5 Συνεχίζοντας μετὰ ἀπ' αὐτὰ διασαφηνίζει γιὰ τὸ ἐξάρθρημα τοῦ
χεριοῦ ὡς ἑξῆς: Ἡ ἄρθρωση τοῦ χεριοῦ (ὁ καρπός) ὑφίσταται ἐξάρ-
θρημα ἢ πρὸς τὰ μέσα ἢ πρὸς τὰ ἔξω, πρὸς τὰ μέσα τὶς περισσότερες
φορές. Τὰ δὲ συμπτώματα εἶναι εὐδιάγνωστα. Ἀνάταξη: ἀφοῦ το-
ποθετήσεις πάνω στὸ τραπέζι τὰ δάκτυλα, ἄλλοτε νὰ τὰ ἐκτείνεις
καὶ ἄλλοτε νὰ τὰ ἀντεκτείνεις, τὴ δὲ προεξοχὴ (τοῦ ἐξαρθρήματος)
νὰ ἀπωθεῖς ἢ μὲ τὴν παλάμη ἢ μὲ τὴν πτέρνα καὶ νὰ ὠθεῖς συγχρό-
νως πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ κάτω πρὸς τὴν κατεύθυνση τοῦ ἄλλου
ὀστοῦ ἀφοῦ τοποθετήσεις ἀπὸ κάτω κάποιο μαλακὸ ὀγκῶδες ἀντι-
κείμενο· καὶ ἐὰν μὲν (ἐξαρθρώνεται) πρὸς τὰ πάνω, νὰ στρέψεις τὸ
χέρι (τοῦ πάσχοντος) σὲ θέση πρηνῆ, ἐὰν ὅμως (τὸ ἐξάρθρημα εἶναι)
πρὸς τὰ κάτω, (νὰ στρέψεις τὸ χέρι) σὲ θέση ὕπτια. Ἡ θεραπεία (νὰ
γίνεται) μὲ λινὸ ἐπίδεσμο. Γι' αὐτὲς τὶς περιπτώσεις ἔχει ἐπισημάνει
τὸ ἀντίθετο, ὅτι, ὁποιοδήποτε ἀπὸ τὰ δύο ὀστὰ ἐξαρθρωθεῖ, ἐξαρ-
θρώνεται μόνο πρὸς τὰ μέσα καὶ πρὸς τὰ ἔξω, ἐνῶ πρὸς τὰ πάνω καὶ
πρὸς τὰ κάτω δὲν μπορεῖ σὲ καμιὰ περίπτωση νὰ συμβεῖ κάτι τέτοιο
χωρὶς τὴν κλίση καὶ τῶν δύο ὀστῶν. Στὴ συνέχεια, λοιπόν, ἔχει γρά-
ψει τὰ ἑξῆς: Ὁλόκληρο τὸ χέρι ἐξαρθρώνεται ἢ πρὸς τὰ μέσα ἢ πρὸς
τὰ ἔξω ἢ πρὸς τὴ μία ἢ πρὸς τὴν ἄλλη πλευρά, κυρίως ὅμως πρὸς τὰ
μέσα. Μερικὲς δὲ φορὲς μετακινήθηκε ἡ ἐπίφυση, ἐνῶ μερικὲς φορὲς
ἀπομακρύνθηκε τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ὀστά. Σ' αὐτὲς τὶς περιπτώσεις
γίνεται ἰσχυρὴ ἡ ἔκταση· καὶ τὸ προεξέχον μέρος νὰ ὠθεῖς, νὰ ἀντω-
θεῖς δὲ (πρὸς τὴν ἀντίθετη κατεύθυνση) τὸ ἄλλο μέρος, μὲ δύο συγ-
χρόνως τρόπους πρὸς τὰ πίσω καὶ πρὸς τὰ πλάγια, μὲ τὰ χέρια
πάνω στὸ τραπέζι ἢ μὲ τὴν πτέρνα. Αὐτὰ (τὰ ἐξαρθρήματα) ὑπο-
τροπιάζουν καὶ καταντοῦν δύσμορφα. Μὲ τὸν χρόνο ὅμως δυναμώ-
νουν, ἐὰν (ἡ ἄρθρωση) χρησιμοποιεῖται. Γιατὶ τελείως καὶ μάλιστα
τὸ πλῆρες ἐξάρθρημα τοῦ χεριοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναταχθεῖ μὲ κανέ-
ναν τρόπο, ἀλλά φαίνεται σὰν νὰ ἔχει ὑποστεῖ παρεκτόπιση. Τὰ
πρὸς τὰ πλάγια, λοιπόν, διαστρέμματα μποροῦν νὰ ἀναταχθοῦν
μὲ ἔκταση καὶ μὲ πίεση τῶν μερῶν ποὺ ἐξέχουν πρὸς τὴν ἀντίθετη
κατεύθυνση· αὐτὰ δὲ ποὺ γίνονται πρὸς τὰ μέσα ἢ πρὸς τὰ ἔξω,
(μποροῦν νὰ ἀναταχθοῦν) ὅπως ἀκριβῶς ἔχει προηγουμένως ὑπο-
δείξει: Ἀφοῦ τοποθετηθεῖ τὸ χέρι (τοῦ πάσχοντος) πάνω στὸ τρα-
πέζι μὲ τὴν παλάμη πρὸς τὰ κάτω, ἢ μὲ τὸ χέρι ἢ μὲ τὴν πτέρνα θὰ
πιεστοῦν πρὸς τὰ κάτω τὰ μέρη ποὺ ἐξέχουν. Πρέπει νὰ χρησιμο-
ποιεῖται καταρχὴν αὐτὸς ὁ τρόπος.
