/260), ὁ Θεόδωρος Κυρηναῖος (π. 330/270) καὶ ὁ Λέων Πελλαῖος ἀνήκουν στὴν καμπὴ 4ου/3ου αἰ. Ἐδῶ, μᾶλλον, πρέπει νὰ τοποθετηθεῖ καὶ ὁ Κύπριος Νικάνωρ/Νικαγόρας, γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ μόνο γνωστὸ εἶναι ὅτι ὑπῆρξε «ἄθεος». Τί σήμαινε αὐτό, τὸ ἐξηγεῖ σαφῶς στὸ χωρίο του ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρεύς.[318] Πρεσβύτερος, ἀλλ' ὁπωσδήποτε σύγχρονος τοῦ Περσαίου, ἦταν ὁ Τίμων Φλιάσιος (π. 320–230), μαθητὴς τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ Κύπριος Διοσκουρίδης[319] προφανῶς σὲ κάποια περίοδο μέσα στὰ χρόνια τῆς ἀκμῆς του. Ὁ Τίμων ὑπῆρξε ὁ ἀπολογητὴς τοῦ Σκεπτικισμοῦ τοῦ διδασκάλου του Πύρρωνος τοῦ Ἠλείου καὶ αὐτὴ τὴ φιλοσοφικὴ τάση διδάχθηκε ὁ Διοσκουρίδης κοντὰ στὸν προικισμένο ἄνθρωπο ποὺ ὑπῆρξε ὁ Τίμων. Δυστυχῶς, δὲν γνωρίζουμε γιὰ τὸν Κύπριο αὐτὸν τίποτε περισσότερο ἀπὸ τὸ ὅτι ἦταν μονόφθαλμος, ὅπως καὶ ὁ διδάσκαλός του! Ὁ Πύθων Ἀριστοκράτου, Ἐπικούρειος, δὲν εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὶς φιλολογικὲς πηγές· μοναδικὴ μαρτυρία εἶναι μία ἐπιτύμβια ἐπιγραφὴ τῶν Χύτρων ποὺ παραδίδει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν φιλοσοφικό του προσανατολισμό, καὶ τὴν ἡλικία τοῦ θανάτου του στὸ ἑβδομηκοστὸ ὄγδοο ἔτος. Ἡ χρονολόγηση εἶναι ἐφικτὴ ἀπὸ τὴ χάραξη τῆς ἐπιγραφῆς, πράγμα ποὺ ἐπιτρέπει μία σειρὰ συλλογισμῶν γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπό του.[320] Στὰ τέλη τοῦ τρίτου αἰώνα πρέπει νὰ ἔζησε καὶ ὁ Ἀρισταγόρας ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, ὁ ὁποῖος μαρτυρεῖται ὅτι ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Τηλεκλῆ.[321]
Ἔτσι, τὸν τρίτο π. Χ. αἰ., ἐμφανίζεται στὴν Κύπρο ἕνα αὐξημένο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ φιλοσοφία. Κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ, ὁ Κλέαρχος ζεῖ ἀκόμη, δρᾶ καὶ συγγράφει στὴν Ἀσία μέχρι περίπου τὸ 290/280, ὁ Ζήνων ἱδρύει τὴ Στοὰ στὴν Ἀθήνα καὶ διδάσκει μέχρι τὸ 264, ποὺ θεωρεῖται τὸ ἔτος τοῦ θανάτου του, ὁ Περσαῖος μεταβαίνει στὴν Αὐλὴ τοῦ Ἀντιγόνου τὸ 277, ὅπου καὶ παραμένει μέχρι τὸ 243. Τὴν ἴδια ἐποχὴ μᾶλλον ἔζησε καὶ ὁ Νικάνωρ/Νικαγόρας. Στὸ μεταίχμιο ἀνάμεσα στὸ πρῶτο καὶ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ αἰῶνος πρέπει νὰ μαθήτευσε κοντὰ στὸν Τίμωνα καὶ ὁ Διοσκουρίδης. Κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ τρίτου αἰ. θὰ πρέπει νὰ μαθήτευσε κοντὰ σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πρώτους μαθητὲς τοῦ Ἐπικούρου ὁ Πύθων καὶ κοντὰ στὸν Τηλεκλὴ ὁ Ἀρισταγόρας Σαλαμίνιος. Ἀκαδημία, Περίπατος, Στοά, Κῆπος, οἱ σπουδαιότερες φιλοσοφικὲς Σχολές, ἀκόμη καὶ οἱ Σκεπτικοί, εἶχαν καὶ τοὺς Κυπρίους ἐκπροσώπους τους μεταξὺ ἐκείνων ποὺ προσήρχοντο ἀπὸ κάθε γωνιὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ νὰ μαθητεύσουν, καθ' ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ αἰώνα ποὺ δὲν ὑστέρησε σὲ στοχασμό.
Τὴ μεγαλύτερη ὅμως ὁμάδα Κυπρίων μαθητῶν φαίνεται ὅτι εἶχε προσελκύσει ὁ ἀκαδημαϊκὸς Καρνεάδης (214/213 ἢ 219/218 – 129/128 π.Χ.). Τέσσερις μαθητές του ἀπὸ τὴν Κύπρο ἀναφέρονται στὰ σπαράγματα τῶν παπύρων τοῦ Ἡρακλείου (Herculaneum) ποὺ ἀφηγοῦνται τὴν ἱστορία τῆς Ἀκαδημίας καὶ ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴ Σύνταξιν τῶν φιλοσόφων τοῦ Φιλοδήμου. Πρόκειται γιὰ τὰ ὀνόματα τοῦ Ἱππάρχου ἀπὸ τὴν Πάφο, τοῦ Ἀριστάνακτος ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, τοῦ Εὐπείθους ἀπὸ τὴν Πάφο καὶ τοῦ Ζηνοδότου.[322] Ἡ Πάφος, ἐπίσης, ἡ ὁποία ἔχει νὰ ἐπιδείξει καὶ ἄλλα ὀνόματα συγγραφέων κατὰ τοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους,[323] ἦταν καὶ ἡ πατρίδα τοῦ Σώτα, μαθητῆ τοῦ Στωικοῦ Παναιτίου (185/180 – 110/109 π.Χ.).[324] Δυστυχῶς, ὅπως ἤδη σημειώσαμε, ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα παραμένουν σήμερα ἁπλᾶ ὀνόματα· δὲν ἔχει σωθεῖ οὔτε ἕνα ἀπόσπασμα ἢ δεύτερη μαρτυρία, ὥστε νὰ σχηματίζεται μία εἰκόνα γιὰ τὴν περαιτέρω πορεία αὐτῶν τῶν Κυπρίων ποὺ ἐπέλεξαν νὰ μαθητεύσουν κοντὰ σὲ φημισμένους διδασκάλους τῆς ἐποχῆς τους.
Γιὰ τὴν ἐγκυρότητα τῶν ἀνωτέρω παπυρολογικῶν καὶ φιλολογικῶν μαρτυριῶν δὲν γεννῶνται ἀμφιβολίες· δύο, ὅμως, ἀπὸ τοὺς Κυπρίους φιλοσόφους ἐνδέχεται νὰ εἶναι δημιουργήματα τῶν συγγραφέων ποὺ τοὺς ἀναφέρουν. Πρόκειται γιὰ τὸν Φιλόλαο ἀπὸ τὸ Κίτιον, πρόσωπο φιλοσόφου στὰ Ἐς τὸν Τυανέα Ἀπολλώνιον τοῦ Φιλοστράτου,[325] καὶ γιὰ τὸν Ἀριστόδημο, συνομιλητὴ στὰ Συμποσιακά τοῦ Πλουτάρχου.[326] Ὅσον ἀφορᾶ στὸν Φιλόλαο, ἡ περίπτωση εἶναι περισσότερο ἐνδιαφέρουσα ἐξαιτίας τοῦ ρόλου ποὺ διαδραματίζει στὸ ἔργο, ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Ἀπολλώνιος ἔχει ἀποφασίσει νὰ εἰσέλθει στὴ Ρώμη ἀγνοώντας τὴν ὑπαρκτὴ ἀπειλὴ τοῦ Νέρωνος. Ὁ Φιλόλαος παρουσιάζεται ἰδιαζόντως δειλός: Ἀπολεῖ τοὺς νέους ὁ λαγὼς οὗτος τρόμων καὶ ἀθυμίας ἀναπιμπλὰς πάντας ἐπισημαίνει ὁ Δάμις στὸν φιλόσοφο ἥρωα τοῦ Φιλοστράτου. Ἐὰν πρόκειται ὄντως γιὰ φανταστικὸ πρόσωπο, τότε, νομίζω, ἡ σήμανση τοῦ Φιλοστράτου ἐκφράζεται καὶ δίδεται στὴν οὐσία μὲ τὸν τόπο τῆς καταγωγῆς τοῦ Φιλολάου· τὸ Κίτιον ἐνθυμίζει στὸν ἀναγνώστη τὸν κατεξοχὴν Κιτιέα, τὸν Ζήνωνα, παραπέμποντας στὸν Στωικισμό.[327] Γιὰ τὸν Ἀριστόδημο τίποτε περισσότερο δὲν μπορεῖ νὰ συζητηθεῖ.[328] Αὐτὰ ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ πρώτου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ δευτέρου αἰ. μ. Χ.
Τὸν δεύτερο αἰώνα, γιὰ τὸ θέμα μας, γεμίζει κυριολεκτικὰ ἡ προσωπικότης τοῦ Δημώνακτος. Ἕνας ἄλλος Κύπριος ποὺ ζοῦσε τότε στὴν Ἀθήνα, ὁ Ρουφίνος, Περιπατητικός, ἦταν χωλός, καὶ αὐτὸ ἐπέσυρε τὸ δηλητηριῶδες σκῶμμα τοῦ Δημώνακτος.[329] Αὐτὸ κινεῖται στὸν χῶρο τοῦ ἀνεκδότου· ὑπάρχουν, ὅμως, καὶ ἄλλου τύπου πληροφορίες γιὰ ἕναν ἄλλο Κύπριο φιλόσοφο. Ὁ Βάκχιος Τρύφωνος, Πάφιος, πλατωνικὸς φιλόσοφος, ὁ πρῶτος διδάσκαλος τοῦ αὐτοκράτορος Μάρκου Αὐρηλίου, εἶχε υἱοθετηθεῖ ἀπὸ τὸν φιλόσοφο Γάιο καὶ ἐπὶ ἄρχοντος τῶν Δελφῶν Εὐβουλίδου τιμήθηκε, μαζὶ μὲ ἄλλους φιλοσόφους τῆς ἰδίας Σχολῆς, μὲ τὴν προξενία τῆς πόλεως.[330]
Αὐτὴ εἶναι ἡ συμμετοχὴ τῶν Κυπρίων στὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία σὲ διάστημα τεσσάρων περίπου αἰώνων κατὰ τὶς διαθέσιμες μαρτυρίες – ποὺ σὲ βασικὲς γραμμὲς εἶναι ὁριστικές. Καὶ δὲν εἶναι, βεβαίως, καθόλου ἱκανοποιητικὴ αὐτὴ ἡ συμμετοχή, ἔστω καὶ ἐὰν ἡ περίοδος αὐτὴ δὲν ἦταν ἀπὸ τὶς καλύτερες τοῦ στοχασμοῦ σὲ ὅλες της τὶς φάσεις. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὅμως, δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ μὴν ἀναγνωρίσει ὅτι, ὅταν ὁ ἑλληνικὸς στοχασμὸς βρισκόταν στὶς δημιουργικὲς στιγμές του, ἡ Κύπρος εἶχε τὸ μερίδιό της μὲ συμβολὲς ὅπως τοῦ Ζήνωνος, τοῦ Κλεάρχου, τοῦ Περσαίου καί, κατὰ τὴν τελευταία ἀναλαμπὴ τῆς Δεύτερης Σοφιστικῆς, τοῦ Δημώνακτος, στὴν ἐξέταση τῆς προσωπικότητος τοῦ ὁποίου εἰσερχόμεθα στὴ συνέχεια.
