Αὐτὸς (ἐνν. ὁ Πλάτων) θὰ μποροῦσε νὰ καλέσει σὲ βοήθεια τὸν Εὔβου-
λο, τὸν Κριτόλαο καὶ τὸν Ξενοκράτη καὶ μάλιστα τὸν Ἀριστοτέλη, ποὺ
στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι φίλος τοῦ Πλάτωνος. Θὰ ἐξεγείρονταν ὅλοι μαζὶ
πρὸ πάντων, γιὰ νὰ παραμερίσουν τὴ σωματικότητα τῆς ψυχῆς, ἂν αὐτοὶ
δὲν παρατηροῦσαν τοὺς ἄλλους στὴν ἀντίθετη πλευρά, ποὺ εἶναι σίγου-
ρα πολυπληθέστεροι καὶ ὑπερασπίζονται τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς. (2) Δὲν
ὀνομάζω ἐκείνους μόνο, ποὺ θέλουν νὰ γνωρίζουν, ὅτι ἡ ψυχὴ σχηματί-
ζεται ἀπὸ φανερὰ σώματα..., ἀλλὰ ἀναφέρω καὶ τοὺς Στωικούς, ποὺ δ
ηλώνουν τὴν ψυχὴ ὡς ἕνα πνεῦμα (spiritus) –σχεδὸν ὅπως ἐμεῖς, στοὺς
ὁποίους ἡ πνοὴ (flatus) καὶ τὸ πνεῦμα (spiritus) βρίσκονται σὲ στενὴ
συγγένεια– καὶ ποὺ παρ' ὅλα αὐτὰ εὔκολα μποροῦν νὰ πείσουν, ὅτι ἡ
ψυχὴ εἶναι σῶμα. (3) Τέλος ὁ Ζήνων ὅριζε τὴν ψυχὴ ὡς τὴν ἔμφυτη μέσα
μας πνοὴ καὶ ἔφερνε τὰ ἀκόλουθα ἐπιχειρήματα: «Αὐτό, ἔλεγε, ποὺ μὲ
τὴν ἀπομάκρυνσή του τὸ ζῶο πεθαίνει, εἶναι ἕνα σῶμα· τὸ ἔμφυτο πνεῦ-
μα (πνοὴ) εἶναι ὡστόσο αὐτό, μὲ τοῦ ὁποίου τὴν ἀπομάκρυνση τὸ ζῶο
πεθαίνει· ἄρα τὸ ἔμφυτο πνεῦμα εἶναι ἕνα σῶμα· ἄρα ἡ ψυχὴ εἶναι ἕνα
σῶμα.» (4) Καὶ ὁ Κλεάνθης ἤθελε στὰ παιδιὰ νὰ μὴν ὑπάρχει μόνο μιὰ
ὁμοιότητα στὴ μορφὴ τοῦ σώματος, ποὺ ν' ἀντιστοιχεῖ στοὺς γονεῖς,
ἀλλὰ καὶ στὰ γνωρίσματα τῆς ψυχῆς, δηλ. ἐξ αἰτίας μιᾶς ἀπεικόνισης
τῶν συνηθειῶν, τοῦ ἤθους καὶ τῶν παθῶν, ὥστε καὶ ἡ ψυχὴ νὰ προσ-
λαμβάνει τὴν ὁμοιότητα καὶ τὴν ἀνομοιότητα ἑνὸς σώματος καὶ ἐξ αὐτοῦ
αὐτό, ποὺ ὑπόκειται στὴν ὁμοιότητα καὶ ἀνομοιότητα, νὰ εἶναι ἕνα σῶ-
μα. (5) Περαιτέρω τὰ πάθη τῶν σωματικῶν καὶ τῶν ἀσώματων πραγμά-
των δὲν θὰ εἶχαν καμιὰν ἀλληλεπίδραση· ὡστόσο ὑποφέρει ἡ ψυχὴ μαζὶ
μὲ τὸ σῶμα, ἐπειδὴ αἰσθάνεται μαζί του πόνο, ὅταν αὐτὸ πληγώνεται μὲ
τσιμπήματα, πληγὲς καὶ ἐξογκώματα, ὅπως καὶ τὸ σῶμα μαζὶ μὲ τὴν
ψυχή, ἀφοῦ ἀρρωσταίνει μαζί της, χάνοντας τὴν ἰκμάδα τοῦ συνοδοῦ
του, ὅταν αὐτὴ (ἡ ψυχὴ) καταβάλλεται ἀπὸ τὴ μέριμνα, τὸν φόβο καὶ τὸν
ἔρωτα, καὶ μαρτυρεῖ τὴν ντροπὴ ἢ τὸν τρόμο τῆς ψυχῆς ἐρυθριώντας ἢ
ὠχριώντας. Ἡ ψυχὴ εἶναι λοιπὸν ἕνα σῶμα ἐξ αἰτίας τῆς ἀμοιβαίας
ἐπίδρασης τῶν παθῶν, ποὺ συμβαίνει μόνο σὲ σωματικὰ πράγματα.
