Τὸ ἐρώτημά μου εἶναι, τί ὑπάρχει ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ γνωσθεῖ. Τὴν
ἀπάντηση σ' αὐτὸ δὲν μοῦ τὴ δίνουν οὔτε ὁ Ἀριστοτέλης, οὔτε ὁ Θεό-
φραστος καὶ σίγουρα ὄχι ὁ Ξενοκράτης ἢ ὁ Πολέμων, ἀλλὰ αὐτοὶ οἱ
ἐλάσσονες: τὸ ἀληθινὸ εἶναι τέτοιας ποιότητας, ποὺ τὸ ψευδὲς δὲν μπορεῖ
νὰ εἶναι. Δὲν βρίσκω τίποτε αὐτοῦ τοῦ εἴδους· κατὰ συνέπεια ἀναμφίβολα
δὲν θὰ συγκατατεθῶ σὲ κάτι, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γνωσθεῖ, δηλ. θὰ ἔχω
γνώμη. Οἱ Περιπατητικοὶ καὶ οἱ παλαιοὶ Ἀκαδημαϊκοὶ τὸ παραδέχονταν
αὐτό, ἐνῶ ἐσεῖς καὶ πρὸ πάντων ὁ Ἀντίοχος τὸ ἀμφισβητεῖ. Ἀσκεῖ μεγάλη
ἐπιρροὴ πάνω σὲ μένα, εἴτε γιατὶ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο τὸν ἀγαποῦσα πολὺ
ὅπως κι' αὐτὸς ἐμένα, εἴτε γιατὶ τὸν θεωρῶ τὸν πιὸ μορφωμένο καὶ τὸν πιὸ
ὀξυδερκὴ ὅλων τῶν φιλοσόφων τοῦ καιροῦ μας. Πρῶτα τοῦ θέτω τὸ
ἐρώτημα, πῶς αὐτὸς ἀνήκει στὴν Ἀκαδημία, στὴν ὁποία ὁμολογεῖ ὅτι
ἀνήκει. Ποιὸς ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἀκαδημία ἢ ἀπὸ τοὺς Περιπατητικοὺς
ἔχει διατυπώσει –γιὰ νὰ ἀφήσουμε κατὰ μέρος ἄλλα σημεῖα– τὶς δυὸ αὐ-
τὲς προτάσεις, ποὺ μᾶς ἀφοροῦν ἐδῶ, ὅτι δηλ. αὐτὸ μόνο θὰ μποροῦσε νὰ
γνωσθεῖ, ποὺ εἶναι ἀληθινὸ καὶ ἔχει τέτοια ποιότητα, τὴν ὁποία δὲν μπορεῖ
νὰ ἔχει κάτι ψευδές, ἢ ὅτι ὁ σοφὸς δὲν ἔχει γνῶμες; Σίγουρα κανείς. Καμιὰ
ἀπὸ τὶς προτάσεις αὐτὲς δὲν ὑποστηρίχθηκε μὲ ἔμφαση πρὶν ἀπὸ τὸν
Ζήνωνα· ἐν τούτοις τὶς θεωρῶ καὶ τὶς δύο ἀληθινὲς καὶ δὲν τὸ λέω, γιατὶ
ταιριάζει στὶς περιστάσεις, ἀλλὰ μᾶλλον τὶς ἐπιδοκιμάζω ἀπερίφραστα.