9 Τὴν πιὸ δραστικὴ ὅμως μέθοδο ἀνάταξης ὤμου μ' αὐτὰ ποὺ
ἀκολουθοῦν ὡς ἑξῆς περιγράφει: Εἶναι πράγματι ἡ ἄριστη ἀπὸ ὅλες
τὶς μεθόδους ἀνατάξεως ἡ ἀκόλουθη: Πρέπει νὰ ὑπάρχει ἕνα ξύλο
(μιὰ σανίδα) ποὺ νά 'ναι στὸ πλάτος μὲν ὣς πέντε δάκτυλα περί-
που ἢ τέσσερα δάκτυλα ἢ καὶ λεπτότερο, μὲ μῆκος δύο πήχεις ἢ καὶ
κάπως λιγότερο. Νά 'ναι δὲ στὸ ἕνα ἢ στὸ ἄλλο του ἄκρο στρογγύλο
καὶ στενότατο σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ λεπτότατο· καὶ νὰ ἔχει μίαν
ἄμβην (μιὰ προεξοχὴ ὀφρυώδη, δηλ. γυριστή) ποὺ νὰ ἐξέχει λίγο
στὸ ἔσχατο σημεῖο αὐτοῦ τοῦ στρογγύλου ἄκρου ὄχι στὸ πρὸς τὶς
πλευρὲς μέρος ἀλλὰ πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς τοῦ βραχίονος,
ὥστε τοποθετούμενο πρὸς τὰ κάτω νὰ μπορεῖ νὰ ἐφαρμόσει στὴ
μασχάλη κοντὰ στὶς πλευρὲς κάτω ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ βραχίονος.
Νὰ προσδεθεῖ δὲ στὴν ἄκρη τοῦ ξύλου ἕνα κομμάτι πανὶ ἢ μιὰ ἁπλὴ
μαλακὴ ταινία, γιὰ νά 'ναι πιὸ πρόσφορο. Ἔπειτα πρέπει, ἀφοῦ
ὠθήσεις ἀπὸ κάτω τὴν κεφαλὴ τοῦ ξύλου ὅσο γίνεται πιὸ μέσα με-
ταξὺ τῶν πλευρῶν καὶ τῆς κεφαλῆς τοῦ βραχίονος, νὰ δέσεις ἐπι-
πρόσθετα ὁλόκληρο τὸ χέρι τεντωμένο πάνω στὴ σανίδα καὶ στὸν
βραχίονα καὶ στὸν πῆχυ καὶ στὸν καρπὸ τοῦ χεριοῦ, γιὰ νά 'ναι
ἀκίνητο. Πρέπει δὲ πάνω ἀπ' ὅλα νὰ προσέξεις νά 'ναι ἡ κορυφὴ
τοῦ ξύλου ὅσο γίνεται πιὸ μέσα στὴ μασχάλη, ξεπερνώντας τὴν
κεφαλὴ τοῦ βραχίονος. Στὴ συνέχεια πρέπει νὰ προσδέσεις καλὰ
μεταξὺ δύο στύλων μιὰν ὁριζόντια λεπτὴ σανίδα καὶ ἔπειτα νὰ φέ-
ρεις τὸ χέρι μαζὶ μὲ τὸ ξύλο πάνω ἀπὸ τὴ σανίδα, ὥστε τὸ μὲν χέρι νὰ
βρίσκεται στὴ μιὰ πλευρά, τὸ δὲ σῶμα στὴν ἄλλη, καταντικρὺ δὲ τῆς
μασχάλης ἡ σανίδα· καὶ ἔπειτα νὰ πιέσεις ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ τὸ χέρι
μὲ τὸ ξύλο πάνω ἀπὸ τὴ σανίδα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ τὸ ὑπόλοιπο
σῶμα. Ἡ δὲ σανίδα πρέπει νὰ ἔχει δεθεῖ σ' ἕνα ὕψος, ὥστε τὸ ἄλλο
σῶμα νὰ εἶναι μετέωρο. Σχετικὰ μὲ αὐτὴν τὴν ἀνάταξη ποὺ ἐμπε-
ριέχει τὸν ἰσχυρότατο ἐξαναγκασμό, ὁ Βακχεῖος στὸ Περὶ τῶν Ἱπ-
ποκρατείων λέξεων (σύγγραμμά του) ἐξηγεῖ τὴ λεγόμενη ἄμβη (τὴν
ὀφρυώδη προεξοχὴ) τοῦ μοχλοειδοῦς ξύλου, (σημειώνοντας) ὅτι
«Στὶς Λέξεις εἶναι γραμμένο πὼς οἱ Ρόδιοι καλοῦν ἄμβωνας τὶς βου-
νοκορφὲς καὶ γενικὰ τὶς ἀνηφοριές». Καὶ λέει πάλι τὰ ἑξῆς: «Ἔχει
δὲ ἀναγραφεῖ καὶ ὅτι ὁ Δημόκριτος ὀνομάζει ἄμβην τὴ στεφάνη ποὺ
περιβάλλει τὴν κοιλότητα τῆς ἀσπίδας». Βρίσκεται δὲ σ' αὐτὸν καὶ
τὸ ἑξῆς: «Ἔχει δὲ ἀναγραφεῖ παρόμοια: Ἄμβων (εἶναι) ἡ περιβάλ-
λουσα ἄκρη (τὸ χεῖλος) πινακίου (πιάτου). Ἀριστοφάνης: Αὐτὸς
πού 'γλειψε καλὰ καλὰ πολλῶν πινακίων τοὺς ἄμβωνας (τὰ χείλη)».
