12 Ἀλλ' ὅμως, γιὰ νὰ μὴν γράφω πάρα πολλά, καὶ γι' αὐτὰ μὲ συν-
τομία ὅσα λέει θὰ δηλώσουμε. Στὴν ἀρχὴ λοιπὸν τῆς πραγματείας
κάνοντας μνεία γιὰ τὴν ἀνάταξη ἐξαρθρήματος τοῦ ὤμου, ἔχει ἐκ-
θέσει τὰ ἑξῆς: (Πρέπει λοιπὸν νὰ γνωρίζει κανεὶς) ὅτι κράσεις ἀπὸ
κράσεις διαφέρουν πάρα πολὺ μεταξύ τους ὡς πρὸς τὴν εὐκολία
ἀνάταξης τῶν ἐξαρθρημάτων· γιατὶ μπορεῖ νὰ διαφέρει πολὺ κοτύ-
λη ἀπὸ κοτύλη, ἐπειδὴ ἀπὸ ἄλλη μὲν ἡ κεφαλὴ τοῦ ὀστοῦ διολισθαί-
νει εὐκολότερα, ἀπὸ ἄλλη δὲ δυσκολότερα. Ὑπάρχει δὲ μέγιστη δια-
φορὰ ὡς πρὸς τὸν τόνο μεταξὺ τῶν συνδέσμων, γιατὶ σ' ἄλλους μὲν
ὑπάρχει μεγάλη ἐλαστικότητα, ἐνῶ σ' ἄλλους δυσκαμψία· καθόσον
μάλιστα τὸ ὑγρὸ μέσα στὶς ἀρθρώσεις δημιουργεῖται στοὺς ἀνθρώ-
πους ἀνάλογα μὲ τὴν προδιάθεση τῶν συνδέσμων, ἂν αὐτοὶ εἶναι
ἀπὸ τὴ φύση τους χαλαροὶ καὶ εὔκολα ἐπιδέχονται ἐκτάσεις· γιατὶ
βέβαια μπορεῖ κανεὶς νὰ δεῖ εὔκολα ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν τέτοιαν
ὑγρότητα, ὥστε, ὅταν θελήσουν, ἡ ἄρθρωσή τους ἐξαρθρώνεται
ἀνώδυνα καὶ ἀνατάσσεται ἀνώδυνα. Διαφέρει ὅμως κατὰ κάποιον
τρόπο καὶ ἡ ἕξη τοῦ σώματος· γιατὶ σ' αὐτοὺς μὲν ποὺ ἔχουν τὰ μέλη
καλοκατασκευασμένα (γερά) καὶ εἶναι εὔσαρκοι (καὶ μυώδεις) τὸ
μέλος ἐξαρθρώνεται πιὸ σπάνια καὶ ἀνατάσσεται πιὸ δύσκολα· ἐνῶ
ὅταν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι εἶναι λεπτοὶ καὶ λιπόσαρκοι, τότε ἐξαρθρώνεται
συχνότερα καὶ ἀνατάσσεται εὐκολότερα. Ἀπόδειξη δὲ ὅτι αὐτὰ ἔτσι
ἔχουν, εἶναι καὶ ἡ ἑξῆς: στὰ βόδια δηλαδὴ τότε ἐξαρθρώνονται οἱ
μηροὶ ἀπὸ τὴν κοτύλη, ὅταν αὐτὰ τὰ ἴδια εἶναι πολὺ ἀδύνατα. Αὐτὰ
συμβαίνουν ἀπὸ κοινοῦ γιὰ ὅλες τὶς ἀρθρώσεις καὶ δὲν πρέπει νὰ
ἐκληφθεῖ ὅτι ἔχουν λεχθεῖ μόνο γιὰ τὸν ὦμο. Καθ' ὅσον μάλιστα καὶ
ὁ ἴδιος μὲ τὰ ἑπόμενα τὸ ἔχει διασαφηνίσει μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο προσ-
αρμόζοντας τὸν λόγο: Οἱ δὲ κεφαλὲς τοῦ μηροῦ καὶ τοῦ βραχίονος
ἐξαρθρώνονται μὲ λίαν παραπλήσιο τρόπο. Στὴ συνέχεια συνειρμι-
κὰ κάνει μνεία ὄχι γιὰ τὴ ρήξη τοῦ συνδέσμου ἀλλὰ γιὰ τὴν κεφαλὴ
τῶν ἀρθρώσεων καὶ γιὰ τὶς κοιλότητες ποὺ ὀνομάζονται κοτύλες,
ὅτι εἶναι παρόμοιες. Κατὰ συνέπεια προσθέτει τὰ ἀκόλουθα: Γι'
