16 Ὅσον ἀφορᾶ λοιπὸν στὶς ἐξαρθρώσεις τοῦ μηροῦ πρὸς τὰ μέσα,
ἔχει καταχωρίσει τὰ προκείμενα συμπτώματα καὶ τὶς ἀνατάξεις· γιὰ
τοὺς ὑπόλοιπους δὲ τρόπους μὲ τὰ ἑπόμενα μνημονεύοντας πρῶτα
τὰ σχετικὰ μὲ τὸ πρὸς τὸ ἔξω μέρος ἐξάρθρημα, γράφει τὰ ἑξῆς: Σ'
ὅσους, πάλι, ἐξαρθρωθεῖ ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ πρὸς τὰ ἔξω, τὸ σκέ-
λος φαίνεται σὰν κοντύτερο ὅταν τὸ τεντώσεις δίπλα στὸ ἄλλο,
εὐλόγως· γιατὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ δὲν πατᾶ πάνω στὸ ὀστοῦν,
ὅπως ὅταν ἐξαρθρωνόταν πρὸς τὰ μέσα, ἀλλὰ βρίσκεται παράλλη-
λα πρὸς τὴν κεκλιμένη φυσικὴ θέση τοῦ ὀστοῦ καὶ στηρίζεται σὲ
ὑγρὴ σάρκα, ἡ ὁποία καὶ ὑποχωρεῖ. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο φαίνεται
σὰν κοντύτερο. Πρὸς τὰ μέσα ὁ μηρὸς κοντὰ στὴν περιοχὴ μεταξὺ
τῶν βουβώνων τὴν ὀνομαζόμενη πλιχάδα φαίνεται πιὸ κοῖλος καὶ
πιὸ ἀδύνατος (λιπόσαρκος), ἐνῶ πρὸς τὰ ἔξω ὁ γλουτὸς φαίνεται πιὸ
κυρτός, ἐπειδὴ ἡ κεφαλὴ τοῦ μηριαίου ἔχει ὀλισθήσει πρὸς τὰ ἔξω.
Ἀλλὰ ὁ μηρὸς φαίνεται καὶ σὰν νὰ βρίσκεται πιὸ ψηλά, καθὼς ἡ
σάρκα ἔχει ὑποχωρήσει μπροστὰ ἀπὸ τὴν κεφαλὴ τοῦ μηριαίου· καὶ
τὸ μέρος τοῦ μηροῦ κοντὰ στὸ γόνατο φαίνεται σὰν νὰ κλίνει πρὸς
τὰ μέσα καὶ ἡ κνήμη καὶ τὸ πόδι ἐπίσης. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ὁ ἀσθενὴς
νὰ τὸ λυγίσει ὅπως ἀκριβῶς τὸ ὑγιὲς σκέλος. Αὐτὰ εἶναι τὰ συμπτώ-
ματα τοῦ πρὸς τὰ ἔξω ἐξαρθρωμένου μηροῦ. Σ' ὅσους μὲν λοιπὸν ἤδη
ἐνήλικες ἡ ἄρθρωση ἐξαρθρώθηκε καὶ δὲν ἀνατάχθηκε, σ' αὐτοὺς τὸ
ὅλο σκέλος φαίνεται κοντύτερο. Κατὰ δὲ τὸ βάδισμα δὲν μποροῦν νὰ
ἀγγίζουν τὴ γῆ μὲ τὴ φτέρνα, ἀλλ' ἀκουμπᾶνε στὸ ἔδαφος μὲ τὸ
πρόσθιο πέλμα τοῦ ποδιοῦ· καὶ τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων κλίνουν λίγο
πρὸς τὰ μέσα. Τὸ δὲ πάσχον σκέλος μπορεῖ νὰ βαστάζει τὸ σῶμα πολὺ
περισσότερο σ' αὐτοὺς παρὰ σ' ὅσους ἔχει ἐξαρθρωθεῖ πρὸς τὰ μέσα.
Ὄχι μόνο δὲ γιὰ τοὺς ἐνήλικες ἀλλὰ καὶ γι' αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται
ἀκόμη σὲ ἀνάπτυξη γιὰ κάθε περίπτωση ἐξαρθρήματος τοῦ μηροῦ,
ὅταν (ἡ ἄρθρωση μετὰ τὴν ἀνάταξη) δὲν παραμένει στὴ θέση της,
ἔχει ἀπαριθμήσει τὶς συνέπειες, τὶς ὁποῖες ὅμως θὰ παραλείψουμε.
