Ὁ ΚΥΠΡΙΟΣ ΑΙΝΟΣ καὶ ὁ ΚΥΠΡΙΟΣ ΜΥΘΟΣ εἶναι ἕνα ἰδιαίτερα ἑλκυστικὸ κεφάλαιο τῆς πνευματικῆς δημιουργίας τῆς ἀρχαίας Κύπρου. Δὲν λείπουν οἱ βασικὲς δυσκολίες. Ἡ διάκριση αἴνου – μύθου ἐξακολουθεῖ νὰ προβληματίζει σὲ περιπτώσεις διάφορες· καὶ ὁ καταρτισμὸς ἑνὸς ὄχι πενιχροῦ σώματος Κυπρίων αἴνων καὶ Κυπρίων μύθων, ἀντιπροσωπευτικοῦ τοῦ συνόλου, εἶναι ἀνέφικτος. Ἡ ἀπώλεια τοῦ ἔργου τῶν ἀρχαίων Κυπρίων μυθογράφων, ποὺ εὔλογα μπορεῖ νὰ ὑποθέσει κανεὶς ὅτι συναποτελοῦσαν πηγὴ πλούσια, ἄφησε κενὸ τεράστιο, ἐν μέρει μόνο ἀναπληρούμενο ἀπὸ ἄλλες πηγές, ἔμμεσες πληροφορίες καὶ ἐπιβιώσεις, ἀνὰ τοὺς αἰῶνες συχνὰ ἐκπληκτικές.
Οἱ ὅροι αἶνος καὶ μῦθος1 (ἀβέβαιης ἐτυμολογίας, κατὰ τὸν Chantraine σ.λλ.), ὡς ἔννοιες ἐν μέρει ἐπαλλάσσουσες ἢ ἐπικοινωνοῦσες2, σὲ ὄχι σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιοῦνται ἀδιακρίτως (στὶς πρώιμες κυρίως πηγὲς καὶ τὶς πολὺ μεταγενέστερες)· χαρακτηριστικὸ εἶναι τὸ χωρίο τῆς Ὀδυσσείας ξ 494-509, ὅπου χρησιμοποιοῦνται διαδοχικὰ οἱ ὅροι μῦθος, αἶνος καὶ ἔπος γιὰ τὴν ἴδια περίπτωση3. Ὀρθὰ ἐν μέρει σημειώνει ὁ Chantraine γιὰ τὴ λέξη μῦθος πὼς ἡ ἔννοια ἐξελίσσεται μετὰ τὸν Ὅμηρο καὶ ἐξειδικεύεται σ' αὐτὴν τῆς «ἱστορίας, μύθου, πλαστῆς διήγησης» (« histoire, mythe, fable », κ.λπ.) καὶ γιὰ τὴ λέξη αἶνος πὼς ἡ βασικὴ ἔννοια εἶναι αὐτὴ τῶν λόγων μὲ εἰδικὸ βάρος καὶ σημασία (« paroles chargées d'importance ou de sens »)· ἡ διαπίστωση αὐτὴ στηρίζεται σὲ πάμπολλα χωρία δόκιμων συγγραφέων. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὶς εἰδικὲς ἔννοιες τοῦ αἴνου ὡς ἐπαίνου καὶ ἀποφάσεως (κατ' αἶνον, ἀντιθ. κατὰ ψήφισμα) καὶ τοῦ μύθου ὡς ὁμιλίας ἢ ἀγορεύσεως ἢ διαλόγου, συμβουλῆς ἢ διαταγῆς, σχεδίου ἢ σκοποῦ (μὴ λεγόμενου), ἀγγελίας ἢ μηνύματος καὶ φήμης, ψευδοῦς –μὴ ἱστορικοῦ– λόγου, ἀλλὰ καὶ ὑποθέσεως ἔργου καὶ στάσεως, ὅπου ἡ διάκριση εἶναι ἐφικτή, καὶ πέρα ἀπὸ τὴν κοινὴ χρήση τους μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ρητοῦ ἢ ἀποφθέγματος ἢ παροιμίας4, ἡ ἐδῶ ἐνδιαφέρουσα χρήση τους γιὰ διηγήσεις πλαστές, μύθους ἢ παραμύθια, δὲν εἶναι πάντα διακριτή. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῶν διηγήσεων τοῦ Αἰσώπου, ποὺ καλοῦνται καὶ αἶνοι καὶ μῦθοι· πιὸ συχνὰ μάλιστα τὸ δεύτερο, ἐνῶ φέρουν ἔντονο τὸ εἰδικὸ βάρος τῆς διδακτικῆς πρόθεσης, εἶναι δὲ κατὰ κανόνα λόγος κατ' ἀναπόλησιν μυθικὴν ἀπὸ ἀλόγων ζῴων ἢ φυτῶν πρὸς ἀνθρώπους εἰρημένος (κατὰ τὸν εὔστοχο ὁρισμὸ τοῦ Λουκίου Ταρραίου ποὺ παραδίδει ὁ Ψευδοαμμώνιος5, πβ. Σοῦδ. σ.