Τοῦ Τράμβηλου ἀδελφό· τὸν Τεῦκρο ἐννοεῖ. Γιατὶ μετὰ τὴν ἅλωση
τῆς Τροίας ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν Ἡρακλῆ ὁ Τελαμὼν πῆρε ὡς λάφυρο
ἐξαίρετο τὴ Θεάνειρα 〈〈τὴ γνωστὴ καὶ ὡς Ἡσιόνη〉〉, ὅπως ἀναφέρει
ὁ Ἴστρος στὰ Σύμμικτα. Κι αὐτὴ ἀφοῦ ἔμεινε ἔγκυος ἀπὸ τὸν
Τελαμώνα δραπέτευσε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ ἦλθε στὴ Μίλητο διασχί-
ζοντας τὴ μεταξὺ θάλασσα 〈〈καὶ τὴ Λέσβο. Κι ἐγὼ λέω, ἀφοῦ ἀγο-
ράστηκε ἀπὸ τὸν Πρίαμο〉〉. Βασίλευε δὲ τότε στὴ Μίλητο ὁ Ἀρίων,
ποὺ βρίσκοντάς την κρυμμένη στὸ δάσος τὴ διέσωσε καὶ τὸν γιὸ ποὺ
γεννήθηκε ἀπ' αὐτὴν καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Τράμβηλος ἀνέθρεψε σὰν
δικό του γιό. Ὅταν ὅμως ἔγινε ἡ ἐκστρατεία ἐναντίον τῆς Τροίας ὁ
Ἀχιλλέας ἔφτασε ὣς τὴ Μίλητο, κι ἔπειτα σκότωσε τὸν Τράμβηλο
ποὺ ἀντιστάθηκε· καθὼς θαύμασε δὲ τὴν ἀνδρεία του κι ἔμαθε ὅτι
κατάγεται ἀπὸ τὸν Τελαμώνα, τὸν ἔθαψε καὶ μέχρι ἑνὸς σημείου ὡς
συγγενῆ τὸν ἔκλαψε. Σύντροφος στὸ κρεβάτι λοιπὸν τοῦ πατέρα ἡ
Θεάνειρα. Ἀλλιῶς: τὸν ἀδελφὸ τοῦ γιοῦ τοῦ Τελαμώνα, δηλαδὴ τοῦ
Αἴαντα, τὸν Τεῦκρο.
[Γιὰ τὸν Τεῦκρον –τὸν ἀδελφὸν τοῦ υἱοῦ τοῦ Τελαμῶνος, ἤτοι τοῦ Αἴαντος– γίνεται
ἐκτενὴς λόγος στὴν Ἀλεξ. τοῦ Λυκόφρ. (στ. 450-78) καὶ στὰ Σχόλ. σ.στ. Βλ. καὶ
κατωτ. σχόλ. στὸ ἀπόσπ., μὲ παραπομπές.]
