Ὁ Σώπατρος ὁ Πάφιος εἶναι ὁ πιὸ εὐνοημένος ὡς πρὸς τὴ διάσωση στίχων του Κύπριος ποιητὴς τῆς Ἀλεξανδρινῆς περιόδου, εἴτε γιατὶ ἦταν ὁ πιὸ γνωστὸς ἢ / καὶ γιατὶ ἁπλῶς τὸ περιεχόμενο τῶν ἔργων του –μὲ τὶς συνεχεῖς ἀναφορὲς σὲ συμπόσια καὶ φαγητὰ καὶ μουσικὰ ὄργανα– ἐπέβαλε ἢ διευκόλυνε τὶς πολλὲς παραπομπὲς τοῦ Ἀθήναιου σ' αὐτόν. Ἡ εἰκόνα ὅμως ποὺ δίνεται γιὰ τὸ ἔργο του φαίνεται νὰ εἶναι μερικὴ καὶ παραπλανητική, ἐνῶ οἱ ἐλάχιστες γι' αὐτὸν πληροφορίες καὶ κενὰ δυσαναπλήρωτα ἀφήνουν καὶ προβλήματα δύσκολα ἐγείρουν, μὲ πιὸ σοβαρὰ τὰ ἀναφερόμενα στὴ μορφὴ τοῦ ἔργου του καὶ τὴν ταύτισή του ἢ μὴ μὲ τὸν ποιητὴ Σωσίπατρον, τοῦ ὁποίου ἕνα ἐκτενὲς καὶ ἀξιόλογο ἀπόσπασμα παραθέτει ἐπίσης ὁ Ἀθήναιος1.
Κατὰ τὸν Ἀθήναιο (2, 71a-b), ὁ Σώπατρος ὁ Πάφιος γεννήθηκε στὰ χρόνια τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ «ἐπέζησε μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ δευτέρου βασιλιᾶ τῆς Αἰγύπτου, ὅπως ὁ ἴδιος φανερώνει σὲ κάποιο ἀπὸ τὰ ἔργα του» (10a T1). Καθὼς ὁ Πτολεμαῖος Β΄ ὁ Φιλάδελφος (308-246 π.Χ.) διαδέχεται στὸν θρόνο τῆς Αἰγύπτου τὸν πατέρα του τὸ 283/2 π.Χ. καὶ καθὼς τὸ ἀναφερόμενο στοὺς Γαλάτες ἔργο τοῦ Σώπατρου (Ἀθήν. 4, 160e-f: F6) φαίνεται νὰ ἔχει συντεθεῖ πιθανῶς μετὰ τὴ νίκη τοῦ Πτολεμαίου Β΄ κατὰ τῶν Γαλατῶν τὸ 270 π.Χ. καὶ νὰ ἀναφέρεται καὶ σ' αὐτόν, μποροῦμε νὰ τοποθετήσουμε χρονικὰ τὸν Πάφιο ποιητὴ στὴν τελευταία τριακονταετία τοῦ 4ου καὶ στὸ α΄ ἥμισυ τοῦ 3ου π.Χ. αἰ., μ' ἕνα μέρος τῆς ζωῆς του σημαντικὸ νὰ διάγεται στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἡ μνεία τοῦ Θίβρωνα στὸ ἀπόσπ. 18 μὲ τὸν τρόπο ποὺ γίνεται δίνει ὡς ἀσφαλῆ terminum post quem γιὰ τὸ ἔργο του τὸν θάνατο τοῦ γνωστοῦ τυχοδιώκτη τὸ 322 π.Χ. (καὶ μάλιστα κάποια τουλάχιστον χρόνια μετὰ ἀπ' αὐτόν, ὅπως δείχνει τὸ οἵαν ποτ' ἔσχε καὶ Θίβρων). Ἡ μελέτη τῶν πιθανῶν πηγῶν καὶ ἐπιδράσεών του ὁδηγεῖ ἐπίσης στὴν ἴδια ἐποχή, ὅπως καὶ τὸ εἶδος καὶ ἡ μορφὴ τοῦ ἔργου του2.