5.2-8. χειρὸς (...) ὀθονίωι: τὸ κείμενο τοῦ L ἐμφανίζει οὐκ ὀλίγες ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸ Ἱπποκρατικὸ κείμενο τοῦ Μοχλ. καὶ –κυρίως– τοῦ Π. ἄρθρ. (πέρα ἀπὸ τὰ συνήθη ὀρθογραφικὰ λάθη: βλ. ἀνωτ. τὸ κριτ. ὑπόμν. μας στὸ χωρίο). Ἰδιαίτερα προβληματικὸ εἶναι τὸ χωρίο ἅμα ἀπωθεῖν καὶ ὠθεῖν πρόσω <καὶ> κάτωθεν κατὰ τὸ ἕτερον ὀστέον ὄγκον μαλακὸν ὑποθε<ί>ς, μὲ σημαντικὲς ἀποκλίσεις τῶν ἐκδ. (σὺν τοῖς ἄλλοις, ὅσον ἀφορᾶ στὴ στίξη: πρόσω, κάτωθεν ... ὑπόθες KK.1, ἀπωθεῖν· καὶ ὠθεῖν ... κάτωθεν, κατὰ τὸ ἕτερον ... ὑποθείς Blomquist2 16 σημ. 14): ὀρθῶς οἱ Di.3 καὶ Sch.4 διορθώνουν τὸ υποθες τοῦ L σὲ ὑποθείς (βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.στ. 16), καὶ ὀρθῶς ὁ Bl.2 (16-17, 44.13) συμπληρώνει –ἐπιπρόσθετα– καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ κάτωθεν. (Βλ. καὶ τὰ σχόλια τοῦ Φυλακτοῦ5 στὰ κεφ. 26-27 [σελ. 95] καὶ τὸ κεφ. 6. [Ἐμμ. Φραγκιαδάκης] «Κατάγματα - εξαρθρήματα του καρπού και της άκρας χειρός» στὸ ΟρθΤρ6, σσ. 96-98, μὲ Εἰκ. 111-114.)
14. ἐπίφυσις: «τὸ ἄκρο, τὸ πέρας τῶν μακρῶν ὀστῶν· ἡ κεφαλή, ἡ συνέχεια τῆς διάφυσης τῶν ὀστῶν», ἐνῶ ἡ ἀπόφυσις εἶναι ἡ «ὀστικὴ προπέτεια ἢ προεξοχὴ στὴν ὁποία προσφύονται τένοντες καὶ σύνδεσμοι» (ΕΛεξΙ7 σ.λλ., βλ. καὶ Μπαμπ.8 σ.λ. επίφυση, [ΑΝΑΤ.] «καθεμιά από τις δύο αυξανόμενες άκρες των μακρών οστών», καὶ σ.λ. απόφυση, «2. ΙΑΤΡ. μικρή προεξοχή ή εξόγκωμα σε όργανο του ανθρώπινου σώματος»)· κατὰ τὸν Γαληνό, Π. ὀστ. τοῖς εἰσαγ. ΙΙ 733.15 [βλ. ΕΛεξΙ7 σ.λ. ἐπίφυσις καὶ LSJ99 σ.λ., Ι.2, μὲ περαιτέρω παραπομπὲς καὶ τὶς λοιπὲς σημασίες τῆς λέξεως]: διαφέρει γὰρ ἀπόφυσις ἐπιφύσεως, ὅτι ἡ μὲν ἐπίφυσις ἑτέρου πρὸς ἕτερόν ἐστιν ἕνωσις, ἡ δὲ ἀπόφυσίς ἐστι τοῦ σύμπαντος ὀστοῦ μέρος.
