Ὁ Ζήνων καὶ οἱ ἀπ' αὐτὸν προερχόμενοι Στωικοὶ φιλόσοφοι ἔχουν τὴν
ἄποψη, ὅτι δύο εἶναι τὰ εἴδη τῶν ἀνθρώπων, τὸ μὲν ἕνα τῶν σπουδαίων,
τὸ δὲ ἄλλο τῶν φαύλων· καὶ τὸ μὲν ἕνα εἶδος τῶν σπουδαίων χρησιμοποιεῖ
σ' ὅλη του τὴ ζωὴ τὶς ἀρετές, τὸ δὲ ἄλλο τῶν φαύλων τὶς κακίες· γι' αὐτὸ τὸ
ἕνα πράττει πάντοτε κατορθώνοντας τὸ τέλειο, τὸ δὲ ἄλλο σφάλλει. Καὶ ὁ
μὲν σπουδαῖος χρησιμοποιώντας τὶς ἐμπειρίες τοῦ βίου, σὲ ὅσα πράττει,
ὅλα τὰ πράττει καλά, μὲ ἀκρίβεια, φρόνιμα καὶ μὲ ἐγκράτεια καὶ σύμφωνα
μὲ τὶς ἄλλες ἀρετές· ἐνῶ ὁ φαῦλος ἀντίθετα πράττει κακά. Καὶ ὁ μὲν
σπουδαῖος εἶναι μεγάλος καὶ ἁδρὸς καὶ ὑψηλὸς καὶ ἰσχυρός. Μεγάλος,
γιατὶ δύναται νὰ φτάσει ὅσα ἀποτελοῦν τὴν ἐκλογή του καὶ κεῖνται ἐνώ-
πιόν του ὡς ἔπαθλα· εἶναι δὲ ἁδρὸς γιατὶ εἶναι ἀπὸ παντοῦ ἀνεπτυγμένος·
καὶ εἶναι ὑψηλὸς γιατὶ ἔχει περιβληθεῖ μὲ τὴν ἀπαιτούμενη δύναμη ὄντας
ἀήττητος καὶ ἀκαταγώνιστος. Γι' αὐτὸ καὶ οὔτε ἐξαναγκάζεται ἀπὸ κα-
νένα οὔτε ἐξαναγκάζει κανένα, οὔτε ἐμποδίζεται οὔτε ἐμποδίζει, οὔτε
ἐκβιάζεται ἀπὸ κανένα, οὔτε ἐκβιάζει, οὔτε ἐξουσιάζει οὔτε ἐξουσιάζε-
ται, οὔτε κακοποιεῖ κανένα οὔτε ὁ ἴδιος κακοποιεῖται, οὔτε περιπίπτει σὲ
κακά, οὔτε κάνει ὥστε νὰ πέσει ἄλλος σὲ κακά, οὔτε ἐξαπατᾶται οὔτε
ἄλλον ἐξαπατᾶ, οὔτε συλλαμβάνεται νὰ λέγει ψευδὴ πράγματα, οὔτε
ἀγνοεῖ οὔτε ἐνεργεῖ χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει, οὔτε σκέφτεται καθόλου τὸ
ψέμα· εἶναι δὲ εὐδαίμων πάνω ἀπ' ὅλα καὶ εὐτυχισμένος καὶ μακάριος
καὶ ὄλβιος καὶ εὐσεβὴς καὶ θεοφίλητος καὶ ἀξιοπρεπής, ἡγεμονικὸς καὶ
ἄξιος στὴ στρατηγικὴ καὶ τὴν πολιτική, καλὸς χειριστὴς τῶν οἰκονομικῶν
καὶ ἐμπορικός. Ἐνῶ οἱ φαῦλοι σὲ ὅλα αὐτὰ κάνουν τὰ ἀντίθετα.
