You are here

1. ΚΙΝΥΡΑΣ

Please add a search word

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΙΝΥΡΑΣ συνδέεται πιὸ ἄμεσα –καὶ ποικιλότροπα– μὲ τὴ μουσική, κατὰ κύριο λόγο, καὶ τὴν ποίηση. Ἡ σύνδεση μὲ τὴ μουσικὴ γίνεται καὶ μέσω τῶν σχετικῶν μύθων. Ἡ ἐτυμολογία τοῦ Κινύρας ὁδηγεῖ στὸ παρόμοιο μὲ κιθάρα δεκάχορδο μουσικὸ ὄργανο κινύρα, Σημιτικῆς ἢ Ἀσιατικῆς καταγωγῆς. Ἐτυμολογικῶς συγ­γενεῖς εἶναι οἱ λέξεις τῆς Ἑλληνικῆς κινυρός (= κλαυθμηρός, γοερός) καὶ κινύρο­μαι (=ἐκπέμπω θρηνώδη φωνή, θρηνῶ, ὀδύρομαι). Ἄσχετα ἀπὸ τὴν προέλευση τῆς ρίζας (πβ. Φοινικ. kinnûr, Ἑβρ. kinnôr, μεταγεν. Αἰγυπτ. kennûra, Οὐγαρ. knr)1, τὸ ὄνομα ki-nu-ra τῶν Μυκηναϊκῶν ἐπιγραφῶν μαρτυρεῖ ὅτι ἡ λέξη εἶχε ἐνσωμα­τωθεῖ στὴν Ἑλληνικὴ σὲ χρόνους πολὺ παλαιούς. Ἡ ἐτυμολογικὴ συσχέτιση τοῦ Κινύρα μὲ τὴν κινύρα ἐμφανίζεται ἤδη στὴν ἀρχαιότητα, στὸν Σουίδα καὶ στὸν Εὐστάθιο. Ἄσχετα δὲ μὲ τὴν καταγωγὴ τοῦ Κινύρα –Ἐτεοκυπριακή2, Κιλικική, Σημιτική– ἡ σταθερὴ σύνδεση τοῦ Κινύρα μὲ τὴν κινύρα φαίνεται νὰ ὑποδηλώνει τὴ σχέση τοῦ μυθικοῦ βασιλιᾶ μὲ τὴ μουσική, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ἔμ­μεσα καὶ ἀπὸ τοὺς σχετικοὺς μύθους, κυρίως ὅσους τὸν συνδέουν μὲ τὸν Ἀπόλλωνα:

     Ὁ Κινύρας ἀλλοῦ φέρεται ὡς υἱὸς ἢ ἀγαπημένος τοῦ θεοῦ καὶ ἀλλοῦ ἀναφέρεται ὅτι ἀπέθανε γιατὶ συναγωνιζόταν τὸν θεὸ Ἀπόλλωνα στὴ μουσική. Ὡς ἀγαπημένο τοῦ Ἀπόλλωνα τὸν ἐμφανίζει ἤδη ὁ Πίνδαρος (Πυθ. 2.13 κἑ., βλ. κατωτ. 1 Τ4): Κινύραν (...) τὸν ὁ χρυσοχαῖτα προφρόνως ἐφίλησ' Ἀπόλλων. Στὰ ἀρχαῖα Σχόλια στὸ ἀνωτ. χωρίο ὁ Κινύρας ὀνομάζεται Ἀπόλλωνος υἱός, ἐνῶ ἀπὸ τὸν Ἡσύχιο (σ.λ. Κινύρας, βλ. κατωτ. 1 Τ4 σχόλ. σ.στ. 3) ἀναφέρεται ὡς Ἀπόλλω­νος καὶ Φαρνάκης παῖς. Πιὸ ἄμεση εἶναι ἡ σύνδεση τοῦ Κινύρα μὲ τὴ μουσικὴ ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα Σχόλια καὶ τὰ Σχόλια τοῦ Εὐσταθίου στὸ Λ τῆς Ἰλιάδος (βλ. κατωτ. 1 Τ2.4-6 καὶ T3.4-8), ὅπου μνημονεύεται ὁ Κινύρας: φασὶ δὲ αὐτὸν (...) ὑπὸ Ἀπόλλω­νος ἀναιρεθῆναι, ἐπειδήπερ ἡμιλλᾶτο αὐτῶι εἰς μουσικήν (Σχόλ. bΤ στὸ Λ 20), φασὶ δὲ αὐτὸν (...) ἀπολωλέναι ὠιδικῶς ἁμιλλώμενον τῶι Ἀπόλλωνι ὡς οἷα μουσικῆς τεχνίτην· διὸ καὶ Κινύρας ἐκλήθη παρωνύμως τῆι κινύραι (Εὐστ. στὸ Λ 20).