16.14. ὁ μηρός: ἔτσι στὸν L, ὁ γλουτὸς στὸν Ἱππ. (χφφ. καὶ ἐκδ.) καὶ στὸν Γαλ. (Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 611.5). Οἱ ἐκδ. τοῦ Ἀπ. διορθώνουν σύμφωνα μὲ τὸν Ἱππ. (καὶ τὸν Μ), ἐνῶ ὁ Blomquist1 (33-34, 94.23) ὑπερασπίζεται τὴ γραφὴ τοῦ L, καὶ γιατὶ τὸ ὁ μηρὸς δὲν εἶναι ἄστοχο ἐδῶ νοηματικὰ καὶ γιατὶ ἀπαντοῦν κι ἄλλες ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸ Ἱππ. κείμενο στὸ ὅλο χωρίο (π.χ. στ. 7 ἀνάβασις, στ. 9 ἐνστηρίζεται, στ. 15 μηροῦ ἔσω [λείπει τὸ ἄκρον], καὶ ἐδῶ [στ. 14] τῆς σαρκὸς ἀντὶ τῆς σαρκὸς τῆς ἐνταῦθα τοῦ Ἱππ., ὅπου τὸ τῆς ἐνταῦθα δίνει ἔννοια παραπλήσια πρὸς τὸ γλουτός). Κρατήσαμε καὶ ἐδῶ (ὅπως σὲ ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις), μὲ ἀμφιβολίες, τὴ γραφὴ τοῦ L ὁ μηρός.
21-23. βαίνουσιν {ὀλίγον} (...)· <ὀλίγον δὲ> (...) {δὲ} τοῖς δακτύλοις: τὸ κείμενο τοῦ L (βαινουσιν ολιγον επι την | γην εις το εσω ρεπουσιν | ακροις δε τοις δακτυλοις), προφανῶς προβληματικό, προσαρμόζουν ἐν μέρει πρὸς τὸ κείμενο τοῦ Ἱππ. (βαίνουσιν ἐπὶ τὴν γῆν· ὀλίγον δὲ ἐς τὸ ἔσω [διαφ. γρ. εἰς καὶ εἴσω] μέρος ῥέπουσιν[-ι] τοῖσι δακτύλοισιν [-ι] ἄκροισιν) οἱ Di.2 Sch.3 KK.4, μεταθέτοντας τὸ δὲ τοῦ L μετὰ τὸ εἰς (εἰς <δὲ> τὸ ἔσω ἄκροις {δὲ} τοῖς δακτύλοις)· ὁ Blomquist1 (34, 96.1 κἑ.) ὑποστηρίζει ἐπιπρόσθετα μετάθεση τοῦ ὀλίγον μετὰ τὸ γῆν καὶ πρὸ τοῦ δὲ (<ὀλίγον δὲ> ἐς τὸ ἔσω κ.λπ.), μὲ τὸ ὀρθὸ ἐπιχείρημα ὅτι τὸ «πατοῦν λίγο μόνο στὸ ἔδαφος μὲ τὸ πρόσθιο πέλμα τοῦ ποδιοῦ» (ἂν μείνει τὸ κείμενο τοῦ L ὡς ἔχει) ἔρχεται σὲ φανερὴ ἀντίθεση μὲ τὴν ἐπανειλημμένη διαβεβαίωση τοῦ Ἱππ. (Π. ἄρθρ. 198.7 [κατωτ. στ. 23-24] καὶ 18, 199.17-20 Kw.5 = 240. [κεφ. 55] 4-5 καὶ 13-14, 242.4-7 Li.6) ὅτι τὸ ἄρρωστο πόδι μπορεῖ νὰ μεταφέρει τὸ σῶμα σ' αὐτὲς τὶς περιπτώσεις.
23. δύνα{ν}ται: στὸν L (καὶ τὸν E τοῦ Li.6) ἀπαντᾶ ἡ γραφὴ δυνανται, ποὺ πιθανῶς ὀφείλεται στὸ ἀνωτ. στ. 20-21 δύνανται. Ὀρθῶς –κατὰ τὸν Ἱππ. (πλεῖστα χφφ. καὶ ἐκδ.) καὶ τὸν Μ– οἱ Di.2 Sch.3 KK.4 γράφουν δύναται.
24. τούτ<οι>σι: ὁ L δίνει τὴ γραφὴ τουτει, τὰ χφφ. (καὶ οἱ ἐκδ.) τοῦ Ἱππ. τούτοισι (τὸ ἴδιο καὶ ὁ Γαλην. στὸ παράθεμά του, Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 612.12). Οἱ Di.2 καὶ Sch.3 (διαβάζοντας τοῦτ' ἐς [ἐσφαλμένα] καὶ τοῦτ' εἰ [ὀρθῶς: τουτ' ει] ἀντίστοιχα) διορθώνουν σὲ τούτοις, ἐνῶ οἱ KK.4 γράφουν τουτὶ· ὅπως ὅμως παρατηρεῖ ὁ Blomquist1 (34, 96.3), ὑποστηρίζοντας τὴ γραφὴ τούτοις, τὸ τουτὶ τῶν KK.4 (: «αὐτὸ ἐδῶ τὸ ἄρρωστο πόδι») νοσεῖ νοηματικά. Γράψαμε –κατὰ τὸν Ἱππ.– τούτ<οι>σι, πιστεύοντας ὅτι ἡ παραφθορὰ ἑνὸς ἀρχικοῦ ΤΟΥΤΟΙCΙ σὲ ΤΟΥΤЄΙ εἶναι πιὸ πιθανή.