Δράματα χαρακτηρίζονται στὸν Ἀθήναιο τὰ ἔργα τοῦ Σώπατρου Βακχίς, Εὐβουλοθεόμβροτος, Πύλαι καὶ Φακῆ (στὸν Σουίδα κι ἄλλα, συνολικὰ ἐννιά: Ἱππόλυτος, Φυσιολόγος, Σίλφαι, Κνιδία, Νεκυῖα, Πύλαι, Ὀρέστης, Φακῆ καὶ Βακχίς), στὴ δὲ πρώτη ἀναφορά του (2, 71a-b: T1) καὶ συγγράμματα. Ὁ Σώπατρος, πέρα ἀπὸ τὸ δηλωτικὸ τῆς καταγωγῆς του Πάφιος (T1, F5, F10) καὶ τὸ παρωνύμιο Φάκιος (παρωδικὴ σύμφυρση τοῦ Πάφιος καὶ τῆς φακῆς3), ὀνομάζεται στὸν Ἀθήναιο παρωιδός (T2b, F1, F12, F14, F15, F22, F23) καὶ φλυακογράφος (F4, F5, F7, F16, F19), στὸν δὲ Σουίδα καὶ κωμικός (T2a). Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι οἱ δύο κύριοι ὅροι παρωιδὸς καὶ φλυακογράφος συνοδεύονται ἐπανειλημμένα ἀπὸ τὴ λέξη δρᾶμα σὲ σχέση μὲ ἔργα τοῦ Σώπατρου (F1 Σώπατρος ὁ Φάκιος παρωιδὸς μέμνηται ἐν δράματι Βακχίδι, F15 Σ. ὁ παρωιδὸς ἐν τῶι ἐπιγραφομένωι δράματι Πύλαι – F4 Σ. ὁ φλυακογράφος φησὶν ἐν Βακχίδος μνηστῆρσιν καὶ F5 ὁ φλυακογράφος Σώπατρος ἐν Βακχίδος γάμωι, F7 Σώπατρος ὁ φλυακογράφος ἐν τῶι ἐπιγραφομένωι δράματι Εὐβολοθεομβρότωι, F16 ὁ φλυακογράφος Σώπατρος ἐν τῶι ἐπιγραφομένωι Πύλαι δράματί φησιν, F19 Σώπατρος ὁ φλυακογράφος ἐν τῶι ἐπιγραφομένωι δράματι Φακῆ), καὶ ὅτι γιὰ τὰ δύο ἀποσπ. τοῦ δράματος Πύλαι χρησιμοποιεῖται στὴν πρώτη περίπτωση ὁ ὅρος παρωιδός (F15) καὶ στὴ δεύτερη ὁ ὅρος φλυακογράφος (F16), ὅπως καὶ γιὰ τὰ ἔργα Βακχίς (F1), Βακχίδος μνηστῆρες καὶ Βακχίδος γάμος (F4 καὶ F5), ποὺ φαίνεται νὰ συναποτελοῦν τριλογία. Ἡ εἰκόνα ποὺ δίνεται στὸν Ἀθήναιο εἶναι αὐτὴ τοῦ παρωιδοῦ καὶ φλυακογράφου ποιητοῦ δραμάτων, ἴσως δὲ καὶ κάποιων ἄλλων συγγραμμάτων (ἂν δὲν ἐκληφθεῖ ὁ ὅρος ὡς ταυτόσημος πρὸς τὸ δραμάτων στὸ Τ1). Τὸ ἀποδιδόμενο στὸν Σωσίπατρον ἀπόσπασμα τοῦ Καταψευδομένου δὲν χαρακτηρίζεται στὸν Ἀθήναιο (9, 377f κἑ.: 10b F1), φαίνεται ὅμως νὰ ἀνήκει σὲ ἔργο τῆς Νέας κωμωδίας, τῆς ἐποχῆς πιθανῶς τοῦ Σωπάτρου4.
Ἡ εἰκόνα τοῦ Σώπατρου στὸν Ἀθήναιο δὲν εἶναι ἀσυμβίβαστη μὲ τὰ πράγματα. Μέσα ἀπὸ τοὺς λίγους σωζόμενους στίχους καὶ τοὺς μαρτυρούμενους τίτλους ἔργων του ἀναδύεται μιὰ πολύπλευρη ποιητικὴ φυσιογνωμία, μὲ θέματα ἀπὸ τὶς περιοχὲς τοῦ μύθου καὶ τῆς ζωῆς, μὲ ὕφος ποικίλο καὶ ἐξεζητημένο, γλώσσα κοινὴ ἀλλὰ μὲ πολλὲς σύνθετες λέξεις καὶ νεολογισμοὺς ἐντυπωσιακούς, μέτρο κατὰ κανόνα ἰαμβικὸ τρίμετρο μὲ πολλὲς ἀναλύσεις χαρακτηριστικὲς τῶν ἀρχῶν τῆς Ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς ἀλλὰ καὶ ἄλλα μέτρα ποὺ ὑποδηλώνουν διάφορα εἴδη ποίησης ἢ χορικὰ θεατρικῶν ἔργων (χοριαμβικὰ κ.