ΣΥΜΜΙΚΤΑ
Τὸ ἐν Συμμίκτοις τῶν Σχολ. [Τζέτζ.] στὸν Λυκόφρ. ἀποτελεῖ τὴ μοναδικὴ μαρτυρία γιὰ τὸ ἔργο. Ἀλλ' αὐτό, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Jacoby (RE1 σ.λ. Istros 9. [2281-82 μὲ παραπομπές, βλ. καὶ ἀνωτ. σημ. στὸ F56 μὲ παραπομπές], πβ. ὅμως Wellmann 5 κἑ.), δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ταυτιστῆ μὲ τὰ Ὑπομνήματα ἢ / καὶ ἄλλο παρεμφερὲς ἔργο τοῦ Ἴστρου. Στὸ ἴδιο ἔργο ἀνήκει πιθανῶς καὶ τὸ F68 (βλ. κατωτ.), σ' αὐτὸ ἢ στὰ Ὑπομνήματα (Σύμμικτα ὑπομνήματα κατὰ τὸν Wellmann ὅ.π.), ἴσως τὰ F68-73 (βλ. κατωτ.). Στὰ σχόλιά του στὸ χωρίο (655-56/521-22, μὲ παραπομπὲς καὶ βιβλιογραφία γιὰ τὸ ὅλο ἀπόσπ.) ὁ Jacoby2 φαίνεται νὰ ἀναθεωρεῖ τὴν προηγούμενη ἄποψή του (RE1 ὅ.π., 2282) γιὰ ποιητικὴ συλλογή (''miscellaneous poems'') καθὼς τὸ ἐδῶ ἀπόσπ. μοιάζει μὲ τὸ ἑπόμενο, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ συζητᾶ ἕνα Ὁμηρικὸ πρόβλημα ἐπίσης (Α 97-99 πρίν γ' ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην | ἀπριάτην ἀνάποινον, ἄγειν θ' ἱερὴν ἑκατόμβην | ἐς Χρύσην, κατὰ τὰ Σχόλ. ὅτι οὐ κατὰ προσηγορίαν τὴν ἀπριάτην λέγει, ἀλλ' ἀντὶ τοῦ ἀπρατί, καὶ παράλληλον τὸ ἀνάποινον· τὸ γὰρ αὐτὸ δι' ἀμφοτέρων δηλοῦται. διασταλτέον δὲ βραχὺ ἀπριάτην, ἀνάποινον, στικτέον δὲ «ἐς Χρύσην», ἐπεὶ κοινὸν κατὰ πάντων τὸ «πρίν». [Α] τὸ ἀπριάτην ἐπιρρηματικῶς ἀκούει Ἀπολλώνιος ἀντὶ τοῦ ἀπριάδην [ΑbΤ], πβ. Εὐστ. στὸ χωρίο: τὸ δὲ ἀπριάτην, ἀνάποινον, ἐπιρρήματά φασιν οἱ παλαιοὶ ἀντὶ τοῦ ἀπριάδην καὶ ἀναποίνως ἤγουν δίχα τοῦ πρίασθαι καὶ δίχα ἀποίνων, βλ. ὅμως τὴ σημ. Kirk [CIl3 Ι. 63] στὸ Α 99), καθώς, ὡς φαίνεται, κάποιοι ἐκλάμβαναν τὸ ἀπριάτην (: Ἀπριάτην) ὡς τὸ κύριο ὄνομα τῆς Χρυσηίδος (βλ. Jacoby2 656/521-22, μὲ παραπομπὲς καὶ βιβλιογραφία). Ὁ Ἴστρος φαίνεται νὰ διηγοῦνταν ὁλόκληρη τὴν ἱστορία τοῦ Τραμβήλου, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν πρώτη ἅλωση τῆς Τροίας, ὅταν ὁ Τελαμὼν ἔλαβε ὡς γέρας ἐξαίρετο τὴ Θεάνειραν, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέκτησε τὸν Τράμβηλο, ὣς τὸν θάνατο τοῦ τελευταίου καὶ τὴν ταφή του ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα (στ. 9-13). Μὲ τὴ φράση Τραμβήλου κάσιν ὁ Λυκόφρ. κατὰ τὰ Σχόλ. (στ. 1 καὶ 14-15 ἐννοεῖ τὸν Τεῦκρον, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Αἴαντος (στ. 15). Στὰ ἴδια Σχόλ. (καὶ στὸν Λυκόφρ.) γίνεται καὶ ἀλλοῦ –ἐκτενὴς– λόγος γιὰ τὸν Τεῦκρο, τὸν ἱδρυτὴ τῆς Κυπριακῆς Σαλαμίνας κατὰ τὴν παράδοση (βλ. ἀνωτ. 14 Τ1 σχόλ. σ.στ. 3-4 σ.λ. Τεῦκρος ... <ὁ> κτίσας Σαλαμῖνα τὴν ἐν Κύπρωι μὲ παραπομπὲς καὶ βιβλιογραφία, καὶ κατωτ. F73.10-12).