17 Τοῦτο μόνο πρέπει νὰ ἀναφερθεῖ, διότι, ἐὰν γενικὰ ὁ μηρός, ἀφοῦ
ἐξαρθρώθηκε καὶ ἀνατάχθηκε, δὲν παρέμεινε στὴ φυσιολογική του
θέση, θὰ τὸ εἶχε μὲ σαφήνεια ἐπισημάνει ὁ ἴδιος ὁ Ἱπποκράτης, κα-
θὼς καὶ ὅλα τὰ ἀποτελέσματα σχετικὰ μὲ αὐτὴν τὴν ἐξάρθρωση μὲ
ἐμπειρία ἔχει ἐκθέσει καὶ γι' αὐτὲς (τὶς ἀρθρώσεις) ποὺ (μετὰ ἀπὸ
ἀνάταξη) δὲν παρέμειναν στὴ θέση τους μὲ πολλὴν παραστατικότη-
τα ἔχει καταγράψει τὶς δυσκολίες αὐτῆς τῆς πραγματικότητας· αὐτὰ
βέβαια δηλώνουν, ὅπως ἔχουμε ἀποδείξει, ὅτι δὲν ἔχει κάνει ἄδικο
κόπο οὔτε ἔχει ἐκθέσει ἀνώφελους τρόπους ἀνατάξεων. Ἡ ἀνάταξη,
λοιπόν, γιὰ τὸν συγκεκριμένο τρόπο ἐξάρθρωσης λέει ὅτι γίνεται ὡς
ἑξῆς: Ἐὰν ὅμως ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ ἐξαρθρωθεῖ πρὸς τὰ ἔξω, πρέ-
πει νὰ κάνει (ὁ γιατρὸς) τὴν ἔκταση καὶ ἀντέκταση (τὶς ἐκτάσεις
πρὸς τὴ μία καὶ πρὸς τὴν ἄλλη κατεύθυνση) ἔτσι ἀκριβῶς ὅπως ἔχει
λεχθεῖ, ἢ μὲ τοῦτον τὸν τρόπο: Πρέπει νὰ ἐκτελεῖ τὴ μόχλευση χρη-
σιμοποιώντας πλατὺ μοχλὸ συγχρόνως μὲ τὴν ἔκταση, ὠθώντας ἀπ'
ἔξω πρὸς τὰ μέσα καὶ τοποθετώντας τὸν μοχλὸ στὸν ἴδιο τὸν γλουτὸ
καὶ λίγο ψηλότερα. Στὸ δὲ ὑγιὲς ἰσχίο πρὸς τὸ μέρος τοῦ γλουτοῦ νὰ
ἀντιστηρίζεται κάποιος μὲ τὰ χέρια, γιὰ νὰ μὴν ὑποχωρεῖ τὸ σῶμα, ἢ
μὲ ἄλλον παρόμοιο μοχλό, ἀφοῦ τὸν τοποθετήσει ἀπὸ κάτω καὶ τὸν
στηρίξει στὸ κατάλληλο ἀπὸ τὰ αὐλάκια, νὰ πιέζει δυνατὰ πρὸς ἀν-
τίθετη κατεύθυνση· τὸ παραπλεύρως δὲ τοῦ γόνατος μέρος τοῦ ἐξ-
αρθρωμένου μηροῦ πρέπει νὰ τὸ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὰ μέσα πρὸς τὰ ἔξω
μὲ ἤρεμο τρόπο. Τὸ κρέμασμα ὅμως δὲν ἁρμόζει σ' αὐτὸν τὸν τρόπο
τῆς διολίσθησης τῆς ἄρθρωσης· γιατὶ ὁ πήχυς αὐτοῦ ποὺ εἶναι κρε-
μασμένος ἀπὸ τὸν πάσχοντα θὰ μποροῦσε νὰ σπρώξει τὴν κεφαλὴ
τοῦ μηροῦ μακριὰ ἀπὸ τὴν κοτύλη. Θὰ μποροῦσε ὅμως κανεὶς νὰ
σχεδιάσει τὴ μόχλευση μὲ τὸ ξύλο ποὺ εἶναι τοποθετημένο ἀπὸ κά-