αὐτὸν τὸν λόγο δὲν εἶναι δυνατὸ σ' αὐτὲς νὰ ἀποσπῶνται κατὰ τὸ
ἥμισυ ἀπὸ τὴν ἄρθρωση. Ἔπειτα προσθέτει: Ὅσον ἀφορᾶ στὸ θέμα
μας, λοιπόν, (οἱ ἀρθρώσεις) ἐξαρθρώνονται πλήρως, γιατὶ βέβαια
δὲν ἐξαρθρώνονται μ' ἄλλον τρόπο· καὶ αὐτὲς ὅμως (οἱ ἀρθρώσεις)
πότε περισσότερο καὶ πότε λιγότερο παρεκτοπίζονται ἀπὸ τὴ φυ-
σιολογική τους θέση, κι αὐτὸ τὸ παθαίνει κάπως συχνότερα ὁ μηρὸς
παρὰ ὁ βραχίονας. Πιστεύουμε βέβαια ὅτι οἱ προκείμενες ἐπιλογὲς
ἀρκοῦν γιὰ ἀπόδειξη· ἀλλ' ὅμως, ἀφοῦ παραλείψουμε ἀκόμη λίγα,
θὰ προσθέσουμε καὶ τοῦτα· γιατί, τοποθετούμενος πολὺ γενικὰ γιὰ
ὅλες τὶς ἀρθρώσεις, λέει τὰ ἑξῆς: Γιατὶ ὅσοι σύνδεσμοι καὶ μύες βρί-
σκονται κοντὰ στὶς ἀρθρώσεις ἢ ξεκινᾶνε ἀπὸ τὶς ἀρθρώσεις μὲ τὶς
ὁποῖες συνδέονται, ἀπ' αὐτὰ ὅσα κινοῦνται συχνὰ κατὰ τὴ χρήση,
αὐτὰ μποροῦν νὰ ἔχουν ἐλαστικότητα καὶ στὶς ἐκτάσεις, ὅπως ἀκρι-
βῶς καὶ τὰ πολὺ μαλακὰ δέρματα ἔχουν τὴ μέγιστη ἐλαστικότητα.
Ποτὲ λοιπὸν δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ δυσκολία ἀνάταξης ἢ καὶ τὸ ἀνία-
το ποὺ ἐμφανίζεται ἐνίοτε στὰ ἐξαρθρήματα νὰ προκύπτει ἀπὸ τὴ
ρήξη τοῦ συνδέσμου, ἀλλ' ἀπὸ τὸ ὅτι μᾶλλον ἐξαρθρώνεται. Σαφῶς
λοιπὸν στὴν ἴδια ἑνότητα διασαφηνίζει ὡς ἑξῆς: Γιὰ νὰ ἀνακεφα-
λαιώσουμε, λοιπόν, ἂς ποῦμε ὅτι οἱ ἀρθρώσεις ποὺ ὑφίστανται ἐξ-
άρθρημα καὶ παρεκτόπιση, μὲ ἄνισο τρόπο μεταξύ τους καὶ ἐξαρ-
θρώνονται καὶ παρεκτοπίζονται, ἄλλοτε σὲ πολὺ μεγαλύτερο κι ἄλ-
λοτε σὲ πολὺ μικρότερο βαθμό. Καὶ σ' ὅσους μὲν σὲ βαθμὸ μεγαλύ-
τερο ἢ ἐξαρθρωθεῖ ἢ παρεκτοπιστεῖ, εἶναι γενικὰ πιὸ δύσκολο νὰ τὴν
ἀνατάξει κανείς, καὶ ἂν δὲν ἀναταχθεῖ, αὐτὲς οἱ περιπτώσεις ἐμφα-
νίζουν μεγαλύτερες καὶ πιὸ φανερὲς τὶς ἀναπηρίες καὶ τὶς κακώσεις.
12.7. ἔνδεσμος: βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 1.12.15 σ.λ. ἔνδεσμος.
16. <ἔ>ωσιν: ὦσιν κατὰ τὸν L γράφουν οἱ KK.1 (ἔωσιν κατωτ. στ. 19, κατὰ τὸν L ἐπίσης)· ἔωσι οἱ Di.2 καὶ Sch.3 (ἔωσιν κατωτ.)· <ἔ>ωσιν προτείνει ἐδῶ ὁ Blomquist4 (11-12, 22.9), ὀρθῶς, ὅπως δείχνει καὶ τὸ κατωτ. εωσιν (-ν πρὸ συμφώνου [ὅπως καὶ ἐδῶ: ωσιν] L). Ἡ χφ. παράδοση τοῦ Ἱππ. κειμένου δίνει ἔωσι στὴν πρώτη περίπτωση (καὶ Li.5, Kw.6, Wi.7), ἔωσι (Kw.6) καὶ ἔωσιν (Li.5 καὶ Wi.7) στὴ δεύτερη περίπτωση.
