Πιὸ δειλὸς εἶσαι ἀπὸ τὸν παρακύπτοντα· ὁ Ἴστρος στὸ Ἡρα-
κλέους ἐπιφάνειαι λέει πὼς κάποιος ποὺ φοβόταν τὸν Ἡ-
ρακλῆ κρύφτηκε σὲ μιὰ σπηλιά, κι ὅταν ἔσκυψε καὶ τὸν εἶδε ἀπὸ τὸν
φόβο του βγῆκε ἡ ψυχή του. Ἔχει λοιπὸν σκαλιστῆ πάνω στὴν
πέτρα μιὰ ἀνθρωποειδὴς εἰκόνα, καὶ ἡ κεφαλή του ἐξέχει ἀπὸ τὴ
σπηλιά, καλεῖται δὲ παρακύπτων.
Πβ. Πλουτ. Παροιμ. 1.75 (Ι. 332 L. – S.), Ζηνόβ. 3.32 (ὅ.π. σ. 65), Σοῦδ.
σ.λ. (τὰ ἴδια περίπου ἀλλὰ χωρὶς τὴν παραπομπὴ στὸν Ἴστρο).
[Ὁ Πλούτ. καὶ ὁ Ζηνόβ., ποὺ φαίνεται νὰ ἀντλοῦν ἀμφότεροι ἀπὸ τὸν Ἴστρο,
παραλείπουν –ὡς ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ἔργου τους– τὸ ὄνομα τοῦ Πάφιου
συγγραφέα καὶ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου. Τὸ κείμενο τῆς Σούδ. φαίνεται νὰ στηρίζεται
τόσο στὸν Πλούτ. ὅσο καὶ στὸν Ζηνόβ., ἀλλ' οὐδόλως ἀποκλείεται νὰ ἀντλεῖ καὶ
ἀπὸ τὸν Ἴστρο ἀπευθείας. Ἡ παροιμία, σημειώνει ὁ Ζηνόβ., λέγεται ἐπὶ τῶν σφόδρα
δειλῶν· καὶ συνεχίζει: «γιατὶ κάποιος ἄνδρας τόσο δειλὸς ἔγινε, ὥστε ἀπὸ τὸν φόβο
του γιὰ τὸν Ἡρακλῆ κρύφτηκε σὲ μιὰ σπηλιά» (κ.λπ.). Γιὰ τὸ πιὸ κοντινὸ
παράλληλο τῆς ἱστορίας τοῦ παρακύπτοντος, τὴν ἐν Κύπρῳ παρακύπτουσαν ἔτι νῦν
προσαγορευομένην, βλ. κατωτ. σχόλ. στὸ ἀπόσπ.]
ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΙ
Γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Ἴστρου Ἡρακλέους ἐπιφάνειαι, περὶ τοῦ ὁποίου μοναδικὴ μαρτυρία εἶναι ἡ ἐδῶ, πβ. τὰ ἀνωτ. λεγόμενα (σχόλ. στὰ F50-52) περὶ τοῦ ἔργου τοῦ ἰδίου Ἀπόλλωνος ἐπιφάνειαι. Γιὰ τὸν Ἡρακλῆ βλ. ἀνωτ. σχόλ. στὸ F42 (πβ. F52) καὶ στὸ 23 Τ2.3 (βλ. καὶ ΕλλΜ1 4. 15-125, μὲ βιβλιογραφία στὴ σελ. 241).
Τὸ πιὸ κοντινὸ παράλληλο γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ παρακύπτοντος εἶναι, ὅπως σημειώνει ἤδη ὁ Jacoby2 (654/521), τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἐν Κύπρῳ παρακύπτουσαν ἔτι νῦν προσαγορευομένην. Τὰ σχετικὰ ἀποσπ. παραθέτει καὶ μεταφράζει ὁ Χατζηιωάννου στὴν ΑΚΕΠ3 Α΄ 77.2a (Πλουτ. Ἐρωτ. 20 [Ἠθικ. 766c-d], ἀπ' ὅπου κι ἡ ἀνωτ. φράση, καὶ ἡ μνεία τῆς Γοργοῦς ... τῆς Κρήσσης, παραπλήσια τῇ Παρακυπτούσῃ παθούσης· πλὴν ἐκείνη μὲν ἀπελιθώθη παρακύψασα τὸν ἐραστὴν ἰδεῖν ἐκκομιζόμενον· τῆς δὲ Γοργοῦς Ἄσανδρός τις ἠράσθη κ.λπ.) καὶ 77.2 (Ἀντων. Λιβ. Μετ. 39. Ἀρκεοφῶν [Ἱστορεῖ Ἑρμησιάναξ Λεοντίου β΄], γιὰ τὴν Ἀρσινόην τὴν κόρη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Σαλαμίνας Νικοκρέοντος ἀπὸ Τεύκρου τοῦ ξυνελόντος Ἴλιον Ἀγαμέμνονι, τὴν ὁποία ἐρωτεύτηκε παράφορα ὁ ἀπὸ ταπεινὴ γενιὰ καὶ Φοινικικῆς καταγωγῆς Ἀρκεοφῶν ὁ Μιννυρίδου και καθ' ὑπερβολὴν πάθους καὶ ἀπορίαν τὴν πρὸς τὸν γάμον αὐτοκτόνησε· Ἀρσινόη δὲ πρὸς ὕβριν ἐπεθύμησεν ἐκ τῶν οἴκων ἐκκύψασα τὸ σῶμα τὸ τοῦ Ἀρκεοφῶντος κατακαιόμενον ἰδεῖν. καὶ ἡ μὲν ἐθεᾶτο, μισήσασα δὲ τὸ ἦθος Ἀφροδίτη μετέβαλεν αὐτὴν καὶ ἐποίησεν ἐξ ἀνθρώπου λίθον καὶ τοὺς πόδας ἐρρίζωσεν ἐπὶ τὴν γῆν), καὶ ΑΚΕΠ3 Δα΄ 289 (Ὀβιδ. Μετ. 14.693-761 [μὲ διαφορετικὰ ὀνόματα: Ἶσις καὶ Ἀναξαρέτη, μὲ τὸν ἐπίλογο [σὲ μετάφρ. Χατζηιωάννου3] «Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσετε τὴν ἱστορία αὐτὴ πλαστή, ἡ Σαλαμίνα | φυλάει ὡς σήμερα τ' ἄγαλμα τῆς κυρᾶς μὲ τὴ μορφή της | κι' ἔχει κι' ἕνα ναὸ στὴν Παρακύπτουσα Ἀφροδίτη» [Veneris ... | Prospicientis], βλ. καὶ τὰ σχετικὰ σχόλια τοῦ ἴδιου στὸ Δβ΄ 289 [σσ. 243-45], μὲ παραπομπὴ στὸν W. Fauth, Aphrodite Parakyptousa. Untersuchungen zum Erscheinungsbild der vorderasiatischen 'Dea Prospiciens'4 [Wiesbaden 1966] κ.ἀ., καὶ Βαρβούνη ΜΛΜ5 37).