Αὐτὲς οἱ μαρτυρίες ποὺ προσκομίζονται εἶναι ἐντελῶς ἁπλοϊκές,
ἀποκομμένες ἀπό τὴν ὑπάρχουσα πρακτική. Ἔπρεπε δὲ ἀναφέρον-
τας αὐτὰ νὰ ἔχει καταχωρίσει ὅτι οἱ Κῶοι καλοῦν ἄμβωνας τὰ σκα-
λιὰ τῶν κλιμάκων, ὥστε νὰ ἔχει λεχθεῖ ὅτι ἡ προεξοχὴ στὸ ξύλινο
κατασκεύασμα εἶναι στὴ μορφὴ παρόμοια μὲ σκαλοπάτι ποὺ ἔχει
σιγμοειδῆ προεξοχὴ στὸ βάθος· καὶ τὴν ὅλη ἐπιφάνεια τῆς τομῆς
ποὺ δὲν ὁδηγεῖ σὲ εὐθεία γραμμὴ στὸ βάθος, ἀλλ' ἔχει μιὰ κλίση
πρὸς τὰ κάτω, ὀνομάζουν οἱ κατασκευαστὲς αὐτῶν (τῶν ὀργάνων)
ὑπαμβές (τμῆμα ποὺ βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξέχουσα ἄκρη). Ὅ-
μως θὰ ἀφήσω τώρα αὐτά, γιατὶ ὁ Ἱπποκράτης μὲ ὅσα ἔχουμε πα-
ραθέσει ἔχει ἐκθέσει σαφέστερα τὰ σχετικὰ μὲ τὴν κατασκευὴ καὶ
χρήση τοῦ ξύλου. Ἡ δὲ ἀνάταξη θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ὡς ἑξῆς:
9.2-25. κρατίστη (...) εἶναι: βλ. καὶ Γαλην. Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 339.8-340.8 καὶ 341.8-341.15 (κἑ.: τὰ ἑπόμενα στὸν Ἱππ.), μὲ τὰ σχόλια τοῦ Γαληνοῦ (340.10-341.5 καὶ 342.5-6): Τὸν ἕκτον τρόπον τῆς ἐμβολῆς, ὃν ἐπῄνεσε μάλιστα, νῦν διδάσκειν ἄρχεται, τὴν κατασκευὴν τοῦ ξύλου γράφων σαφῶς, ᾧ κατὰ τὸ πέρας ἐπικειμένης ὀφρύος ἄμβωνι παραπλησίας ὅλον αὐτὸ προσαγορεύουσιν ἄμβην οἱ ἰατροί. τοιαύτη δέ ἐστιν ἡ ὀφρύς, οἵη κατὰ τῶν λοπάδων πέρας τὸ ἄνω γίνεται πρὸς τὴν ἐντὸς ἐστραμμένην κοιλότητα· καί τις τῶν κωμικῶν ἐπεῖπεν ἐπισκώπτων τινὰ δὴ τῶν λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείχειν. ἀῤῥενικῶς μὲν οὖν ἄμβωνας οἱ Ἀττικοί, θηλυκῶς δὲ οἱ Ἴωνες τὰ τοιαῦτα σχήματα καλοῦσιν ἄμβας. ἐπιτηδειότατον δὲ ἔτι τοῦτο παραδοῦναι μεταξὺ τῆς κεφαλῆς τοῦ βραχίονος καὶ τῶν πλευρῶν. καὶ μέντοι καὶ μοχλεύουσι χρησιμώτατον ἀσφαλῶς περιλαμβάνον τὴν κυρτότητα τῆς κεφαλῆς τοῦ βραχίονος. τὰ δὲ κατὰ μέρος ἅπαντα τῆς ῥήσεως αὐτοῦ σαφῆ. (342.5, σ.στ. 18 κἑ.) Στύλους μὲν δῆλον ὅτι λέγει τοὺς κίονας, στρωτῆρα δὲ ξύλον μεταξὺ ἧκον ἀπὸ τοῦ ἑτέρου κίονος ἐπὶ τὸν ἕτερον. Βλ. καὶ τὰ σχόλια τοῦ Γαληνοῦ καὶ τοῦ Ὀρειβασίου στὸ ἀνωτ. 8.6-8 (338.11 κἑ.: ἀνωτ. σχόλ. σ.στ.).
