7 Σ' ὅλα τὰ προηγούμενα ὁ Ἱπποκράτης πρόσθεσε τὰ ἑξῆς: Ὅλες
αὐτὲς οἱ ἀνατάξεις εἶναι εὔχρηστες στὴν παλαίστρα, γιατὶ δὲν χρειά-
ζονται καθόλου νὰ μεταφερθοῦν ἐπιπρόσθετα μέσα ξένα· θὰ μπο-
ροῦσε ὅμως νὰ τὶς χρησιμοποιήσει κάποιος καὶ ἀλλοῦ. Γιατὶ ὄχι
μόνο ἂν κάτι τέτοιο συμβεῖ στὶς ἀσκήσεις (καὶ στοὺς ἀγῶνες) στὴν
παλαίστρα ἐπιβάλλεται ἡ χρήση τῶν προδιαγραφέντων πρόχειρων
ἀνατάξεων, ἀλλὰ καὶ ἂν συμβεῖ σὲ ἄλλους τόπους ἀπόμερους, ὅπου
δὲν ὑπάρχουν κανενὸς εἴδους ὄργανα. Ταυτόχρονα καὶ τὴ χρήση
μοχλῶν γιὰ ἀνάταξη ἐξαρθρημάτων ποὺ εἶναι μέχρις ἑνὸς ὁρισμέ-
νου σημείου συνδεδεμένα μὲ βία ποὺ παράγεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώ-
πους διασαφηνίζει ὡς ἑξῆς: ἀλλὰ καὶ ὅσοι ἐνεργοῦν τὴν ἀνάταξη μὲ
χρήση ὑπέρου (μὲ ξύλινο ρόπαλο, ξύλινον κόπανο, μοχλὸ σὲ σχῆμα
γουδοχεριοῦ) τὴν ἐπιτυγχάνουν φυσιολογικά· τὸ ὕπερον πρέπει νὰ
εἶναι περιτυλιγμένο μὲ κάτι (γιατὶ ἔτσι θὰ γλιστροῦσε λιγότερο)· νὰ
τὸ ἀναγκάσεις δὲ νὰ παραμένει μεταξὺ τῶν πλευρῶν καὶ τῆς κεφα-
λῆς τοῦ βραχιονίου. Καὶ ἂν τὸ ὕπερον εἶναι κοντό, πρέπει ὁ πάσχων
νὰ καθίσει πάνω σὲ κάτι, ὥστε μόλις νὰ μπορεῖ νὰ ἀγκαλιάσει μὲ τὸν
βραχίονά του τὸ ὕπερον. Ἀλλὰ τὸ καλύτερο εἶναι νά 'ναι μακρύτερο
τὸ ὑπεροειδὲς ξύλο, ὥστε ὄρθιος ὁ πάσχων σχεδὸν νὰ κρέμεται
γύρω ἀπ' αὐτό· καὶ ἔπειτα ὁ βραχίονας καὶ ὁ πῆχυς νὰ βρίσκονται
σὲ ἔκταση παράλληλα πρὸς τὸ ὕπερον, ἐνῶ στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ
σώματος κάποιος νὰ πιέζει πρὸς τὰ κάτω περιβάλλοντας μὲ τὰ χέ-
ρια του τὸν αὐχένα κοντὰ στὴν κλείδα. Αὐτὴ ἡ ἀνάταξη γίνεται
ἐπαρκῶς μὲ φυσιολογικὸ τρόπο· καὶ μποροῦν νὰ κάνουν τὴν ἀνά-
ταξη, ἂν κάνουν τὶς κατάλληλες προετοιμασίες. Γιατὶ πρέπει νὰ στα-
θεροποιοῦμε καλὰ τὸ ὕπερον, γιὰ νὰ μὴν ἀποβεῖ ἐμπόδιο κατὰ τὴ
διάρκεια τοῦ χειρισμοῦ σαλεύοντας. Γιατὶ στ' ἀλήθεια βέβαια αὐτὴ ἡ
μέθοδος ἐπιτρέπει μιὰ πιὸ βίαιη ἀνύψωση μὲ μοχλό· πῶς θὰ μπο-
ροῦσε δὲ κανεὶς νὰ πραγματοποιήσει τὴν ἀνάταξη γύρω ἀπὸ τὸ
ὑπεροειδὲς ξύλο, δείχνεται παρακάτω.