Δημῶναξ, ὁ Κυνικὸς τῆς Δεύτερης Σοφιστικῆς
Μὲ τοὺς ὅρους αὐτούς, τὸ ἅλμα ἀπὸ τοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους στὴ Δεύτερη Σοφιστική, ὁπόταν συναντοῦμε τὸν τελευταῖο ἀξιόλογο Κύπριο φιλόσοφο, δὲν εἶναι τόσο μέγα ὅσο ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται. Καὶ τοῦτο διότι ἡ διαρκὴς ἀναφορικότητα τῶν σπουδαιοτέρων συγγραφέων τῆς ἑλληνικῆς αὐτῆς Ἀναγέννησης σὲ Ἑλληνιστικὰ πρότυπα φέρνει πολὺ κοντὰ τὸν Δημώνακτα στὸν Κλέαρχο, τὸν Ζήνωνα, τὸν Περσαῖο.
Ὁ Δημῶναξ μπορεῖ νὰ ταξινομηθεῖ ὡς Κυνικὸς τῆς Δεύτερης Σοφιστικῆς. Εἶναι πολὺ γνωστὴ μορφὴ στὴν ἱστορία τῆς φιλοσοφίας τῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνων, κυρίως ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Λουκιανὸς ἔγραψε Βίον Δημώνακτος. Ἐκεῖ περιγράφεται ἕνας φιλόσοφος πού, ὅπως τὸ μεγάλο πρότυπό του, ὁ Σωκράτης, δὲν ἔγραψε συγγράμματα, ἀλλὰ δίδαξε μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὸν λόγο του. Τὰ μοναδικὰ στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἐγκωμιαστικῆς βιογραφίας θὰ πρέπει νὰ τὰ δεχθοῦμε, καὶ ἐν πρώτοις ὅτι ἔζησε ἕναν ὁλόκληρο αἰώνα, κι αὐτὸν μεταξὺ 80 καὶ 180 μ. Χ. Εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τῆς Δεύτερης Σοφιστικῆς.
Τὰ βιογραφικὰ εἶναι καταρχὴν ἡ ἀπαραίτητη εἰσαγωγὴ στὴ γνωριμία μας μὲ τὸ ἰδιότυπο καὶ λαμπερὸ πνεῦμα του. Πληροφορούμεθα, λοιπόν, ἀπὸ τὸν Λουκιανὸ ὅτι ὁ Δημῶναξ καταγόταν ἀπὸ διακεκριμένη καὶ εὐκατάστατη οἰκογένεια τῆς Κύπρου (οὐ τῶν ἀφανῶν ὅσα εἰς ἀξίωμα πολιτικὸν καὶ κτῆσιν ),[331] ἀλλ' ἐνωρὶς ἐτράπη στὴ φιλοσοφία καὶ ἔζησε τὴ μακρὰ ζωή του στὴν Ἀθήνα. Μαθήτευσε κοντὰ στοὺς φιλοσόφους Ἀγαθόβουλο, Δημήτριο τὸν Κυνικό, Ἐπίκτητο καὶ Τιμοκράτη τὸν Ἡρακλεώτη. Τὰ μεγάλα πρότυπά του ἦταν ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Διογένης, ἀλλὰ διεβίωσε μὲ τὶς τροποποιήσεις ἐκεῖνες ποὺ ἐπέβαλλε ἡ δική του γαλήνια, εὐπροσήγορη καὶ φιλάνθρωπη φύση. Παρότι κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τῆς παραμονῆς του στὴν Ἀθήνα ἀντιμετώπισε τὴν κατηγορία τῆς ἀσεβείας καὶ εἰσήχθη σὲ δίκη γι' αὐτό, κατόρθωσε, μὲ πανηγυρικὴ ἀθώωση, νὰ κερδίσει τὴν ἀγάπη καὶ τὸν σεβασμὸ ὅλων. Φιλοσοφία του ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωή του, καὶ τοῦτο ἀποτυπώνει χαρακτηριστικὰ ὁ Λουκιανός: τοιοῦτός τις ἦν ὁ τρόπος τῆς φιλοσοφίας αὐτοῦ, πρᾶος καὶ ἥμερος καὶ φαιδρός. Ἀκόμη καὶ ἡ παρουσία του στὸν οἱονδήποτε ἀθηναϊκὸ οἶκο ἐθεωρεῖτο προσέγγιση ἀγαθοῦ δαίμονος καὶ ἀνδρὸς ἁγίου. Ἀποθανὼν αἰωνόβιος, κηδεύθηκε μὲ εὐλάβεια καὶ τιμές.
Αὐτὰ εἶναι τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα, τὰ ὁποῖα ἐκτίθενται στὶς παραγράφους τῆς ἀρχῆς καὶ τοῦ τέλους τοῦ ἔργου.[332] Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο καὶ κεντρικὸ μέρος τῆς Λουκιανείου βιογραφίας ἀπαρτίζεται ἀπὸ συλλογὴ γνωμῶν, ἀνεκδότων καὶ χρειῶν τοῦ Δημώνακτος, ποὺ ἀποκαλύπτουν προσωπικότητα δομημένη μὲ εὐφυ┬α καὶ λεπτὴ αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ. Δὲν τονίζει ἀδίκως ὁ Λουκιανὸς τὸ ἀττικὸν ἅλας ποὺ προσέδιδε ἰδιαίτερη αἴσθηση στὸν λόγο του.[333]
Ὑπέθεσαν μερικοί, ὅτι ὁ Δημῶναξ εἶναι πλάσμα τῆς γραφίδος τοῦ Λουκιανοῦ στὴν προσπάθειά του νὰ εἰκονογραφήσει τὸν ἰδεώδη φιλόσοφο καὶ τὶς ἀντιδράσεις του στὸ περίγραμμα τῆς ἐποχῆς του παρὰ τὰ προσφερόμενα βιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ τὸν συνδέουν μὲ κατονομαζόμενα ὑπαρκτὰ καὶ πολὺ γνωστὰ πρόσωπα τῆς ἐποχῆς[334] καὶ παρότι ὁ συγγραφέας διατείνεται ὅτι τὸν γνώρισε πολὺ καλὰ γιὰ καιρὸ καὶ ἄκουσε τὴ διδασκαλία του.[335] Πῶς, ὅμως, νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ παράλληλη ὕπαρξη μιᾶς ὁμάδος εἴκοσι περίπου γνωμῶν καὶ ρήσεων, οἱ ὁποῖες ξεχωρίζουν ὡς γνήσιες ἀπὸ διπλάσιο καὶ πλέον ἀριθμὸ ποὺ ἀποδίδεται στὸν Δημώνακτα [336] καὶ οἱ ὁποῖες διαφοροποιοῦνται ἐντελῶς ἀπὸ τὸ ἀπάνθισμα τοῦ Σαμοσατέως, καὶ ποὺ ἐκυκλοφοροῦντο ἤδη κατὰ τὴν ὕστερη ἀρχαιότητα; Ἡ ὁμάδα αὐτὴ δὲν ἔχει, βεβαίως, ἑνιαία παράδοση, ἀλλὰ διασώζεται ἀπὸ ἕναν ἀριθμὸ γνωμολογίων ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν 5ο μέχρι τὸν 10ο αἰ., μὲ ὅλα τὰ γνωστὰ προβλήματα ἀποδόσεως τῶν λημμάτων ποὺ παρουσιάζουν τὰ κείμενα τοῦ εἴδους αὐτοῦ.[337] Στὸν παρόντα τόμο ἐκδίδονται, μεταφράζονται καὶ σχολιάζονται ἀμέσως μετὰ τὸν Δημώνακτα τοῦ Λουκιανοῦ.[338] Ἡ ὕπαρξη τῶν καταγεγραμμένων αὐτῶν γνωμῶν συνηγορεῖ, λοιπόν, ὑπὲρ τῆς ἱστορικότητος τοῦ Δημώνακτος.
Ἡ ἀρχαιότερη γνωστὴ πηγὴ γνωμῶν τοῦ Δημώνακτος εἶναι τὸ Ἀνθολόγιο τοῦ Ἰωάννη Στοβαίου (5ος αἰ.).[339] Οἱ ἐκτενέστερες συλλογές, ὅμως, ἐμφανίζονται αἰῶνες ἀργότερα. Ἡ μία τὸν 8ο/9ο αἰ., ἀνώνυμη, ὀνομάστηκε Corpus Parisinum (CorpPar) ἀπὸ τὸν κύριο κώδικα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔγινε γνωστή, τὸν Parisinus graecus 1168.[340] Ἡ συλλογὴ αὐτὴ παραδίδει μία ὁμάδα δέκα ἐννέα γνωμῶν ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Δημώνακτος.[341] Προφανῶς ἡ συλλογὴ αὐτή (ἢ τὸ πρότυπό της) ὑπῆρξε ἡ βάση τῆς ἄλλης ἐκτενοῦς συλλογῆς τοῦ Ψευδο-Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ στὸ ἔργο τὸ γνωστὸ στὴ φιλολογία ὡς Loci communes (9ος/10ος αἰ.). Ἡ πηγὴ αὐτή, ὅμως, δὲν ἐμφανίζει τὶς γνῶμες τοῦ Δημώνακτος (καὶ τῶν ἄλλων) σὲ ἀνεξάρτητη ὁμάδα, ὅπως τὸ Corpus Parisinum, ἀλλὰ τὶς δίδει ἐγκατασπαρμένες στὰ καθ' ὕλην κεφάλαια, Περὶ βίου, ἀρετῆς καὶ κακίας, Περὶ φρονήσεως, Περὶ πλούτου καὶ πενίας καὶ φιλαργυρίας κ. λπ.[342] Τὸ ἔργο αὐτὸ τοῦ Ψευδο-Μαξίμου εἶναι ἕνα ὀγκῶδες ἀνθολόγιο βιβλικῶν, πατερικῶν καὶ θύραθεν γνωμῶν – πραγματικὸς γνωμικὸς πανδέκτης. Τὸ κείμενό του διασώθηκε σὲ πλειάδα χειρογράφων ποὺ παρουσιάζουν ἱκανὸ βαθμὸ αὐτονομίας ἀντικατοπτρίζοντας δύο ἐπεξειργασμένες ἐκδοχὲς τοῦ πρωτοτύπου, οἱ ὁποῖες ἐπηρέασαν μεταγενέστερες συλλογές.[343]
Ἡ θεματικὴ ταξινόμηση τῆς συλλογῆς τοῦ Ψευδο-Μαξίμου ἀπετέλεσε καὶ τὴ βάση τῆς παρούσης ἐκδόσεως. Οἱ γνῶμες αὐτὲς τοῦ Δημώνακτος ἐπαναλαμβάνονται καὶ σὲ ἄλλα μεταγενέστερα γνωμολόγια μὲ βάση κυρίως τὴ δεύτερη ἐκδοχὴ τοῦ Ψευδο-Μαξίμου. Ὑπάρχει ἕνας ἀκόμη ἀριθμὸς γνωμῶν ποὺ γιὰ διαφόρους λόγους, παλαιογραφικοὺς καὶ ἄλλους, ἀποδίδεται ἀπὸ τὶς πηγὲς στὸν Δημώνακτα. Οἱ γνῶμες αὐτὲς δὲν θεωρήθηκαν γνήσιες καὶ διὰ τοῦτο δὲν περιλαμβάνονται στὴν παρούσα ἔκδοση.[344] Ἡ παράδοση, ἑπομένως, τοῦ γνωμικοῦ Δημώνακτος ἀκολουθεῖ τὶς ἀναπροσαρμοστικὲς διαδοχικὲς συμπιλήσεις τῶν βυζαντινῶν γνωμολογίων μὲ ὑλικὸ ποὺ ἀρχίζει ἤδη ἀπὸ τὸν Στοβαῖο.