ἄ.5). Ἡ παρωδικὴ διάθεση εἶναι ἐμφανὴς σὲ διάφορα ἀποσπάσματα καὶ ἐκδηλώνεται εἴτε ὡς παρωδία μύθων καὶ ἔργων παλαιότερων συγγραφέων εἴτε ὡς διακωμώδηση γνωστῶν κωμικῶν τύπων, ὅπως ἀναπτύσσουμε παρακάτω, ὥστε νὰ μπορεῖ ἄνετα νὰ ὀνομάζεται καὶ παρῳδός, εἴτε ὡς ποιητὴς ἔργων ποὺ μποροῦν νὰ καταταγοῦν στὸ λογοτεχνικὸ εἶδος τῶν παρωιδιῶν εἴτε ὡς ποιητὴς ποὺ στὰ δράματά του παρωιδεῖ μύθους καὶ ἔργα λογοτεχνικὰ καὶ τύπους ἀνθρώπινους. Ἡ μὴ Δωρικὴ γλώσσα του, ἀπὸ τὴν ἄλλη, δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὸν χαρακτηρισμὸ τοῦ φλυακογράφου, γιατὶ δέχεται ἔντονη τὴν ἐπίδραση τῆς παλαιότερης καὶ σύγχρονης φλυακογραφίας καὶ φαίνεται νὰ συντελεῖ καὶ αὐτὸς στὴ μετάβαση στὸ νέο εἶδος τοῦ μίμου, ὅπως δείχνει ἡ ἐξέταση πηγῶν καὶ ἐπιδράσεών του6.
Οἱ πηγὲς τοῦ Σώπατρου (ὅπως καὶ οἱ ἐπιδράσεις του) σπάνια εἶναι εὔκολο νὰ ἀνιχνευθοῦν, ὅπως φαίνεται καὶ στὰ σχετικὰ σχόλιά μας, κυρίως λόγω τοῦ ὅτι ἐλάχιστοι εἶναι οἱ σωζόμενοι στίχοι του. Σὲ μερικὲς ὅμως περιπτώσεις μποροῦμε νὰ μιλοῦμε μὲ σχετικὴ βεβαιότητα: (α΄) Στὰ ἀποσπ. 1-5 (Βακχίς, Βακχίδος Μνηστῆρες, Βακχίδος Γάμος) ὁ νοῦς τοῦ ἐρευνητῆ στέκεται κυρίως –ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ὁμότιτλα ἢ μὲ συγγενικοὺς τίτλους δράματα– στὰ ἔργα τοῦ Σοφοκλῆ Ἑλένης γάμος σατυρικὸς καὶ τοῦ Ἄλεξη Ἑλένης μνηστῆρες7 ἀφ' ἑνὸς καὶ ἀφ' ἑτέρου στὴν τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη Βάκχαι, ὅπου οἱ πολυσυζητημένοι χορικοὶ στίχοι 402 κἑ. (μὲ τὴν εὔγλωττη ὑμνητικὴ ἀναφορὰ στὴν πατρίδα τοῦ Σώπατρου Πάφο): ἱκοίμαν ποτὶ Κύπρον, | νᾶσον τᾶς Ἀφροδίτας, | ἵν' οἱ θελξίφρονες νέμον|ται θνατοῖσιν ἔρωτες, | Πάφον θ' ἃν ἑκατόστομοι | βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ | καρπίζουσιν ἄνομβροι8. (β΄) Γιὰ τὸ ἀπόσπ. 