     Νὰ θεωρήσει κανεὶς ὅτι οἱ ἀνωτέρω πληροφορίες δὲν συνδέουν τὸν Κινύρα μὲ τὴν ποίηση εἶναι δύσκολο. Ἀκόμα πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ ἀγνοήσει κανεὶς τὴν πληροφορία τοῦ Κλήμη ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια (βλ. κατωτ. 1 Τ6) ὅτι ὁ Κινύρας ἦταν χρησμολόγος, καθὼς ὁ χαρακτηρισμὸς δίνεται ἀπὸ τὸν ἴδιο σὲ ἀρκετοὺς «μυθικοὺς» ποιητὲς χρησμῶν καὶ ἄλλων ἔμμετρων ἔργων (ὅπως εἶναι οἱ Βάκιδες, ἡ Βοιώ, οἱ Σίβυλλες, οἱ «ὑπηρέτες» τοῦ Ἀπόλλωνα Ἄβαρις καὶ Ἀριστέας ὁ Προκοννήσιος, ὁ ἱερέας ἀπὸ τὴν Κρήτη Ἐπιμενίδης, ὁ Ὀρφέας) καὶ καθὼς ὁ ὅρος χρησμολόγος χρησιμοποιεῖται ἀλλοῦ (βλ. κατωτ. 2 Τ1) γιὰ τὸν Εὖκλο, τοῦ ὁποίου διασώθηκαν ἔμμετροι χρησμοί, πολὺ περισσότερο ποὺ ὁ Βάκις ἀναφέρεται καὶ στὰ δύο παραπάνω χωρία, ὁ δὲ Τατιανὸς (κατωτ. 2 Τ2) ἀνάμεσα στοὺς πρὸ τοῦ Ὁμήρου συγγραφεῖς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Εὖκλο μνημονεύει –ἀπὸ τοὺς ἀνωτέρω– τὸν Βάκη, τὴ Σίβυλλα, τὸν Ἀριστέα τὸν Προκοννήσιο καὶ τὸν Ἐπιμενίδη ἀπὸ τὴν Κρήτη. Στὸν χρησμολόγον3 Κινύρα, τὸν ὁποῖο ὠιδικῶς ἁμιλλώμενον τῶι Ἀπόλλωνι ὡς οἷα μουσικῆς τεχνίτην ἐξόντωσε ὁ θεός, δύσκολα μπορεῖ νὰ μὴν ἀποδοθεῖ ὁ τίτλος τοῦ μακρινοῦ γενάρχη τῆς Κυπριακῆς Λογοτεχνίας.