ἀπ. 235:
Ὁ διαχωρισμὸς ὅλων τῶν ἀνθρώπων σὲ δύο κατηγορίες, τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς φαύλους, ποὺ πρῶτος ὁ Ζήνων, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὶς μαρτυρίες, διατύπωσε, ἀποδίδοντας καὶ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ καθενός, εἶναι αὐστηρὸς καὶ ἀποκλειστικός. Ἢ εἶναι κανεὶς σπουδαῖος-σοφὸς ἢ εἶναι φαῦλος, μιὰ ἐνδιάμεση κατάσταση δὲν ὑπάρχει. Κι' ὅπως ἡ ἀρετὴ δὲν ἐπιδέχεται διαβαθμίσεις, ἔτσι καὶ ἡ κακία. Βεβαίως τὸ ἄκαμπτο αὐτὸ σχῆμα, ὅπως εἴδαμε, ὁ Ζήνων ἐπεχείρησε νὰ τὸ περιορίσει ἀναγνωρίζοντας ἀνάμεσα στοὺς φαύλους τὴν τάξη τῶν προκοπτόντων, τῶν ἀνθρώπων δηλ, ποὺ ἐκπληρώνουν τὰ καθήκοντά τους καὶ βρίσκονται στὸν δρόμο πρὸς τὴν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καὶ τὴν πραγμάτωση αὐτοῦ ποὺ ἐνσαρκώνει ὁ σοφός. Ἔτσι διαφοροποιοῦνται καὶ τὰ ἁμαρτήματα, πού, ἐνῶ ὡς τέτοια εἶναι ἴσα, ἐν τούτοις διαφέρουν ὡς πρὸς τὴν ποιότητα. Ὡστόσο ὁ προσκόπτων, κι' ὅταν ἀκόμα προσεγγίζει τὸν σοφό, δὲν παύει νὰ εἶναι φαῦλος, γιατὶ διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπ' αὐτὸν ὄχι στὶς ἐξωτερικὲς πράξεις ἀλλὰ στὴν ἐσωτερική, ἠθικὴ διάθεση.
Συζητεῖται μεταξὺ τῶν φιλολόγων, ἄν, ὅσα ἀναφέρονται στὸ χωρίο αὐτὸ τοῦ Στοβαίου ὡς χαρακτηριστικὰ τοῦ σοφοῦ, πρέπει νὰ ἀποδοθοῦν στὸν Ζήνωνα. Ἡ ἐπικρατούσα ἄποψη εἶναι, ὅτι σὲ περίπτωση, ποὺ μιὰ μόνο εἶναι ἡ πηγή, αὐτὴ θὰ πρέπει νὰ εἶναι ὁ Ζήνων, γιατὶ οἱ ἀναφορὲς στὸ τέλος τοῦ χωρίου εἶναι σίγουρα δικές του (βλ. Pearson1, ἔ.ἀ. σ. 189).
«διὰ παντὸς τοῦ βίου χρῆσθαι ταῖς ἀρεταῖς»:
Οἱ ἀρετὲς τοῦ σοφοῦ καὶ ἡ εὐδαιμονία, ποὺ τὶς συνοδεύει, προκύπτουν ἀπὸ μιὰ ἐσωτερικὴ συνέπεια καὶ μιὰ συνέχεια, ποὺ διήκει καθ' ὅλη τὴ διαπόρευση τοῦ βίου. Δὲν εἶναι κάτι, ποὺ ἐκδηλώνεται συμπτωματικὰ καὶ κατὰ καιρούς. Ἐπίσης τὸ «κατορθοῦν» ἀντιτίθεται στὸ «ἁμαρτάνειν» ἀπόκλιση.
«ἐμπειρίαις χρώμενον»:
Ὁ σοφὸς ξεκινᾶ ἀπὸ ἀρχές, εἶναι ὅμως πρακτικὸς καὶ ἐμπειρικός, γιατὶ προσαρμόζει τὶς ἀρχὲς αὐτὲς στὸν «καιρόν», στὴν εὔστοχη στιγμή. Εἶναι σ' αὐτὴ τὴ στιγμὴ ἢ τὴν περίσταση, ποὺ ἐνορατικὰ ἀνταποκρίνεται μὲ τὴ συγκατάθεσή του. Πράττοντας δηλ. ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὸ ὑπάρχον, αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὴ δεδομένη στιγμὴ (Σέξτος, Μαθ. 8, 85).
«πάντ' εὖ ποιεῖν»:
Τὸ «εὖ ποιεῖν» εἶναι τὸ σωκρατικὸ-πλατωνικὸ «εὖ πράττειν». Ἡ πράξη τοῦ σοφοῦ ἐμπεριέχει αὐτὸ τὸ «εὖ», ποὺ εἶναι ἔκφραση τῆς ἀρετῆς ὡς μιᾶς πληρότητας, ὡς μιᾶς παρουσίας τοῦ ἀγαθοῦ.