7.2. αὗται αἱ ἐμβολαὶ: ἔτσι στὸν L, αὗται δὲ κ.λπ. στὸν Ἱπποκράτη (χφφ. καὶ ἐκδ.). Τὸ δὲ κατὰ τὸν Blomquist1 πρέπει νὰ προστεθεῖ καὶ ἐδῶ καὶ στὶς παρόμοιες περιπτώσεις στὴ συνέχεια: 12.22 (πβ. 3.12.21), 3.8.8, 11.10, 18.12 (πρὶν ἢ μετὰ ἀπὸ α), 1.13.19 (νὰ προστεθεῖ, τότε, καὶ τὸ 3.14.12). Μὲ δισταγμούς, κρατήσαμε καὶ σ' αὐτὲς τὶς περιπτώσεις τὴ γραφὴ τοῦ L (βλ. καὶ κατωτ. στὰ ἀνωτ. μνημονευόμενα χωρία).
2-8. αὗται (...) κατὰ παλαίστρην (...) καὶ ἄλλοθι (...): σωστὰ σημειώνει ὁ Ἱππ. ὅτι οἱ ἀνωτ. τρόποι ἀνάταξης [κυρίως ὁ τελευταῖος: βλ. Withington2 206 σημ. 1] εἶναι εὔχρηστοι στὶς παλαῖστρες τῶν Γυμνασίων (: γυμναστηρίων, ὅπου προφανῶς συνέβαιναν συχνὰ ἐξαρθρήματα, κατὰ τὴ διεξαγωγὴ τῶν ἀγωνισμάτων τῆς πάλης καὶ τοῦ παγκρατίου κυρίως), ἐπειδὴ δὲν χρειάζονται ἰατρικὰ ἐργαλεῖα ἢ ἐξαρτήματα, καὶ ὅτι μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν καὶ ἀλλοῦ (μηδεμιᾶς ὀργανικῆς ἀνάγκης παρούσης, κατὰ τὸ σχόλιο τοῦ Ἀπ.).
3. ἀλλοίων ἀρμένων: αλολιων οργαμενων στὸν L, ἀλλοίων ἀρμένων (διάφ. γρ. ἁρμ.) στὸν Ἱππ. (ἀλλοίων Γαλ.)· ὁ Di.3 (ἁρμ.) καὶ ὁ Sch.4 (ἀρμ.) υἱοθετοῦν τὴ γραφὴ τῶν χφφ. (καὶ τῶν ἐκδ.) τοῦ Ἱππ., ὀρθῶς (ἴσως: ἀλλοίων ἀρ{γα}μένων)· οἱ KK.5, ἀντίθετα, γράφουν ἀλλοίων ὀργά{με}νων. Σχολιάζοντας τὸ τελευταῖο ὁ Blomquist1 (11, 20.26), σημειώνει ὅτι τὸ οργαμενων τοῦ L προέρχεται ἀπὸ ἀρχικὸ ἀρμένων κι ἕνα προσγεγραμμένο ὀργάνων ὡς ἐπεξήγησή του, καὶ ὅτι τὸ ἀντίθετο εἶναι ἀδύνατο, γιατὶ τὸ ὀργάνων δὲν εἶναι ἡ σπάνια λέξη. Τὸ τελευταῖο εἶναι προφανῶς ἀναντίρρητο (lectio difficilior εἶναι ἀσφαλῶς τὸ ἀρμένων)· τὸ αλολιων ὅμως τοῦ L προκαλεῖ τὸ ἐρώτημα μήπως ἡ παραφθορὰ δὲν ἔγινε ἐξ αἰτίας προσγεγραμμένου ἐπεξηγηματικοῦ ὀργάνων στὸ χειρόγραφο ποὺ εἶχε ὑπ' ὄψιν ὁ γραφέας ἀλλ' ἀπὸ ἀδυναμία ἄμεσης κατανόησης τοῦ κειμένου (μὲ τὸ ὀργάνων νὰ προβάλλει πρῶτο στὴ σκέψη του, ὅπως συμβαίνει εὔλογα σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις, μὲ τὰ λάθη συχνὰ ἀναπόφευκτα, κυρίως ὅταν ἡ γραφὴ τοῦ κειμένου γίνεται καθ' ὑπαγόρευση). Βλ. καὶ κατωτ. 2.11.27 σχόλ. σ.λ. γου{γο}νάτων.