6 μὲ τὴν ἀναφορὰ στοὺς Γαλάτες καὶ τὴ διακωμώδηση τῶν Στωικῶν ἀσχοληθήκαμε πιὸ πάνω στὰ σχετικὰ μὲ τὸν Ἑρμεία. Νὰ προστεθεῖ ἐδῶ ὅτι οἱ περίπου σύγχρονοι ἢ ἐλαφρῶς νεώτεροι τοῦ Σώπατρου ἐκπρόσωποι τῆς Νέας κωμωδίας Ἀπολλόδωρος ὁ Καρύστιος καὶ Ποσείδιππος ὁ Μακεδὼν γράφουν ἔργα ἐπιγραφόμενα Γαλάται καὶ Γαλάτης ἀντίστοιχα· καὶ ὅτι ὁ M. Gigante ἐπισημαίνει ἐδῶ γειτνίαση μὲ τὸ ὕφος τῶν φλυακογράφων Ρίνθωνος τοῦ Συρακουσίου (ποὺ συνθέτει τὰ ἔργα του γύρω στὸ 300 π.Χ.) καὶ Σκίρα9. Ἂν ὁ Σώπατρος δέχεται ἢ / καὶ ἀσκεῖ ἐπίδραση ὡς πρὸς τὸ προκείμενο θέμα εἶναι ἀδύνατο νὰ καθοριστεῖ μὲ τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα. Τὰ συμπεράσματα ὅμως γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Σώπατρου εἶναι εὔλογα: Στὸ ἔργο παρωδοῦνται φιλοσοφικὰ δόγματα τῶν Στωικῶν, τὸ ὕφος μοιάζει μὲ αὐτὸ τοῦ φλυακογράφου-ποιητῆ Ἱλαροτραγωδίας Ρίνθωνα, τὸ θέμα ἐμπνέει ποιητὲς τῆς Νέας κωμωδίας. (γ΄) Στὰ ἔργα Εὐβουλοθεόμβροτος καὶ Ἱππόλυτος δύσκολα μπορεῖ νὰ ἀποφύγει κανεὶς τὴν ὑπόθεση ὅτι ὁ Σώπατρος δέχεται τὴν ἐπίδραση τῆς τραγωδίας τοῦ Εὐριπίδη Ἱππόλυτος (πβ. π.χ. Εὐρ. Ἱππ. 274 πρὸς F8.3 [στ. 2] καὶ Εὐρ. Ἱππ. 791 πρὸς F7.7 [στ. 2]). Γιὰ τὰ ἔργα Νέκυια καὶ Πύλαι (F13 / F15-16) πηγὴ τοῦ Σώπατρου φαίνεται νὰ εἶναι ἡ Ὁμηρικὴ Νέκυια (ραψωδία λ), ὁ Πάφιος ποιητὴς ὅμως πιθανῶς παρωδεῖ τὸν Κύκλωπα τοῦ Εὐριπίδη (στ. 103 Ἴθακος Ὀδυσσεύς κ.λπ.), ἴσως δὲ νὰ ἀντλεῖ θέματα καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα Πυλαία τοῦ Κρατίνου καὶ Πυλαῖαι τοῦ Ἄλεξη, ἐνῶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ ἁπλῆ σύμπτωση ὁ τίτλος Νέκυια τοῦ Μένιππου ἀπὸ τὰ Γάδαρα (στὸ α΄ ἥμισυ τοῦ 3ου αἰ. π.Χ.). Ὁ σωζόμενος στίχος ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ Σώπατρου Ὀρέστης δὲν φαίνεται νὰ μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει συμπεράσματα γιὰ τὴ σχέση μὲ τὰ ἔργα Ὀρέστης τοῦ Εὐριπίδη καὶ Ὀρέστας τοῦ Ρίνθωνα, ποὺ ὅμως φαίνεται νὰ παρωδεῖ τὸν Εὐριπίδη· ἡ σχέση τῶν τριῶν πρέπει νὰ θεωρεῖται πιθανή10. Ἡ παρωδία μύθων καὶ ἔργων παλαιότερων ἀπὸ τὸν Πάφιο ποιητὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ θεωρηθεῖ βέβαιη. (δ΄) Ἡ Κνιδία μὲ τὸν δηλωτικὸ καταγωγῆς μιᾶς γυναίκας τίτλο της παραπέμπει σὲ ἔργα ὅπως ἡ Μεγαρὶς τοῦ Ἐπίχαρμου, ἡ Ἀχαῒς τοῦ Ἄλεξη, ἡ Ῥοδία τοῦ Φιλήμονα, ἡ Σαμία καὶ ἡ Ἀνδρία τοῦ Μένανδρου, ὥστε νὰ εἶναι δύσκολο νὰ ἀποφύγει κανεὶς τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Σώπατρος δέχεται ἐδῶ τὴν ἐπίδραση τῆς Ἀστικῆς κωμωδίας τῶν ἠθῶν. Τὸ ἴδιο πιθανῶς ἰσχύει καὶ γιὰ τὸ ἔργο Μυστάκου Θητίον, στὸ ὁποῖο φαίνεται νὰ κυριαρχοῦσαν οἱ σκηνὲς συμποσίου (μὲ φαγητό, μουσικὴ καὶ χορό), ὅπως ὑποδηλώνουν τὰ σωζόμενα χωρία. (ε΄) Ὁ τίτλος Σίλφαι φαίνεται νὰ ὁδηγεῖ στὰ ἔργα τῶν ποιητῶν τῆς Ἀρχαίας κωμωδίας μὲ χοροὺς ζώων (ὅπως στὴν ἀρχὴ τῆς κωμωδίας) καὶ πτηνῶν: Στὸν Κάνθαρο (τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα θυμίζει τὸ κολεόπτερο κάνθαρος, τὸ συνδεόμενο μὲ τὴ σίλφη στὸν Ἀριστοτέλη, ὅπως ἀναφέρουμε στὰ σχόλ. στὸ F17), στὸν Κράτητα (Ψῆνες, δηλ. σκνίπες, καὶ Βάτραχοι, ἴσως καὶ Ὄρνιθες) καὶ στὸν Ἀριστοφάνη (Βάτραχοι, Ὄρνιθες, Σφῆκες), ἀλλὰ καὶ στὸν Μένιππο ἀπὸ τὰ Γάδαρα (ποὺ ἀναφέραμε καὶ παραπάνω, καὶ ποὺ εἶναι γνωστὸς ὡς καινοτόμος σὲ ὕφος καὶ μορφὴ τῶν ἔργων του). Πιὸ πιθανὴ κύρια πηγὴ τοῦ Σώπατρου φαίνονται οἱ Σφῆκες τοῦ Ἀριστοφάνη, καθώς, ὅπως σημειώνεται καὶ στὶς ἀρχαῖες ὑποθέσεις, ἐπὶ τέλει τοῦ δράματος ὁ γέρων ἐπὶ δεῖπνον καλεῖται, καὶ ἐπὶ ὕβριν τρέπεται, καὶ κρίνει αὐτὸν ὕβρεως ἀρτόπωλις· ὁ δὲ γέρων πρὸς αὐλὸν καὶ ὄρχησιν τρέπεται καὶ γελωτοποιεῖ τὸ δρᾶμα11. (στ΄) Ὁ Φυσιολόγος (F20-21) φαίνεται νὰ ὑποδηλώνει τὸν σοφολογιώτατον ἀλαζόνα, μὲ χαρακτηριστικὸ ἴσως παράδειγμα τὸν Σωκράτη στὴν Ἀριστοφανικὴ κωμωδία Νεφέλαι καὶ πηγὲς ἀναγόμενες στὸν Σικελικὸν μῖμον12. Ὁ ὅρος, ποὺ σημαίνει αὐτὸν ὁ ὁποῖος ἐξετάζει τὰ φυσικὰ αἴτια καὶ φαινόμενα, χρησιμοποιεῖται κυρίως γιὰ τοὺς προσωκρατικοὺς φιλοσόφους. Ὁ μαθητὴς ὅμως τοῦ ἱδρυτῆ τῆς Στοᾶς Κλεάνθης, φιλόσοφος καὶ ποιητὴς ὁ ἴδιος, γράφει ἔργο Περὶ τῆς Ζήνωνος φυσιολογίας13. Καὶ ὁ Καταψευδόμενος τοῦ Σωσιπάτρου, μάγειρος ὄντας, περὶ φύσεως κατεῖχε πάντας τοὺς λόγους | (...), περὶ τῶν μετεώρων, τάς τε τῶν ἄστρων δύσεις | καὶ τὰς ἐπιτολὰς κ.