Ἡ τοποθέτηση τοῦ Δημώνακτος στὸ πνευματικὸ περιβάλλον τῆς ἐποχῆς του συμπληρώνει τὴν εἰκόνα ποὺ δίδεται ἀπὸ τὰ βιογραφικά του. Δύο εἶναι τὰ σημεῖα ποὺ θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν ἐξετάζοντας τὴν παρουσία τοῦ Δημώνακτος στὴν ἑλληνικὴ γραμματεία: ἡ Δεύτερη Σοφιστικὴ καί, παραλλήλως, ὁ Λουκιανὸς ὡς συγγραφέας τοῦ Δημώνακτος.
Ὁ ὅρος Δεύτερη Σοφιστικὴ γιὰ νὰ δηλωθεῖ ἡ ἄνθηση τῶν ἑλληνικῶν Γραμμάτων τὸν δεύτερο μ. Χ. αἰώνα, δὲν εἶναι ἐπινόηση τῆς σύγχρονης γραμματολογίας· ἀπαντᾶται ἤδη στὸν Φιλόστρατο, ὁ ὁποῖος ἔγραψε Βίους σοφιστῶν ὅταν εἶχε πλέον ὁλοκληρωθεῖ τὸ πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ αὐτὸ κίνημα (229-238 μ. Χ.). Ἡ τάση αὐτή, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν ἐνεργὰ Ἕλληνες καὶ ἑλληνίζοντες ἀπὸ τὴν Ἰταλία μέχρι τὸν Εὐφράτη, ἦταν ἡ τελευταία ἀναλαμπὴ τοῦ γνήσιου ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ δικαίως συνδέθηκε μὲ τὴν κλασικὴ περίοδο τῶν Σοφιστῶν. Τὴν ἀρχαίαν σοφιστικὴν ῥητορικὴν ἡγεῖσθαι χρὴ φιλοσοφοῦσαν, γράφει ὁ εἰσαγωγικῶς ὁ Φιλόστρατος. Καὶ πράγματι, ἡ διαιώνια διαλεκτικὴ σχέση Φιλοσοφίας καὶ Ρητορικῆς ἐν ἀναφορᾶ πρὸς τὴν Παιδεία (τὸ ὕψιστο ἀγαθὸ τῶν ἀρχαίων) παρήγαγε καὶ τὰ δύο κινήματα. Μόνον ὅτι οἱ ὅροι εἶναι διαφορετικοὶ σὲ κάθε περίοδο καὶ οἱ ἰσορροπίες μετακινοῦνται.
Κατὰ τοὺς κλασικοὺς χρόνους, ὁ Πλάτων ἔβλεπε τὴν παιδεία νὰ πραγματώνεται μέσω τῆς φιλοσοφίας, ἡ ὁποία εἶχε πολὺ ἰσχυροποιηθεῖ καὶ στὴν ἐποχή του μὲ τὶς ἱδρυθεῖσες τότε, καὶ ἀμέσως μετὰ ἀκμάζουσες βεβαίως φιλοσοφικὲς Σχολές. Ὁ Ἰσοκράτης, ἀντιθέτως, πίστευε στὴν παιδευτικὴ ἀξία τῆς ρητορικῆς καὶ αὐτὸ ὑπεστήριξε. Οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες εὐνόησαν τότε τὴ φιλοσοφία· ἡ ρητορική, μεγάλο δημιούργημα τοῦ ἀττικοῦ πνεύματος καὶ τῶν πολιτικῶν συνθηκῶν ποὺ τὴν ἐξέθρεψαν, ἦλθε σὲ δεύτερη μοίρα ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναζήτησε τὸν ἑαυτό του μέσω τοῦ πολιτικοῦ στοχασμοῦ, ἀλλὰ καὶ ὅταν οἱ βασιλικὲς Αὐλὲς τῶν Διαδόχων ἐπεσκίασαν τὶς δημοκρατικὲς διαδικασίες ὡς τὸ κατεξοχὴν πεδίο ἐφαρμογῆς της.
Ὅμως, κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους, μὲ τὴν ἀλλαγὴ τῶν συνθηκῶν καὶ τῶν ἀναγκῶν τῶν νέων κυριάρχων, οἱ ὁποῖοι ὀλίγη μὲν φιλοσοφία ἐχρειάζοντο, ἀλλὰ ἐπιμελημένη ρητορικὴ ἐκπαίδευση, κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή, λοιπόν, ἡ ρητορικὴ ἐπανῆλθε διεκδικητικὴ στὸ προσκήνιο. Ἐπανέκαμψε μὲ ἄλλους ὅρους, φυσικά. Κυριάρχησε, ὅμως, καταλαμβάνοντας εὐρύτερους χώρους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν, στὸ μεταξύ, ἀναπτυχθεῖ ἀπὸ ἄλλες πνευματικὲς δραστηριότητες τοῦ ἀνθρώπου καί, κυρίως, τὴ φιλοσοφία. Ἡ ἐπίδραση τῆς ρητορικῆς στὴ λογοτεχνία, καὶ ἰδίως στὴν ποίηση, εἶναι μία ἄλλη συνέπεια ποὺ ἐμφανίζεται ἔντονη κατὰ τὴν περίοδο αὐτή.
Ἡ ρητορική, ὅμως, ὡς ζωντανὴ καὶ ἐξελισσόμενη πνευματικὴ ἄσκηση εἶχε θέσει ἤδη τοὺς δικούς της στόχους καὶ προτεραιότητες. Ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ πρώτου π.Χ. αἰῶνος λειτουργοῦσε ὡς μία ἀντίδραση ἐναντίον τοῦ Ἀσιανισμοῦ, τοῦ πομπώδους ὕφους ποὺ εἶχε ἀναπτυχθεῖ καὶ εἶχε κερδίσει ἀρκετὸ ἔδαφος. Αὐτὴ ἡ ἀντίδραση γέννησε τὸν Ἀττικισμό, τὴν ἐπιστροφὴ δηλαδὴ στὴ γλώσσα καὶ τὸ ὕφος τῶν ἀττικῶν ρητόρων. Ἦταν εὐσεβὴς πόθος, ὁ ὁποῖος, ὅμως, ἀπαιτοῦσε στέρεη γλωσσικὴ παιδεία καί, κυρίως, μέτρο καὶ γοῦστο πού, ἀναπόφευκτα, δὲν τὸ διέθεταν ὅλοι οἱ θεράποντές του. Ἡ μεθοδολογία ποὺ ἀκολουθήθηκε ἦταν μία ἄλλη ὑπερβολή, ἡ ὁποία ἦταν δύσκολο νὰ φέρει τὰ ἀναμενόμενα ἀποτελέσματα. Ὁ γλωσσικὸς πλοῦτος τῆς ἀρχαίας γλώσσας ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ λεξικογραφικὴ ἐπεξεργασία τέτοια ποὺ νὰ παρέχει τὸν κανόνα τοῦ ἀττικοῦ ὕφους καὶ νὰ ὁδηγεῖ στὴν διάγνωση τῆς ἀττικῆς γνησιότητος κάθε λέξεως. Πράγματι, συντάχθηκαν λεξικά, κυρίως τὸν 2ο μ.Χ. αἰώνα, ὅπως τοῦ Αἰλίου Διονυσίου καὶ τοῦ ἀττικιστῆ Παυσανία, ποὺ ὅριζαν τί εἶναι ἀττικὸν καὶ τί ἀνάττικον. Ὁ Μοῖρις, ὁ Φρύνιχος καὶ ἄλλοι λεξικογράφοι ἀνήκουν στὴν ἴδια ἐποχή καὶ τάση. Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἀρχίζει τὸ γλωσσικό μας ζήτημα, τὸ ὁποῖο ταλαιπώρησε τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος ἐπὶ αἰῶνες. Ὁ Δημῶναξ εἶχε ἀντιδράσει στὸν Ἀττικισμό. Τοῦ ἄρεσε ν' ἀστειεύεται μ' ἐκείνους ποὺ χρησιμοποιοῦσαν στὶς συντροφιὲς λέξεις ἀπηρχαιωμένες καὶ παράξενες. Σὲ κάποιον, λοιπόν, ποὺ τὸν ρώτησε γιὰ κάποιο ζήτημα κι αὐτὸς τοῦ ἀπάντησε σὲ ὑπερβολικὰ ἀττικίζοντα λόγο, εἶπε: «Ἐγώ, ἀγαπητέ μου, σὲ ρώτησα σήμερα καὶ σὺ μοῦ ἀπαντᾶς λὲς καὶ ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀγαμέμνονος».[345]
Ἡ Δεύτερη Σοφιστική, πάντως, ποὺ λειτούργησε πνευματικὰ κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες, ὑπῆρξε τὸ πολιτιστικὸ ἀπαύγασμα τῶν αὐτοκρατορικῶν χρόνων. Ἰδιαίτερη ἦταν ἡ ἄνθηση κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Ἀντωνίνων (138-180 μ. Χ.) ποὺ καλύπτει τὴν περίοδο τῆς ὡριμότητος τοῦ Δημώνακτος. Ὁ ἀπέραντος φιλελληνισμὸς τοῦ αὐτοκράτορος Ἁδριανοῦ ἔφερε τὸν ἑλληνικὸ πολιτισμὸ σὲ περίλαμπρη θέση. Αὐτοκράτορες ὅπως ὁ Μάρκος Αὐρήλιος ἐνίσχυσαν αὐτὴ τὴν προτεραιότητα. Ὁ Μάρκος Αὐρήλιος, μάλιστα, ἵδρυσε καὶ τὶς τέσσερις ἕδρες τῆς Φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα, μὲ στόχο νὰ ἐκπροσωπηθοῦν καὶ ἐπισήμως πλέον οἱ τέσσερις κύριες φιλοσοφικὲς σχολὲς τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ἡ Ἀκαδημία, ὁ Περίπατος, ἡ Στοὰ καὶ οἱ Ἐπικούρειοι.
Ἡ κυνικὴ φιλοσοφία, ὅμως, ὡς ἐκ τῆς φύσεώς της ποὺ καλῶς ἐκπροσωπεῖ ὁ Δημῶναξ, βρέθηκε ἔξω ἀπὸ τὸ καθιερωμένο αὐτὸ τετραμερὲς σχῆμα, στὸ ὁποῖο ἀγωνιζόντουσαν νὰ εἰσέλθουν ὅλοι οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ φιλοσοφοῦντες τοῦ τότε κατεστημένου. Ὁ Δημῶναξ, δηλαδή, βρίσκεται κάπου ἀπέξω, στὸ περιθώριο, γιατὶ σὲ καμία ἀπὸ τὶς τέσσερις αὐτὲς Σχολὲς δὲν ἐννοοῦσε νὰ ἐνταχθεῖ. Τὴ φιλοσοφία του εἴδαμε ὅτι τὴν περιέγραψε μὲ σαφεῖς ὅρους ὁ Λουκιανός. Εἶναι ἐκλεκτικὴ στάση, ἀλλὰ μὲ κυνικὴ πατίνα ὁλοφάνερη ποὺ δὲν ἔφτανε σὲ ἀκρότητες· «Ὅταν ὁ Περεγρίνος, ὁ γιὸς τοῦ Πρωτέως, τὸν κατέκρινε ὅτι πολὺ κορόιδευε περιπαίζοντας τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοῦ εἶπε: `Δημῶναξ, δὲν φέρεσαι σὰν Κυνικός', ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: `Περεγρίνε, δὲν φέρεσαι σὰν ἄνθρωπος'».[346]
Στὶς σελίδες τοῦ Λουκιανοῦ ἀντικατοπτρίζεται ὁ μεγάλος ἀνταγωνισμὸς μεταξὺ τῶν κύριων φιλοσοφικῶν Σχολῶν ποὺ συνεχίζονταν ἀσταμάτητος ἀπὸ τοὺς Ἑλληνιστικοὺς χρόνους. Στὸ ἔργο Εὐνοῦχος, μάλιστα, ἀποτυπώνεται μὲ πολὺ ζωηρὰ χρώματα ἡ διαμάχη ποὺ ἔλαβε χώρα στὴν Ἀθήνα γιὰ τὴ μία ἕδρα τῆς φιλοσοφίας. Ἀλλὰ καὶ στὸν Ἑρμότιμο, τὸ θέμα εἶναι οἱ φιλοσοφικὲς Σχολές, ποὺ ἀντιμετωπίζονται μὲ ἔντονο σκεπτικισμό, ἰδιαίτερα ἡ Στοά, ποὺ ἡ φιλοσοφία καὶ ἡ στάση της φανερὰ ἐνοχλοῦσε τὸν Λουκιανό. Πολλὰ ἐνοχλοῦσαν καὶ τὸν ἴδιο τὸν Δημώνακτα· ὅπως λ.χ. οἱ ἐρωτήσεις γιὰ τὴν ἔνταξή του σὲ ὁποιαδήποτε παραταξιακὴ κατηγοριοποίηση. Τὸ δεύτερο ἀνέκδοτο τοῦ Φαβωρίνου ἐκφράζει ἀπολύτως τὴν ἄρνηση τοῦ Δημώνακτος γιὰ ἔνταξη.[347] Ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνέκδοτο μὲ τὸν σοφιστὴ ἀπὸ τὴ Σιδώνα ποὺ ἐπιλέγει ὁ Λουκιανὸς εἶναι ἐξίσου εὔγλωττο.[348] Γιὰ τὸν Δημώνακτα, ἡ φιλοσοφία ἦταν φυσικὴ ροπή· γι' αὐτό, ὅταν τὸν ρώτησαν, πότε ἄρχισε νὰ φιλοσοφεῖ, ἀπάντησε: ὅτε καταγινώσκειν ἐμαυτοῦ ἠρξάμην.[349]
Αὐτὴ τὴν αὐθεντικότητα τοῦ στοχασμοῦ θέλησε νὰ κρατήσει στὴ ζωή του· καὶ τὸ κατόρθωσε. Τὸ εὑρηματικὸ πνεῦμα τοῦ Λουκιανοῦ βρίσκει πολλοὺς τρόπους νὰ σατιρίσει τοὺς φιλοσόφους. Στὸ Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι ἐντυπωσιάζει ἡ μαστίγωση τῶν φιλοσόφων, ἐνῶ στὸ Βίων πρᾶσις ἐκτίθεται πῶς μποροῦν νὰ βγοῦν στὴ δημοπρασία οἱ διάφοροι τύποι ζωῆς τῶν φιλοσόφων.
