Τo ἐπίγραμμα χαρακτηρίζεται συχνὰ ὡς ἀξιόλογο λογοτεχνικὸ μικροτέχνημα τῆς Ἀρχαιότητας· τὰ δὲ ἀρχαιότερα Ἑλληνικὰ ἐπιγράμματα, ὅπως σημειώνει ὁ A. Lesky, «ἔχουν ἀπέναντι στὴ μεγάλη ποίηση τὴν ἴδια σχέση ποὺ ἔχουν οἱ ζωγραφισμένες κύλικες μὲ τοὺς πίνακες ἑνὸς Πολύγνωτου. Εἶναι ὅμως ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα γνωρίσματα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ τὸ ὅτι, σ' αὐτόν, τὸ καλλιτεχνικὸ χειροτέχνημα ἔχει περισσότερο μερίδιο στὴν μεγάλη τέχνη, κι αὐτὴ πάλι ἔχει περισσότερο μερίδιο στὸ ἐργόχειρο ἀπὸ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ». Αὐτὸ ἰσχύει ἀκόμα περισσότερο γιὰ τὴν Ἑλληνιστικὴ ἐποχή, ὅταν τὸ ἐπίγραμμα, κατὰ τοὺς P. E. Easterling – B. M. W. Knox, «έφτασε στο υψηλότερο σημείο της δημοτικότητας και της τεχνικής του τελειότητας».1
Ὁ ὅρος ἐπίγραμμα, ὡς γνωστόν, σημαίνει ἀρχικὰ τὴν ἐπιγραφὴν2 ἐπὶ ἑνὸς ἀντικειμένου, ἡ ὁποία δηλώνει «ἐπιγραμματικὰ» σὲ ποιόν ἀνήκει ἢ ποιός εἶναι ὁ δημιουργός του ἢ ποιός τὸ ἀφιέρωσε σὲ ποιόν θεό, ἢ ποιός εἶναι θαμμένος ἐκεῖ·3 καθὼς ὅμως παλαιότατες ἤδη ἐπιγραφὲς εἶναι σὲ μέτρο ἡρωικὸ ἢ ἐλεγειακό, ὁ ὅρος περιορίζεται ἐνωρὶς στὶς ἔμμετρες ἐπιγραφές, μὲ σταδιακὴ ἐπικράτηση τοῦ ἐλεγειακοῦ διστίχου ὡς κυρίου μέτρου τοῦ ποιητικοῦ αὐτοῦ εἴδους ἀπὸ τὸν 5ον αἰ. π.Χ. Τὰ παλαιὰ ἐπιγράμματα μένουν ἀνώνυμα· πρῶτος γνωστὸς ἐπιγραμματοποιὸς εἶναι ὁ Σιμωνίδης ὁ Κεῖος, στὸν ὁποῖο ἀποδίδονται μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου πάμπολλα ξένα ἐπιγράμματα, μὲ μόνο βέβαιο δικό του τὸ ὀνομαστὸ ἐπίγραμμα γιὰ τὸν μάντη Μεγιστία4 Τὸν 4ο αἰ. π.Χ., κατὰ τὸν A. Lesky, ποιητὲς περιωπῆς, φιλόσοφοι ὅπως ὁ Πλάτων καὶ ἐρασιτέχνες γράφουν ἐπιγράμματα γιὰ τὸν παλιό τους προορισμό, δηλ. γιὰ ἐπιγραφές, ποὺ παράλληλα ὅμως κυκλοφοροῦν καὶ σὰν λογοτεχνικὴ μικροτεχνία ἢ σὰν μέσα πολεμικῆς. Στὴν Ἑλληνιστικὴ δὲ ἐποχή, ὅταν ἡ ἐνασχόληση μ' αὐτὴ τὴ μορφὴ τέχνης φτάνει στὸ ἀποκορύφωμά της, ἡ παλιὰ ἐπιγραφὴ τῆς