6 Ἀκολούθως μνημονεύει καὶ ἕναν ἄλλον τρόπο ἀνάταξης μὲ τὰ
ἑξῆς: Ἄλλος τρόπος ἀνάταξης, ἐὰν ἐξαρθρωθεῖ πρὸς τὰ μέσα: Πρέ-
πει νὰ δέσεις μεταξὺ δύο στύλων ἕνα ξύλινο δοκάρι ποὺ ἔχει ὕψος
σύμμετρο (μὲ τὶς πρέπουσες ἀναλογίες). Νὰ προεξέχει δὲ τὸ δοκάρι
ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ ὅσο ὁ γλουτός (τοῦ πάσχοντος). Ἀφοῦ δέσεις δὲ
γύρω ἀπὸ τὸ στῆθος τοῦ πάσχοντος ὕφασμα νὰ τὸν καθίσεις στὸ
προεξέχον τμῆμα τοῦ δοκαριοῦ, ἔπειτα νὰ προσδέσεις τὸ στῆθος
στὸν στύλο μὲ κάτι πλατύ· κι ἔπειτα κάποιος νὰ κρατᾶ γερὰ τὸ ὑγιὲς
σκέλος γιὰ νὰ μὴν γλιστρᾶ· ἀπὸ δὲ τὸ πάσχον (σκέλος) νὰ κρεμάσεις
βάρος, ὅσο ταιριάζει. Πρέπει δὲ καὶ αὐτὴ ἡ ἀνάταξη ἔτσι (κατὰ τὸν
ἑπόμενο πίνακα) νὰ γίνεται.
6.4. προ{σ}εχέτω: προσεχετω L, καὶ στὰ χφφ. τοῦ Ἱππ. Ἡ γραφὴ τῆς παράδοσης υἱοθετεῖται ἀπὸ τὸν Di.1, τὴν ὑπερασπίζεται δὲ ὁ Blomquist2 (27, 70.24), μολονότι πιστεύει ὅτι ὁ συγγραφέας τοῦ Π. ἄρθρ. ἔγραψε μᾶλλον προεχέτω ἢ προϊσχέτω, μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι τὸ κείμενο ἦταν ἤδη παρεφθαρμένο στὴν παρουσίαση τοῦ Ἀπ., καὶ σημειώνοντας ὅτι κάποιος ἀργότερα μὲ τὴν προσθήκη ὁ νοσέων (μὲ παραπομπὴ στὸ κριτ. ὑπόμν. τοῦ Kw.3: «ὁ νοσεον ante κατὰ B, post μέρος MV, om. Ap.») προσπάθησε νὰ δώσει καλύτερο νόημα στὸ χωρίο. Τὸ προσεχέτω, ὄντως, δὲν δίνει ἐδῶ καλὸ νόημα· κι ὁ Ἀπ. δύσκολα μποροῦσε νὰ τὸ υἱοθετήσει, κι ἂν ἀκόμα τὸ κείμενο ποὺ εἶχε ὑπ' ὄψιν ἦταν ἤδη παρεφθαρμένο. (Γιὰ τὰ προέχω καὶ προσέχω βλ. ΕΛεξΙ4 σ.λλ., μὲ σχετικὰ παραθέματα καὶ παραπομπές.)
5. τὸ πυγαῖον: ἡ πυγή, ὁ γλουτός (βλ. ΕΛεξΙ4 σ.λλ. πυγαῖον, πυγή, καὶ γλουτός, καὶ Μπαμπ.5 σ.λ. πυγή: «ο πρωκτός και οι γλουτοί, τα οπίσθια, ο πισινός», ἀβέβ. ἐτυμ. [βλ. καὶ Chantraine6 σ.λ. πυγή], πβ. LSK7 σ.λ. πυγών). Γιὰ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ κειμένου καὶ τὴ σχετικὴ τοποθέτηση τῶν ἐκδ. καὶ τοῦ Blomquist2 (27-28, 70.25) βλ. στὸ κριτ. μας ὑπόμν. (σ.στ. 5)· στὸν Ἀπ. κατωτ. 18.14 καὶ 20.15 τὸ πυγαῖον, καὶ 18.31 τοῦ πυγαίου (πβ. ἀνωτ. 2.10 καὶ 21 ὁ γλουτὸς [βλ. καὶ κατωτ. 16.12, καὶ 14 σ.λ. ὁ μηρός] καὶ κατωτ. 