     Ἡ ἄποψη αὐτὴ ἐνισχύεται ἀπὸ ὅσα γνωρίζουμε γιὰ τὸν ρόλο τοῦ Κινύρα καὶ τῶν Κινυραδῶν στὴ λατρεία τῆς Ἀφροδίτης καὶ γιὰ τὴ φύση τῆς λατρείας αὐτῆς. Ὁ Κινύρας ἀναφέρεται συχνὰ ὡς ἱερεὺς τῆς Ἀφροδίτης καὶ ὡς ὁ ἱδρυτὴς τῆς λατρείας της, τῶν δὲ ΚινυραδῶνΚινυριδῶν ἡ παρουσία ἀνάγεται σὲ πολὺ πα­λαιὲς ἐποχὲς καὶ φθάνει μέχρι καὶ τοὺς μεταγενέστερους χρόνους. Στὴ λατρεία τῆς Ἀφροδίτης τὸ μουσικὸ-ποιητικὸ μέρος ἦταν σημαντικό, ὅπως ἔχουμε δεῖ παραπάνω καὶ ὅπως θὰ δοῦμε κυρίως στὴ συνέχεια ἐξετάζοντας τοὺς Ὕμνους στὴν Ἀφροδίτη ἀλλὰ καὶ στὰ σχετικὰ μὲ τὸν Εὖκλο καὶ τὰ Κύπρια ἔπη. Νὰ ἦταν ἀμέτοχος ὁ Κινύρας καὶ οἱ Κινυράδες στὴν ἐξέλιξη τῆς θρησκευτικῆς ποίησης στὴν Κύπρο εἶναι ἔξω καὶ ἀπὸ τὴ φύση τῆς ποίησης αὐτῆς στὰ πρῶτα της στάδια (oral poetry) καὶ ἀπὸ τὸν ρόλο τοῦ ἱερατείου ἀλλοῦ σὲ ἀνάλογες περιπτώσεις4.

     Ὅτι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἀναζητήσουμε κάποιον ἱστορικὸ πυρήνα πίσω ἀπὸ τοὺς πολλοὺς καὶ ποικίλους μύθους γιὰ τὸν Κινύρα φαίνεται βέβαιο· δὲν εἶναι ὅμως εὔκολο, καθὼς μάλιστα εἶναι δυσχερέστατη ἡ χρονικὴ διαστρωμά­τωση τῶν σχετικῶν μύθων. Ἕνα πρῶτο σταθερὸ ὁρόσημο δίνει ὁ Ὅμηρος, περιγράφοντας στὸ Λ 19-28 (βλ. κατωτ. 1 Τ1 κἑ.) τὸν θώρακα ποὺ ἔδωσε ὁ Κινύρας στὸν Ἀγαμέμνονα ξεινήϊον εἶναι. Οἱ πληροφορίες ποὺ δίνει ὁ ποιητὴς γιὰ τὸν Κινύρα καὶ τὴν Κύπρο δὲν εἶναι γενναιόδωρες. Τὰ συμπεράσματα ὅμως ποὺ μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε εἶναι σημαντικά:

     Ὁ Κινύρης (μὲ τὸν ἰωνικὸ τύπο τοῦ ὀνόματος) ἀναφέρεται μονολεκτικὰ στὸν στ. 20, μὲ τὸ Κύπρονδε στὸν στ. 21 νὰ δίνει ἔμμεσα τὸν τόπο ὅπου βασιλεύει ὁ Κινύρας. Κατὰ κανόνα ὅμως ὁ Ὅμηρος φροντίζει νὰ δώσει στὴν πρώτη ἐμφάνιση ἑνὸς ἥρωα ὅσο γίνεται πιὸ πλήρη περιγραφή του ἢ ἔστω τὸ πατρώνυμό του, ἐκτὸς ἂν τὸ πρόσωπο εἶναι πολὺ γνωστὸ ἀπὸ τὴν παράδοση (ὅπως ὁ Ἀγαμέμνο­νας, ὁ Ἀχιλλέας κ.λπ.) ἢ ἐντελῶς ἀσήμαντο (συνήθως ἕνας πολεμιστὴς ποὺ πέ­φτει νεκρὸς στὸ πεδίο τῆς μάχης), ἢ ἂν ὁ ποιητὴς πρόκειται νὰ ἀσχοληθεῖ ἐκτε­νῶς μαζί του στὴ συνέχεια, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν Φοίνικα στὸ Ι 168 ἐν ὄψει τοῦ μακροσκελοῦς λόγου τοῦ γέροντα παιδαγωγοῦ τοῦ Ἀχιλλέα στοὺς στ. 434 κἑ. τῆς ἴδιας ραψωδίας. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τῆς τεχνικῆς τοῦ Ὁμήρου στὸ θέμα αὐτὸ εἶναι τὸ χωρίο Π 171-98, ὅπου ὁ ποιητὴς παρουσιάζει τοὺς ἡγεμόνας τῶν πέντε τμημάτων τοῦ στρατοῦ τῶν Μυρμιδόνων δίνοντας πλήρη καὶ ἀναλυτι­κὰ στοιχεῖα γιὰ τοὺς τρεῖς πρώτους (ποὺ ἐμφανίζονται γιὰ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ στὴν Ἰλιάδα), πλήρη ἀλλὰ συνοπτικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν πέμπτο (ποὺ ἐπαν­εμφανίζεται στὸ Ρ 467) καὶ ἀτελῆ στοιχεῖα γιὰ τὸν Φοίνικα (τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία ἐκτίθεται στὸ Ι 434-99)5. Στὴ μοναδική του ἐμφάνιση στὰ Ὁμηρικὰ ἔπη στὸ Λ 20 ὁ Κινύρης ἀντιμετωπίζεται προφανῶς ὡς γνωστότατο πρόσωπο, καθὼς λείπει ἀκό­μα καὶ τὸ πατρώνυμό του. Τὸ Κύπρονδε στὸν στ. 21 φαίνεται νὰ δίνει τὸν τόπο καταγωγῆς του, μπορεῖ ὅμως νὰ σημαίνει ἁπλῶς τὸν τόπο ὅπου ζεῖ καὶ βασι­λεύει ὁ Κινύρας. Ἡ Ὁμηρικὴ μορφὴ τοῦ ἥρωα συμπληρώνεται ἔμμεσα ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ θώρακα ποὺ ὁ Ἀγαμέμνονας παίρνει ἀπ' αὐτὸν ὡς δῶρο ξενίας καὶ ποὺ μαρτυρεῖ πλοῦτο. Ἡ ὅλη εἰκόνα ὅμως τοῦ Κινύρα μένει θαμπὴ καὶ ἀπλησίαστη, τουλάχιστον ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς καταγωγῆς6. Μπο­ροῦμε ἐν τούτοις νὰ συμπεράνουμε ὅτι ἡ ἐδῶ μνεία τοῦ Κινύρα διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο στὴν ἐξάπλωση τοῦ μύθου, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴ λατρεία τῆς Ἀφροδίτης.

     Πολλὰ ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τῶν σχετικῶν παραδόσεων παρεισέφρησαν μὲ τὸ πέ­ρασμα τοῦ χρόνου. Ἡ σχέση του –μυθικὴ ἢ πραγματική– μὲ τὴν Πάφο, ἀνάμεσα στ' ἄλλα τοῦ ἀποφέρει ἕνα γιὸ ἢ μιὰ κόρη μὲ τὸ ἴδιο ὄνομα, ἴσως καὶ τὸν μύθο γιὰ τὴν καθιέρωση τῆς λατρείας τῆς Ἀφροδίτης, ἢ ἀκόμα καὶ τὴ σχέση του μὲ τὸν Ἄδωνη. Ἡ σχέση του μὲ τὴ λατρεία τῆς Ἀφροδίτης μπορεῖ νὰ εὐθύνεται καὶ γιὰ τὸν τίτλο τοῦ ἀρχιερέα τῆς θεᾶς, γιὰ τὴ σχέση του μὲ τὴ μουσικὴ καὶ τὴν ποίηση (μὲ τὴ βοήθεια καὶ τῶν ὕμνων ποὺ ψάλλονταν πρὸς τιμήν του στὶς γιορτὲς γιὰ τὴν Ἀφροδίτη καὶ τὸν Ἄδωνη ἢ στοὺς ποιητικοὺς διαγωνισμούς), καὶ γιὰ τὸ ὄνομά του. Ποιός μπορεῖ ὅμως νὰ ἀποκλείσει καὶ τὸ ἀντίθετο; Εἶναι ἰδιαίτερα ἑλκυστικὴ ἡ ὑπόθεση γιὰ μιὰν ἱστορικὴ μορφὴ ποὺ ζεῖ κατὰ ἢ πρὶν ἀπὸ τὸν Τρωι­κὸ πόλεμο, μὲ καταγωγὴ Ἐτεοκυπριακὴ ἢ Κιλικική, βασιλεύει στὴν Πάφο καὶ ἀσκεῖ ἄμεση ἢ ἔμμεση ἐπιρροὴ σ' ὁλόκληρη τὴν