ἐπιτύμβιας στήλης ἀπελευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἀρχική της ὑποταγὴ στὸν σκοπὸ καὶ ἐμφανίζεται ὡς αὐθύπαρκτη λογοτεχνία, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ἐξακολουθοῦν πάντα νὰ ὑπάρχουν πραγματικὲς ἐπιγραφὲς πάνω σὲ στῆλες· μ' αὐτὴ τὴν ἐλευθερία συμβαδίζει τὸ τεράστιο ἅπλωμα τῶν θεμάτων καὶ ἡ πολύχρωμη ποικιλία ἀλλὰ καὶ ἡ ζωηρὴ δραματοποίηση κατ' ἐπίδραση τοῦ μίμου, ὥστε νὰ ὑποστηρίζεται χωρὶς ὑπερβολὴ ὅτι καμμιὰ ἄλλη μορφὴ τέχνης δὲν ἔγινε ὅπως αὐτὸ ὁ πιστὸς καθρέφτης τῆς Ἑλληνιστικῆς ζωῆς. Στὴ Ρωμαϊκὴ ἐποχὴ ἐμφανίζονται «ἀνησυχητικὲς ἐκδηλώσεις γηρατειῶν» ἀλλὰ καὶ τὸ «ἀδριάνειο ὀψιμοκαλόκαιρο» καὶ μιὰ ἔντονη δεύτερη ἄνθηση τῆς ἐθνικῆς ἐπιγραμματοποιίας ποὺ φέρνει «ἡ ἀρχαιότητα ποὺ πάει νὰ βασιλέψη»·5 τὴ σκυτάλη ὅμως ἔχει πάρει στὸ μεταξὺ τὸ Χριστιανικὸ ἐπίγραμμα, ποὺ θὰ συνεχίσει στὰ ἴδια ἀπάνω μορφικὰ ἀχνάρια καὶ θὰ ἀνθήσει κατὰ τὴ Βυζαντινὴ περίοδο, καὶ ἐνωρίτερα τὸ Λατινικὸ ἐπίγραμμα, τοῦ ὁποίου ἡ συμβολὴ στὴν ὅλη ἐξέλιξη τοῦ εἴδους δὲν πρέπει νὰ παραγνωρίζεται.6.
Τὰ ἐπιγράμματα ἔτσι, ἀνάλογα μὲ τὸ ἂν εἶναι χαραγμένα σὲ στῆλες ἢ ἄλλα ἀντικείμενα ἢ ἂν ἀκολουθοῦν ἀποκλειστικὰ τὸν δικό τους αὐθύπαρκτο ποιητικὸ δρόμο (καθὼς τὸ ὅτι ἔχουν διασωθῆ ἀπὸ πηγὲς φιλολογικὲς δὲν ἀποκλείει πάντα τὸ πρῶτο), χωρίζονται σὲ δύο βασικὲς κατηγορίες: τὰ «ἐπιγραφικὰ» ἢ κυρίως ἐπιγράμματα (“inscriptional”) καὶ τὰ «φιλολογικά» (“literary”). Ἐπιτύμβια κατὰ κύριο λόγο καὶ ἀναθηματικὰ ἢ τιμητικά (“sepulchral” καὶ “dedicatory” ἢ “commemorative” κ.τ.τ.) εἶναι τὰ πλεῖστα ἐπιγράμματα τῆς πρώτης κατηγορίας, ἐνῶ στὴ δεύτερη κατηγορία ἀπαντοῦν ἐπίσης ἐρωτικά, ἐπιδεικτικὰ καὶ ἐκφραστικά, προτρεπτικά, συμποτικὰ καὶ σκωπτικά, παιδεραστικά (παιδικὴ μοῦσα), αἰνίγματα (ἀριθμητικὰ καὶ γρῖφοι), πολύμετρα (διαφόρων μέτρων) καὶ σύμμικτα (καὶ χριστιανικά, στὴν Παλ. Ἀνθ.)7. Εἶναι κατὰ κανόνα συντεθειμένα σὲ δακτυλικὸ ἑξάμετρο καὶ κυρίως σὲ ἐλεγειακὸ δίστιχο, ἀλλὰ δὲν λείπουν καὶ ἄλλοι συνδυασμοὶ δακτυλικοῦ μέτρου καὶ ἄλλα μέτρα (ἰαμβικὰ καὶ τροχαϊκά, σπάνια ἀναπαιστικὰ ἢ ἄλλα). Ἡ γλώσσα τους εἶναι συχνὰ ἔντονα ἐπηρεασμένη ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη καὶ τὴν ἀρχαϊκὴ ἐλεγειακὴ ποίηση (μὲ αἰσθητὴ συχνὰ τὴν παρουσία Ὁμηρικῶν λογοτύπων, αὐτούσιων ἢ μεταπλασμένων), στοὺς Ἑλληνιστικοὺς καὶ μεταγενέστερους χρόνους καὶ ἀπὸ τὴ λοιπὴ ποίηση τοῦ συνθέτη τους καὶ τῆς ἐποχῆς του (κι ὄχι μόνο ὡς πρὸς τὴ μορφή)· δὲν λείπουν ὅμως τὰ ἀμιγῶς ἢ ἐν μέρει διαλεκτικὰ κείμενα, κυρίως στὴν κατηγορία τῶν ἔμμετρων ἐπιγραφῶν, ἀκόμα καὶ σὲ χρόνους ὕστερους. Αὐτονόητο εἶναι πὼς τὰ «ἐπιγραφικὰ» ἐπιγράμματα (καὶ γενικὰ οἱ ἐπιγραφές) ἐμφανίζουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς γλώσσας καὶ τῆς προφορᾶς κατὰ τόπους, καθὼς διασώζουν ἀναντίρρητα τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ ποιητῆ ἢ τοὐλάχιστο τοῦ χαράκτη τους. Ἀξίζει δὲ νὰ παραβάλει κανεὶς τὸ κείμενο τῶν ἐπιγραμμάτων ποὺ ἔχουν διασωθῆ τόσο ἀπὸ ἐπιγραφὲς ὅσο καὶ ἀπὸ πηγὲς φιλολογικές (ἐνίοτε καὶ παλαιὲς καὶ ἀξιόπιστες, ὅπως ὁ Θουκυδίδης καὶ ὁ Παυσανίας, ἢ ἡ Παλ. Ἀνθ.), γιὰ νὰ διαπιστώσει τὴν ἔκδηλη τάση τῶν πηγῶν αὐτῶν γιὰ ἁπλοποίηση ἢ «διόρθωση» καὶ «βελτίωση» τῶν ἐπιγραφικῶν κειμένων γλωσσικὰ καὶ μετρικά (ἀκόμη καὶ νοηματικά)8.
Οἱ χιλιάδες τῶν ἐπιγραμμάτων ποὺ διέσωσαν ἀρχαῖες ἀνθολογίες (κυρίως ἡ Παλ. Ἀνθ.) ἢ διαφύλαξε στοργικὰ ἡ γῆ ὅπου ἔζησαν καὶ δημιούργησαν οἱ Ἕλληνες ἀπ' τὰ πανάρχαια χρόνια, γιὰ νὰ τὰ φέρει στὴν ἐπιφάνεια ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη καὶ στὸ φῶς τῆς δημοσιότητας, τῆς μελέτης καὶ τῆς κριτικῆς ἀξιολόγησης ὁ μόχθος πολλῶν, δὲν εἶναι πάντα ὑψηλοῦ ποιητικοῦ ἐπιπέδου (μολονότι δὲν λείπουν ἀνάμεσά τους τὰ ἀριστουργηματικὰ μικροτεχνήματα). Μὰ ἡ σημασία τους γιὰ τὴ μελέτη τῆς ἱστορίας καὶ τῆς πνευματικῆς δημιουργίας τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων εἶναι σὲ πολλὲς περιπτώσεις μοναδικὴ καὶ συνολικὰ ἀνεκτίμητη9.