15. τούτοις ἡ κατάτασις ἰσχυρὴ ποιεῖται: οἱ Di.3 Sch.4 KK.1 γράφουν, κατὰ τὸν L, ἡ κατάτασις· ὁ Blomquist2 (17, 44.22) ὀβελίζει τὸ ἡ (ὅπως ἀνωτ. 3.4: βλ. σχόλ. σ.λ.), ποὺ δὲν ὑπάρχει στὸ Ἱπποκρατικὸ κείμενο, θεωρώντας ὅτι ἀντιτίθεται στὴ γλωσσικὴ χρήση καὶ ὅτι τὸ τούτοις ἡ προέκυψε ἀπὸ τὸ τούτοισι τοῦ Ἱππ. (τούτοισι καὶ τουτέοις καὶ τουτέοισι στὰ χφφ.)· στὴ συγκεκριμένη, ὅμως, περίπτωση τὸ κείμενο δὲν νοσεῖ συντακτικά: ἡ κατάτασις ποιεῖται (συνδ. ρῆμα) ἰσχυρή (προσδίδοντας ἔμφαση στὸ ἰσχυρή), κι ἡ διόρθωση δὲν εἶναι ἀπαραίτητη. Ὁ Blomquist2 (17, 44.23), ὅπως καὶ οἱ Di.3 καὶ Sch.4, διορθώνει τὸ ποιειται τοῦ L σὲ ποιητέ<η>, κατὰ τὸν Ἱππ. (μὲ κόμμα μετὰ τὸ ποιητέ<η> [βλ. καὶ Kw.10, μὲ ἄνω τελεία Li.11 Wi.12], χωρὶς στίξη οἱ Di.3 Sch.4)· οὔτε ὅμως αὐτὴ ἡ διόρθωση εἶναι ἀπαραίτητη (μολονότι ἡ γραφὴ τοῦ Ἱπποκράτη δίνει πιὸ ὁμαλὴ σύνταξη).
16. ἀπωθεῖ<ν>, τὸ δὲ ἕτερον ἀντωθεῖ<ν>: οἱ KK.1 διατηροῦν τὶς γραφὲς τοῦ L απωθει καὶ αντωθει, καὶ δὴ στίζοντας μὲ κόμμα μετὰ τὸ ποιεῖται καὶ μὲ ἄνω τελεία μετὰ τὸ ἀντώθει (ποιεῖται, καὶ τὸ μὲν ἐξέχον ἀπώθει, τὸ δὲ ἕτερον ἀντώθει: [βλ. ἀνωτ. γιὰ τὴ στίξη μετὰ τὸ ποιεῖται] μὲ τελεία μετὰ τὸ ἀντωθέειν ὁ Di.3, μὲ ἄνω τελεία μετὰ τὸ ἀντωθεῖν ὁ Sch.4 καὶ μὲ τελεία [;] ὁ Blomquist2). Ὅπως καὶ ἀνωτ. (στ. 7, υποθες L), οἱ προστ. τοῦ β´ προσ. ἀπώθει καὶ ἀντώθει (ποὺ εὔκολα μποροῦσαν νὰ προκύψουν ἀπὸ τὰ ἀπαρέμφ. -εῖν μὲ τὴν παράλειψη ἑνὸς γράμματος: βλ. Blomquist2 17, σχόλιο στὸ 44.13) εὔλογα διορθώνονται ἀπὸ τοὺς Di.3 (-έειν), Sch.4 καὶ Bl.2 (-εῖν) σὲ ἀπαρέμφατα, ὅπως στὸν Ἱππ. (βλ. Blomquist2 17, 44.23)· βλ. καὶ κατωτ. 7.3 τὸ μὲν ἐξέχον ἀπωθεῖν, τὸ δὲ ἐναντίον ἀντωθεῖν (μὲ ἀπαρέμφατα στὸν L), καὶ κατωτ. 3.23.9/12 (μὲ σχόλ.).