λ. αἶνος· (...) αἶνος διαφέρει μύθου τῷ τὸν αἶνον μὴ πρὸς παῖδας ἀλλὰ πρὸς ἄνδρας πεποιῆσθαι καὶ μὴ πρὸς ψυχαγωγίαν μόνον, ἀλλὰ καὶ παραίνεσιν ἔχειν τινά· βούλεται γὰρ ἐπικρυπτόμενος παραινεῖν τι καὶ διδάσκειν). Αἶνος καὶ μῦθος, ἑπομένως, ὅσον ἀφορᾶ στὶς περιπτώσεις αὐτὲς εἶναι ἔννοιες ὑπάλληλες: οἱ αἶνοι αὐτοὶ εἶναι μῦθοι (μὲ εἰδικὸ βάρος)· ὅλοι οἱ μῦθοι ὅμως δὲν εἶναι αἶνοι (καὶ οἱ μνεῖες συγκεκριμένων μύθων δὲν ὁδηγοῦν πάντα σὲ ἀσφαλῆ συμπεράσματα γιὰ τὴ φύση τους).
Κύπριοι αἶνοι καὶ Κύπριοι μῦθοι, ὡς ἰδιαίτερη κατηγορία, ἀναφέρονται σὲ διάφορες ἀρχαῖες πηγές. Ὁ Ἑρμογένης ὁ Ταρσεὺς καὶ ὁ Ἀφθόνιος ὁ σοφιστὴς θεωροῦν ὅτι οἱ Κύπριοι μῦθοι ὀνομάζονται ἔτσι ἀπὸ τῶν εὑρόντων6· ὁ δὲ Αἴλιος Θέων ὁ Ἀλεξανδρεὺς καὶ ἕνας Ἀνώνυμος συγγραφεὺς ἐξειδικεύουν, θεωρώντας ὅτι οἱ εὑρόντες τοὺς Κυπρίους μύθους ἦταν Κυπρία γυνή (ὁ πρῶτος) ἢ Κύπριοι ἐμπορευόμενοι (ὁ δεύτερος)7. Ὁ Διογενιανός, ὅμως, γράφοντας περὶ παροιμιῶν καὶ μιλώντας περὶ αἴνου σ' ἕνα ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον χωρίο του σημειώνει: ὁ δὲ Κύπριος προσηγόρευται διὰ τὸ παρὰ Κυπρίοις λέγεσθαι ὡς ἐπιχώριος· δίνει δὲ στὰ ἀμέσως ἑπόμενα ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα Κυπρίου αἴνου: Κέχρηται δὲ καὶ τούτῳ Τιμοκρέων ἐμφαίνων ὡς οἱ ἄδικα πράσσοντες καὶ ἐς ὕστερον τῶν προσηκόντων τυγχάνουσι. Καὶ γὰρ τῷ Ἀδώνιδι ἐν Κύπρῳ τιμηθέντι ὑπὸ τῆς Ἀφροδίτης μετὰ τὴν τελευτὴν οἱ Κύπριοι ζώσας ἐνίεσαν περιστεράς, αἱ δ' ἀποπτᾶσαι καὶ διαφυγοῦσαι αὖθις ἀδοκήτως εἰς ἄλλην ἐμπεσοῦσαι πυρὰν διεφθάρησαν8. Σ' ὅλες αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἡ ἀναφορὰ γίνεται προφανῶς σὲ αἴνους (ἔστω κι ἂν ὁ λόγος εἶναι γιὰ μύθους). Σὲ μιὰν ἄλλη περίπτωση, στὰ Σχόλ. τοῦ Εὐσταθίου στὸ Χ 499 (1283.26 κἑ.: ΑΚΕΠ Β΄ 79.2α), ἡ ἀναφορὰ στὸν μῦθον Κύπριον, ὃς λέγει Ἄδωνιν καταφυγόντα εἰς θρίδακα ὑπὸ κάπρου ἀναιρεθῆναι, δύσκολα μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει σὲ ὑπόθεση αἴνου (πρόκειται μᾶλλον γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς πολλοὺς Κυπριακοὺς μύθους). Πολλὰ ὅμως Ἑλληνικὰ παραμύθια ἀπὸ τὴν Κύπρο –κυρίως ὅσα ἔχουν καταγραφῆ μόνον ἐκεῖ, καὶ μοιάζουν μὲ μύθους Αἰσώπειους– δὲν ἀποκλείεται νὰ μαρτυροῦν ἐπιβιώσεις πανάρχαιων Κυπριακῶν αἴνων· πολλῶν δὲ Κυπριακῶν παροιμιῶν –καὶ δὴ ὅσων ἀναφέρονται σὲ παλαιὲς πηγὲς– ἡ φύση φαίνεται νὰ ὑποδηλώνει εὐρύτερες σχετικὲς διηγήσεις, αἴνους9.