3-5. ξύλον (...) ἔλασσον: ξύλον χρὴ εἶναι πλάτος μὲν ὡς πενταδάκτυλον ἢ τετραδάκτυλον τὸ ἐπίπαν, πάχος δὲ ὡς διδάκτυλον ἢ καὶ λεπτότερον, μῆκος δὲ δίπηχυ ἢ ὀλίγῳ (v.l. καὶ ὀλίγῳ it. Wi.1) ἔλασσον στὸν Ἱππ. (καὶ Γαλην. ὅ.π. 339.8-11)· πβ. Παύλ. Αἰγιν. Ἐπιτ. ἰατρ. 6.114.6 ξύλον δέ ἐστιν ἡ ἄμβη, τὸ μὲν μῆκος ὡς δίπηχυ, πλάτος δὲ τετραδάκτυλον καὶ πάχος ὡς διδάκτυλον (κ.λπ.). Στὸν L (ὅπου: τω επιπαν [περίπου, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον κ.τ.τ.: βλ. LSK2 σ.λ.], δηπυχοι, καὶ ελασσω) ἀπουσιάζει ἡ φράση πάχος δὲ ὡς διδάκτυλον· τὴν προσθέτουν οἱ Dietz3 καὶ Schöne4 μετὰ τὴ λέξη τετραδάκτυλον (πβ. τὸ τοῦ Παύλου ὅ.π., μετὰ τὴ φράση τετραδάκτυλον τὸ ἐπίπαν στὸν Ἱππ. καὶ τὸν Γαλ.), καὶ ὁ Alpers5 (σελ. 32) χαρακτηρίζει τὴ συμπλήρωση αὐτὴ ὡς ἀπαραίτητη ἐδῶ (μὲ τὸ λεπτότερον νὰ ἀναφέρεται στὸ πάχος)· μὲ πολλὲς ἀμφιβολίες ἀκολουθήσαμε καὶ ἐδῶ τὸν L (ὅπως καὶ σὲ ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις), παραλείποντας (ὅπως καὶ οἱ KK.6) τὴ φράση πάχος δὲ ὡς διδάκτυλον (μὲ τὴ σκέψη ὅτι οὐδόλως ἀποκλείεται νὰ ὀφείλεται στὸν ἴδιο τὸν Ἀπολλώνιο ἡ σύμπτυξη τοῦ Ἱπποκρατικοῦ κειμένου).