17. εἰς τοὐπίσω καὶ εἰς τὸ πλάγιον: δὶς εις στὸν L, καὶ στὴν ἔκδ. τῶν KK.1· οἱ Di.3 καὶ Sch.4 διορθώνουν σὲ ἐς. Κρατήσαμε καὶ ἐδῶ –μὲ δισταγμοὺς πολλοὺς– τὴ γραφὴ τοῦ L (βλ. σχετικὰ ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 1.2.3-4).
χερσὶν: L καὶ ἐκδ., ἢ χερσὶν –κατὰ τὸν Ἱππ. (χφφ. καὶ ἐκδ.)– προτείνει ὁ Blomquist2 (17, 44.24), μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι τὸ χερσὶν [χωρὶς τὸ ἢ] ἐναντιώνεται στὴ γλωσσικὴ χρήση τῶν κειμένων τοῦ Ἱππ. καὶ τῶν παραθεμάτων στὸν Ἀπ.· παράλειψη, ὅμως, τοῦ α´ ἢ στὸν L ἀπαντᾶ καὶ κατωτ. 3.24.7 (χερσιν L, ἢ χερσὶν Ἱππ.), 2.9.37 (προς L, ἢ πρὸς Ἱππ.), 2.11.15 (χλαινας L, ἢ χλαίνας [διαφ. γρ. ἢ χιτῶνας] Ἱππ.)· δὲν λείπουν βέβαια τὰ παραδείγματα χωρὶς τὸ α´ ἢ τόσο στὸν Ἱππ. ὅσο καὶ στὸν Ἀπ. (π.χ. ἀνωτ. 1.9.3-5 καὶ 10, 2.3.12 καὶ 15, καὶ κατωτ. 2.9.44, 2.11.16, κ.ἀ.) οὔτε τὰ σχετικὰ παραδείγματα στὰ σχόλια τοῦ Ἀπ. (ἀνωτ. 1.8.22 κ.ἀ.), ὅπως δὲν λείπουν τὰ παραδείγματα μὲ ἄλλες παραλείψεις λέξεων ἢ καὶ φράσεων τοῦ Ἱππ. στὰ παραθέματα τοῦ Ἀπ. (οὔτε καὶ οἱ προσθῆκες, ἔστω καὶ ὄχι τόσο συχνά). Ὅταν αὐτὲς οἱ διαφοροποιήσεις, ὅπως ἡ ἐδῶ, δὲν ἐπιφέρουν συντακτικὲς καὶ νοηματικὲς ἀνωμαλίες, ἡ προσαρμογὴ στὸ κείμενο τοῦ Ἱππ. δὲν εἶναι προφανῶς ἀπαραίτητη, ἐκτὸς ἂν συντρέχουν ἄλλοι λόγοι (πβ. ἀνωτ. 2.3.3-4).
18. παλίγκοτα τάδε: παλινκοτα τα- | δε L, υἱοθετούμενο ἀπὸ τοὺς KK.1 (παλίγκοτα τάδε)· ὁ Di.3 γράφει παλίγκοτα δὲ (σημειώνοντας: "παλιγκότατα L. παλιγκώτατα F. Fort. παλιγκώτατα, Cod. Hipp. Venet. παλιγκοτῶτα")· παλίγκοτα δὲ (Li.11 Wi.12), παλιγκώτατα δὲ (Kw.10) κ.τ.τ. (παλίγκωτα, παλιγκότω. τὰ, παλινκότατα κ.ἄ.) Ἱππ. (βλ. Li.11 καὶ Kw.10)· ὁ Blomquist2 (17, 44.25), θεωρώντας τὸ κείμενο τοῦ L ὄχι καὶ τόσο σωστό, φαίνεται νὰ προτιμᾶ τὸ παλίγκοτα{τα} δὲ ἢ τὸ παλιγκο<τώ>τατα δὲ, μολονότι τὸ παλίγκοτα τάδε δὲν φαίνεται νὰ νοσεῖ συντακτικὰ ἢ νοηματικά. (Γιὰ τὴν κυριολεκτικὴ καὶ τὶς μεταφορικὲς σημασίες τῆς λέξεως: «ἐπὶ ἑλκῶν, ὁ ἐκ νέου γενόμενος κακοήθης» [LSK13], «ἐπὶ τραυμάτων, κακώσεων κ.λπ., ὁ ὑποτροπιάζων, ὁ ἐμφανίζων ἐπιπλοκές, ὁ μὴ ἔχων τάση ἴασης» [ΕΛεξΙ7, μὲ παραπομπές] – μνησίκακος, κακόβουλος, ἐχθρικός, κ.