23. παραπλησιώτατα: ὁ L δίνει τὴ γραφὴ παραπλησιωτατοι, ὁ M καὶ οἱ ἐκδ. διορθώνουν σὲ παραπλησιώταται κατὰ τὰ Ἱππ. χφφ. B (Kw.6) καὶ EMN (Li.5, καὶ H p.c. [alia manu]). Ὁ Blomquist4 (32, 88.27 f.), μὲ τὸ εὔλογο ἐπιχείρημα ὅτι τὸ οι καὶ τὸ α ἐναλλάσσονται εὔκολα στὴν παλαιότερη μικρογράμματη, προτείνει ὀρθῶς τὴ γραφὴ παραπλησιώτατα ποὺ παραδίδουν τὰ λοιπὰ χφφ. καὶ υἱοθετοῦν οἱ ἐκδ. τοῦ Ἱππ.
29. ὅμ{οι}ως: βλ. κριτ. ὑπόμν. σ.στ., καὶ Γαλην. Εἰς Ἱππ. Π. ἄρθρ. XVIII1 665.9 (λῆμμα, μὲ γραφὴ ὅμως)· γιὰ τὸ περιεχόμενο, ὅ.π. 11 κἑ.: Οὐ ταύτης μόνης τῆς ῥήσεως, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐφεξῆς ἁπασῶν ἕν ἐστι κεφάλαιον κοινὸν ἀλλήλων διαφέρειν τὰς ἐξαρθρήσεις, οὐ σμικρὰν διαφορὰν ἐν τῷ μᾶλλόν τε καὶ ἧττον. ἔνιαι μὲν γὰρ ἐπὶ πολὺ τοῦ κατὰ φύσιν, ἔνιαι δ' ἐπ' ὀλίγον ἀφίστανται μᾶλλον καὶ ἧττον ἑκάτεραι τοῦτο πάσχουσαι. περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἄρθρων εὔδηλόν ἐστιν, οἷον τοῦ τε κατ' ἀγκῶνα καὶ καρπὸν καὶ κνήμην καὶ πόδα καὶ δακτύλους. ἐπὶ δὲ τοῦ κατ' ὦμον καὶ ἰσχίον ἐπιδεικνύει, μὴ δυνάμενον γενέσθαι τὸ καλούμενον παράρθρημα διὰ τὸ τὰς κεφαλὰς τῶν ἄρθρων σφαιροειδεῖς οὔσας ἐμβαίνειν κοιλότησιν ὀφρῦς ἐχούσας κυκλοτερεῖς, ἐφ' ὧν ἀδύνατόν ἐστι διαμένειν τὰς κεφαλάς. ἐξ ἀνάγκης γὰρ εὐθέως, εἴ τισι τὰς κοιλότητας ἐμπίπτουσιν ἐκτὸς αὐτῶν ὀλισθαίνουσιν· ἀλλ' ὅμως φησὶ κἀπὶ τούτων ἐνίοτε μὲν ἀξιόλογον, ἐνίοτε δ' ὀλίγιστον ἀφίστασθαι τὰς κεφαλὰς τοῦ κατὰ φύσιν. εὔδηλον δ' ὅτι τοῦ τε βραχυτάτου καὶ τοῦ πλείστου τὸ μεταξὺ διαφορὰς ἔχει κατὰ τὸ μᾶλλόν τε καὶ ἧττον οὐκ ὀλίγας.
38. ἐπιδιδόναι δυνα<τώτα>τα{ι}: Οἱ ἐκδ. γράφουν ἐπιδιδόναι δύναται, κατὰ τὸν L. Ὅπως ὅμως ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ Blomquist4 (32, 90.13) προτείνοντας διόρθωση σὲ ἐπιδιδόναι δυνατώ<τατα> κατὰ τὰ χφφ. καὶ τὶς ἐκδ. τοῦ Ἱππ. (: δυνατώτατα ἐπιδιδόναι), τὸ δύναται τοῦ L θὰ ὁδηγοῦσε στὸ ἐσφαλμένο συμπέρασμα πὼς μόνο οἱ τένοντες καὶ μύες οἱ ὁποῖοι κινοῦνται συχνότερα μποροῦν νὰ ὑποχωροῦν, κι ὄχι ὅλοι μὲν ἀλλὰ κυρίως αὐτοὶ ποὺ κινοῦνται συχνότερα (ὅπως δείχνει καὶ τὸ πλείστην ἐπίδοσιν ἔχει τοῦ ἑπόμενου στίχου).
