6 Μὲ τὸν δέοντα δὲ τρόπο ἔχει περιγράψει αὐτὴν τὴ μέθοδο ἀνά-
ταξης: Ὑπάρχει δὲ καὶ ἄλλος τρόπος ἀνάταξης, σύμφωνα μὲ τὸν
ὁποῖο ἀνατάσσουν μὲ τὸν ὦμο, μὲ τὸν ἀσθενῆ σὲ ὄρθια θέση. Πρέ-
πει, ὅμως, αὐτὸς ποὺ ἀνατάσσει μὲ ἀνασήκωση τοῦ ὤμου νὰ εἶναι
πιὸ ψηλός, καὶ ἀφοῦ πιάσει τὸ χέρι νὰ τοποθετήσει τὴν κορυφὴ τοῦ
ὤμου του κάτω ἀπὸ τὴ μασχάλη καὶ ἔπειτα νὰ στρέψει τὸν πάσχον-
τα πρὸς τὰ πίσω, ὅπως ἀκριβῶς ὅταν θέλει νὰ καθίσει σ' ἕνα ἕδρα-
νο. Γιὰ νὰ μπορέσει, ὅμως, νὰ κρεμάσει τὸν πάσχοντα γύρω ἀπὸ τὸν
ὦμο του ἀπὸ τὴ μασχάλη, ὁ ἴδιος πρέπει νὰ κρατᾶ τὸν ἑαυτό του
ψηλότερα σ' αὐτὸν τὸν ὦμο παρὰ στὸν ἄλλο, καὶ τὸν βραχίονα
αὐτοῦ ποὺ κρέμεται νὰ φέρει ἀπότομα πρὸς τὸ στῆθος του ὅσο
πιὸ καλὰ μπορεῖ. Σ' αὐτὴ τὴ θέση νὰ τὸν ἐκτινάξει, ἀφοῦ σηκώσει
ψηλὰ τὸν πάσχοντα, γιὰ νὰ καταστεῖ τὸ ἄλλο σῶμα του ἰσοβαρὲς
πρὸς τὸν βραχίονα ποὺ κρατιέται σταθερός. Κι ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι
πάρα πολὺ ἐλαφρύς, πρέπει νὰ κρεμαστεῖ ἐπιπρόσθετα ἀπὸ πίσω
του ἕνα ἐλαφρὺ παιδί. Πρέπει δὲ ἔτσι νὰ γίνεται ἡ ἀνάταξη (αὐτή),
ποὺ χρησιμοποιεῖται περισσότερο στὴν παλαίστρα, ὅπως ἀκριβῶς
παρουσιάζουμε στὴ συνέχεια.
6.2-13. ἔστιν δὲ καὶ ἄλλη ἐμβολή (...) κοῦφος παῖς: βλ. καὶ Γαλ. (ὅ.π.) XVIII1 332.14-17 καὶ 333.13-334.4 [: τὸ λῆμμα], 333.1-10 καὶ 334.9-335.3 [: τὰ σχόλια τοῦ Γαλ.], κυρίως 333.1 κἑ.: Πρῶτος μὲν οὖν αὐτῷ τρόπος ἐμβολῆς εἴρηται ὁ διὰ τῶν δακτύλων γινόμενος, ἤτοι τοῦ κάμνοντος ἢ τοῦ ἰατροῦ [: ἀνωτ. 2.20 κἑ. μὲ Πίν. Ι], δεύτερος δὲ ὁ διὰ τῆς πτέρνης [: τρίτος στὸν Ἀπ., 5.1 κἑ. μὲ Πίν. ΙΙΙ· δεύτερος στὸν Ἀπ., 3.4 κἑ. μὲ Πίν. ΙΙ. Ἐμβολὴ ὤμου ἡ διὰ τῆς πυγμῆς τοῦ ἰατροῦ γινομένη], ἐφ' οἷς τρίτος ὁ διὰ τοῦ κατωμισμοῦ [: Ἀπ. 6.1 κἑ. μὲ Πίν. IV]. καλοῦσι γὰρ οὕτως αὐτόν, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς ἔφη ὡς κατωμίζουσιν ἐς ὀρθόν. ὅπως δὲ γίνεται τοῦτο, σαφῶς αὐτὸς ἐδίδαξε κελεύσας τὸν κατωμίζειν μέλλοντα διαλλάσσειν ταῖς ἑαυτοῦ χερσὶ τὴν ἐξηρθρηκυῖαν χεῖρα καὶ οὕτως ἀποξύναντα τὸν ἴδιον ὦμον εἰς τὴν τοῦ κάμνοντος ὑποθεῖναι μασχάλην, ὡς ἕδραν αὐτῷ γενέσθαι τῆς ἐξοχῆς τὴν ἐν ἐκείνῳ κοιλότητα. (Βλ. καὶ 334.9 κἑ., καὶ κατωτ. Βλ. ἐπίσης Φυλακτό1 σελ. 64: «Ἀνάταξις ἐξαρθρήματος τοῦ ὤμου διὰ χρησιμοποιήσεως τοῦ ὤμου τοῦ ἀνατάσσοντος πρὸς ἀνάρτησιν τοῦ πάσχοντος ἄνω μέλους».)