6. ἄμβην: καὶ κατωτ. στ. 27 καὶ 33 (στ. 25-44: πβ. ἀνωτ. F7 [κυρίως 14 κἑ.] καὶ βλ. τὰ ἐκεῖ καὶ τὰ ἐδῶ σχετικὰ σχόλιά μας), 11.5, 3.23.20-22· βλ. καὶ ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 8.6-8, καὶ ΓλΙππΣ7 καὶ –κυρίως– ΕΛεξΙ8 σ.λ. ἄμβη, μὲ παραπομπές: Γαλην. ὅ.π. 340 (βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 2-25) καὶ Ἱππ. γλ. ἐξήγ. ΧΙΧ 77.7 ἄμβη· ὀφρυώδης ἐπανάστασις (πβ. ἀνωτ. F7.15-16), βλ. καὶ Εἰς Ἱππ. Κατ' ἰητρ. XVIII2 727.10 σκέπαρνον μὲν οἱ τέκτονες ὀνομάζουσιν ὄργανόν τι κατὰ τὸ πέρας αὐτοῦ, καθ' ὃ τέμνει τὰ ξύλα, βραχεῖαν ἐπιστροφὴν ἔχον ὀφρυώδη, καθάπερ ἡ ἄμβη [πβ. 728.8 ἐπὶ μὲν οὖν τῆς ῥινὸς καὶ τῶν ὀδόντων ἡ σιμότης κυρίως ὀνομάζεται· ἐπὶ δὲ τῆς ἐπιδέσεως ὑφ' Ἱπποκράτους, ὥσπερ καὶ ἡ ἄμβη καὶ τὸ σκέπαρνον, εἶδος τῆς περιβολῆς τῶν ὀθονίων, Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 465.12 καὶ 466.11, Ἱππ. γλ. ἐξήγ. σ.λ. σκεπαρνηδόν· ἐκκεκλασμένως. καὶ γὰρ ὁ σκέπαρνος αὐτὸς ἐπίδεσμος, ἀπὸ τῶν τεκτονικῶν ὀνομάσθαι σκεπάρνων δοκεῖ, κ.ἄ.]. Βλ. καὶ Εἰκ. 17: ἀνάταξη ὤμου μὲ χρήση ἄμβης.
11. ἀκρόθεν τοῦ ξύλου: ἀκρόθεν τὸ ξύλον Di.3, ἄκροθεν τὸ ξύλον M, Sch.4 καὶ KK.6 (βλ. ὅμως LSJ99 σ.λ. ἀκρόθεν, ἐπίσης: ἀκρόθι)· ἄκρον τὸ ξύλον στὸν Ἱππ. (διάφ. γρ. ἄκρην, βλ. καὶ σημ. Littré10 σ.λ., μὲ παραπ. στὸν Ἐρωτιανὸ σελ. 88 Franz11 = σελ. 24 Nachm.12 [: μὲ ἀναφ. στὸ Ἱππ. Π. ἄρθρ. IV 130.8 Li.10 = ΙΙ 141.11 Kw.13 ἄκρην δὲ τὴν χεῖρα], α 109. ἄκρην· ἄκρως ἔχουσαν)· στὸν L: ακρωθεν τω ξυλω. Ὁ Blomquist14 σημειώνει ὅτι ἡ γραφὴ τω ξυλω φαίνεται μᾶλλον νὰ ἀντιπροσωπεύει ἀρχικὴ γραφὴ τοῦ ξύλου, καὶ ὅτι τὸ ἀκρόθεν θὰ μποροῦσε φυσικὰ νὰ συνταχθεῖ μὲ γενική, ὅπως τὰ μεσόθεν, νειόθεν καὶ ὑψόθεν, καὶ ὅπως τὸ ἀκρόθι (μὲ γενικὴ συντάσσεται καὶ τὸ μακρόθεν, π.χ. Ἀποκάλυψις Ἐνώχ 32.3 ἴδον μακρόθεν τῶν δένδρων τούτων δένδρα πλείονα κ.λπ., Σιβυλλ. χρ. 13.42 μακρόθεν νίκης, κ.τ.τ.). Υἱοθετήσαμε τὴν πρόταση τοῦ Blomquist14 μὲ ἐπιφυλάξεις, διερωτώμενοι μήπως ἡ ἀρχικὴ γραφὴ τοῦ Ἀπολλώνιου ἦταν ἀκρόθεν τῶ ξύλω (= τοῦ ξύλου: βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 2.29 σ.λ. τοῖς δὲ γούνασι)· προβληματιστήκαμε ἐπίσης γιατὶ στὴ συνέχεια ὁ L δίνει δὶς τὴ γραφὴ τω αλλω (24 καὶ 25) ἀντὶ τὸ ἄλλο· τὸ ἐδῶ ἀκρόθεν, ὅμως (ἀντὶ τοῦ Ἱπποκρατικοῦ ἄκρον) δὲν ἐπιτρέπει, νομίζουμε, σύνταξη μὲ αἰτιατική.
13, 21. ἦι: ει στὸν L, ᾖ (Kw.13 Wi.1) καὶ ἔῃ (Li.10) στὸν Ἱππ., ἔῃ στὶς ἐκδ. τοῦ Ἀπολλ. (Di.3 Sch.4 KK.6). Γράψαμε καὶ ἐδῶ ἦι, κατὰ τὸν Blomquist14: βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 7.14 σ.λ. ἦι.
