7 Ὅπως ἀκριβῶς, πάλι, ἀφοῦ ἀνέφερε περισσότερους τρόπους
ἀνάταξης γιὰ τὸν ὦμο, τελικὰ παρουσίασε τὸν καλύτερο ἀπ' ὅλους,
ἔτσι τὸ ἴδιο ἔχει κάνει καὶ γιὰ τὸν μηρό· γιατὶ ἀπὸ τοὺς ἁπλοὺς
(τρόπους) ἔχει καταλήξει στὴν ὀργανικὴ (μὲ τὴ χρήση ὀργάνου)
ἀνάταξη καὶ τὴ μόχλευση, ποὺ ἔχει ἰσχυρότερες δυνάμεις καὶ γιὰ
τὴν ἀνάταξη τῶν ἄλλων ἀρθρώσεων καὶ γιὰ τὶς ἀνατάξεις τοῦ ἐξ-
αρθρωμένου μηροῦ. Γι' αὐτό, ἐπειδὴ ὁ Ἱπποκράτης στὴ συνέχεια
ἀναφέρεται στὴν κατασκευὴ τοῦ ὀργάνου, πρῶτα θὰ σοῦ περιγρα-
φεῖ τὸ ὑπόδειγμα καὶ ἔπειτα οἱ ἀνατάξεις τοῦ μηροῦ ποὺ γίνονται μ'
αὐτό. Διασαφηνίζει λοιπὸν ὡς ἑξῆς: Ἔχω πεῖ ἤδη καὶ προηγουμέ-
νως ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἰατρικὴ σὲ πόλη πολυάνθρωπη ἀξίζει
νὰ χρησιμοποιεῖ τετράγωνο ξύλινο ὄργανο (πάγκο, σανίδα, τραπέ-
ζι) (στὸ μῆκος) μέχρι ἕξι πήχεις ἢ λίγο περισσότερο, στὸ πλάτος δύο
πήχεις, στὸ δὲ πάχος (ὕψος) θὰ ἀρκοῦσε μιὰ σπιθαμή. Ἔπειτα, πρέ-
πει νὰ ἔχει κατὰ μῆκος καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ἐντομή, ὥστε νὰ μὴν
εἶναι ὁ μηχανισμὸς σὲ ὑψηλότερο ἐπίπεδο ἀπ' ὅ,τι πρέπει. Ἔπειτα,
νὰ ἔχει χοντρὲς (στέρεες) παραστάδες, ἰσχυρὲς καὶ ἰσχυρῶς προσ-
αρμοσμένες, καὶ νὰ ἔχει καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρὲς ὀνίσκο (μικρὴ
τροχαλία). Ἔπειτα, εἶναι ἀρκετὸ στὴ μέση τοῦ ξύλινου πάγκου, τί-
ποτε ὅμως δὲν ἐμποδίζει καὶ παντοῦ, νὰ ἐγχαραχθοῦν κάτι μακριὰ
αὐλάκια ἢ πέντε ἢ ἕξι, ποὺ νὰ ἀπέχουν μεταξύ τους μέχρι τέσσερα
δάχτυλα· εἶναι δὲ ἀρκετὸ αὐτὰ (τὰ αὐλάκια) νὰ ἔχουν πλάτος τρία
δάχτυλα καὶ βάθος τὸ ἴδιο. Νὰ ἔχει δὲ ὁ ξύλινος πάγκος στὴ μέση
ἕνα βαθύτερο κοίλωμα, ἐπίσης τετράγωνο, μέχρι τρία δάχτυλα. Καὶ
σ' αὐτὸ τὸ κοίλωμα, ὅταν ὑπάρχει ἐπιπρόσθετη ἀνάγκη, ἀφοῦ στε-
ρεώσεις ἕνα ξύλο ποὺ νὰ ταιριάξει μὲ τὸ κοίλωμα καὶ (νὰ εἶναι) στὸ
πάνω μέρος του στρογγυλό, νὰ καρφώσεις, ἐὰν σὲ μερικὲς περιπτώ-
σεις φαίνεται νὰ συμφέρει, ἀνάμεσα στὸ περίνεο καὶ τὴν κεφαλὴ τοῦ
μηριαίου. Αὐτὸ τὸ ξύλο ὅταν εἶναι ὄρθιο θὰ ἐμποδίζει τὴν τάση τοῦ
σώματος νὰ προχωρεῖ πρὸς τὸ μέρος ἐκείνων ποὺ ἕλκουν ἀπὸ τὰ
πόδια· γιατὶ μερικὲς φορὲς μπορεῖ νὰ ἀντικαθιστᾶ αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ
ξύλο τὴν ἐκ τῶν ἄνω ἀντέκταση, μερικὲς δὲ φορὲς καὶ στὸ ἐκτεινό-