τ.τ. βλ. LSJ99 / LSK13 καὶ ΕΛεξΙ7 σ.λ.· γιὰ τὴν ἐτυμ. βλ. Chantraine14 σ.λλ. πάλιν [οἰκογένεια: πέλομαι, πόλος κ.τ.τ.] καὶ κότος [παλαιὰ ρίζα ποὺ σημαίνει τὴν μάχην ἢ τὸν ἀγῶνα, ὅπως τὸ Σανσκρ. śátru- = ἐχθρός, κ.ἄ.], καὶ Μπαμπ.8 σ.λλ. πάλι [Ι.Ε. ρίζα *kwel- > ἀρχ. πέλομαι] καὶ αλλόκοτος [: "αρχική σημ. «σκληρός, φοβερός», < ἀλλο- + κότος «μίσος, έχθρα», αρχαιότατη λ. που σχετίζεται με αρχ. θέματα, τα οποία σημαίνουν «μάχη, πόλεμος», πβ. σανσκρ. śát-ru- «εχθρός», μέσ. γερμ. hader «μάχη» κ.ά."]. Ἀξίζει νὰ μνημονευθεῖ καὶ τὸ σχετικὸ λῆμμα τοῦ Σουίδα [π 81]: παλίγκοτος· ὀργίλος, στυγνός, φοβερός, ἐναντίος. Ἀριστοφάνης· μὴ γένῃ παλίγκοτος ἀντιβολοῦσιν ἡμῖν, ἤγουν μὴ ἐξ ὑποστροφῆς ὀργισθῇς καὶ πάλιν μετανοήσῃς, ἐφ' οἷς ἡμᾶς εὐεργετεῖν διέγνως. καὶ ἐν Ἐπιγράμμασι· Κύπρις γὰρ τὰ μὲν ἄλλα παλίγκοτος· ἓν δέ τι καλὸν ἔλλαχεν, ἐχθαίρειν τὰς σοβαρευομένας.)
25-26. καταβι{β}ασθήσεται: καταβιβασθήσεται –κατὰ τὸν L– γράφουν οἱ Di.3 καὶ Sch.4, ἐνῶ οἱ KK.1 διορθώνουν σὲ καταβιασθήσεται. Ἡ ἐπιλογὴ δὲν εἶναι εὔκολη. Τόσο τὸ καταβιβάζω ὅσο καὶ τὸ καταβιάζω δὲν ἀπαντοῦν ἀλλοῦ στὸν Ἀπ. τὸν Κιτιέα. Στὸν Ἱππ. ἀπαντᾶ τὸ καταβιβάζω μὲ τὴ σημασία τοῦ «κατέρχομαι, ἐμφανίζομαι» (ΕΛεξΙ7 σ.λ.), «κάμνω τι νὰ καταβῇ, κινῶ» (LSK13 σ.λ.), γιὰ τὰ ἔμμηνα ἢ καταμήνια: Προρρ. 1.143.2 γυναικεῖα καταβιβάζει (βλ. καὶ τὸ σχετικὸ παράθεμα Γαλην., Εἰς Ἱππ. Προρρ. XVI 805.4) καὶ Κω. προγν. 163.2, σὲ μέση δὲ φωνὴ στὸν Ἀέτ.: Λόγ. ἰατρ. 16.4.1-4 Τὰ δὲ καταμήνια ταῖς γυναιξὶν ἐπιφαίνεται περὶ τὸ τεσσαρακοστὸν ἔτος ἅμα τῷ ἡβάσκειν καὶ τοὺς μαστοὺς ἐπαίρεσθαι· οὐ πᾶσαι δὲ κατὰ τὸν αὐτὸν καιρόν, οὐ δὲ τὸ αὐτὸ μέτρον τῆς κενώσεως, οὔτε τὰς αὐτὰς ἡμέρας καταβιβάζονται (...)· ἀπαντᾶ ἐπίσης σὲ ἰατρικὰ κείμενα γιὰ καταπότια (Διοσκ. Πεδάν. Ὕλ. ἰατρ. 4.42.2 δύναται δὲ τὸ τῆς ρίζης ἀφέψημα ἄχρι τρίτου καταβιβασθὲν ὀδονταλγίας παύειν, πβ. Ἀέτ. Λόγ. ἰατρ. 9.33.25), γιὰ τοκετό (Ἀέτ. 16.23.25 τὸ κεφάλιον ἀναζητήσαντας κινῆσαι τοῖς δακτύλοις καὶ πρὸς τὸ τῆς μήτρας στόμιον καταβιβάσαι), κ.τ.τ. (Ὀρειβ. Ἰατρ. συναγ. 