16. ὡς ἀτρεμέηι: ὡς ἂν ἀτρεμέῃ στὰ Ἱπποκρατικὰ χφφ. (καὶ στὴν ἔκδ. Li.10)· οἱ Kw.13 καὶ Wi.1 γράφουν ὡς ἂν ἀτρεμῇ (βλ. καὶ ἀνωτ. σ.στ. 7.14 σ.λ. ἦι).
25-36. Βακχεῖος (...) περιλείξας: πβ. ἀνωτ. F7.14 κἑ. (μὲ τὰ ἐκεῖ σχόλια). Γιὰ τὸν Βακχεῖον βλ. καὶ ἀνωτ. 4.4 (4 κἑ., καὶ 28), μὲ περαιτέρω παραπομπές.
31. Δημόκριτος: ὁ γνωστὸς προσωκρατικὸς φιλόσοφος (5/4 αἰ. π.Χ.: γενν. περὶ τὸ 460 π.Χ. – μακροβιότατος κατὰ τὴν παράδοση), ὁ θεμελιωτὴς τῆς ἀτομικῆς θεωρίας, ἀσχοληθεὶς ὄχι μόνο μὲ τὴ Φυσικὴ καὶ τὰ Μαθηματικὰ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Ἠθικὴ καὶ τὴ Μουσική, μὲ πάμπολλα ἔργα (καὶ ἐντυπωσιακὰ ἠθικὰ παραγγέλματα)· κατὰ τὸν Σουίδα, σ.λ. Δημόκριτος (δ 447: Δημόκρ. Τ2), ἐπεκλήθη ... καὶ Γελασῖνος ..., διὰ τὸ γελᾶν πρὸς τὸ κενόσπουδον τῶν ἀνθρώπων. Στοὺς ἀκροατές του συγκαταλέγεται καὶ ὁ Ἱπποκράτης κατὰ κάποιους (Σουίδας σ.λ. Ἱπποκράτης [ι 564, Δημόκρ. Τ10], μαθητὴς ..., ὡς δέ τινες Δημοκρίτου· ἐπιβαλεῖν γὰρ αὐτὸν νέῳ πρεσβύτην)· διηγεῖται χαρακτηριστικὰ ὁ Διογ. Λαέρτ. (Φιλ. βί. 9.42.4: Δημόκρ. Τ1.81): Φησὶ δ' Ἀθηνόδωρος ἐν ὀγδόῃ Περιπάτων, ἐλθόντος Ἱπποκράτους πρὸς αὐτόν, κελεῦσαι κομισθῆναι γάλα· καὶ θεασάμενον τὸ γάλα εἰπεῖν εἶναι αἰγὸς πρωτοτόκου καὶ μελαίνης· ὅθεν τὴν ἀκρίβειαν αὐτοῦ θαυμάσαι τὸν Ἱπποκράτην. ἀλλὰ καὶ κόρης ἀκολουθούσης τῷ Ἱπποκράτει, τῇ μὲν πρώτῃ ἡμέρᾳ ἀσπάσασθαι οὕτω «χαῖρε κόρη», τῇ δ' ἐχομένῃ «χαῖρε γύναι»· καὶ ἦν ἡ κόρη τῆς νυκτὸς διεφθαρμένη. (Συνοπτικά: Lesky ΙΑΕΛ515 473-81, East. – Knox ΙΑΕΛ416 342-44 καὶ 974-75, καὶ Nesselrath ΕΑΑΕ17 205 κἑ. καὶ 522-24, μὲ βιβλιογραφία [πρόσφατα: Th. Cole, Democritus and the Sources of Greek Anthropology18, Atlanta 19902]. Βλ. ἐπίσης: Pollak ΙατρΑ19 128-29 [«460-370 π.Χ.»], Μανιάτη ΙστΙ20 124-25 [«460-370 π.Χ.»], κ.ἀ.)
34-35. Ἀριστοφάνης: βλ. καὶ ἀνωτ. F7.21 κἑ., μὲ σχόλ. σ.στ. 21 σ.λ. Ἀριστοφάνης ὁ κωμικός καὶ 22 σ.λ. ἐν Αὐτολύκῳ (τοῦ Εὐπόλιδος).