μενο πρὸς τὴ μία καὶ τὴν ἄλλη ἄκρη (σκέλος) αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ ξύλο
τοποθετημένο χαλαρὰ στὸ κέντρο θὰ ἦταν κατάλληλο νὰ μετακινή-
σει σὰν μοχλὸς τὴν κεφαλὴ τοῦ μηριαίου πρὸς τὰ ἔξω· γιατὶ γι' αὐ-
τὸν τὸν λόγο καὶ τὰ αὐλάκια ἔχουν χαραχθεῖ, γιὰ νὰ ἀνυψώνει ὁ
ξύλινος μοχλὸς τοποθετημένος σὲ καθένα ἀπ' αὐτὰ ποὺ ταιριάζει,
στηριζόμενος κατὰ τὴν ἔκταση ἢ κοντὰ στὶς κεφαλὲς τῶν ἀρθρώ-
σεων ἢ ἀκριβῶς πάνω σ' αὐτές, εἴτε (πρέπει) νὰ μετακινήσει σὰν
μοχλὸς πρὸς τὸ ἔξω μέρος εἴτε πρὸς τὸ ἔσω, καὶ εἴτε συμφέρει νὰ
εἶναι ὁ μοχλὸς στρογγυλὸς εἴτε νὰ ἔχει πλάτος· γιατὶ ἄλλος μοχλὸς
θὰ ταιριάζει γιὰ ἄλλη ἄρθρωση. Αὐτὴ δὲ ἡ μόχλευση εἶναι χρήσιμη
γιὰ τὴν ἀνάταξη ὅλων τῶν κατὰ τὰ σκέλη ἀρθρώσεων σὲ συνδυα-
σμὸ μὲ τὴν ἔκταση. Γιὰ τὸ μὲν ἐξάρθρημα, λοιπόν, γιὰ τὸ ὁποῖο γί-
νεται τώρα ὁ λόγος, ταιριάζει νὰ εἶναι στρογγυλὸς ὁ μοχλός· γιὰ τὴν
ἄρθρωση, ὅμως, ποὺ ἔχει ἐξαρθρωθεῖ πρὸς τὰ ἔξω ταιριάζει νὰ εἶναι
πλατύς. Μ' αὐτοὺς τοὺς μηχανισμοὺς καὶ τὶς δυνάμεις μοῦ φαίνεται
ὅτι καμία ἄρθρωση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δυσκολευθεῖ νὰ ἀναταχθεῖ.
Ἡ γενόμενη λοιπὸν ἀπὸ τὸν Ἱπποκράτη ἐφεύρεση τῆς ὀργανικῆς
σανίδας ἔχει περιγραφεῖ μ' αὐτά. Ἡ δὲ κατασκευὴ τούτου τοῦ ὀργά-
νου γίνεται μὲ τὸν παρακάτω τρόπο.
7.13. ἀρκέσει: L, καὶ Di.1 Sch.2 KK. Ὁ Blomquist3 (28, 74.15) θεωρεῖ ὅτι τόσο τὸ ἐδῶ ἀρκέσει (ἀντὶ τοῦ ἀρκέει τῶν Ἱππ. χφφ.) ὅσο καὶ τὰ κατωτ. στ. 25-26 κωλύσει (ἀντὶ τοῦ κωλύει) καὶ στ. 27 ἀρκέσοι ἂν (ἀντὶ τοῦ ἀρκέοι ἢ ἀρκέει) πρέπει νὰ θεωρηθοῦν ὡς λάθη γραφῆς καὶ νὰ διορθωθοῦν κατὰ τὸ Ἱππ. κείμενο (βλ. καὶ τὸ κριτ. ὑπόμν. μας σ.λλ.), καθὼς παρατηροῦνται μόνο σ' αὐτὴ τὴν παράγραφο οἱ ἀποκλίσεις αὐτές. Μὲ δισταγμοὺς κρατήσαμε καὶ ἐδῶ τὸ κείμενο τοῦ L, ποὺ δὲν μπορεῖ κατὰ τὰ ἄλλα νὰ θεωρηθεῖ προβληματικό. Πβ. Παύλ. Αἰγιν. Ἐπιτ. ἰατρ. 6.117.3 μόνος δὲ ὁ τοῦ Ἱπποκράτους ἀρκέσει καταρτισμός. (...) προσδήσαντες στήσομεν (...) κἄπειτα κελεύσομεν τοῖς ὑπηρέταις διὰ τῶν ξύλων ποιεῖσθαι τὴν ἀντίτασιν καὶ 6.118.4 (βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.στ. 18 σ.λ. καπέτους) ἐφ' ὁπότερα ἂν δεήσοι (...) κωλύσει τὴν ἐπίδοσιν τοῦ σώματος γίνεσθαι (...), ἅμα δὲ (...) ἐπὶ τὰ ἔξω τὴν κεφαλὴν ἐκμοχλεύσει τοῦ μηροῦ (κ.τ.τ. ἀλλοῦ).