6. τοῖς προδιηιρημένοις: ἔτσι στὸν L, υἱοθετούμενο ἀπὸ τοὺς Di.3 καὶ KK5. Ὁ Sch.4 γράφει προδιηρ<ιθμ>ημένοις, ἐπικροτούμενο ἀπὸ τὸν Alpers6 (σ. 32), γιατὶ ἡ λέξη ἀνήκει στὶς ἀγαπητὲς στὸν Ἀπ. ἐκφράσεις [ὄντως, βλ. κατωτ. 8.30-31 σὺν τοῖς προδιηριθμημένοις καὶ 12.1 Ἐπὶ πᾶσι δὲ τοῖς προδιηριθμημένοις, καὶ ἀνωτ. 3.16-17 ὃν τρόπον προδιηρίθμηται γεγενημένην] καὶ γιατὶ ἔλλειμμα στὸν συλλαβισμὸ στὸ ἐσωτερικὸ μιᾶς λέξης ἀπαντᾶ καὶ ἀλλοῦ στὸν Ἀπ. [ὄντως, βλ. π.χ. ἀνωτ. 4.26 δι<ασ>εσάφηκεν, καὶ κατωτ. 8.19 ὑπερ<ρ>ίπτουσιν, 2.5.23 καταρτίζοι<ν>τ' ἄν, 11.13 δρύϊ<ν>ον, 13.7 κατα<τα>θήσεσθαι, κ.τ.τ., μὲ τὰ σχετικὰ σχόλια]. Στὸν Ἀπ. ἀπαντᾶ σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸ προειρημένοις (1.7.1 [ἀνωτ.] Πᾶσιν δὲ τοῖς προειρημένοις, πβ. 2.6.2 καθάπερ προείρηται καὶ 2.1.3-4 ὁ προειρημένος ἰατρός, ἀλλ' ἀπ' αὐτὸ δύσκολα θὰ μποροῦσε νὰ προέλθει τὸ προδιηρημένοις τοῦ L. Δὲν ἀποκλείεται, λοιπόν, νὰ πρόκειται ἐδῶ γιὰ ἀρχικὴ γραφὴ προδιηριθμημένοις (γιὰ τὴ σημασία: LSJ97 σ.λ. προδιαριθμέομαι, παθητ., "to be enumerated before", μὲ παραπ. στὸν Ἀπ. [ἀπὸ τὴν ἔκδ. Schöne4], χωρὶς ὅμως παραπ. σὲ ἐπιμέρους χωρία). Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ ἀποκλειστεῖ τὸ προδιηιρημένοις (προδιηρημένοις L), ὡς lectio difficilior μὲ σημασία ὄχι ἀσύμβατη ἐδῶ: μὲ τοὺς τρόπους ἀνατάξεων ποὺ ἔχουμε προδιαγράψει (κ.τ.τ.)· πβ. Οὐλπιαν. Προλεγ. 11.27 ὥσπερ καὶ προδιαιροῦντες τὸν λόγον εἴπομεν, Δαμάσκ. Εἰς Φίληβ. 156.1 προδιαιρετέον καθόλου τὰ πάθη, Σωραν. Γυναικ. 1.1.1.1 πρὸς τὸ τῶν ἀποδοθησομένων εὐαπόκριτον ἡ τῆς πραγματείας συμβάλλεται προδιαίρεσις, κ.τ.τ. (βλ. καὶ LSJ97 σ.λ. προδιαιρέω καὶ προδιαιρετέον καὶ Suppl. σ.λ. προδιαιρέω 2 καὶ προδιαίρεσις, πβ. σ.λ. διαιρέω ΙΙΙ.2 κἑ.). Ὅπως καὶ στὶς ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις, ἔτσι, κρατήσαμε καὶ ἐμεῖς (ὅπως καὶ οἱ Di.3 καὶ KK.5) τὴ γραφὴ τοῦ L, παρὰ τὸν ἔντονο προβληματισμό μας.