43-44. <τὰ> ἐκπίπτοντα: ὀρθῶς οἱ Di.2 καὶ Sch.3 –κατὰ τὴν υἱοθετούμενη ἀπὸ τοὺς ἐκδ. γραφὴ τῶν Ἱππ. χφφ.– προσθέτουν τὸ ἄρθρο τὰ πρὸ τοῦ ἐκπίπτοντα, καθὼς τὸ τα αρθρα εκπιπτοντα και τα ολισθανοντα τοῦ L (καὶ διαφ. γρ. Ἱππ.), ποὺ υἱοθετοῦν οἱ KK.1, πολὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ εὐσταθήσει συντακτικῶς. Ἂν εἶναι νὰ δεχθεῖ κάποιος παράλειψη τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὰ δύο ἄρθρα, τότε πιὸ εὔλογα μπορεῖ νὰ γράψει τὰ ἄρθρα <τὰ> ἐκπίπτοντα καὶ {τὰ} ὀλισθάνοντα. (Ἡ διόρθωση τοῦ δόκιμου ὀλισθάνοντα [L, Di.2 καὶ KK.1 / πλεῖστα χφφ. Ἱππ., Li.5 Kw.6 Wi.7] σὲ ὀλισθαίνοντα [Sch.3 / διαφ. γρ. Ἱππ.] εἶναι ἀχρείαστη).
44. ἀνίσως αὐτὰ ἑ{ν}αυτοῖς: δισσως αυτα εναυτοις L, ἀνίσως (διαφ. γρ. ἂν ἴσως) αὐτὰ ἑωυτοῖσιν Ἱππ. (καὶ ἐκδ.). Οἱ ἐκδ. τοῦ Ἀπ. γράφουν κατὰ τὸν L δισσῶς, οἱ Di.2 καὶ Sch.3 ἑωυτοῖς (κατὰ τὸ ἑωυτοῖσιν τοῦ Ἱππ.) καὶ οἱ KK.1 ἑ{ν}αυτοῖς (ἑαυτοῖς M). Ὁ Blomquist4 (32-33, 90.19), θεωρώντας ὅτι τὸ Α καὶ τὸ Δ ἐναλλάσσονται εὔκολα στὴ μεγαλογράμματη γραφὴ καὶ ὅτι τὸ ν στὸ εναυτοις τοῦ L ὀφείλεται –ὅπως μαρτυρεῖ καὶ τὸ κείμενο τοῦ Ἱππ.– σὲ ἀρχικὴ γραφὴ ἀνίσως (: τὸ ν ἐξέπεσε ἀλλ' ἐπανεισήχθη ἀργότερα στὸ εναυτοις), προτείνει διόρθωση τοῦ δισσως τοῦ L σὲ ἀνίσως (καὶ ἑ{ν}αυτοῖς). Υἱοθετήσαμε –μὲ ἀμφιβολίες (καθὼς τὸ δισσῶς νοηματικὰ δὲν εἶναι ἄστοχο)– τὴν πρόταση τοῦ Blomquist4, γιατὶ τὰ παλαιογραφικὰ δεδομένα συνηγοροῦν ὄντως ὑπὲρ τῆς γραφῆς ἀνίσως.
47. μὴ{ν}: μεν L, μὴ M (κατὰ τὸν Ἱππ.) καὶ ἐκδ., μὲ τὸ ἀρνητικὸ μόριο ἐπιβαλλόμενο ἀπὸ τὸ νόημα καὶ τὴν παραφθορὰ σὲ μεν παλαιογραφικὰ δυνατὴ λόγω τῶν συμφραζομένων (προηγεῖται ην καὶ ἕπεται εμ-). Δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ ἀποκλειστεῖ ἡ πιθανότητα ἀρχικῆς γραφῆς μηδὲν (ἢν μηδὲν ἐμβιβασθῆι), μὲ τὴ σημασία τοῦ «καθόλου, οὐδόλως» (βλ. LSK8 / LSJ99 σ.λ. μηδείς, ΙΙΙ. "neut. μηδέν as Adv., not at all, by no means, μηδὲν ἐγκέλευ' ἄγαν A. Pr. 72" κ.λπ.). Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι στὴν Κυπριακὴ διάλεκτο ἀκόμη καὶ σήμερα ἀπαντᾶ τὸ μέν ὡς ἀρνητικὸ μόριο ἀντὶ τοῦ μή (μήν)· κατὰ τὸν Κυρ. Χατζηϊωάννου (ΕΛεΚ10 σελ. 110): "μὲν ἀπαγορευτικὸ μόριο, μήν, ἀπὸ τὸ ἀρχ. μηδὲν > μηέν > μέν. Ὡς μηδὲν ἤδη ἀπαντᾶ στὶς Ἀσίζες 114.23 «νὰ μηδὲν ἔχουν μερτικόν»."