τω, ὥστε νὰ ταιριάζει σ' αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ ἐξαρθρήματος, προσ-
δένοντάς το στὴν ἐξωτερικὴ πλευρά (τοῦ σκέλους). Ἀλλὰ γιατί
χρειάζεται αὐτό; Γιατί, ἂν γίνεται ἡ ἔκταση ὀρθὰ καὶ καλά, ὀρθὰ
δὲ καὶ ἡ μόχλευση, γιὰ ποιόν λόγο νὰ μὴν ἀναταχθεῖ ἡ ἄρθρωση ποὺ
ἔχει ἐξαρθρωθεῖ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο; Μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθεῖ θερα-
πεία, ἂν γίνεται ἡ ἔκταση ὀρθὰ καὶ καλά, ὥστε νὰ ἀνατάσσεται καὶ ὁ
περὶ οὗ ὁ λόγος μηρός. Ἐὰν ὅμως ὄντως ἰσχυριστοῦν ὅτι τοῦτο εἶναι
δυνατὸ νὰ γίνεται, ἀλλὰ πάλι θὰ ἐξαρθρώνεται, θὰ εἶναι ἐντελῶς
ἀνόητοι· γιατὶ ὁ Ἱπποκράτης ἔχοντας παρατηρήσει τὰ πάντα μὲ
προσοχὴ θὰ μᾶς εἶχε καταστήσει καὶ αὐτὸ ἐμφανές. Ἀλλ' ἡ ἀνάταξη
βέβαια τοῦ πρὸς τὰ ἔξω ἐξαρθρωμένου μηροῦ θὰ μποροῦσε νὰ
ἐπιτευχθεῖ ὅπως ἀκριβῶς στὸ ὑπόδειγμα (στὸν κατωτέρω πίνακα).
17.6. τι: τὸ η τοῦ L ὀβελίζουν οἱ Di.1 (σημειώνοντας: «ἢ omittendum»), Sch.2 (σημ.: «[ἢ] seclusit Dtz; an σφόδρα τι?»), KK.3 (σημ.: «ἢ secl. Dietz1: τι dubitanter coni. Schoene2»). Υἱοθετήσαμε –μὲ πολλοὺς δισταγμοὺς– τὴν πρόταση τοῦ Sch.2, θεωρώντας ὅτι παλαιογραφικὰ ἑρμηνεύεται καλύτερα τὸ η τοῦ L ὡς παραφθορὰ ἀρχικοῦ τι (τόσο στὴν κεφαλαιογράμματη ὅσο καὶ στὴ μικρογράμματη γραφή) καὶ παραβάλλοντας πρὸς ἀντίστοιχα χωρία οὐκ ὀλίγα, ὅπως, λ.χ.: Πλάτ. Εὐθύδ. 277b.3 οὔπω σφόδρα τι ταῦτα εἴρητο τῷ Εὐθυδήμῳ (πβ. Φαῖδρ. 252b.6 κ.ἄ.), Ἀριστοτ. Ἠθ. Νικ. 1142a.20 σφόδρα τι ἐννοῦντες ἢ φοβούμενοι ἢ ἀκούοντες (...), Διογενιαν. Παροιμ. 1.84.1 ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων, Ἑρμογ. Περὶ ἰδ. 2.11.169-70 [402.10-11 Rabe4] τοῖς δ' ἄλλοις τοῦ ἤθους εἴδεσιν οὐ σφόδρα τι χρῆται, κ.ἄ. πολλά (μὲ τὸ τι ἐδῶ ἐννοούμενο προφανῶς ὡς ἐπιτατικό, ὅπως σὲ πάμπολλες περιπτώσεις).