(6) Ἀλλὰ καὶ ὁ Χρύσιππος πρότεινε στὸν Κλεάνθη τὸ χέρι, καθὼς ἐπι-
χειρηματολογοῦσε, ὅτι ἀπὸ κάτι σωματικὸ δὲν θὰ μποροῦσε μὲ κανένα
τρόπο νὰ χωριστεῖ κάτι ἀσώματο, γιατὶ δὲν θὰ μποροῦσε βέβαια νὰ ἔρθει
μαζί του σ' ἐπαφὴ (γι' αὐτὸ λέει καὶ ὁ Λουκρήτιος (Ι 305): «Νὰ ἐγγίζει
καὶ νὰ ἐγγίζεται μπορεῖ μόνο ἕνα σῶμα.»)· ἀπὸ τὸ σῶμα χωρίζεται λοι-
πὸν ἡ ψυχή, ὅταν ἐπέρχεται ὁ θάνατος. Ἡ ψυχὴ εἶναι λοιπὸν ἕνα σῶμα·
ἂν δὲν εἶναι σωματική, δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ἐγκαταλείπει τὸ σῶμα.
ἀπ. 133, 133α καὶ 134:
Τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ζήνωνος καὶ τῶν ἄλλων Στωικῶν, ποὺ ἀναφέρονται στὰ ἀποσπάσματα γιὰ τὴ σωματικότητα τῆς ψυχῆς, μποροῦν νὰ συνοψισθοῦν στὰ ἀκόλουθα:
1. Ἡ ψυχὴ εἶναι «πνεῦμα», τὸ πνεῦμα εἶναι κάτι σωματικό.
2. Ἡ ψυχὴ ὡς ἔμφυτο πνεῦμα, ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ ζῶο, ἐπιφέρει τὸν θάνατο. Ἡ ψυχὴ ἄρα εἶναι σῶμα. Γιατὶ τίποτε δὲν χωρίζεται ἀπὸ τὸ σῶμα ποὺ δὲν εἶναι σῶμα.
3. Ὅπως τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ προσλαμβάνει κληρονομικὰ τὰ γνωρίσματα τῶν γονέων.
4. Ὑπάρχει μιὰ ἀλληλεπίδραση σώματος καὶ ψυχῆς ὡς πρὸς τὰ πάθη. Ὅταν πάσχει τὸ σῶμα, ἀντίστοιχα πάσχει καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ ἀντίθετο.
5. Ἡ ἐπαφή, ὅπως δείχνει, π.χ. τὸ χέρι, δὲν χωρίζει κάτι σωματικὸ ἀπὸ κάτι ἀσώματο. Μόνο ἕνα σῶμα μπορεῖ νὰ ἐγγίζει καὶ νὰ ἐγγίζεται.
Ὅπως μαρτυρεῖ τὸ ἀπ. 133α, στὸν ἄνθρωπο ὁ λόγος φτάνει στὴν ὡριμότητά του στὰ 14 χρόνια. Μὲ τὴ γέννηση τοῦ παιδιοῦ τὸ ἡγεμονικὸ εἶναι ὅπως ἕνας ἄγραφος χάρτης. Σὺν τῷ χρόνῳ μὲ τὴ συνάθροιση τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν ἐκτυπώσεων-παραστάσεων πλάθονται οἱ γενικὲς παραστάσεις, ποὺ σμίγοντας μὲ τὶς ἔννοιες ὁδηγοῦν στὰ ἐννοήματα. Μ' αὐτὲς τὶς ἔλλογες εἰκόνες συλλαμβάνει ὁ ἄνθρωπος τὴ (συγκεκριμένη) οὐσία τῶν πραγμάτων. Ὁ λόγος ἔμφυτος στὸν ἄνθρωπο ἔχει ἔτσι τὴν εὐκαιρία νὰ ἐνεργοποιηθεῖ μὲ τὴ βοήθεια τῶν «προλήψεων» σὲ πρῶτο στάδιο στὰ ἑπτὰ χρόνια καὶ σὲ πλήρη ὡρίμανση στὰ δεκατέσσερα.