2. ἐς ὀρθόν: μὲ τὸν ἀσθενῆ (καὶ τὸν ἀνατάσσοντα, φυσικά) σὲ ὄρθια θέση: βλ. Πίν. IV. Πβ. Littré2 (85.20): « qu'on pratique debout à l'aide de l'épaule ». Ὁ Withington3, ὅμως, μεταφράζει (σελ. 207): "in which they put it right by a shoulder lift", σχολιάζοντας (σημ. 2): «Ὅλοι οἱ ἐκδότες ποὺ μεταφράζουν τὸ ἐς ὀρθόν τὸ ἀποδίδουν ὡς "standing" («ὄρθιοι, σὲ ὄρθια θέση»). Föes-Erm., "in erecti et stantis humerum aeger extollitur" Littré-Adams, "performed by the shoulder of a person standing »· μόνο ὁ Petrequin4 προτιμᾶ τὸν ἀσθενῆ – "sur le malade debout". Ὡστόσο ἡ φράση φαίνεται νὰ πηγαίνει καλύτερα μὲ τὸ ρῆμα.» Βλ. καὶ Μανδηλαρᾶ Ἱπποκρ.5 303-4, σημ. 5: "Οι περισσότερες μεταφράσεις αποδίδουν τη φράση ἐς ὀρθόν στὸν γιατρό και άλλοι στον ασθενή (= ενώ ο γιατρός ή ο ασθενής είναι όρθιος). Φαίνεται όμως σωστότερο να συνδέσουμε το ἐς ὀρθόν με το ρήμα κατωμίζουσιν, δηλ. «τοποθετούν τον ώμο όρθιο»". Ἀλλὰ τὸ κατωμίζουσιν δὲν χρειάζεται συμπλήρωση (βλ. –σὺν τοῖς ἄλλοις– τὸν τίτλο τοῦ Πίν. IV)· κι ἡ στάση τοῦ πάσχοντος –ἑπομένως δὲ καὶ τοῦ ἀνατάσσοντος– δὲν εἶναι αὐτονόητη. «Ὑπάρχει δέ καί ἄλλος τρόπος ἀνατάξεως, ὁ δι' ἀνασηκώσεως τοῦ ὤμου ἐν ὀρθίᾳ θέσει», μεταφράζει ὁ Φυλακτός1 (σελ. 64).
5. ὥσπερ ἵζεται ἕδρηι: ἔτσι ἐμφανῶς στὸν L· ὡς ἂν ἐνίζηται ἕδρῃ (ἕδρᾳ Γαλ.) στὸν Ἱππ. (κατὰ τὰ πλεῖστα χφφ. οἱ ἐκδ.), μὲ πολλὲς συζητήσεις γιὰ τὸ νόημα τῆς φράσεως (βλ. Littré2 σελ. 86 σημ. 2: «quasi sedili velit insidere», καὶ γιὰ τὴν παράφραση τοῦ Γαληνοῦ ὡς ἕδραν αὐτῷ γενέσθαι τῆς ἐξοχῆς τὴν ἐν ἐκείνῳ κοιλότητα [βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 2-13] «sicut quando ad sedile accedimus, ut illi insideamus» [= «ὅπως ὅταν πλησιάζουμε σὲ ἕδρανο, γιὰ νὰ καθίσουμε σ' αὐτό», κατὰ τοὺς μεταφραστές], ἐξήγηση ὅμως ποὺ –κατὰ τὸν Littré2– προσιδιάζει στὸ ὑποστρέψαι)· ὁ Littré2 μεταφράζει « ... qu'il y poussera de manière à l'y loger », κι ὁ Withington2 "then make a turn [: ὑποστρέψαι] that it may get seated there": ὀρθῶς γιὰ τὸ κείμενο τοῦ Ἱππ. (καὶ τοῦ Γαλ.), πβ. Π. ἄρθρ. 16.2 ἐς τὴν φύσιν μὲν ἀπαγαγεῖν ἂν δέοι, ἀναγαγόντα τὸν ὦμον σὺν τῷ βραχίονι (...)· ὅταν δὲ ἵζηται ἐς τὴν ἀρχαίην φύσιν, ταχείη ἂν ἡ ἄλλη ἰητρείη εἴη. τὰ μὲν οὖν πλεῖστα τῶν παραλλαγμάτων κατορθοῖ αὐτὸς ὁ βραχίων ἀναγκαζόμενος πρὸς τὰ ἄνω (βλ. καὶ Γαλ. Π. ἐκπτ. XVIII1 418.18), κ.