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Δημῶναξ· σατιρίζει καὶ σχολιάζει ἀνελέητα: ἕνα θύμα τοῦ σαρκασμοῦ του ὁ συμπατριώτης του Ρουφίνος: «Δὲν ὑπάρχει πράγμα πιὸ ξεδιάντροπο ἀπὸ ἕναν χωλὸ Περιπατητικό».[350] Πολὺ ἔξυπνα δίνει ἕνα χαρακτηρισμὸ στὴν πομπώδη ἐμφάνιση ἑνὸς φιλοσόφου: «Προχωρεῖ ὁ Ἀπολλώνιος καὶ οἱ Ἀργοναῦτες του».[351] Ἀπαντᾶ θαρραλέα στὸν παγκάκιστο Ἀριστοτελικὸ μὲ μία ἔξυπνη ἀμφισημία: «Μὰ τὴν ἀλήθεια, εἶσαι ἄξιος δέκα κατηγοριῶν»,[352] ἀλλὰ καὶ στὸν ἀλαζόνα Περιπατητικό: «Μὰ δὲν μοῦ λές, Ἀγαθοκλῆ· ἂν εἶσαι ὁ πρῶτος, δὲν εἶσαι ὁ μόνος· κι ἂν εἶσαι ὁ μόνος, δὲν εἶσαι ὁ πρῶτος».[353] Ἢ καὶ πάλι, ἐλέγχοντας εἰκονογραφημένα τὴν ἀμάθεια δύο φιλοσόφων: «Δὲν σᾶς φαίνεται, φίλοι μου, πὼς ὁ ἕνας τους ἀρμέγει τράγο κι ὁ ἄλλος τοῦ βάζει κόσκινο ἀποκάτω;».[354]
Ἕνα ἀπὸ τὰ βασικότερα στοιχεῖα τοῦ Λουκιανοῦ εἶναι ἡ σκεπτικιστικὴ ὀπτικὴ γωνία ποὺ βλέπει τὸν κόσμο. Μὲ πρότυπό του τὸν Κυνικὸ Μένιππο, ὁ Λουκιανὸς δείχνει μία σαφὴ προτίμηση στὴν κυνικὴ λαϊκὴ φιλοσοφία. Εἶναι ἀλήθεια, βεβαίως, ὅτι ἡ κυνικὴ στάση ζωῆς μποροῦσε νὰ δώσει ὕλη στὴν σκεπτικιστική του τάση. Ὑπῆρχε, ὅμως, μεγαλύτερος σκεπτικιστὴς ἀπὸ τὸν Δημώνακτα; Ἕνα παράδειγμα, οἱ θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Εἴδαμε ὅτι αὐτὲς τοῦ στοίχισαν μία δίκη ἀσεβείας στὴν Ἀθήνα, ὅπου παρολίγον νὰ χάσει τὴ ζωή του.[355] Ἀλλὰ δὲν συνεμορφώθη. Ὑπάρχουν δύο ἀνέκδοτα στὸ κείμενο τοῦ Λουκιανοῦ πολὺ χαρακτηριστικά. Ρώτησε δημόσια τοὺς Ἀθηναίους, γιατί ἀποκλείουν τοὺς βαρβάρους ἀπὸ τὴν τέλεση τῶν μυστηρίων, ἀφοῦ τὴν τελετὴ τὴν καθιέρωσε ἕνας βάρβαρος ἀπὸ τὴ Θράκη, ὁ Εὔμολπος.[356] Ἀπάντησε στὴν πρόσκληση γιὰ προσευχὴ μὲ μετάβαση στὸ Ἀσκληπιεῖο: «Γιὰ πολὺ κουφὸ τὸν ἔχεις τὸν Ἀσκληπιό, ἂν δὲν μπορεῖ ν' ἀκούει κι ἀπὸ δῶ τὴν προσευχή μας».[357] Πολὺ ταιριάζουν αὐτὰ στὴ σάτιρα τοῦ Λουκιανοῦ. Τοῦ συγγραφέως ποὺ φαίνεται ὡσὰν νὰ εἶναι ἕνα πνευματικὸ τέκνο τοῦ Δημώνακτος. Στὸ ἔργο του Ἰκαρομένιππος, ὁ Κυνικὸς φιλόσοφος πετᾶ ὁ ἴδιος στὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ βρεῖ μιὰν ἄκρη μέσα στὴ σύγχυση τῶν διατυπωμένων γνωμῶν γύρω ἀπὸ τοὺς θεούς. Στὸ Ζεὺς ἐλεγχόμενος ὁ Δίας δὲν μπορεῖ νὰ δώσει ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση γιὰ τὸ θέμα τῆς Μοίρας. Καὶ ἄλλα πολλά. Σκεπτικιστὴς ἦταν ὁ Δημῶναξ καὶ στὸ θέμα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς. Τὸ ἀποκαλύπτει ἡ ἀπάντησή του γιὰ τὸ ἐρώτημα τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς: «Ἀθάνατη ναί, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὅλα εἶναι ἀθάνατα».[358]
Ἕνα ἄλλο χαρακτηριστικὸ τοῦ Δημώνακτος ἦταν ὁ ὀρθολογισμός του. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ τὸ ἄλογο στοιχεῖο εἶχε ἀρκετὰ διεισδύσει στὴ ζωὴ τῶν κοινωνιῶν καὶ εἶχε αὐξήσει τὴ δεισιδαιμονία. Ἕνα κύμα μυστικισμοῦ, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ἰδίως, πίστη στὴ μεταφυσικὴ τῶν δαιμόνων, ὅλ' αὐτὰ βασάνιζαν τὸν ἁπλὸ κόσμο ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄρχοντες ποὺ τοὺς ἐκμεταλλεύονταν μάγοι, μάντεις καὶ ἀστρολόγοι. Ὁ Δημῶναξ ἐξακοντίζει τὸν σαρκασμό του σὲ ὅλα αὐτά. Αὐτὸς ποὺ ἤθελε τὸν ἄνθρωπο ἐλεύθερο πάνω ἀπ' ὅλα, ἀντιτάσσει τὸ πνεῦμα του στὴ μόδα τῶν προβλέψεων. Μὲ ἰσχυρὴ συλλογιστικὴ ἀπευθύνεται στὸν χρηματιζόμενο μάντη: «Δὲν βλέπω τὸν λόγο ποὺ ζητᾶς ἀμοιβή· γιατί, ἐὰν μπορεῖς ν' ἀλλάξεις κάτι ἀπὸ τῆς μοίρας τὰ γραμμένα, λίγα ζητᾶς ὅσα κι ἂν ζητᾶς· ἐὰν πάλι εἶναι νὰ γίνουν ὅλα ὅπως τὰ ὅρισε ὁ θεός, τί δύναμη ἔχει ἡ μαντική σου;»[359]
Δὲν πρέπει νὰ τελειώσει ἡ σύντομη αὐτὴ παρουσίαση τοῦ περιθωριακοῦ καὶ πάμπτωχου Κυνικοῦ χωρὶς νὰ μνημονευθοῦν λίγα ἀπὸ τὴν κοινωνική του κριτική. Ἡ παρρησία, ἡ κατεξοχὴν ἰδιότητα τῶν Κυνικῶν, τοῦ ἔδινε τὸ θάρρος νὰ ἀπευθύνεται, νὰ ἐλέγχει καὶ νὰ καυτηριάζει τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας καὶ τοὺς πλουσίους. Οἱ κυρίως ἰσχυροὶ ἦταν οἱ Ρωμαῖοι ἀξιωματοῦχοι ποὺ ἕδρευαν στὴν Ἀθήνα ἢ περνοῦσαν ἀπὸ ἐκεῖ μὲ διοικητικὴ ἢ στρατιωτικὴ ἀποστολή. Σχολιάζει ὡς μέγα κάθαρμα τὸν ὑπατικὸ τῆς παλιᾶς καὶ ἰσχυρῆς ρωμαϊκῆς οἰκογενείας τῶν Κεθήγων.[360] Κι ἀκόμη, μὲ λεπτὴ εἰρωνεία ἀντιμετωπίζει τὸν Ρωμαῖο ἀξιωματικὸ ποὺ τοῦ ἔκανε ἐπίδειξη ἔνοπλης μάχης ἐναντίον στύλου: «Θαυμάσια τὰ πᾶς, ὅταν ἔχεις ξύλινο ἀντίπαλο!».[361] Ἀλλὰ καὶ οἱ ἐντόπιοι πλούσιοι καὶ ἰσχυροὶ δὲν ἀπέφυγαν τὰ βέλη του. Θυμίζω τὴν ἀπάντησή του στὸν ἀριστοκράτη ποὺ καμάρωνε γιὰ τὴ διακόσμηση τῆς πορφύρας του: «Αὐτό, πρὶν ἀπὸ σένα, τὸ φοροῦσε ἕνα πρόβατο καὶ δὲν ἦταν παρὰ ἕνα πρόβατο».[362] Ἢ τὴν ἀπάντησή του στὸν σόλοικο Πολύβιο ποὺ εἶχε πολιτογραφηθεῖ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα: «Μακάρι νὰ σὲ ἔκανε περισσότερο Ἕλληνα παρὰ Ρωμαῖο».[363]
Γενικότερα, βέβαια, σ' ἐκεῖνο ποὺ ἔδινε ἔμφαση ἦταν ὁ ἐσωτερικὸς κόσμος τοῦ ἀνθρώπου· αὐτὸν δίδασκε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀμελεῖ κανεὶς μὲ ὡραῖες παρομοιώσεις, ὅπως τοῦ οἴκου καὶ τοῦ ἐνοίκου[364] ἢ τοῦ κόσμου καὶ τῆς ἀκοσμίας.[365] Ὅπως καὶ ὁ Λουκιανός, ἔτσι πίστευε κι αὐτὸς στὸ παράδειγμα τῆς ἀρετῆς,[366] τῆς ἀρετῆς ποὺ στὴ ζωή μας συνεχῶς ζυγίζεται μὲ τὴν ἡδονή.[367] Σὲ μία ἀκόμη σκέψη του μποροῦμε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴ διεισδυτικότητα τῆς βιοσοφίας του· τὴν ἐκφράζει σὲ μία ἀπὸ τὶς διασωθεῖσες γνῶμες του: ὅπως ἐκεῖνοι πού, μὴ ἔχοντας αἴσθηση τῶν μουσικῶν τόνων καὶ τοῦ ρυθμοῦ, δὲν μποροῦν νὰ συντονισθοῦν μὲ τὶς νότες τῶν ὀργάνων, ἔτσι καὶ οἱ ἀπαίδευτοι δὲν μποροῦν νὰ προσαρμοστοῦν στὶς ροπὲς τῆς τύχης: οὔτε οἱ ἀπαίδευτοι ταῖς τύχαις δύνανται συναρμόσασθαι.[368] Εἶναι μία ἐπιτυχημένη διατύπωση τῆς συμβατότητας τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων καὶ τοῦ κοσμικοῦ ρυθμοῦ.