6.21.10, 45.26.1, 46.11.12-13 ἡ τοῦ τρυπάνου περιδίνησις ἀσφαλεστέρα γινέσθω, ἵνα μὴ ἀθρόως καταβιβασθέντος τοῦ τρυπάνου ἡ μῆνιγξ τρωθῇ. ὅταν δ' ἤδη καταβιβασθῇ [κ.λπ.] κ.ἀ., Μελέτ. Π. φύσ. ἀνθρ. 99.10 [8 κἑ.] στόμαχος ... οἷον σιτόμαχος, ὁ τοῖς σιτίοις μαχόμενος· θλίβουσι γὰρ αὐτόν· ἢ ὁ θλίβων ἔμπαλιν ταῦτα, ἵνα καταβιβασθῇ [κ.λπ.] καὶ 21 [19 κἑ.] ὁ στόμαχος ... ὀρέξεως καὶ καταπόσεως ἐργαλεῖον ὑπάρχων ... ἔχει... κύτος ... εἰς ὃ καταβιβαζόμενος τίθεται τὰ βρώματα, κ.ἄ.)· χρησιμοποιεῖται ἐπίσης συχνὰ γιὰ τὸν καταβιβασμὸ τοῦ τόνου, κ.τ.τ. (βλ. LSJ99 σ.λ.), μὲ πιὸ ἀξιοσημείωτη τὴ σημασία «φέρω ὀπίσω, ἐπαναφέρω»: Διον. Ἁλικ. Ῥωμ. ἀρχ. 1.8.1-2 καταβιβάζω δὲ τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου Φοινικικοῦ πολέμου, καὶ Λουκιαν. Ῥητ. διδ. 20.4 καταβίβαζε τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστῶτα (LSJ99 σ.λ., ΙΙ. / LSK13), ποὺ θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ προσαρμοστεῖ –μεταφορικὰ– στὴν περίπτωση ἀνάταξης ἐξαρθρήματος· ἀξίζει, τέλος, νὰ σημειωθεῖ καὶ τὸ τοῦ Σουίδα (κ 887) Καταιβάτης· Ζεὺς παρ' Ἀθηναίοις· παρὰ τὸ καταβιβάζειν τοὺς κεραυνούς. ἢ ἀπὸ τοῦ καταβαίνειν δι' ἔρωτα τῶν γυναικῶν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὸ καταβιάζω, ποὺ ἀπαντᾶ στὸν Ἱπποκράτη (Π. ἱερ. νούσ. 2.4-7 [γιὰ χρόνια νοσήματα] ἰητὸν εἶναι, καὶ οὐδὲν ἧσσον ἑτέρων, ὅ,τι ἂν μὴ ἤδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον ἔῃ, ὥστε ἤδη εἶναι ἰσχυρότερον τῶν φαρμάκων τῶν προσφερομένων, βλ. καὶ Ὀρειβ. Σύν. Εὐστ. 8. 59 τῶν ἀπαγχομένων ἀνάκλησις γίνεται ὄξους ἐγχύσει καὶ πτερίδος ἢ κνίδης καρπῷ ἐν ὄξει τριφθέντι δριμυτάτῳ καὶ καθιεμένῳ, ἐργωδῶς δὲ καταδέξονται, ἀλλὰ καταβιάζονται), ἀπαντᾶ καὶ ἀλλοῦ συχνότατα, μὲ σημασία συμβατὴ ἐδῶ: ὑποτάσσω μὲ τὴ βία, ἀναγκάζω, πιέζω [κυρίως στὴ μέση φωνή:] ἐξαναγκάζω κ.τ.τ., [παθητ.] ἀναγκάζομαι (βλ. LSJ99 / LSK13 σ.λ., μὲ παραπομπές, βλ. καὶ Πλούτ. Π. ἠθ. ἀρετ. 448b 4-5 ἐφέλκεται καταβιαζόμενον καὶ ἀντιτεῖνον καὶ Π. ἰχνοσκ. 927a 4 ἐνδεθέντα καὶ καταβιασθέντα πρὸς τὸ βέλτιον, κ.ἄ. πολλά). Μὲ δισταγμοὺς πολλοὺς –κατὰ τὰ ἀνωτ. δεδομένα– υἱοθετήσαμε τὴ διόρθωση τῶν KK.1 καταβι{β}ασθήτεται.