Πολὺ πιὸ πλούσιες εἶναι οἱ ἀναφορὲς ἀρχαίων συγγραφέων σὲ Κυπριακοὺς μύθους (ὄχι αἴνους), καθαρὰ Κυπριακοὺς –ἱστορικούς (δημιουργίας καὶ οἰκιστικούς) καὶ θρησκευτικούς (κυρίως γιὰ τὴν Ἀφροδίτη καὶ τὸν Ἄδωνη, τὸν Πυγμαλίωνα καὶ τὸν Κινύρα)– ἢ παραλλαγὲς Πανελληνίων μύθων10. Θρησκευτικοὺς μύθους –παλαιοὺς ἢ ἐπινοημένους ἀπὸ τοὺς ποιητές τους– θά 'βρισκε κανεὶς πολλούς, ὅπως μαρτυροῦν ἀναλογικὰ τὰ σωζόμενα ἀποσπάσματα, στὴν Ἀρχαϊκὴ ποίηση τῆς Κύπρου· ἡ λατρεία τῆς Ἀφροδίτης στὴ Μεγαλόνησο ἦταν γιὰ αἰῶνες πηγὴ ἀέναη· τὰ σχετικὰ μὲ τὴ γέννηση τῆς θεᾶς ἀπὸ τοὺς ἀφροῦς τῆς θάλασσας καὶ τὸ χρυσοστόλισμά της στὸν ὀνομαστὸ ναό της στὴν Πάφο ἀπὸ τὶς Χάριτες ἢ / καὶ τὶς Ὧρες (3 F4-5, 5 Υ.1.58 κἑ., πβ. θ 362-66), τὸν ἔρωτά της γιὰ τὸν Ἄδωνη (καὶ τὸν Ἀγχίση: βλ. ΑΚυΓ1 σσ. 85 [ΑΚυΓ1β´ 118] κἑ.), τὴν Ἀριάδνη Ἀφροδίτη, εἶναι –μερικὰ μόνο– χαρακτηριστικὰ παραδείγματα. Γιὰ τὸν Κινύρα, κατὰ τὸν Πίνδαρο (1 Τ5), ἀντηχοῦσαν οἱ ὕμνοι τῶν Κυπρίων (καὶ γι' ἄλλους μυθικοὺς βασιλιάδες, προφανῶς). Οἱ μυθικοὶ οἰκιστὲς τῆς Κύπρου (11 Ε54-55, κ.ἀ.) θὰ κατεῖχαν περίοπτη θέση στὰ ἔργα Κυπρίων ποιητῶν καὶ πεζογράφων (βλ. κατωτ.). Καὶ ἱστορικὰ πρόσωπα, ὅπως ὁ Ὀνήσιλος, ἀπέβαιναν ἐνίοτε μυθικά, ἢ ἐμπλέκονταν σὲ μύθους (ὅπως αὐτὸς τῆς Παρακυπτούσης, ποὺ μαρμάρωσε ἡ Ἀφροδίτη)11. Οἱ ἀρχαῖοι μυθογράφοι θά 'χαν ἀσφαλῶς πολλὰ νὰ ποῦν σὲ τέτοιες περιπτώσεις.