Προσπάθησα, στὶς λίγες αὐτὲς εἰσαγωγικὲς σελίδες, νὰ δώσω, στὰ κύρια σημεῖα της, τὴν εἰκόνα ἑνὸς πραγματικοῦ φιλοσόφου ποὺ γεννήθηκε στὴν Κύπρο τὸν δεύτερον αἰώνα καὶ ποὺ ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴν Ἀθήνα, τὸ πνευματικὸ κέντρο τότε τοῦ ἀρχαίου κόσμου. Στὸ βάθος τῶν γνωμικῶν ἀποφάνσεων καὶ τῆς ψυχῆς του κυριαρχοῦσαν, κατὰ τὴ ρητὴ μαρτυρία τοῦ Λουκιανοῦ, οὐσιωδέστατος ἀνθρωπισμός, ὑψηλὸ αἴσθημα συνδυαστικῆς ἐλευθερίας καὶ συνεχὴς εὐθύνη συνδιαλλαγῆς ταρασσομένων οἴκων καὶ δήμων.[369] Γιὰ νὰ ἀπολαύσει κανεὶς τὸ πνεῦμα τοῦ Δημώνακτος πρέπει νὰ διαβάσει τὸν βίο του στὸν Λουκιανό· νὰ ἐντρυφήσει στὸ πρωτότυπο καὶ τὶς διατυπώσεις του. Εἶναι ἐξαίρετο ποὺ ἔτσι κλείνει ἕνας κύκλος. Διότι μὲ τὸν Δημώνακτα γράφεται ὁ ἐπίλογος στὴ γραμμὴ τῶν Κυπρίων φιλοσόφων τῆς ἀρχαιότητος, αὐτὴν ποὺ ἄρχισε μὲ τὸν Εὔδημο. Καὶ τελειώνει ἔνδοξα. Γιατὶ πιστεύω ὅτι ὁ Δημῶναξ ἦταν τὸ πλέον σπινθηροβόλο πνεῦμα ποὺ γέννησε μέχρι σήμερα ἡ Κύπρος. Ἔζησε σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἦταν πράγματι ἡ τελευταία ἀναλαμπὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ Πνεύματος, μὲ ὅλα τὰ ἐλαττώματά της, ἐπιπλέον τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Ἑλλάδα τότε καὶ ἡ Κύπρος ἦταν ὑπόδουλες στὸν ρωμαϊκὸ ζυγό. Καὶ ὅμως, εἴδαμε τὰ περιθώρια ποὺ ὑπῆρχαν καὶ τὰ κάλυψε, ὄχι μόνο μὲ τὴ φιλοσοφία του, ποὺ δὲν τὴν ἀνέπτυξε σὲ σύστημα, ὄχι μόνο μὲ τὴν κοινωνική του ἀποστολή, στὴν ὁποία εἶχε βαθύτατα πιστέψει ἀπαρνούμενος τὰ πάντα κυριολεκτικῶς, ἀλλὰ μ' ἐκεῖνο ποὺ ἔνοιωθε, ποὺ πίστευε, ποὺ δίδασκε πέρα ἀπὸ κάθε ἄλλο ἀγαθό: τὴν ἐλευθερία.[370]
Καὶ μία τελευταία σημείωση γιὰ ἀσαφὴ ἐπιγραφικὴ μαρτυρία. Σὲ θραῦσμα ἐπιγραφῆς τῆς Πάφου[371] ποὺ χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν ἀμέσως μετὰ τὸν Αὔγουστο ἐποχὴ (μετὰ τὸ 15 μ.Χ.), τιμᾶται πρόσωπο ἀγνώστου σήμερα ὀνόματος πατρὸς Ἀπολλω]νίου: τ[ὸ]ν καὶ Πλοῦν ἀναφέρεται στὸ κείμενο. Ὁ τιμώμενος καταγόταν ἀπὸ τὴν Πάφο, φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε διακεκριμένος πολίτης καὶ διετέλεσε εὐεργέτης τῆς πόλεως. Μεταξὺ τῶν τίτλων του, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους δὲν διασώθηκαν στὴν ἐπιγραφή, ἀναφέρεται ὅτι ἦταν διὰ βίου Ἀρχιερεὺς τοῦ Αὐγούστου καὶ φιλόσοφος. Ὁ T.B. Mitford, ὁ ὁποῖος προέβη σὲ πρόχειρη συμπλήρωση τῆς ἐπιγραφῆς, εἰκάζει ὅτι ἴσως ἐπρόκειτο γιὰ Ἐπικούρειο φιλόσοφο. Φυσικά, τίποτε δὲν εἶναι βέβαιο γιὰ τὸ πρόσωπο αὐτὸ καί, ἑπομένως, ἀξιοποιήσιμο στὴν παρούσα ἔκδοση.[372]
[1] Μαρτυρεῖ ὁ Διογένης Λαέρτιος (7.12) μὲ πηγὴ τὸν Ἀντίγονο Καρύστιο (ἀπ. 32 Dorandi): φησὶ δ' Ἀντίγονος ὁ Καρύστιος οὐκ ἀρνεῖσθαι αὐτὸν εἶναι Κιτιέα. τῶν γὰρ εἰς τὴν ἐπισκευὴν τοῦ λουτρῶνος συμβαλλομένων εἷς ὢν καὶ ἀναφερόμενος «Ζήνωνος τοῦ φιλοσόφου», ἠξίωσε καὶ τὸ «Κιτιεύς» προστεθῆναι. Βλ. ἐπίσης, «Ζήνων Μνασέου Κιτιεύς» καὶ στὸ τιμητικὸ ψήφισμα τῶν Ἀθηναίων ποὺ παραθέτει ὁ Λαέρτιος 7.10-11 (SVF I 7, 8).
[2] Ζήνων Μνασέου ἢ Δημέου, Κιτιεὺς ἀπὸ Κύπρου, πολίσματος Ἑλληνικοῦ Φοίνικας ἀποίκους ἐσχηκότος· ἔτσι ἀρχίζει τὴ βιογραφία τοῦ Ζήνωνος ὁ Διογένης Λαέρτιος (7.1 : SVF I 1).
[3] Εἶναι ἐνδιαφέρον ὅτι ὁ Ζηνόδοτος, ποὺ μαθήτευσε στὸν Στωικὸ Διογένη Βαβυλώνιο (SVF III Διογ. 11) συνδέει σὲ ἕνα ἐπίγραμμά του (ΑΡ 7.117.10-11) τὴν πατρίδα τοῦ Ζήνωνος μὲ τὰ Καδμήια γράμματα:
εἰ δὲ πάτρα Φοίνισσα, τίς ὁ φθόνος; οὐ καὶ Κάδμος
κεῖνος, ἀφ' οὗ γραπτὰν Ἑλλὰς ἔχει σελίδα;
[4] Τί φεύγεις, Φοινικίδιον; εἶπε ὁ Κράτης (Διογ. Λαέρτ. 7.3 : SSR V H 38). Ἀλλὰ καὶ ὁ Πολέμων : οὐ λανθάνεις, ὦ Ζήνων, ταῖς κηπαίαις παρεισρέων θύραις καὶ τὰ δόγματα κλέπτων Φοινικικῶς μεταμφιεννύς (Διογ. Λαέρτ. 7.25 : Πολέμων, ἀπ. 59 Gigante). Καὶ οἱ δύο περιπτώσεις: SVF I 2, 5.
[5] Βλ. SSR V H 37-39 (Κράτης), II O 4 (Στίλπων), II F 3 (Διόδωρος).
[6] Τ2 (σελ. 198-200).
[7] Τ1.
[8] Παραπέμπω στὴ λεπτομερὴ ἀνάλυση τῶν σελ. 507-512.
[9] Ἡ δραματικὴ τύχη τοῦ Εὐδήμου ἐνέπνευσε καὶ ἕνα σύγχρονο ἔργο, φιλοσοφικὸ διάλογο ποὺ παραπέμπει στὸ ὄνειρο καὶ ποὺ συνδέει τὴν ἀρχαιότητα μὲ τὴ σύγχρονη Κύπρο, στὴν ὁποία καὶ ἐκτυλίσσεται μὲ συζητητὲς τὸν Εὔδημο, τὸν ἄγγελο καὶ σύγχρονα πρόσωπα. Πρόκειται γιὰ τὸ βιβλίο Εὔδημος ἢ τὸ ὄνειρο (Ἀθήνα 2002) τοῦ Λεωνίδα Παντελίδη, Δρος τῆς Φιλοσοφίας, τότε Πρέσβη τῆς Κύπρου στὴν Ἀθήνα καὶ τώρα στὴ Μόσχα.
[10] Βλ. F4a.
[11] Βλ. F78.
[12] Βλ. F103.
[13] Πβ. καὶ Πρόκλο, F5, τοῖς ἡγεμόσι τοῦ Περιπάτου γεγραμμένα.
[14] Βλ. F112.
[15] Βλ. κατωτ., σελ. 279, πβ. σελ. 348.
[16] 510a - 554e.
[17] Βλ. F2-3.
[18] F4a, Περὶ ὕπνου.
[19] F123, πλατωνικά, 124, φυσικά.
[20] F122a, Τακτικά.
[21] F68b, Περὶ σκελετῶν.
[22] F122b, Τακτικά.
[23] F127, παραδοξογραφικά.
[24] F68c, 70, 71, Περὶ σκελετῶν.
[25] F97, 99, Περὶ παροιμιῶν, 131, ποικίλα.
[26] F10, 26b, 33b, Περὶ βίων, 79b, 92a, 95, Περὶ παροιμιῶν.
[27] F88, Περὶ παροιμιῶν.
[28] F128-129, παραδοξογραφικά.
[29] F4b, Περὶ ὕπνου.
[30] F133, ἀγνώστων ἔργων.
[31] F1a, Πλάτωνος ἐγκώμιον, F55, Περὶ παιδείας, F90-91, Περὶ παροιμιῶν.
[32] F4a, Περὶ ὕπνου.
[33] F130, παραδοξογραφικά.
[34] F1b, Πλάτωνος ἐγκώμιον.
[35] F*7, Περὶ ὕπνου.
[36] F5-6, Περὶ ὕπνου.
[37] F89bc, Περὶ παροιμιῶν.
[38] F17b, 26c, Περὶ βίων, 56, Περὶ παιδείας, 72b, Περὶ τῶν ἐνύδρων, 96, Περὶ παροιμιῶν.
[39] F83, Περὶ παροιμιῶν.
[40] F92b, Περὶ παροιμιῶν.
[41] F121, Ἀρκεσίλας.
[42] F79c, Περὶ παροιμιῶν.
[43] F134a-c.
[44] F89a, 94.
[45] F89a = 69d Wehrli.
[46] Βλ. F105-108.
[47] Παραδείγματα τῆς πρώτης κατηγορίας εἶναι τὰ F*23-*25b, *110, πβ. Ἀθήν. 12.72, 548f-549a μὲ F33a. Τὰ παραδείγματα τῆς δεύτερης κατηγορίας εἶναι περισσότερα· βλ. F*7, 93, 117-119, 126, 128 (καὶ ἑπομένως 129), 132.