18-19. ἀντικα<τεχέ>τω (...) μηροῦ: ὁ L δίνει τὴν –προφανῶς παρεφθαρμένη– γραφὴ αντι|κατωχε δε μηποτε του | μηρου, που ὀρθῶς διορθώνουν κατὰ τὸν Ἱππ. (χφφ. καὶ ἐκδ.) ὁ Di.1 καὶ ὁ Sch.2 σὲ ἀντικατεχέτω (ἤδη στὸν M)· τοῦ δὲ μηροῦ. Ὁ Blomquist5 (34, 96.23) προτείνει ἐπιπρόσθετα νὰ διαβάσουμε ἀντικα<τεχέ>τω· <τοῦ> {χε} δὲ {μήποτε τοῦ} μηροῦ τοῦ κ.λπ., θεωρώντας ὅτι τὸ χε εἶναι λάθος γραφῆς τοῦ δὲ (παραπέμποντας [σημ. 31] γιὰ τὴν ἐναλλαγὴ δ καὶ χ στὸν Alpers6 σ. 31 [βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 2.9.6 σ.λ. οὐδένα πω ἐξίθυναν] καὶ στὸ ἀνωτ. 3.13.16 {δὲ} χειρισμὸν) καὶ τὸ μηποτε λάθος γιὰ τὸ μηροῦ τοῦ· δὲν ἀποκλείεται, ὅμως, τὸ αντικατωχε δε μηποτε του νὰ ὀφείλεται σὲ σταδιακὴ παραφθορά, μὲ ἐσφαλμένη τοποθέτηση τῶν συλλαβῶν -τεχε- τοῦ ἀντικατεχέτω (στὴ λήγουσα τοῦ μηποτε καὶ τοῦ αντικατωχε) καὶ τοῦ πρὶν ἀπὸ τὸ δὲ ἄρθρου μετὰ τὸ μηποτε (ποὺ προῆλθε ἀπὸ ἀρχικὴ διττογραφία τῆς λέξεως μηρου, προσθήκη τοῦ -τε καὶ τροπὴ σὲ μηποτε). Σὲ κάθε περίπτωση, ἡ διόρθωση εἶναι βέβαιη.
19-20. ἔσωθεν ἔξω: εξωθεν εσω L, ἔσωθεν (διαφ. γρ. εἴσ-) ἔξω Ἱππ. (χφφ. καὶ ἐκδ.)· οἱ Di.1 καὶ Sch.2 διαβάζουν καὶ γράφουν ἔξωθεν εἴσω, οἱ KK.3 ἔξωθεν ἔσω· ὀρθῶς ὁ Blomquist5 (34-35, 96.24) προτείνει διόρθωση –κατὰ τὸν Ἱππ.– σὲ ἔσωθεν ἔξω, ἀφοῦ τὸ ἐξάρθρημα γίνεται πρὸς τὰ μέσα (: ἀνωτ. 16.15) καὶ ἑπομένως ἡ ἀνάταξη πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ τὰ μέσα πρὸς τὰ ἔξω.
24. ἁρμόσαι τούτωι: L καὶ ἐκδ., ἁρμόζειν καὶ τούτῳ Ἱππ. (χφφ. καὶ ἐκδ.). Μιὰ συμπλήρωση ἁρμόσ<ειν κ>αὶ τούτῳ στὸν Ἀπ. δὲν εἶναι ἀπίθανη, κατὰ τὸν Blomquist5 (35, 96.28 κἑ.)· εἶναι ὅμως ἀχρείαστη.