ἄ. πολλά· ἀλλὰ καὶ ἄλλων ποιητῶν οἱ μάγειροι ἐμφανίζονται στὸν Ἀθήναιο νὰ διδάσκουν τοὺς μαθητές τους πολλὰ καὶ διάφορα, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ χαρακτηρίζονται σοφισταί ἢ καὶ φυσιολόγοι, τόσο στὸ σχετικὸ μὲ τὸ ἀπόσπ. περικείμενο (μὲ ἀξιοσημείωτες ἀναφορὲς σὲ ἔργα τοῦ Ποσειδίππου, τοῦ Ἀλέξιδος καὶ τοῦ Εὔφρονος) ὅσο καὶ στὸ 3, 101 κἑ., ὅπου ὁ παρὰ Δαμοξένωι τῶι κωμωιδιοποιῶι μάγειρος ἐν Συντρόφοις φησίν· Ἐπικούρου δέ με | ὁρᾶις μαθητὴν ὄντα τοῦ σοφοῦ (...) | μάγειρος ἦν κἀκεῖνος κ.τ.τ., ποὺ φαίνεται νὰ γνωρίζει ὁ παρὰ Σωσιπάτρωι μάγειρος ἐν Καταψευδομένωι14. Τὸ ἀπόσπ. (F20) τοῦ Φυσιολόγου ἀναφέρεται σὲ κατάλληλα ψημένη μήτρα χοιρινὴ μὲ καυτερὸ ἁλατόξιδο ἐντός της. Ὁ σοφολογιώτατος ἀλαζόνας μάγειρος ποὺ φυσιολογεῖ φαίνεται νά 'ναι καὶ ἐδῶ ὁ πρωταγωνιστής. Ἡ παρωδία ὅμως τῆς Στωικῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν μαθητῶν τοῦ Ζήνωνα δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλειστεῖ. (ζ΄) Ἔργα μὲ τὸν τίτλο Καταψευδόμενος ἔχουν συνθέσει καὶ οἱ Ἄλεξις, Φιλήμων, Μένανδρος15. Ἡ χρονολογικὴ σειρὰ τῶν τεσσάρων ὁμότιτλων ἔργων εἶναι ἀδύνατο νὰ καθοριστεῖ μὲ βεβαιότητα. Ὁ Ἄλεξις (περ. 375-περ. 275) εἶναι ποιητὴς τῆς Μέσης καὶ τῆς Νέας κωμωδίας, ὁ Φιλήμων (368/60-267/3 π.Χ.) σηματοδοτεῖ τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴ Μέση στὴ Νέα κωμωδία (στὴν ὁποία ἐντάσσονται ὅλα σχεδὸν τὰ ἔργα του), ὁ Μένανδρος (342/1-293/89 π.Χ.) εἶναι ὁ κορυφαῖος ἐκπρόσωπος τῆς Νέας κωμωδίας. Ὁ Σωσίπατρος φαίνεται νὰ βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὸν Φιλήμονα. Ἂν ταυτίζεται μὲ τὸν Σώπατρο, ἡ συνολικὴ εἰκόνα Σώπατρου / Σωσίπατρου σηματοδοτεῖ κι αὐτὴ κατὰ ἕνα μέρος τὴ μετάβαση ἀπὸ τὴ Μέση στὴ Νέα κωμωδία καὶ κατὰ ἕνα ἄλλο μέρος τὴν πορεία πρὸς τοὺς νέους ποιητικοὺς τρόπους ἔκφρασης τῶν πρώτων δεκαετιῶν τῆς Ἀλεξανδρινῆς περιόδου.