7. ἀπολειφθεῖσ<ιν>: απολειφθεις L, απολειφθεῖσ<ιν> KK.5· ἀποληφθεὶς M, Di.3, καὶ ἀποληφθεῖσ<ιν> Sch.4 Τόσο τὸ ἀπολείπομαι (βλ. LSJ97 σ.λ. ἀπολείπω [κυρίως ΙΙ.1], πβ. Αἴλιου Ἀριστείδη Ἱεροὶ λόγοι γ´ 310.12 μόνον με ἀπολειφθῆναι, Γαλην. Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 623.10 σκιρρώδους τινὸς ἀπολειφθέντος λειψάνου, κ.τ.τ.) ὅσο καὶ –κυρίως– τὸ ἀπολαμβάνομαι (βλ. LSJ97 σ.λ. ἀπολαμβάνω [κυρίως IV, συχνὰ στὴν παθητ. φωνή: Δημοσθ. Περὶ τῶν ἐν Χερσ. 35.6 δέκα μῆνας ἀπογενομένου τἀνθρώπου καὶ νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθέντος, κ.τ.τ.], πβ. Ἱππ. Π. γον. 10.10 τῶν δένδρων ἅσσα ἐν τῇ γῇ ἐόντα μὴ ἔχει εὐρυχωρίην, ἀλλ' ὑπὸ λίθου ἢ ὑπό τευ ἄλλου ἀποληφθῇ, κ.τ.τ.), εἶναι συμβατὰ μὲ τὰ ἐδῶ συμφραζόμενα (πβ. χαρακτηριστικά: Ἱππ. Π. ἄρθρ. 11.69 ἂν μάλιστα ἐπουλωθείη καὶ ἀποληφθείη ἡ εὐρυχωρίη καθ' ἣν μάλιστα ὀλισθάνει ὁ βραχίων καὶ Γαλην. Π. ἐκπτ. XVIII1 393.4: παράθεση τοῦ ἀνωτ. χωρίου τοῦ Ἱππ. μὲ γραφὴ ἀπολειφθείη, ἡ εὐρυχωρίη, καὶ 8: σχόλιο τοῦ Γαλην. μὲ γραφὴ ἀπολειφθείη εὐρυχωρίη). Τὰ ἀπολειφθεὶς (κατὰ τὸν L) καὶ ἀποληφθεὶς δίνουν ὀνομαστικὴ ἀπόλυτο (μὲ ὑποκ. τὸ ἐνν. ἄνθρωπός τις) πολὺ δύσκολα ἀνεκτή, κατ' ἀντίθεση πρὸς τὴ συνημμένη μετοχὴ ἀπολειφθεῖσ<ιν> ἢ ἀποληφθεῖσ<ιν>, μὲ ὑποκ. τὸ τόποις. Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα, πιὸ εὔλογη φαίνεται ἡ συμπλήρωση τῆς γραφῆς τοῦ L απολειφθεις, σὲ δοτ. ἀπολειφθεῖσ<ιν> (KK.5).
10-22. ἀτὰρ καὶ οἱ περὶ τὰ ὕπερα (...) χρηστῶς σκευάσωνται: Σχολιάζει ὁ Γαληνός (Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 336.1-4 καὶ 336.10-337.8: γιὰ τοὺς ἐδῶ στ. 2-20 καὶ 21-22): Καὶ οὗτοι μὲν καθόσον ἀντιτάσει χρῶνται, κατὰ φύσιν ἐμβάλλουσι, καθόσον δὲ ὡσαύτως, ἐφεξῆς περισφάλλεται τὸ κυρτὸν τοῦ ἄρθρου ὑπεροειδοῦς ἐν τούτῳ τῷ κατὰ φύσιν ἁμαρτάνουσι. τὰ δὲ κατὰ μέρος τῆς λέξεως ἁπλᾶ. (336.10) Μετρίως αὐτὴν λέγει κατὰ φύσιν εἶναι· τοῦτο γὰρ σημεῖον ᾖ τὸ ἐπιεικῶς, ὥσπερ καὶ ὁ ἐπιεικὴς ἄνθρωπος ὁ μέτριος δηλοῦται πρὸς τῶν Ἑλλήνων. ἔνιοι δὲ ᾠήθησαν τὸ ἐπιεικῶς ἀντὶ μάλιστα λέγεσθαι καὶ διὰ τοῦτο οἶμαι καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν τῆς ῥήσεως ἀφείλοντο ἐγγύς τε γράψαντες. οὕτως γὰρ καὶ οἱ περιαναγκάζοντες κατὰ φύσιν ἐμβάλλουσιν (κ.λπ.: βλ. καὶ ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 4.23-25).