[48] F9.
[49] F124, συνήθης.
[50] F70.
[51] F6.
[52] Διογ. 1.81: F91.
[53] F11, 72a, 84, 86, 117.
[54] F124.
[55] F133.
[56] F4b.
[57] Λ.χ. F65.
[58] F124.
[59] Διογ. 5.1-74.
[60] Διογ. 5.75-94.
[61] Διογ. 1.9, 1.30, 1.81, 3.2.
[62] Στὰ F2, 8, 9, 15, 34, 40, 41, 55, 59, 70, 76, 85, ?94, 98, 101a, 103, ?105, 109, 123.
[63] F71, πβ. 70.
[64] Σοῦδα κ 1714 Adler: ἀπ. 1 Wehrli.
[65] ΙΙ 1848, σελ. 302-327.
[66] 1948, 21969.
[67] F134a-c.
[68] CRAI 1968, 416-457 = Opera Minora Selecta V 1989, 510-551.
[69] F134a.
[70] F134c.
[71] Βλ. τὸ Περὶ παιδείας, F55.
[72] Στράβ. 14.6.3, 683C.
[73] Διογ. (1.51).
[74] Βίος Ι, σελ. 6-7 Martin. Εἶναι τὸ ἐπίγραμμα 27.
[75] Ἀπ. 19 West.
[76] Σόλων 26.4, 93a.
[77] Σελ. 581 Meineke.
[78] Στὸν στ. 875.
[79] Βλ. L. Robert, Hellenica 2 (1946) 72.
[80] Ε.Α. Gardner κ.ἄ., JHS 9, 1888, 242 ἀρ. 64.
[81] F59.
[82] F62, 65.
[83] F61-62, 64-65.
[84] Πβ. αὐτοίφασι, λέγουσι (F64), ὑπὸτῶνἐγχωρίων (F62).
[85] F59, 60, 61.
[86] εἶπον, εἴπω, F62, 65.
[87] ἐμοὶδοκεῖ κ.τ.ὅ., F62, 63, 64.
[88] F61, οὐλέγωναὐτοῦτοὔνομα.
[89] Ἀπ. 1-28 Ross, 23-32 Gigon.
[90] Ἀπ. 133 Wehrli.
[91] Βλ. 727.12 FHS&G.
[92] Ἀπ. 1-20 Ross, 54-55.6 Gigon.
[93] Βλ. 436.33 FHS&G.
[94] Ἀπ. 77 Wehrli = 1 SOD.
[95] Ἀπ. 3-6? Wehrli.
[96] Ἀπ. 1-6 Ross, 84.1-97.3 Gigon.
[97] Ἀπ. 42 Wehrli.
[98] Ἀπ. 134 Wehrli.
[99] Ἀπ. 1-6 Ross, 1-13 Gigon.
[100] Ἀπ. 48-51 Wehrli.
[101] Ἀπ. 138 Wehrli.
[102] Ἀπ. 1 Ross, 793 Gigon.
[103] Ἡρακλείδης 55-61, Στράτων 137 Wehrli.
[104] Βλ. 436.26-27 FHS&G.
[105] Ἀπ. 7-8 Wehrli.
[106] Ἀπ. 1-4 Ross, 33-36 Gigon.
[107] Πολιτικοῦ δύο βιβλία, 589.2 FHS&G.
[108] Περὶ πολιτικῶν, ἐπίσης δύο βιβλία, 126 Wehrli = 1 SOD.
[109] Ἀπ. 1-2 Ross, Τ3, ἀπ. 982 Gigon.
[110] Περὶ βασιλείας δύο ἔργα, Πρὸς Κάσανδρον περὶ βασιλείας, Περὶ παιδείας βασιλέως, 589.10-13 FHS&G.
[111] Περὶ βασιλείας, 141 Wehrli.
[112] Ἀπ. 1-3 Ross, 37-38 Gigon.
[113] Ἀπ. 33 Wehrli.
[114] Ἀπ. 156 κ.ἑ. Wehrli = 132 SOD.
[115] Περὶ τῶν Πυθαγορείων, μὲ ποικίλους τίτλους, 1-17 Ross, 155-179 Gigon.
[116] Ἀπ. 40-41 Wehrli.
[117] Ἀπ. 11-41 Wehrli, γιὰ τὸν Ἀρχύτα: 47-50 Wehrli.
[118] Διάλογος Περὶ ποιητῶν, 1-8 Ross, 14-22 Gigon.
[119] Βλ. ὁμοιότιτλα ἔργα τοῦ Ἡρακλείδη (166 Wehrli), τοῦ Φαινία (32-33 Wehrli), τοῦ Ἱερωνύμου Ροδίου (29-33 Wehrli).
[120] Βλ. λ.χ. Φαινία Ἐρέσιο 20-29 Wehrli, ἰουδαϊκὴ καὶ αἰγυπτιακὴ ἱστορία ἀπὸ τὸν Δημήτριο Φαληρέα, 201-202 Wehrli = 65-66 SOD κ.λπ.
[121] Βίος Ἑλλάδος τοῦ Δικαιάρχου, 47-66 Wehrli = 53-77 Mirhady, ἀνάμικτα μὲ βιογραφικὰ στὸν Ἱερώνυμο Ρόδιο, 34-49 Wehrli.
[122] Θεόφραστος 727.12 FHS&G, Σωτίων 1-36 Wehrli, Ἀρίστων Κεῖος 28-32 Wehrli, Σωκράτης καὶ Πλάτων στὸν Ἀριστόξενο, 51-68 Wehrli, ἀλλὰ καὶ οἱ Βίοι τῶν ἐν παιδείᾳ διαλαμψάντων τοῦ Ἑρμίππου.
[123] Τῶν ἑπτὰ σοφῶν ἀποφθέγματα Δημητρίου Φαληρέως, 114 Wehrli = 87 SOD.
[124] Λ.χ. Εὔδημος Ρόδιος 133-150 Wehrli.
[125] Βλ. 666.22-24 FHS&G.
[126] Ἀπ. 166-180 Wehrli.
[127] Ἀπ. 90-99 Wehrli = 39, 93-95, 105-110 Mirhady.
[128] Ἀπ. 188-194 Wehrli = 1, 62, 143-145 SOD, 207-208 Wehrli = 157-158 SOD.
[129] Ἀπ. 14-44 Wehrli.
[130] Ἀπ. 32-33? Wehrli.
[131] Ἀπ. 1-?2 Wehrli.
[132] Ἀπ. 29-33 Wehrli.
[133] Ἀπ. 69-112 Wehrli.
[134] Ἀπ. 62 Wehrli.
[135] Ἀπ. 101-106 Wehrli = 1, 80 SOD.
[136] Διογ. 5.86 : ἀπ. 22 Wehrli.
[137] Διογ. 5.89 : 25 Wehrli.
[138] Διογ. 5.86 : 22 Wehrli.
[139] Ἀπ. 55-61 Wehrli.
[140] Ἀπ. 52 Wehrli.
[141] Ἀπ. 71-72 Wehrli.
[142] Ἀπ. 46-47 Wehrli.
[143] Ἀπ. 62, Ι Wehrli.
[144] F124.
[145] Ἀπ. 2 Wehrli.
[146] Διαδοχαὶ φιλοσόφων 17 Wehrli.
[147] α 3927 (Ἀριστόξ. 1 Wehrli).
[148] Ἀριστόξ. αὐτ.
[149] Τὴ διαδικασία τὴν περιγράφει ὁ Α. Γέλλιος, Noctes Atticae 13.5 : Εὔδημος ἀπ. 5 Wehrli.
[150] Ἀπ. 9 Wehrli.
[151] F4a.
[152] Καὶ F4b.
[153] F5.
[154] F55.
[155] F56.
[156] Πβ. F11 γιὰ τὴν αὐτοκτονία.
[157] Ἀνωτ. σελ. xviii.
[158] Βλ. 68.36, 265.1ab, 307Α FHS&G.
[159] Ἀπ. 90-103 Wehrli.
[160] Ἀπ. 5-12 Wehrli = 13 κ.ἄ. Mirhady.
[161] Ἀπ. 76-89 Wehrli.
[162] Ἀπ. 71-72 Wehrli.
[163] Ἀπ. 73-75 Wehrli.
[164] Ἀπ. 79 Wehrli.
[165] Ἀπ. 77 Wehrli.
[166] Ἀπ. 73 Wehrli.
[167] Ἀπ. 68 Wehrli.
[168] Διογ. 8.72.
[169] FGrHist 566 F 6.
[170] Ἀπ. 84 καὶ 115 Wehrli.
[171] F6.
[172] F127 – τοῦ Περὶ ὕπνου κατὰ τὸν Wehrli, ἀπ. 10.
[173] F130 – στὰ φυσικά, κατὰ τὸν Wehrli, ἀπ. 99.
[174] F128-129 – καὶ τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν περιληφθεῖ στὶς προηγούμενες ἐκδόσεις γιὰ παλαιογραφικοὺς λόγους.
[175] Ἀπ. 34-35 Wehrli.
[176] Ἀπ. 34-35 Wehrli.
[177] Σέρβιος στὴν Αἰνειάδα 6.448 : ἀπ. 1020 Gigon.
[178] F66.
[179] Ἀπ. 673 Rose3 = 2 Ross. Βλ. Εὔδημο Τ*3 (σελ. 200-201 καὶ 512-513 τὰ σχόλια).
[180] F1ab.
[181] F2-3. Πβ. καὶ κατωτ., σελ. 237 κ.ἑ.
[182] Τὰ ἐκ τῆς Πολιτείας <Πλάτωνος>, 18 Rose3 = 98 Gigon.
[183] Ἐπιτομὴ τῆς Πλάτωνος Πολιτείας, 589.9 FHS&G.
[184] F8-38.
[185] Ὅπως στὴν περίπτωση τῆς Ὀμφάλης, F17a.
[186] Ἀπὸ τὸν Στοβαῖο 3.43.79, τὸν Ἀρσένιο σελ. 420 Walz.
[187] Στὸ ἴδιο σημαντικὸ F17a.
[188] F29.
[189] F9.
[190] F11.
[191] F13.
[192] F14ab.
[193] F37.
[194] Ἠθικὰ Νικομ. 1.5, 1095b 17, πβ. Ἠθικὰ Μεγ. 1.4.2, 1215a 35 κ.ἑ.
[195] AdAtt. 2.16.3.
[196] Βλ. 436.16 καὶ 481 FHS&G.
[197] Ἀπ. 25 Wehrli = 33 Mirhady.
[198] Ἀπ. 29 Wehrli = 43 Mirhady.
[199] Ἀπ. 30 Wehrli = 37 Mirhady.
[200] Ἀνωτ. σελ. xxxii.
[201] Ἀπ. 45 Wehrli.
[202] Ἀπ. 136 Wehrli.
[203] Διογ. 5.59 : 18 Wehrli.
[204] F57.
[205] F58.
[206] Στὸν κατάλογο ποὺ παραδίδει ὁ Διογένης Λαέρτιος, 5.22.
[207] Βλ. 436.23ab FHS&G.
[208] Ἀπ. 7 Wehrli.
[209] Προκύπτει ἀπὸ τὴν παραπομὴ τοῦ Ἀθηναίου, F54.
[210] Αὐτόθι.
[211] Βλ. F55 (Γυμνοσοφιστές, Μάγοι, Ἰουδαῖοι), 56 (Αἰγύπτιοι).
[212] Ἀπ. 1-2 Ross, 72 καὶ 735 Gigon.
[213] Βλ. 436.9a-c FHS&G.
[214] Βλ. 589.13 FHS&G.
[215] F48, 49.
[216] F47, 50 ἀντιστοίχως.
[217] F39 καὶ 40 ἀντιστοίχως.
[218] F45-46.
[219] F44.
[220] F51, πβ. F53.
[221] Πβ. F39-40.
[222] Βλ. κατωτ. σελ. 419-420 μὲ ἀφορμὴ τὸ <Περὶ ἐρώτων ?> ἔργο τοῦ Περσαίου.
[223] Ἀπ. 1-4 Ross, 41-46 Gigon.