25. ἀλλὰ τί καὶ δ<εῖ>; ἢν (...): ὁ L φαίνεται νὰ δίνει τὴ γραφὴ αμα τι και μη̣ν̣, μὲ τὸ μην ἀβέβαιο καὶ ἔκδηλα τὰ ἴχνη διόρθωσης (ἢ προσπάθειας γιὰ διόρθωση)· τὰ πλεῖστα χφφ. τοῦ Ἱππ. δίνουν τὴ γραφὴ ἀλλὰ τί καὶ δεῖ πλείω λέγειν; ἢν (...), υἱοθετούμενη ἀπὸ τὸν Di.1, ἐνῶ ὁ Kw.7 υἱοθετεῖ τὴ γραφὴ τῶν χφφ. BMV ἀλλὰ τί καὶ δεῖ; ἢν (...), σημειώνοντας: «δεῖ πλ. λ. om. Ap.» καὶ «καὶ μὴν pro ἦν Ap.», ὁ δὲ Wi.8 ὀβελίζει τὸ πλείω λέγειν, σημειώνοντας (σ. 379 σημ. 2): "Omit Kw.7 and a few Mss."· ὁ Di.1 γράφει ἅμα τι. καὶ ἦν (μὲ τὴ σημ. «μὴν L»), ὁ Sch.2 –κατὰ τὰ πλεῖστα χφφ. τοῦ Ἱππ.– ἀλλὰ τί καὶ <δεῖ πλείω λέγειν;> ἦν (μὲ τὴ σημ. «καὶ μην γὰρ»), οἱ KK.3 ἀλλὰ τί καὶ δεῖ; ἢν (μὲ τὴ σημ. «αμα τι και μην L: sec. Hipp. corr. M»)· μὲ ἀμφιβολίες γράψαμε ἀλλὰ τί καὶ δ<εῖ>; ἢν (...).
27. ἐκπεπτωκό{το}ς: τὸ εκπεπτωκοτος τοῦ L διορθώνει κατὰ τὸν Ἱππ. (χφφ. καὶ ἐκδ., ἀλλ' ὁ Kw.7 σημειώνει: «ἐκπεπτωκός om. Ap.») ὁ M, οἱ Di.1 καὶ KK.3 (: ἐκπεπτωκός), καὶ ὁ Blomquist5 (35, 98.2: ἐκπεπτωκό{το}ς)· ὁ Sch.2, σημειώνοντας «lacunam ante εκπεπτωκότος indicavi», γράφει <ἐκπεπτωκός; ····> ἐκπεπτωκότος διαφεύγοι ἂν (κ.λπ.)· καὶ ὁ Blomquist5 (ὅ.π.) εἶναι βέβαιος ὅτι ἔχουν ἐκπέσει μερικὲς λέξεις πρὶν ἀπὸ τὸ διαφεύγοι ἂν (προσθέτοντας "vgl. [πβ.] SCHÖNE2")· ἡ ὅποια ὅμως συμπλήρωση εἶναι ἀβέβαιη, ὅπως καὶ ἡ ὑπόθεση τοῦ ἴδιου (ὅ.π.) νὰ θεωρήσουμε τὴν πρόταση ὀρθῶς μὲν καὶ εὖ κατατείνοιτο ὡς παράθεμα (παραβάλλοντας πρὸς τὸ ἀνωτ. στ. 25-26).
29. εἰ δὲ μὴ<ν> τοῦτο μὲν φήσουσιν: ὁ L δίνει τὴν προφανῶς παρεφθαρμένη γραφὴ ει δε μη τουτο μεν φησου|σιν, ποὺ ὁ μὲν Di.1 –γράφοντας εἰ δὲ μή, τοῦτο μὲν φήσουσι– προτείνει (σημ. 9) νὰ διορθωθεῖ μὲ προσθήκη τοῦ οἳ πρὶν ἀπὸ τὸ τοῦτο (ὥστε νὰ ἀρθεῖ ἡ συντακτικὴ ἀνωμαλία), ὁ δὲ Sch.2 διορθώνει σὲ εἰ δὲ τοῦτο μὴ φήσουσιν, σημειώνοντας: «(...) μὴ adscriptum ut corrigeretur μὲν»· πιὸ εὔλογη ὅμως εἶναι ἡ διόρθωση τοῦ μη σὲ μὴ<ν> ἀπὸ τοὺς KK.3 (ὡς τουλάχιστον πιὸ πιθανὴ παλαιογραφικά).