14. ἔηι: ηϊ L, ᾖ ἐκδ. (Di.1 Sch.2 KK.4) καὶ Blomquist3 (βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 1.7.14 σ.λ. ἦι)· ἔῃ (Li.5) καὶ ᾖ (Kw.6 καὶ Wi.7) γράφουν οἱ ἐκδ. τοῦ Ἱππ., υἱοθετώντας διαφ. γρ. (μὲ πολλὰ χφφ. νὰ ἔχουν εἴη, βλ. καὶ Γαλην. Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 749.6). Καθὼς ὁ L ἀλλοῦ δίνει ει (γιὰ τὸ ᾖ, κατὰ πᾶσαν πιθανότητα: βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 1.7.14 σ.λ. ἦι), ἐδῶ δὲ καὶ μόνο ηϊ, προτιμήσαμε νὰ γράψουμε ἔηι (ἔῃ).
15. φλιὰς βαθείας: L, καὶ ἐκδ. Ἀπ. (Di.1 Sch.2 KK.4). Ὁ Blomquist3 (28, 74.57) προτείνει διόρθωση σὲ φλιὰς βραχείας, κατὰ τὸν Ἱππ., θεωρώντας ὅτι τὸ βαθείας εἶναι ἐδῶ χωρὶς νόημα. Δύσκολα, ὅμως, τὸ βραχείας (lectio fac. ἐδῶ) θὰ μποροῦσε νὰ παραφθαρεῖ σὲ βαθείας· πιὸ εὔκολα θὰ μποροῦσε νὰ γραφεῖ ἀπὸ τὸν Ἀπ., σκόπιμα, γιὰ νὰ τονίσει πὼς αἱ φλιαὶ τοῦ βάθρου (οἱ παραστάδες, τὰ ὄρθια ξύλα, τὰ στηρίγματα τῶν ὀνίσκων τοῦ ὀρθοπεδικοῦ μηχανήματος) πρέπει νὰ εἶναι στέρεες, χοντρὲς καὶ συνάμα βαθιὰ στερεωμένες: τὸ ἰσχυρὰς καὶ ἰσχυρῶς ἐνηρμοσμένας ποὺ ἕπεται ἀμέσως μπορεῖ κάλλιστα νὰ ἔχει θεωρηθεῖ ἀπὸ τὸν Ἀπ. ὡς ἐπεξήγηση τοῦ βαθείας (βλ. ΕΛεξΙ8 σ.λ. βαθύς: μὲ ἱκανὸ βάθος [σὺν τοῖς ἄλλοις], καὶ LSJ99 / LSK10: [καὶ] ἰσχυρός)· πβ. σὺν τοῖς ἄλλοις Παύλ. Αἰγιν. Ἐπιτ. ἰατρ. 6.118.4 ἐμπεπήχθω ξύλον ὀρθὸν ὅσον ποδιαῖον τῷ μήκει, πάχος δὲ ὅσον στειλειοῦ [γιὰ τὸ κατωτ. στ. 22 κἑ. περιγραφόμενο ξύλον] καὶ 5 μὴ ἔλαττον ἢ ποδὸς τὸ μῆκος (πβ., 6.114.5 μὴ πάνυ παχὺ μηδὲ μὴν λεπτὸν κ.ἄ.)· πβ. ἀκόμα τὸ τοῦ Ὁμήρου (Ο 356, κ.τ.τ. ἀλλοῦ) ὄχθας καπέτοιο βαθείης (βλ. κατωτ. σχόλ. σ.λ. καπέτους): ἴσως, φλιὰς παχείας. Γιὰ τὸ φλιὰς βλ. ΕΛεξΙ8 σ.λ. φλιά, μὲ παραπομπές (Ἐρωτιαν. σ.λ. φλιαί [133.5: σελ. 92.1 N.11]· τὰ ἑκατέρωθεν τοῦ βάθρου ὄρθια ξύλα, ἐν οἷς οἱ ἄξονες περιέχονται, καὶ Γαλην. ὅ.π. 749.16: βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 1.8.17 σ.λ. ὀνίσκον). Νὰ σημειωθεῖ ἡ δυσκολία ἑρμηνείας ὁρισμένων σημείων καὶ ἡ γενικὴ ἀδυναμία ἀναπαράστασης τοῦ βάθρου τοῦ Ἱππ., παρὰ τὶς περιγραφὲς τοῦ ἴδιου τοῦ Ἱππ. (Π. ἄρθρ. κεφ. 72 καὶ 73), τοῦ Ὀρειβ. (Ἰατρ. συναγ. 49.27) καὶ τοῦ Παύλ. Αἰγιν. (Ἐπιτ. ἰατρ. 6.118.4 κἑ.: βλ. καὶ ἀνωτ.), καὶ τὴν ἐδῶ περιγραφὴ τοῦ Ἀπ., μὲ τὴν –πρώτη– ἀναπαράστασή του [Πίν. XXIV], ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπίμονες προσπάθειες νεωτέρων (βλ. ἀναλυτικά: Λυπουρλῆ ΙππΧειρ12 σσ. 216-17).
15-16. ὀνίσκον: βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 1.8.17 σ.λ. ὀνίσκον.
18. καπέτους: βλ. καὶ κατωτ. στ. 31 κἑ. καὶ 17.18 (15 κἑ.). Κατὰ τὸν Ἐρωτιαν. σ.λ. κάπετος [52.13 N.11]· ὄρυγμα, τάφος. ἐπὶ μέντοι τοῦ ὀργάνου τὸ ὄρυγμα δηλοῖ· καὶ κατὰ τὸν Γαλ. Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 750.14 καπέτους μὲν οὐκ ὀλίγοι τῶν παλαιῶν εἰρήκασι τὰς τάφρους. ὁ δὲ Ἱπποκράτης νῦν ἐκ μεταφορᾶς κέχρηται τῇ προσηγορίᾳ τὰς ἐκτετμημένας τῷ βάθρῳ κοιλότητας ἑρμηνεῦσαι βουλόμενος, ἕνεκα τοῦ στηρίζεσθαι κατ' αὐτὰς τοὺς μοχλούς· κατὰ δὲ τὸν Ὀρειβ. Ἰατρ. συναγ. 49.27.5-6 ὅλον δὲ τὸ ξύλον κατὰ τὴν ἡμίσειαν ἐκ διαστημάτων τετραδακτυλιαίων σεσωλήνισται σωλῆσιν ὁμοίως κατὰ βάθος τετραδακτυλιαίοις· τούτους δὲ τοὺς σωληνισμοὺς καπέτους ὠνόμασεν Ἱπποκράτης· πβ. Παύλ. Αἰγιν. Ἐπιτ. ἰατρ. 6.118.4 ἐγγεγλύφθωσαν δὲ δι' ὅλου σχεδὸν τοῦ ξύλου ἐπιμήκεις τινὲς οἷον τάφροι πλάτος τε καὶ βάθος μὴ πλεῖον δακτύλων τριῶν, ἀπέχουσαι δὲ ἀλλήλων μὴ πλεῖον δακτύλων τεσσάρων, ὥστε τοῦ μοχλοῦ κατὰ τὸ πέρας ἐπ' αὐτῶν ἀντιβαίνοντος, ἐφ' ὁπότερα ἂν δεήσοι, ποιεῖσθαι τὴν μόχλευσιν (βλ. καὶ ἀνωτ. σ.λ. φλιὰς βαθείας). (Βλ. ΕΛεξΙ8 σ.λ. κάπετος, καὶ LSJ99 / LSK10: καὶ «ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, αὐλάκιον μοχλοῦ» [μὲ παραπ. στὸν Ἱππ.], ἀντὶ τοῦ σκάπετος [«ἐκ τοῦ σκάπατος» LSK10], ἀπὸ τὸ σκάπτω [LSJ99]· βλ. ἐπίσης Ἀπολλων. σοφ. Λεξ. Ὁμηρ. 95.8 σ.λ. κάπετος· τάφρος. καὶ ἔστιν οἱονεὶ σκάπετος, παρὰ τὸ ἐσκάφθαι, Ἡσύχ. σ.λ. κάπετος [κ 698, πβ. 697]· τάφος, σορός, ὄρυγμα, βόθρος. οἱ δὲ σκαπετόν, καὶ Ζωναρ. Λεξ. σ.λ. κάπετος [κ 1143.17]· σορός, θήκη καὶ [κ 1147.13] ἡ τάφρος. παρὰ τὸ σκάπτω, σκάπετος καὶ κάπετος. παρὰ τὸ ἐσκάφθαι· περισσότερα γιὰ τὴν ἐτυμ.: Chantraine13 σ.λ. σκάπτω καὶ Μπαμπ.14 σ.λ. σκάβω.)
20-43. ἔχειν δὲ (...) ἐμπεσεῖν: βλ. καὶ Γαλ. Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 751.9-752.10 (λῆμμα) καὶ 752.11-753.10 (σχόλια, στ. 20-35 ἔσω), 753.11-754.1 (λῆμμα) καὶ 754.4-12 (σχόλια, στ. 35-43), κἑ. (γιὰ τὰ ἐδῶ 8.8 κἑ.).