Κύπρο, διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο στὴν καθιέρωση τῆς λατρείας τῆς Ἀφροδίτης καὶ γίνεται ὀνομαστὸς γιὰ τὰ πλούτη του (ὅπως ὁ Μίδας καὶ ὁ Γύγης). Ὁ ἴδιος ἢ κάποιος ἀπόγονός του συμβάλλει ἐνεργὰ στὴ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἁπλὴ μελωδία στὸ θρηνητικὸ ἢ ὑμνητικὸ ἄσμα –ἴσως μὲ τὴ συνοδεία κινύρας– καὶ γίνεται ὁ γενάρχης τῆς Κυπριακῆς λογοτεχνίας. Ἀρκετὰ μέλη τοῦ γένους τῶν Κινυραδῶν θὰ ἔφεραν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες τὸ ὄνομα Κινύρας καὶ μερικοὶ ἀπ' αὐτοὺς θὰ κατέθεσαν, ὡς ἱερεῖς καὶ χρησμολόγοι, τὴ μικρὴ ἢ μεγάλη συνεισφορά τους στὴ λατρεία καὶ τὴν ἐξύμνηση τῆς Ἀφροδίτης. Ὁ Κινύρας πρέπει, ἔτσι, νὰ ἀντιμετωπιστεῖ ἐν μέρει ὅπως ὁ Ὀρφέας καὶ ὁ Μουσαῖος, καὶ ἐν μέρει ὅπως ὁ Βάκις καὶ ἡ Σίβυλλα.

  1. Βλ. Chantraine, P. (1968-1980), Dictionnaire étymologique de la langue grecque: Histoire de mots, Vols. 1-4, Paris. σ.λ. κινύρα. Περισσότερα: Z. J. Kapera, "Remarks on the Early History of the Paphos Kingdom", ΠραΚυΣΑ Α΄ 195 κἑ., καὶ Baurain, C. (1980), Κινύρας, une étymologie obscure , Onomata 5: 7-12. 7-12, ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βιβλιογραφία, πβ. τοῦ ἴδιου « Kinyras », Citekey 1341 not found 305 κἑ. Βλ. ἐπίσης Platthy, J. (1985), The Mythical Poets of Greece, Washington . 97 κἑ. (98).
  2. Βλ. Dussaud, R. (1950), Kinyras. Étude sur les anciens cultes chypiotes, Syria 57-81. 57-81, ὅπου ὑποστηρίζεται γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι ὁ Κινύρας ἀποτελεῖ τὸ σύμβολο τοῦ αὐτόχθονος πληθυσμοῦ τῆς Κύπρου· πβ.Χατζηϊωάννου, Κ. (1971-1992), Ἡ Ἀρχαία Κύπρος εἰς τὰς Ἑλληνικὰς Πηγάς, τóμ. Α΄- Στ΄, Λευκωσία. Ε΄ 125. Γιὰ τὴ Σημιτικὴ καταγωγὴ τοῦ Κινύρα βλ. κυρίως Z. J. Kapera καὶ Citekey 1341 not found, ὅ.π. (σημ. 10). Περισσότερα: στὴ διδακτορικὴ διατριβὴ τῆς Τσαβλῆ, Ε. (2009), Κινύρας. Μελέτη στον Αρχαίο Κυπριακό μύθο, Ἀθήνα..
  3. Ὁ ὅρος χρησμολόγος συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ποίηση ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο (1.62.4), κατὰ τὸν ὁποῖο θείηι πομπῆι χρεώμενος παρίσταται Πεισιστράτωι Ἀμφίλυτος ὁ Ἀκαρνὰν χ ρ η σ μ ο λ ό γ ο ς  ἀνήρ, ὅς οἱ προσιὼν χρᾶι ἐ ν  ἑ ξ α μ έ τ ρ ω ι  τ ό ν ω ι  τάδε λέγων (ἀκολουθοῦν οἱ στίχοι). Βλ. κατωτ. 1 Τ6 σχόλ. σ.στ. 3 (σ.λ. χρησμολόγοι).