[224] Βλ. 436.29 καὶ 436.30ab FHS&G.
[225] Ἀπ. 64-66 Wehrli.
[226] Ἀπ. 85 Wehrli<?th=.8h>=1 SOD.
[227] Ἀπ. 17-24 Wehrli. Βλ. καὶ τὰ εἰσαγωγικὰ στὸ <Περὶἐρώτων ?> τοῦ Περσαίου, σελ. 419-420.
[228] F41.
[229] F59-65.
[230] Ἀπ. 25-26 Müller καὶ 19-20 Wehrli – καὶ οἱ δύο παραλείπουν τὴ ρήση τοῦ ἰατροῦ Ἀνδροκύδη, F63.
[231] Βλ. ἀνωτ. σελ. xxvii-xxviii.
[232] F77-100.
[233] Φαλάκρας ἐγκώμιον 22.
[234] Ῥητ. 1.15, 1376a 3 (οἱ παροιμίες ὡς μαρτύρια), 2.21, 1395a 17 (ὡς γνῶμαι), 3.11, 1413a 14 (ὡς μεταφοραί).
[235] Διογ. 5.26, ἀπ. 13 Rose3 = 463 Gigon.
[236] Ἀθήν. 2.56, 60de : Ἀριστοτ. ἀπ. 464 Gigon.
[237] Βλ. 727.14 FHS&G.
[238] Κατὰ τὸν Wehrli, ἀπ. 100-103. Ὁ Mirhady, τελευταίως, κατανέμει τὰ ἀποσπάσματα στὰ μέρη, Vita philosophica (44), De humana vita - πολιτισμός (68, 75), Certamina, Ars critica (97, 98).
[239] FGrHist 327 F 7.
[240] Ἀπ. 354-357 καὶ 358-362 Slater ἀντιστοίχως.
[241] Βλ. τὸν χρονολογικὸ πίνακα πηγῶν, ἀνωτ., σελ. xxi-xxii.
[242] Βλ. στὸ ἑρμηνευτὸ ὑπόμνημα, σελ. 279, 346-348.
[243] F79a-c (δεύτερο βιβλίο), F92ab, 93 (χωρὶς ἔνδειξη βιβλίου).
[244] F78 (πρῶτο βιβλίο), F87-91 (μαζὶ καὶ Ἑπτὰ Σοφοί, χωρὶς ἔνδειξη βιβλίου).
[245] F80 (δεύτερο βιβλίο ρητῶς), F81-86 (συνήθως ἐν τοῖς Περὶ παροιμιῶν).
[246] F77.
[247] F101a-d, 102ab. Βλ. καὶ τὴ συζήτηση, σελ. 356-358.
[248] F109.
[249] F111ab.
[250] Λ.χ. F*110. Τὰ ἀναφερόμενα στὴ γραμματικὴτραγῳδία τοῦ Καλλίου (Ἀθήν. 10.76-80, 453c-454f) σχετίζονται ὁπωσδήποτε μὲ τὸ F112, ἐνῶ ἡ σειρὰ τῶν ὁμηρικῶν καὶ κωμικῶν στίχων ποὺ παρατίθεται στὸ 10.87, 458a-f μπορεῖ νὰ σχετίζεται μὲ τὸ ἀμέσως προηγούμενο προγραμματικὸ χωρίο τοῦ Κλεάρχου (10.86, 457c-f) ἀπὸ τὸ Περὶπαροιμιῶν (F77).
[251] Μήπως ἕνα συμπόσιο δὲν ἀποτυπώνει καὶ τὸ κείμενο τῶν Δειπνοσοφιστῶν;
[252] F106-108.
[253] F103, 112.
[254] F67-76 καὶ τὰ ἀδήλων ἔργων, F124-126.
[255] F72ab, 73 (ἰχθύες), F74ab, 75 (πολύπους).
[256] F2-3.
[257] Ἀπ. 4 Wehrli. Στὴν παρούσα ἔκδοση προτιμήθηκε ἡ τοποθέτησή του στὰ ἀδήλων ἔργων καὶ δὴ στὴν κατηγορία «Πλατωνικά» (F123).
[258] F124 (στὰ «φυσικά»). Στὴν ἴδια κατηγορία τοποθετοῦνται καὶ τὰ F125 (περὶ χρωμάτων) καὶ F126 (κραντῆρες, μήπως ἀπὸ τὸ Περὶ σκελετῶν;).
[259] F117-122b.
[260] Ἀπ. 123-124 Wehrli = 90-91 SOD.
[261] Ἀνοικτό, διότι, ἐὰν πρόκειται γιὰ τὸν Ἀρκεσίλαο Πιταναῖο (π. 316-241/240 π. Χ.) ποὺ ἀπὸ μαθητὴς τοῦ Θεοφράστου βρέθηκε μαθητὴς καὶ διάδοχος τοῦ Κράντορος στὴν Ἀκαδημία (ἀπὸ τὸ 265 περίπου), ἡ χρονολόγηση τοῦ Κλεάρχου δὲν συμβιβάζεται.
[262] F131.
[263] Ὁ Wehrli τὸ ἀποδίδει στὸ Περὶπαροιμιῶν (76b), ἐνῶ ὁ Müller, μὲ πολλὲς ἐπιφυλάξεις, στὸ σύγγραμμα Περὶᾠῶν (74a) ἀποκλίνοντας πρὸς τὴ διόρθωση τοῦ Toup. Βλ. τὸ κριτικὸ ὑπόμνημα, κατωτ., σελ. 110.
[264] F132.
[265] Σ' αὐτὸ συμφωνοῦν καὶ ὁ Müller (ἀπ. 80) καὶ ὁ Wehrli (ἀπ. 114).
[266] Ὀρθῶς καὶ ὁ Müller (ἀπ. 79). Ὅμως, ὁ Wehrli τὸ ἀποδίδει στὸ Περὶτῶνἐνύδρων (ἀπ. 103), συνδέοντάς το μὲ τὸν ἱερὸν πολύποδα τῆς Τροιζῆνος (F75 : 102 Wehrli).
[267] Βλ. Τ1.
[268] Βλ. Τ2, 7, 13b.
[269] Τ19, ἀφορμὴ μιᾶς κακίας τοῦ Βίωνος (βλ. κατωτέρω).
[270] Τ3.
[271] T6ab.
[272] Τ8 τῶν ἐμαυτοῦ συσχολαστῶν, οἳ τοῖς μὲν κατὰ ψυχὴν οὐκ ἀπολείπονται ἐμοῦ, τοῖς δὲ κατὰ σῶμα προτεροῦσιν.
[273] Τ1.
[274] Τ1, Τ2, Τ25b, T23a παρὰ Ζήνωνα τὸν Μνασέου κατὰ μάθησιν σοφίας ἐφοίτησεν.
[275] T2.
[276] T13b (ἑταῖρος), T7 (γνώριμος).
[277] T19· πβ. Τ4b ὁ καλὸς τοῦ Ζήνωνος οἰκετιεύς.
[278] Τ4a. Πβ. καὶ τὴν ἱστορία στὸ Τ2.
[279] T5ab. Πβ. Τ3 οἰκογενής.
[280] Βλ. τὴν ἱστορία γιὰ τὸ αὐλητρίδιον, T6ab.
[281] Τ7. Τὴν ἀποστολὴ γνώριζε καὶ ὁ Ἐπίκουρος, Τ8.
[282] Βλ. Τ31.
[283] T2 = T10.
[284] T20ab. Μαζὶ μὲ τὸν Περσαῖο ἀπεστάλη καὶ ὁ στρατηγὸς Ἀρχέλαος (T21). Μποροῦμε, ἴσως, νὰ ὑποθέσουμε ὅτι ἡ ἀποστολὴ τοῦ Περσαίου ἦταν μᾶλλον πολιτικὴ παρὰ στρατιωτική· ὁ Πλούταρχος ἀναφέρει ὅτι ὁ Ἀντίγονος ἐπέστησε ἄρχοντα τὸν Περσαῖο (T20a) καὶ ὁ Πολύαινος φύλακα (Τ21).
[285] [τὸν] βίον ἐξέλιπεν (Τ22), διέφθειρε καὶ Περσαῖον (T23a), ἀπέκτειναν Περσαῖον (T23b).
[286] T24b, ἐπίσης T24a, T22.
[287] Γράφει ὁ Πλούταρχος: ταῦτα μὲν οὖν περὶ Περσαίου πλείονες ἱστοροῦσιν (Τ26).
[288] Βλ. T25a.
[289] T26.
[290] Πολὺ χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ προπαγανδιστικὴ ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ Νάβιδος μὲ κύριο ἐκφραστὴ τὸν Πολύβιο. Βλ. τὰ σχόλια, κατωτ., σελ. 390-391.
[291] Βλ. Τ11, 12. Ὁ Περσαῖος δὲν ἦταν, βεβαίως, μοναδικὴ περίπτωση· ὁ Ἕρμιππος εἶχε γράψει βιβλίο Περὶ τῶν ἀπὸ φιλοσοφίας εἰς δυναστείας μεταστάντων, στὸ ὁποῖο μνημόνευε τὸν Περσαῖο (T24b).
[292] T13ab.
[293] Διάσημος φιλόσοφος, ὁ Ἀρίστων ὁ Χίος, ἀναφέρεται (ἀπὸ τὸν Τίμωνα Φλιάσιο) ὅτι ὑπῆρξε κόλαξ τοῦ Περσαίου (Τ16).
[294] Ἐχθροὶ τοῦ Περσαίου ἀναφέρονται ὁ Μενέδημος Ἐρετριεύς, μὲ ἀφορμὴ τὴν παρακώλυση ἀποκαταστάσεως τῆς δημοκρατίας στὴν Ἐρέτρια (Τ17), καὶ ὁ Βίων Βορυσθενίτης, ποὺ εἶχε τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Περσαῖος καὶ ὁ Φιλωνίδης τὸν σχολίαζαν ἀρνητικὰ στὸν Ἀντίγονο γιὰ τὴν καταγωγή του (Τ18, γιὰ ἄλλες ἀντιδράσεις του, βλ. Τ19).
[295] Ἄρατος Σολεύς, Ἀνταγόρας Ρόδιος, Ἀλέξανδρος Αἰτωλός (Τ9). Βλ. καὶ Τ15.
[296] Τ30.
[297] Διογ. 7.36 : Τ31.
[298] F8-9.
[299] F10.
[300] Τ28 καὶ Τ29.
[301] PHerc 1018, στ. XII-XVI.
[302] F2a, F10, T29.
[303] T4a, 6a, 25ab.
[304] F5.
[305] Ὁ πάπυρος τῆς Βαρσοβίας (Τ*32) διασώζει τὴν καταγραφὴ μιᾶς βιβλιοθήκης, ἀλλὰ δὲν εἶναι διόλου βέβαιο κατὰ πόσον ἀναφέρονται ἔργα τοῦ Περσαίου ἢ ἄλλου Κιτιέως, ὅπως τοῦ Ζήνωνος ἢ τοῦ ἰατροῦ Ἀπολλωνίου.
[306] Βλ. Τ28.
[307] Τ13ab.
[308] F1.
[309] T25c.
[310] T21, 24b.
[311] Βλ. Τ28, Τ29.
[312] F6a (Φιλόδημος), F9 (Ἀθήναιος).
[313] F5, 6ab, 12, πβ. T27.
[314] Ὁ Σφαῖρος ὑπῆρξε ὁ διδάσκαλος Κλεομένους Γ´ στὴ Σπάρτη·FGrHist 585 T 3a.
[315] Ὁ Σφαῖρος ἔγραψε Περὶ Λυκούργου καὶ Σωκράτους ἔργο σὲ τρία βιβλία, ποὺ δὲν διεσώθη (SVF I 620).
[316] Βλ. σελ. 197-229 (τὰ κείμενα), 505-528 (σχολιασμός).