«μέγαν... ἁδρόν... ὑψηλόν... ἰσχυρόν»:
Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά, ποὺ θὰ πρέπει νὰ ἐννοηθοῦν ὄχι ἁπλῶς μεταφορικά, ἀλλὰ σὲ συσχετισμὸ μὲ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ χαρακτήρα τοῦ σοφοῦ. Ἡ ἀξία τους λογίζεται κατ' ἐξοχὴν σὲ ἀναφορὰ καὶ πρὸς τὸ ἠθικό τους μέγεθος.
«ἀήττητος»:
κατ' ἐξοχὴν ζηνώνειο (δὲς καὶ ἀπ. 236).
«οὔτε ἀναγκάζει, οὔτε ἀναγκάζεται»:
Αὐτὴ ἡ ἐξέχουσα θέση τοῦ σπουδαίου δείχνει τὴν ἀνεξαρτησία του ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς ἢ ἐσωτερικὲς πιέσεις. Αὐτό, ποὺ ὁ Σωκράτης εἶπε, ὅτι τὸ νὰ ἀδικεῖ κανεὶς ἢ νὰ ἀδικεῖται εἶναι καὶ τὰ δυὸ κακά, χειρότερο ὅμως εἶναι τὸ πρῶτο, προσλαμβάνει ἐδῶ ἕνα διαφορετικὸ σχῆμα. Γίνεται μιὰ ἀδιατάρακτη ἰσορροπία, ποὺ κατοχυρώνει τὸν σοφὸν ὡς ἄτρωτο στὴν οἱαδήποτε κακότητα ἢ ἀδικία τοῦ φαύλου. Ὁ σοφὸς δὲν μπορεῖ, ὅπως ὁ Σωκράτης, νὰ πάσχει ἀπὸ τὴν ἀδικία ποὺ τοῦ γίνεται.
«οὔτε δεσπόζει»:
ἡ δεσποτεία εἶναι φαύλη ὅπως καὶ ἡ δουλεία (Στοβ. Ἐκλ. ΙΙ 7, 11, p. 104-105).
«εὐδαίμων... καὶ εὐτυχὴς καὶ μακάριος καὶ ὄλβιος»:
Αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ καθιστοῦν τὸν σπουδαῖον ὅμοιο μὲ τοὺς θεούς. Ὁ ἥρωας τοῦ Στωικισμοῦ μοιάζει νὰ εἶναι κι' αὐτός, ὅπως ὁ ὁμηρικός, θεοείκελος. Ὁ στωικὸς σοφὸς εἶναι μιὰ ἐνσάρκωση τοῦ Δία.
«εὐσεβὴς καὶ θεοφιλής»:
Δὲς Διογ. Λαέρτ. 7. 119: «θείους τ' εἶναι· ἔχειν γὰρ ἐν ἑαυτοῖς οἱονεὶ τὸν θεόν... θεοσεβεῖς τε τοὺς σπουδαίους».
«ἀξιωματικός»:
Δὲν σημαίνει ἁπλῶς ὅτι κατέχει μόνον ὑψηλὰ ἀξιώματα ἀλλά, ὅτι συμπεριφέρεται ὑψηλόφρονα. (Δές: Πλουτ. Ἠθ. 617d). Ὁ Θουκυδίδης χρησιμοποιεῖ τὸ «ἀξίωμα» γιὰ τὸν Περικλῆ.
«βασιλικός»:
Μαρτυρεῖται καὶ ἀπὸ τὸν Διογένη Λαέρτιο, ὅτι ὁ χαρακτηρισμὸς ὀφείλεται στὸν Ζήνωνα (7. 122) «ἀλλὰ καὶ βασιλέας εἶναι τοὺς σοφούς... κυρίως κεχρῆσθαι Ζήνωνος τοῖς ὀνόμασι.»
«στρατηγικός»:
βλ. Πλουτάρχου Βίος Ἀράτ. 23. 3: «μόνον στρατηγὸν εἶναι τὸν σοφὸν ὡς δόγμα Ζήνωνος» βλ. καὶ ἀπ. 237.