Οἱ ἐνδείξεις γιὰ τὴν ταύτιση Σωπάτρου / Σωσιπάτρου16 φαίνονται –ἐκ πρώτης ὄψεως τουλάχιστον– ἰσχυρές, ἢ ἔστω μὴ ἀμελητέες. Τὸ Σώπατρος μπορεῖ νὰ ἀποτελεῖ βραχύτερο τύπο τοῦ Σωσίπατρος· ἡ ἐτυμολογικὴ συσχέτιση τῶν δύο δὲν εἶναι ἀπίθανη, κι ἡ συνεπτυγμένη μορφὴ ὀνομάτων εἶναι –μέχρι καὶ σήμερα– συχνή. Ἡ ἐποχή τους δὲν ἀποκλείεται νὰ συμπίπτει· οἱ χρονολογικὲς ἐνδείξεις δὲν ὁδηγοῦν μὲ βεβαιότητα στὴν ὑπόθεση δύο διαδοχικῶν ποιητῶν (ἡ περίπτωση τῆς Ἰλιάδος καὶ τῆς Ὀδυσσείας εἶναι ἄκρως διαφωτιστική). Ὁ Ἀθήναιος στὴ μοναδικὴ σχετική του μνεία ἀναφέρει τὸν Σωσίπατρο χωρὶς δηλωτικὸ καταγωγῆς ἢ ποιητικῆς ἰδιότητας ἐπίθετο. Οἱ ἀντενδείξεις, γιὰ τὴ γλώσσα τῶν φλυακογράφων καὶ γιὰ τὴ μὴ εἰδολογικὴ ταύτιση τοῦ ὑπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Σωσίπατρου σωζόμενου ἀποσπάσματος καὶ τῶν χωρίων τοῦ Σώπατρου, δὲν φαίνονται ἀνερμήνευτες, ἀκριβῶς γιατὶ βρισκόμαστε στὴ μεταβατικὴ περίοδο ἀπὸ τὴ Μέση στὴ Νέα κωμωδία καὶ ἀπὸ τὴν Κλασικὴ στὴν Ἀλεξανδρινὴ ἐποχή. Ἀντίθετα, ὁ Σώπατρος ὁ Πάφιος προβάλλει μέσα ἀπὸ τοὺς λίγους σωζόμενους στίχους του ὡς προσωπικότητα πολύπλευρη καὶ δημιουργική. Δέχεται ποικίλες ἐπιδράσεις, ἴσως γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια περνᾶ –ὅπως κι ἄλλοι σύγχρονοι ἢ μὴ συμπατριῶτες του– κάποια περίοδο τῆς ζωῆς του στὴν Ἀθήνα, κι ἐκφράζεται μὲ ποικίλους τρόπους, ἀσκώντας πιθανῶς μὲ τὴ σειρά του ἐπίδραση σημαντικὴ σὲ ἄλλους. Οὔτε κι εἶναι ὁ μόνος, ὅπως εἴδαμε παραπάνω, ποιητὴς τῶν ἀρχῶν τῆς Ἑλληνιστικῆς περιόδου ποὺ καταπιάνεται μὲ ποικίλα εἴδη τοῦ λόγου καὶ ἐκφράζεται ποικιλότροπα. Οἱ χαρακτηρισμοὶ τοῦ Ἀθήναιου καὶ τοῦ ἀρχαίου λεξικογράφου φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνονται πλήρως στὰ πράγματα: παρωιδὸς καὶ φλυακογράφος καὶ –ἴσως– κωμικὸς ποιητής, τὸ τέκνο τῆς Κυπριακῆς Πάφου θέτει τὴ δική του σφραγίδα στὴν τέχνη τοῦ λόγου καὶ μένει ἀθάνατος. Δὲν ἦταν ποτὲ εὔκολο τὸ ἅλμα ἀπὸ τὴν ἀνωνυμία στὴ δόξα γιὰ τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἀπομακρυσμένου καὶ συχνὰ ἀπόμακρου νησιοῦ τῆς Ἀφροδίτης17. Γι' αὐτὸν τὸν πρόσθετο λόγο ἡ περίπτωση τοῦ Σωπάτρου τοῦ Παφίου καὶ τῶν ἄλλων Κυπρίων πνευματικῶν ἀνθρώπων τῆς ἀρχαιότητας ποὺ ἔσπασαν τὸ φράγμα τῆς ἀνωνυμίας χρήζει ἰδιαίτερης συμπάθειας καὶ προσοχῆς καὶ μελέτης.