χάλκινος ὀδός· γιατὶ ἔτσι ὀνομάζεται ἕνα μέρος στὸν ἱερὸ χῶρο,
χάλκινο κατώφλι (χάλκινη εἴσοδος). Λέει δὲ ὁ Ἀπολλόδωρος (ὁ Ἀ-
θηναῖος, 2ος αἰ. π.Χ.) ὅτι ἀπὸ ἐδῶ γίνεται ἡ κάθοδος στὸν Ἅδη.
Κάνει δὲ μνεία καὶ ὁ Ἴστρος τοῦ χαλκοῦὀδοῦ καὶ ὁ Ἀστυδάμας
(4ος αἰ. π.Χ.). Καὶ κάποιος ἀπὸ τοὺς στιχοποιοὺς χρησμῶν λέει:
«Βοιωτοὶ τραβᾶν ἐν παρατάξει στὸν Κολωνὸ τῶν ἱππέων, | ὅπου
πέτρα τρικέφαλη στέκει καὶ χάλκινο κατώφλι». Ἐκαλεῖτο δὲ ἔτσι γιὰ
τὸ ὅτι ὑπῆρχαν μεταλλεῖα χαλκοῦ στὸν Κολωνό.
[Πβ. καὶ τὸ ἀνωτ. F17, ποὺ δὲν ἀποκλείεται νὰ ἀναφέρεται στὸ ἴδιο χωρίο τοῦ Ἴστρου (βλ. τὸ ἐκεῖ κριτ. ὑπόμν. καὶ Jacoby IIIbi. 644). – Προβληματικὴ εἶναι ἐδῶ ἡ ἑρμηνεία τοῦ χρησμοῦ, καθὼς λείπει τὸ περικείμενο, μὲ πιὸ δύσκολη τὴν ἀπόδοση τοῦ ἵπποιο: τὸ μεταφράσαμε ὡς γεν. προσδ. στὸ Κολωνόν (LSJ9 σ.λ. μὲ παραπομπές), μὲ λανθάνοντα πιθανῶς ὑπαινιγμό στὸν Ἵππειον Ποσειδῶνα (βλ. στ. 712-15). Πβ. Σοῦδ. σ.λ. Κολωνέτας.]
28. Βλ. ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν. καὶ σημ. σ' αὐτό (καὶ Jacoby1 644), καὶ γιὰ τὸ χαλκόπους ὀδός (στ. 1, χαλκοῦ ὀδοῦ στ. 4) ἀνωτ. σχόλ. στὸ F17, γιὰ τὸν Χαλκοῦν (ὀδόν, ἢ οὐδόν).