Τὸ ἰδανικὸ τοῦ σοφοῦ, ποὺ θυμίζει τὸν μεγαλόψυχο τοῦ Ἀριστοτέλη, χαρακτηρίζεται ἀπὸ μιὰ ὑπεροχὴ καὶ μιὰ μεγαλοπρέπεια. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι, ὅπως καὶ ὁ μεγαλόψυχος, ἕνας «μεγάλα ἀξιῶν ἄξιος ὢν» (Ἠθ. Νικ. 1123b). Εἶναι κι' αὐτὸς ὡς πρὸς τὸ μέγεθος τῶν ἀρετῶν ἄκρος. Φτιαγμένος γιὰ τὰ μεγάλα κατακτᾶ καὶ τὰ ἔπαθλα αὐτῶν τῶν πράξεών του. Τρέφει μέσα του ἰσχυρὸ τὸν λόγο καὶ προικισμένος μὲ ὅλες τὶς ἀρετὲς πράττει ἐξασφαλίζοντας σὲ ὅλες του τὶς ἐνέργειες «κατορθώματα». Εἶναι αὐτὸς ποὺ εὔστοχα συναναστρέφεται μὲ τὰ πράγματα καὶ τὶς περιστάσεις γύρω του χρησιμοποιώντας τὴν ἐμπειρία ποὺ ἔχει ἀπ' αὐτά. Χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς περιστάσεις, ὅσο ἀντίξοες κι' ἂν εἶναι, εἶναι ἀπρόσβλητος ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ ἐλεύθερος ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἢ ἐσωτερικὲς πιέσεις. Μόνο αὐτὸς εἶναι συνεπὴς σ' ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ ἀσκώντας τὶς ἀρετὲς «εὖ ποιεῖ», ζεῖ μὲ τὴν πληρότητα τοῦ ἀγαθοῦ, ποὺ ἀποδίδουν οἱ πράξεις του. Δὲν παύει νὰ ἀνταποκρίνεται στὶς πρακτικὲς ἀνάγκες τῆς ζωῆς ἐκπληρώνοντας τὰ καθήκοντά του καὶ μπορεῖ νὰ οἰκειοποιεῖται ἀκόμα καὶ τὶς τεχνικὲς δεξιότητες ὡς ἀληθινὸς καλλιτέχνης, ρήτορας, στρατηγός. Ὄντας γνώστης τῆς θρησκείας, τῆς πολιτικῆς, τῆς οἰκονομίας καὶ τῆς τέχνης, πλούσιος, ὡραῖος καὶ ἐλεύθερος διάγει εὐδαίμονα ζωή. Ὁ σοφὸς εἶναι σίγουρα ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ πάθη, ἀφοῦ μέσα του κυριαρχεῖ ὁ λόγος. Κι' ὅμως εἶναι δεκτικὸς ὁρισμένων παθῶν, ἀφοῦ τὴν εὐδαιμονία τὴν αἰσθάνεται ὡς μιὰ «εὔροια» βίου. Αὐτὸς ὁ ἰδανικὸς ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι στὴν τελειότητα σχεδὸν ἴσος μὲ τὸν θεό, δὲν ὑπάρχει μέσα στὴν ἱστορία. Ἂν ρωτοῦσε κανεὶς ὁποιοδήποτε Στωικό, καὶ τὸν Ζήνωνα ἀκόμη, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ πεῖ ὅτι εἶναι σοφός. Σπάνια σὲ μιὰ ἢ δυὸ περιπτώσεις μπορεῖ νὰ ἐμφανίστηκαν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους τέτοιοι σπουδαῖοι ἄνθρωποι. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Ζήνων ἐπιμένει στὸ παράδειγμα ἑνὸς τέτοιου ἰδανικοῦ, ποὺ θὰ ἤθελε, πιὸ ἰσχυρὸ ἀπὸ κάθε ἀπόδειξη, νὰ τὸ δεῖ ζωντανὸ μὲ τὰ ἴδια του τὰ μάτια, ὅπως ἕναν Ἰνδό, ποὺ ἀνεβαίνει στὴν πυρά (ἀπ. 240).