  4. Γιὰ τὸν Κινύρα ὡς ἱερέα τῆς θεᾶς βλ. π.χ. Πινδ. Πυθ. 2.17 (βλ. κατωτ. 1 Τ4.6, πβ. 1 Τ5) ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας (Χατζηϊωάννου, Κ. (1971-1992), Ἡ Ἀρχαία Κύπρος εἰς τὰς Ἑλληνικὰς Πηγάς, τóμ. Α΄- Στ΄, Λευκωσία. Α΄ 14.36), Πλουτ. Ἠθικ. 340c τοῦ Κινυραδῶν γένους (Χατζηϊωάννου, Κ. (1971-1992), Ἡ Ἀρχαία Κύπρος εἰς τὰς Ἑλληνικὰς Πηγάς, τóμ. Α΄- Στ΄, Λευκωσία. Α΄ 14.38α), Σχόλ. Πινδ. Πυθ. 2.27 b Κινύρας (...) ἀφ' οὗ οἱ ἐν Κύπρωι Κινυρίδαι τῆι θεῶι ἀνιέρωνται (Χατζηϊωάννου, Κ. (1971-1992), Ἡ Ἀρχαία Κύπρος εἰς τὰς Ἑλληνικὰς Πηγάς, τóμ. Α΄- Στ΄, Λευκωσία. Α΄ 14.37), κ.ἄ. Γιὰ τὸν Κινυράδη ἱερέα καὶ μάντη Σώστρατο (ποὺ ἀναφέρει ὁ Τάκιτος διηγούμενος τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Τίτου στὴν Κύπρο) βλ. Χατζηϊωάννου, Κ. (1971-1992), Ἡ Ἀρχαία Κύπρος εἰς τὰς Ἑλληνικὰς Πηγάς, τóμ. Α΄- Στ΄, Λευκωσία. Δβ΄ 254. Παράθεση τῶν ποικίλων μαρτυριῶν καὶ συζήτηση βλ. Maier, F. G. & Peltenburg E. (1989), Priest Kings in Cyprus, Early Society in Cyprus Edinburgh University Press. 376-391. 376-91. Βλ. καὶ Βοσκός, Α. Ι. (1997), Ἀρχαία Κυπριακὴ Γραμματεία: τόμ. 2. Ἐπίγραμμα, τóμ. 2, Λευκωσία. 11 Ε13 καὶ Ε14, Βοσκός, Α. Ι. (2002), Ἀρχαία Κυπριακὴ Γραμματεία: τόμ. 3. Πεζογραφία, τóμ. 3, Λευκωσία. 25 F45 καὶ 28 F1 (μὲ τὰ σχετικὰ σχόλια).
  5. Βλ. Βοσκοῦ, Ἀ. Ἰ. (1974), Μελέαγρος – Ἀχιλλεὺς καὶ Φοῖνιξ: Συμβολὴ εἰς τὴν ἔρευναν τῆς ἑνότητος τῆς Ἰλιάδος, Σειρὰ ἐπιστημονικῶν διατριβῶν, 1 Λευκωσία. 50 κἑ. / MAPh2 60 κἑ., μὲ σημ. 9. Στὸ Π 171 κἑ. ὁ Μενέσθιος αἰολοθώρηξ, υἱὸς Σπερχειοῖο (...), ὃν τέκε Πηλῆος θυγάτηρ καλὴ Πολυδώρη περιγράφεται μὲ 6 ὁλόκληρους στίχους (173-78)· ὁ Εὔδωρος (...), τὸν ἔτικτε χορῶι καλὴ Πολυμήλη, Φύλαντος θυγάτηρ· τῆς δὲ κρατὺς Ἀργειφόντης ἠράσατ' ὀφθαλμοῖσιν ἰδὼν (...) Ἑρμείας (...), πόρεν δέ οἱ ἀγλαὸν υἱὸν Εὔδωρον, περὶ μὲν θείειν ταχὺν ἡδὲ μαχητήν, μὲ 8 στίχους (179-92)· ὁ Πείσανδρος (...) Μαιμαλίδης, ὃς πᾶσι μετέπρεπε Μυρμιδόνεσσιν ἔγχεϊ μάρνασθαι μετὰ Πηλεΐωνος ἑταῖρον, μὲ 3 στίχους (193-95). Ὁ Ἀλκιμέδων παρουσιάζεται συνοπτικὰ ὡς Λαέρκεος υἱὸς ἀμύμων (Π 198) καὶ υἱὸς Λαέρκεος Αἱμονίδαο (Ρ 467). Γιὰ τὸν Φοίνικα ὁ ποιητὴς μᾶς πληροφορεῖ ἁπλῶς: τῆς δὲ τετάρτης ἦρχε γέρων ἱππηλάτα Φοίνιξ.