[317] Αὐτὲς εἶναι οἱ περιπτώσεις τοῦ Τίμωνος Φλιασίου στὸν Διογένη Λαέρτιο, τοῦ Τηλεκλῆ, τοῦ Καρνεάδη καὶ τοῦ Παναιτίου στὸν Φιλόδημο. Ὅπως εἴδαμε, καὶ τοῦ Περσαίου ἀναφέρεται δι' ὀλίγων ὁ μαθητὴς Ἑρμαγόρας Ἀμφιπολίτης ἀπὸ τὸν Διογένη Λαέρτιο (Τ30), ἐνῶ στὸν ἴδιο ἱστορικὸ τῆς φιλοσοφίας τὰ βιογραφικὰ τοῦ Περσαίου ἐνσωματώνονται στὴ βιογραφία τοῦ διδασκάλου του (7.36).
[318] Τ1 σελ. 202-203 καὶ τὰ σχόλια, σελ. 514.
[319] Βλ. σελ. 204-205 (κείμενο), 514-515 (σχόλια).
[320] Βλ. σελ. 206-207 (κείμενο), 515-516 (σχόλια).
[321] Βλ. σελ. 208-209 (κείμενο), 516-517 (σχόλια).
[322] Τὰ κείμενα τῶν μαρτυριῶν, σελ. 210-217, καὶ ὁ σχολιασμός, 517.
[323] Ἀναφέρω, ἀπὸ τὴ λογοτεχνία τὸν ποιητὴ Ἀντισθένη καὶ τὸν παρωδὸ Σώπατρο· ἀπὸ τὴ φιλολογία, τὸν Ἴστρο τὸν Καλλιμάχειο καὶ τὸν Ἀλέξανδρο.
[324] Κείμενο, σελ. 218-219 καὶ 518 τὰ σχόλια.
[325] Βλ. σελ. 220-223 (κείμενο).
[326] Βλ. σελ. 224-225 (κείμενο).
[327] Σχολιασμὸς καὶ προβληματική, σελ. 518-524.
[328] Βλ. σελ. 525-526.
[329] Τὸ κείμενο ἀπὸ τὸν Δημώνακτα τοῦ Λουκιανοῦ (§54), σελ. 226-227 καὶ σχόλια, 526.
[330] Βλ. τὰ κείμενα, σελ. 228-229, μὲ τὸν σχολιασμό, 526-528.
[331] Λουκ. Δημ. §3.
[332] Αὐτ. §§3-11, 63-67.
[333] Αὐτ. §6.
[334] Ἡρώδης Ἀττικός (§24, πβ. §33), Ἐπίκτητος (§55), Φαβωρίνος (§§12-13), Περεγρίνος Πρωτεύς (§21), Ἀπολλώνιος φιλόσοφος (§31), Ἀγαθοκλῆς Περιπατητικός (§29), Ἑρμίνος Ἀριστοτελικός (§56) κ.ἄ.
[335] Λουκ. Δημ. §1 (ὁμιλεῖ γιὰ τὸν Δημώνακτα καὶ τὸν Βοιωτὸ Σώστρατο): οὓς καὶ εἶδον αὐτὸς καὶ ἰδὼν ἐθαύμασα, θατέρῳ καὶ δὴ τῷ Δημώνακτι καὶ ἐπὶ μήκιστον συνεγενόμην.
[336] Στὴν προηγούμενη ἔκδοση τοῦ Funk (1907), παρότι προηγεῖται μία ἐξαίρετη καὶ χρήσιμη ἀκόμη καὶ σήμερα μελέτη γιὰ τὸν Δημώνακτα τοῦ Λουκιανοῦ, δὲν ἔχει γίνει κριτικὸς διαχωρισμὸς μεταξὺ τῶν γνησίων καὶ μὴ γνησίων 31 ἐκδιδομένων γνωμῶν. Βλ. καὶ κατωτ., σημ. 344.
[337] Δύο εἶναι τὰ κύρια σφάλματα ποὺ ὁδήγησαν σὲ σύγχυση: (α) ἡ βραχυγραφία Δημ. γιὰ τὸν Δημ(όκριτο) ἢ τὸν Δημ(άδη) καὶ ἀπόδοση στὸν Δημ(ώνακτα)· (β) ἡ παράθεση καὶ δεύτερης ἢ τρίτης γνώμης στὴ συνέχεια μὲ τὴν ἔνδειξη τοῦ αὐτοῦ, ἢ καὶ χωρὶς ἔνδειξη, γεγονὸς ποὺ δημιούργησε τὰ προβλήματα πατρότητος στὶς διαδοχικὲς συμπιλήσεις καὶ κυρίως ὅταν ἡ ὁμάδα γνωμῶν ἔπρεπε νὰ διασπασθεῖ σὲ διαφορετικὲς θεματικὲς ἑνότητες.
[338] Βλ. σελ. 187-195 (κείμενο καὶ μετάφραση), 494-503 (ἑρμηνευτικὸς σχολιασμός).
[339] Ὁ Στοβαῖος παραδίδει τέσσερις γνῶμες μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Δημώνακτος (2.1.11, 2.31.53, 3.21.8, 3.22.16). Τὶς τρεῖς ἀπὸ αὐτὲς δεχόμεθα ὡς γνήσιες (S14, 18 καὶ 19). Ἡ μία ἀπὸ αὐτὲς (S14) παραδίδεται καὶ ἀπὸ τὸ CorpPar (348) καὶ ἀπὸ τὸν Ψευδο-Μάξιμο (21.28/31). Ἡ τέταρτη, ὅμως (ἀπ. 7 Funk Τὰς μὲν πόλεις ἀναθήμασι, τὰς δὲ ψυχὰς μαθήμασι δεῖ κοσμεῖν), δὲν πρέπει νὰ εἶναι γνήσια. Παραδίδεται καὶ ἀπὸ τὸ CorpPar (181) καὶ ἀπὸ τὸν Ψευδο-Μάξιμο (17.35/44) μετὰ ἀπὸ λήμματα Δημοκρίτου γνῶμαι καὶ Δημοκρίτου ἀντιστοίχως. Τὸ ἴδιο καὶ σὲ ἄλλα γνωμολόγια. Εἶναι φανερὸ ὅτι πρόκειται γιὰ τὴ σύγχυση τῆς βραχυγραφίας ποὺ ἤδη ἀναφέραμε. Ἐπίσης, παραδίδεται ἀπὸ τὸν Ἰάμβλιχο (Προτρεπτικός 10.4) στὴ μορφή: κοσμητέον ἱερὸν μὲν ἀναθήμασι, τὴν δὲ ψυχὴν μαθήμασι.
[340] Ἀργότερα ἔγινε γνωστὸ τὸ ἐξίσου πλῆρες καὶ καλὸ χειρόγραφο, Bodleianus Digby 6. Ἀπὸ τὰ σχετιζόμενα χειρόγραφα, ἐπίσης ἀξιόλογο τὸ παρισινό (Parisinus suppl. gr. 690).
[341] CorpPar 332-350. Στὴν παρούσα ἔκδοση περιλαμβάνονται σχεδὸν ὅλες συμφωνώντας μὲ τὸν Ψευδο-Μάξιμο (S1 - 6, 8 - 17). Ἀπὸ τὶς τρεῖς ποὺ ἐξαιροῦνται, ἡ μία (337) δὲν διασταυρώνεται μὲ καμία ἄλλη πηγή, ἐνῶ οἱ ἄλλες δύο (341, 342) παραδίδονται ἀνωνύμως ἀπὸ τὴν παλαιότερη καὶ τοῦ Στοβαίου συλλογὴ Gnomica Homoeomata (128, 146 Elter).
[342] Οἱ τίτλοι τῶν κεφαλαίων δίδονται στὸ ἑρμηνευτικὸ ὑπόμνημα, κατωτ., σελ. 494-503.
[343] Στὴ νέα (2001), κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Ψευδο-Μαξίμου, ἡ ἐκδότρια Sibylle Ihm διαχωρίζει δύο ἐκδοχὲς τοῦ κειμένου (MaxI καὶ MaxII). Ἀπὸ τὴ δεύτερη ἐξαρτῶνται μεταγενέστερα γνωμολόγια, ὅπως ὁ Ἀντώνιος (Melissa), τὰ Gnomica Basileensia καὶ τὸ Πατμιακὸ ἀνθολόγιο (Patm). Οἱ γνῶμες τοῦ Δημώνακτος ἔχουν περάσει καὶ σὲ αὐτά, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ ὑπόμνημα πηγῶν ποὺ συνοδεύει τὴν ἔκδοσή μας.
[344] Δὲν περιλαμβάνονται οἱ τέσσερις γνῶμες ποὺ ἀποδίδονται στὸν Δημώνακτα χωρὶς ἐπιβεβαίωση ἄλλης πηγῆς ἀπὸ τὴ συλλογὴ Appendix Vaticana (πρώτη σειρά, ἀρ. 58-61). Αὐτὲς δὲν τὶς ἀναγνωρίζει ὁ Funk· ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ περιέλαβε στὴν ἔκδοσή του, μερικὲς ἀποδίδονται ἀπὸ σύγχυση τῆς βραχυγραφίας τοῦ Δημοκρίτου (8, 23, 24, 27) ἢ τοῦ Δημάδη (28, 31), ἐνῶ ἄλλες ἀνήκουν προφανῶς σὲ ἄλλα πρόσωπα (9 Κλείταρχος, 19-20 Σέξτος, 29 Εὐκλείδης κ.ἄ.). Τέλος, ὁρισμένες (ποὺ οὔτε ὁ Funk περιέλαβε) ἔχουν παρεισφρήσει ἀπὸ προφανῆ λάθη· δηλαδή, Ἀντώνιος 1.7, 796a (ὅμως, Ἰσοκράτους, Πρὸς Δημόνικον 24, ὀρθῶς CorpPar 134), αὐτ. 1.53, 945bc (ἀνέκδοτο γιὰ τὸν Πελοπίδα, πβ. CorpPar 543), Patm 38.45 (ὅμως: Διογένους· βλ. Στοβ. 2.31.75, Ψευδο-Μάξιμος 17.41/50), Ἀρσένιος/Ἀποστόλιος 18.41d (ὅμως: Ἱππώνακτος, βλ. Στοβ. 3.29.42). Νὰ σημειωθεῖ ὅτι καὶ στὸ ὕφος καί, ἐνίοτε, καὶ στὸ πνεῦμα οἱ γνῶμες αὐτὲς διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὶς γνήσιες.
[345] Λουκ. Δημ. §26.
[346] Αὐτ. §21.
[347] Αὐτ. §13.
[348] Αὐτ. §14.
[349] Βλ. S18.
[350] Λουκ. Δημ. §54
[351] Αὐτ. §31.
[352] Αὐτ. §56.
[353] Αὐτ. §29.
[354] Αὐτ. §28.
[355] Αὐτ. §11.
[356] Αὐτ. §34.
[357] Αὐτ. §27.
[358] Αὐτ. §32.
[359] Αὐτ. §37, πβ. καὶ §23.
[360] Αὐτ. §30.
[361] Αὐτ. §38.
[362] Αὐτ. §41.
[363] Αὐτ. §40.
[364] Βλ. S3.
[365] S14.
[366] S4. Λουκ. Δημ. §2.
[367] S1.
[368] S12.
[369] Φίλος μὲν ἦν ἅπασι καὶ οὐκ ἔστιν ὅντινα οὐκ οἰκεῖον ἐνόμιζεν, ἄνθρωπόν γε ὄντα (Λουκ. Δημ>. §10)· λήθη δέ τις ἀγαθῶν καὶ κακῶν καὶ ἐλευθερία μακρὰ πάντας ἐν ὀλίγῳ καταλήψεται (§8)· καί που καὶ δήμοις ταραττομένοις ἐμμελῶς διελέχθη καὶ τοὺς πλείστους αὐτῶν ἔπεισεν ὑπουργεῖν τῇ πατρίδι τὰ μέτρια (§9).
[370] Βλ. Λουκ. Δημ. §3, 8.
[371] SEG XXX 1627.
[372] Ἐλπίζεται ὅτι ἡ μελέτη τῆς ἐπιγραφῆς ἀπὸ τὴν Δρα Μαρία Καντηρέα, τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου, θὰ διαφωτίσει τὴν ἔρευνα.