17.14 καὶ 16 τὸν γλουτόν). Γιὰ τὶς ὀνομασίες τῆς περιοχῆς τοῦ πυγαίου βλ. σὺν τοῖς ἄλλοις Πολυδ. Ὀνομ. 2.181-186: τῶν δὲ πλευρῶν αἱ μὲν μείζους γνήσιαι, αἱ δὲ ἐλάττους νόθαι, αἳ καὶ εἰσὶν ὑπὸ τῷ στήθει· μεθ' ἃς τὰ ἐνιδρυμένα ταῖς πλευραῖς σπλάγχνα ἐγκοίλια καλεῖται. καὶ ἐκ μὲν νώτων ἡ ἀνωτάτω πλευρὰ μεγίστη ὁρᾶται, ἐκ δὲ πλαγίων αἱ μέσαι. καὶ τὰ μὲν τῶν πλευρῶν ὀστᾶ σπάθαι· τούτων δὲ πλάται μὲν τὰ εὐρύτερα, ἃ καὶ ἀλλήλοις συμπέπηγεν, τὰ δὲ στενὰ κωπία, ἃ ῥάχει γειτονεῖ. καὶ αἱ μὲν πρῶται δύο τὴν ἐπίκλησιν ἔχουσιν ἀντίστροφοι, δύο δὲ αἱ μετὰ ταύτας στερεαί, δύο δ' ἐπὶ ταύταις στερνίτιδες· αἱ δ' ἐπὶ τοὺς χόνδρους καταλήγουσαι δύο παράσειροι, τέτταρες δὲ αἱ νόθαι μαλθακαί. ἵνα δὲ οἱ σφόνδυλοι καταλήγουσιν, ἱερὸν ὀστοῦν καλεῖται· καὶ ἄρχεται μὲν ἐξ εὐρύτητος ὑπὸ τὴν ῥάχιν, ἀποστενοῦται δὲ κατὰ τὸν κόκκυγα καλούμενον, ὃς καὶ σφονδύλιον καὶ ὀρροπύγιον ὀνομάζεται. οὗ τὸ ὑπεράνω ὀσφῦς καὶ ἰξύς, ὡς ζώνη τὸ κατ' αὐτὴν ἐν τοῖς πρόσθεν. τισὶ δὲ τὸ ἱερὸν ὀστοῦν τρητὸς κόκκυξ καλεῖται καὶ ἔστι πάντων μέγιστον. καὶ τὸ μὲν εἰς δακτύλιον νενευκὸς αὐτοῦ κορυφὴ καλεῖται, τὰ δὲ πλάγια ἰσχία τε καὶ σκάφια. ταῦτα δὲ ὀμφαλῷ μὲν ἀντίκειται, γλουτοῖς δὲ ἐπίκειται, οἳ καὶ κοχῶναι καὶ πυγαὶ προσαγορεύονται, καὶ προχῶναι (...) καὶ ἰσχία μέν ἐστιν αἱ ἑκατέρωθεν μετὰ τὴν ὀσφῦν σαρκώδεις προβολαί, τὰ δ' ὑπερέχοντα ἀπὸ τούτων γλουτοὶ καὶ ἐφέδρανα, ἀφ' ὧν ἕδρα καθέδρα ἐνέδρα, ἐνεδρεύειν ἐφεδρεύειν, ἔφεδρος. ἀπὸ δὲ πυγῶν ὀνόματα εὔπυγος, καλλίπυγος, καταπύγων, καὶ (...) πυγοστόλος· οἱ δὲ Ἀττικοὶ καὶ τὸν μέσον τῆς χειρὸς δάκτυλον καταπύγονα ὠνόμαζον. οἱ δὲ ἐνδεῶς πυγῶν ἔχοντες λίσποι καὶ ὑπόλισποι καλοῦνται καὶ λισπόπυγοι, ἐφ' ᾧ μάλιστα Ἀθηναῖοι κωμῳδοῦνται. τὴν δὲ ὧδε ἔχουσαν καὶ διατράμιν Στράττις ὠνόμασεν. οἱ δὲ ἔνδοθεν κατὰ τὴν ὀσφῦν μύες καλοῦνται ψόαι καὶ νευρομῆτραι καὶ ἀλώπεκες· Κλέαρχος δὲ οὕτως ὀνομάζει τοὺς ἔξωθεν κατὰ τῆς ῥάχεως μῦς. κοτύλας δ' ἂν εἴποις τὰς τῶν περὶ τοῖς ἰσχίοις ὀστῶν κοιλότητας, αἳ τῇ κεφαλῇ τῶν μηρῶν εἰσὶν ἐνηρμοσμέναι. πλῆκτρον δὲ μηροῦ καλεῖται καθὸ ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ τῇ κοτύλῃ συνάπτει, αὐτὴ δὲ ἡ κεφαλὴ κοτυληδών. αἱ δὲ ὑπὸ τοὺς γλουτοὺς ἐπὶ τοὺς μηροὺς καταφερεῖς σάρκες ὑπογλουτίδες. τὰ δ' ἔμπροσθεν παρὰ τοὺς μηροὺς βουβῶνες, οἷς καὶ τὸ πάθος ὁ βουβὼν ἐπιγίνεται· καὶ τὸ βουβωνιᾶν ἐκεῖθεν (...).