  6. Ὁ Τυρταῖος, κοντὰ στὸν Ὅμηρο, ἐπιβεβαιώνει στὸ ἀπόσπ. 12 W. τὴν εἰκόνα ἑνὸς μυθικοῦ γιὰ τὰ πλούτη του ἡγεμόνα, ἀναφέροντάς τον μονολεκτικὰ (στ. 6) μαζὶ μὲ τὸν Μίδα, ἀλλὰ δὲν κάνει μνεία τῆς Κύπρου. Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πλοῦτο τοῦ Μίδα καὶ τοῦ Κινύρα, ἀναφέρει τὴν ὀμορφιὰ τοῦ Τιθωνοῦ (Τιθωνοῖο φυήν), τὴ βασιλικὴ δύναμη τοῦ Τανταλίδη Πέλοπα καὶ τὴ γλυκόλαλη φωνὴ τοῦ Ἀδράστου. Ἡ ἀπουσία πρόσθετων στοιχείων γιὰ τοὺς μυθικοὺς αὐτοὺς ἥρωες εἶναι χαρακτη­ριστικὴ καὶ δείχνει ἀναντίρρητα πόσο εὐρύτατα γνωστοὶ ἦταν. Ἡ παράλληλη, ὅμως, μνεία τοῦ Μίδα καὶ τῶν παλαιῶν μυθικῶν ἡρώων Τιθωνοῦ, Πέλοπος καὶ Ἀδράστου δὲν ἐπιτρέπει νὰ συναγάγουμε ὁποιοδήποτε συμπέρασμα γιὰ τοὺς χρόνους τοῦ Κινύρα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἑπόμενη χρονικὰ πηγή μας, τὸν Πίνδαρο, ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ χωρίο Πυθ. 2.17 κἑ. (κατωτ. 1 Τ4), μνημονεύει τὸν Κινύρα στὸν Νεμ. 8.18 κἑ. (Bowra) ὅσπερ καὶ Κινύρα ἔβρισε πλούτωι | ποντίαι ἔν ποτε Κύπρωι. Ὁ Κινύρας τοῦ Πινδάρου ἀνήκει σὲ ἀρκετὰ παλαιότερους χρόνους, ἀλλὰ αὐτοὶ σὲ σχέση μὲ τὸν 5ον αἰ. π.Χ. μπορεῖ νὰ εἶναι κάλλιστα καὶ οἱ χρόνοι τοῦ Μίδα ἢ τοῦ Γύγη (πβ. Ἀρχιλ. ἀπόσπ. 19.1 W.), μολονότι πιὸ πιθανὴ φαίνεται ἡ καθαρὰ μυθικὴ ἐποχὴ τοῦ Πέλοπα ἢ τοῦ Ἀγαμέμνονα (ὅπως στὸν Ὅμηρο, λαμβανομένης μάλιστα ὑπ' ὄψιν καὶ τῆς μονολεκτικῆς μνείας τῆς Κύπρου σὲ ἀμφοτέρους). Βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. στὸ 1 Τ1.