41. <σιγμοειδῆ> ἐκκοπὴν: παραβάλλοντας πρὸς τὸ ἀνωτ. F7.11 σιγμοειδῆ ἐκκοπήν (βλ. σχόλ. σ.λ.) προσθέσαμε καὶ ἐδῶ τὸ σιγμοειδῆ πρὸ τοῦ ἐκκοπὴν· ὁ Alpers5 (σελ. 32) προτείνει <σιγματοειδῆ> ἐκκοπὴν (βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 8.16-17), πιθανῶς ὀρθῶς (βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. F7.11: διάφ. γραφὴ σιγματοειδῆ ἐκκοπήν).
41-43. πᾶν τε τὸ (...) τρῆμα καλοῦσι (...) ὑπαμβές: τὸ κείμενο φαίνεται ἐλαφρῶς παρεφθαρμένο, κυρίως γιατὶ ὁ L ἔχει ειναι πρὸ τοῦ νενευκὸς, υἱοθετούμενο (εἶναι) ἀπὸ τοὺς Di.3 καὶ Sch.4 καὶ ὀβελιζόμενο ἀπὸ τοὺς KK.6 (ὀρθῶς, γιατὶ ἀλλιῶς ἡ σύνταξη νοσεῖ, εὔκολα δὲ ἐξηγεῖται ἡ παρείσφρηση ἀπὸ τὸ ἑπόμενο νενευ-). Ὁ L ἔχει ἐπίσης: (1.) τε (πᾶν τε κ.λπ.), υἱοθετούμενο ἀπὸ τὸν Di.3 (μὲ τὴ σημ., ὅμως, "Fort. δὲ") καὶ τὸν Sch.4 (ὀρθῶς κατὰ πᾶσαν πιθανότητα [μολονότι ἡ ἐδῶ χρήση του εἶναι ἀδόκιμη]: τὰ καλοῦσιν [στ. 39] καὶ καλοῦσι [στ. 43] ἀποτελοῦν ἰσχυρὸ ἔρεισμα γιὰ τὴν ἐδῶ χρήση του), διορθούμενο δὲ σὲ γε ἀπὸ τοὺς KK.6 (διόρθωση παλαιογραφικὰ καὶ συντακτικὰ εὔλογη, ἀλλ' ὄχι ἀπαραίτητη). (2.) πιθανῶς φερων (ποὺ φαίνεται νὰ ἔχει διορθωθεῖ σὲ φέρον)· ὀρθῶς, προφανῶς, οἱ ἐκδ. γράφουν φέρον. (3.) τριμα, προφανῶς τρῆμα (καὶ στὶς τρεῖς ἐκδ., μολονότι ὁ Kollesch21 προτιμᾶ τὸ τμῆμα: βλ. σημ. KK.6 σ.λ.)· ἡ λέξη (συχνότατη στὰ ἰατρικὰ κείμενα) σημαίνει: ὀπή (τρύπα, πβ. τὰ διά-τρητος, διά-τρησις κ.λπ.), ἄνοιγμα, στόμιο (βλ. LSJ99 σ.λλ. τρῆμα καὶ ὑπαμβές [μὲ παραπομπὴ καὶ στὸ ἐδῶ χωρίο] καὶ ΕΛεξΙ8 σ.λ. τρῆμα, γιὰ δὲ τὴν ἐτυμ. Chantraine22 σ.λ. τετραίνω), καὶ –πιὸ ἐλεύθερα ἐδῶ– τομή (ἴσως ἄνοιγμα ἢ στόμιο).
44. παρήσω νῦν· σαφέστερον γὰρ Ἱπποκράτη<ς>: ἔτσι στοὺς Sch.4 (-άτης, σημειώνοντας, ὅμως: «f. πάρεργον νῦν») καὶ KK.6 (μὲ τελεία καὶ στὶς δύο ἐκδ. μετὰ τὸ νῦν). Ὁ L ἔχει παρηγον καὶ παρ ιπποκρατη, καὶ ὁ Di.3 γράφει παρῆγον νῦν σαφέστερον παρ' Ἱπποκράτει, σημειώνοντας: «Interciderit ὅτι aliave particula», πρὶν ἀπὸ τὸ παρ' Ἱπποκράτει· μὰ κι ἔτσι (μὲ τὴν προσθήκη τοῦ ὅτι ἢ ἄλλου μορίου) τὸ κείμενο τοῦ Di.3 νοσεῖ.