Τὸ ἰδανικὸ τοῦ στωικοῦ σοφοῦ ὡστόσο, ἂν καὶ φαίνεται ἐξωπραγματικό, ὑπῆρξε παράδειγμα γιὰ μίμηση στὴ ζωὴ ὄχι μόνο τῶν Στωικῶν, ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Στοὺς Ρωμαίους χρησίμευε ὡς πρότυπο καὶ ἐνέπνευσε τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ στωικὸς σοφός, ὅπως τὸν ἔπλασε δίνοντάς του τὰ οὐσιώδη χαρακτηριστικά του ὁ Ζήνων, ἀφήνει ἐν τούτοις ἀνοικτὰ ὁρισμένα ἐρωτήματα. Πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι συνεπὴς καὶ ἀκριβὴς ἀπόλυτα στὶς ἀρχὲς του καὶ ὅμως νὰ προσαρμόζεται κάθε φορὰ στὶς ἐμπειρικὲς περιστάσεις; Πῶς συμβιβάζεται ἡ ἐλευθερία του καὶ ἡ αὐτονομία τῆς λογικῆς του συγκατάθεσης μὲ τὴ φυσικὴ ἀκολουθία αἰτίας-ἀποτελέσματος;
Στὸ πρῶτο ἐρώτημα θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι δὲν ὑπάρχει γιὰ τὸν στωικὸ σοφὸ καμιὰ ἀπόλυτη κατηγορικὴ προστακτικὴ μὲ τὴ μορφὴ ἀρχῶν, ποὺ ἐπιβάλλουν ἕνα πρέπει. Ὁ σοφὸς ἐνορατικὰ πράττει ἀνταποκρινόμενος στὸν καιρό. Εἶναι αὐτός, ποὺ φέροντας μέσα του τὸν ὀρθὸ λόγο διαμορφώνει τὸν βίο του σὰν μιὰ σειρὰ ἀπὸ κατορθώματα. Γι' αὐτὸ καὶ πολὺ δύσκολα θὰ συναντήσουμε μιὰ ὁποιαδήποτε ἀνάλυση αὐτοῦ, ποὺ ὀφείλει νὰ πράττει. Στὸ δεύτερο ἐρώτημα ἡ ἀπάντηση τῶν Στωικῶν, ὅπως εἴδαμε καὶ πρίν, θὰ ἦταν ὅτι μέσα σ' ἕνα κόσμο αὐστηρῆς αἰτιότητας ἡ ἀνθρώπινη βούληση σώζεται ὡς αὐτὴ ποὺ μπορεῖ νὰ συγκατατεθεῖ στὰ συμβαίνοντα ἢ νὰ μὴ συγκατατεθεῖ, ὡστόσο τὰ συμβαίνοντα δὲν θ' ἀλλάξουν τὴν πορεία τους. Ἡ συγκατάθεση ἢ μή, ἡ πρόθεση ἢ ἡ ἔλλειψη πρόθεσης, αὐτὰ εἶναι ποὺ ἔχουν ἠθικὴ σημασία. Σ' αὐτὰ στηρίζεται καὶ ἡ ἀρετή.
Ἂν παραλληλίσουμε τὴν ἠθικὴ βούληση τοῦ στωικοῦ σοφοῦ μὲ τὴν ἀγαθὴ βούληση τοῦ Κάντ, διαπιστώνουμε, ὅτι παρουσιάζουν ἀναμφίβολα μιὰ στενὴ συνάφεια, ποὺ ὀφείλεται στὴν ἐπίδραση τῆς Στοᾶς πάνω στὸν τελευταῖο. Ὅπως ὀρθὰ παρατηρεῖ ὁ A.A. Long (Ἡ Ἑλληνιστικὴ φιλοσοφία2, σσ. 326-7), ἡ καντιανὴ ἀρχὴ μιᾶς βούλησης, ποὺ συμφωνεῖ μὲ τὸν λόγο, μοιάζει πολὺ μὲ τὸν στωικὸ «ὀρθὸν λόγον», καθὼς καὶ ἡ ἀξία ποὺ ἀπέδωσαν καὶ οἱ δυὸ στὴν πρόθεση τοῦ πράττοντος, τὸ ὑποκειμενικὸ στοιχεῖο τῆς ἠθικῆς πράξης σὲ σχέση μὲ τὴν ἀντικειμενικὴν ἀναγκαιότητα. Ὡστόσο ἡ διαφορὰ εἶναι μεγάλη, γιατὶ ἀπὸ τὴ μιὰ δὲν ὑπάρχει στὸν Ζήνωνα καὶ τὴ Στοὰ καμιὰ ἠθικὴ προστακτικὴ (τὸ στωικὸ καθῆκον δὲν εἶναι μιὰ τέτοια προσταγή), οὔτε εἶναι ἀπὸ τὴν ἄλλη στὸν Κὰντ ἡ εὐδαιμονία συστατικὸ τῆς ἠθικῆς ἀγαθότητας ὅπως στοὺς Στωικούς. Οἱ Στωικοὶ σχεδίαζαν τὴν προσωπογραφία ἑνὸς εὐδαίμονος ἀνθρώπου καὶ ἄφηναν τὸν ἀναγνώστη νὰ ἀντλήσει ἀπ' αὐτήν.