14. ἦι: ει στὸν L, ᾖ (Kw.8 καὶ Wi.2) καὶ ἔῃ (Li.9, καὶ Γαλ.: 335.10 Kühn10) στὸν Ἱππ.· ἔῃ γράφουν οἱ Di.3, Sch.4 καὶ KK.5 (καὶ κατωτ. 1.9.12 καὶ 21 [26.15 καὶ 26.25], ὄχι ὅμως καὶ στὸ 1.10.9 [30.5]: βλ. Blomquist1 [11-12, 22.9] καὶ κατωτ. στὰ ἀνωτ. χωρία). Ὅπως σημειώνει ὁ Blomquist1 (ὅ.π.), τὸ ει μπορεῖ –θεωρητικά– νὰ ἀντιπροσωπεύει τόσο τὸ ἔῃ ὅσο καὶ τὸ ᾖ, ὅμως στὸν L ἀπαντᾶ μόνο τὸ η καὶ ὄχι τὸ εη (π.χ. 1.6.12 [20.20], 1.12.17 [34.1], 13.8 [34.16], 3.7.14 [74.17, βλ. ὅμως τὴ σημ. μας στὸ χωρίο], 3.12.10 [88.15]: η L= ᾖ: ἦι), καὶ τὸ σύμπλεγμα εη δὲν παραφθείρεται ποτὲ σὲ ει (1.9.16 [26.19] ἀτρεμέῃ, 2.11.14 [56.15] καὶ 14.16 [60.12] δέῃ)· ἀντίθετα τὸ η συχνὰ γίνεται ει. Ὁ τύπος ᾖ ἑπομένως, συμπεραίνει ὁ Blomquist1, εἶναι πιὸ πιθανὸς ἀπὸ τὸν τύπο ἔῃ· καὶ προσθέτει ὅτι ὑπάρχουν ἐντούτοις στὰ παραθέματα τοῦ Ἀπ. ἀπὸ τὸν Ἱππ. τύποι ὅπως τὸ ἔωσιν (1.12.23 [34.7] καὶ 3.12.19 [88.23], καὶ στὸ 3.12.16 [88.20] πρέπει νὰ γραφεῖ <ἔ>ωσιν: βλ. κατωτ. σχόλ. σ.λ.), τὸ ἐοῦσα (1.12.14 [32.26] καὶ 3.12.6 [88.11]), καὶ τὸ ἐοῦσιν (3.10.23 [82.11], καὶ <ἐ>οῦσιν στὸ 3.11.19 [86.7]: βλ. ὅμως κατωτ. σχόλ. σ.λ.)· καὶ ὅτι τὰ ἴδια συμπεράσματα ἔχει ἐξαγάγει ὁ Kühlewein8 (τόμ. Ι, σελ. CV) ἀπὸ τὰ χφφ. τοῦ Ἱπποκράτη. Μ' αὐτὸ τὸ σκεπτικὸ γράψαμε καὶ ἐδῶ καὶ στὰ ἀνάλογα παραδείγματα στὴ συνέχεια ἦι (πλὴν τοῦ 3.7.14, ὅπου ὁ L δίνει τὴ γραφὴ ηϊ: βλ. κατωτ. σχόλ. σ.λ.).
24. ἐπεὶ ἦ γε: θειη γε L, καὶ Di.3 (θείη γε)· θειη γε KK.5· ἐπεί γε γράφει ὁ Sch.4 (κατὰ τὴ διόρθωση τοῦ Brinkmann), ποὺ νοηματικὰ εὐσταθεῖ καὶ παλαιογραφικὰ δὲν εἶναι ἀπαράδεκτο· προτιμότερο, ὅμως, τουλάχιστο ἀπὸ παλαιογραφικῆς ἀπόψεως, εἶναι τὸ ἐπεὶ ἦ γε, ἢ ἐπειή γε (βλ. LSJ97 σ.λλ. ἐπεὶ Β.5 καὶ ἐπειή, καὶ Suppl. σ.λ. ἐπεὶ ἦ)· πβ. ἐπειδή γε, ποὺ ἀπαντᾶ συχνὰ σὲ ἰατρικὰ κείμενα (βλ. λ.χ. Γαλην. Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 301.11, Π. χρείας μορ. ΙΙΙ 736.10 καὶ 814. 11, κ.ἄ.).