τ.τ. Αὐτὰ γιὰ τὸ ὡς ἂν ἐνίζηται ἕδρῃ τοῦ Ἱπποκράτη, ποὺ υἱοθετεῖ καὶ ὁ Dietz6 ἐδῶ. Ὁ L ὅμως δίνει ἐμφανῶς τὴ γραφὴ ωσπεριζεταιεδρη (μὲ τὸ ως στὸ τέλος στίχου), ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ διαβαστεῖ ὡς περ- ἂν δινόταν ἀποτέλεσμα εὔλογο· τὸ ὡς περ<ι>ίζηται ἕδρῃ τῶν Sch.7 καὶ KK.8 δὲν δίνει –σὺν τοῖς ἄλλοις– σωστὸ νόημα (βλ. LSJ99 σ.λ. περιίζομαι, "sit round about" [«κάθημαι ὁλόγυρα» LSK10], κύκλῳ περιιζόμενοι Ἡρόδ. 1.202, 6.78 [1.201.2 κύκλῳ περιιζομένους, 6.78.2 ἐς τὸ ἄλσος τοῦ Ἄργους καταφυγόντας περιιζόμενοι ἐφύλασσον]: καὶ μὲ αἰτ. ἀντικ., π. τινά ὅ.π. 5.4, πβ. 41 [: 5.4.2 τὸν μὲν γενόμενον περιιζόμενοι οἱ προσήκοντες ὁλοφύρονται, 41.1 οἱ ἔφοροι τίκτουσαν τὴν γυναῖκα περιιζόμενοι ἐφύλαξαν]). Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα, κρατήσαμε τὴ γραφὴ τοῦ L (ὄχι χωρὶς ἐπιφυλάξεις, ἂν αὐτὸ ὄντως ἔγραψε ὁ Ἀπ.: πβ. ὅσα γράφει γιὰ ἄλλη περίπτωση [ἀνωτ. 5.5 ἐφ' ἑκάτερα ἂν] ὁ Blomquist11 [11, 18.10]), παραβάλλοντας πρὸς ἀνάλογα χωρία (Ἱππ. Π. αἱμορρ. 2.30 ἢν δὲ ἐς ἄφοδον ἵζηται, Ἡρόδ. 1.199.3 ἔνθα [δηλ. ἐν τεμένεϊ Ἀφροδίτης] ἐπεὰν ἵζηται γυνή, πβ. Δελφ. χρησμ. στὰ Σχόλ. Εὐρ. Φοίν. 638 [στ. 11-12] ἔνθα κέ τοι πρώτιστα βοὸς κέρας ἀγραύλοιο / ἵζηται κλίνῃ τε πέδῳ γόνυ ποιήεντι, κ.τ.τ.) καὶ μεταφράζοντας –ἀναπόφευκτα μὲ τὴ γραφὴ τοῦ L– «ὅπως ἀκριβῶς ὅταν θέλει νὰ καθίσει σ' ἕνα ἕδρανο» («ὡσάν νά τόν βάζης νά καθήσῃ εἰς κάθισμα», μεταφράζει [σελ. 64] ὁ Φυλακτός1).
6. κρεμᾶι: κρεμαι στὸν L, στὸ τέλος στίχου (δύσκολα μπορεῖ νὰ διαβάσει κανεὶς κρεμα, μὲ τὴ γραμμὴ τοῦ -α πολὺ τραβηγμένη)· πβ. ἀνωτ. ὑποθεῖναι (στ. 4) καὶ κατωτ. ποιεῖσθαι (στ. 14), στὸ τέλος στίχου ἐπίσης στὸν L (στ. 7 καὶ 32 τοῦ ἴδιου φύλλου, σὲ σύγκριση μὲ στ. 3 κα- [κα|τωμίζουσιν], 5 κα- [κα|τωμίζοντα], 21 μάλιστα, 27 α- [α|γαν], 29 -κρεμα- [προσκρεμα|σθήτω])· τὴν ὑπόθεση προσγεγραμμένου ἰῶτα ἐδῶ στηρίζει καὶ ἡ ὅλη τάση γιὰ Ἱπποκρατικοὺς τύπους στὸ χωρίο αὐτὸ τοῦ L (στ. 2 ἐς· 4, 6, 9 ἑωυτοῦ καὶ 7 ἑωυτὸν· στ. 5 ἕδρηι), ἐξασθενίζει δὲ αὐτὴν ἡ μὴ ὕπαρξη ἄλλης ἀνάλογης περίπτωσης. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὰ χφφ. τοῦ Ἱππ. δίνουν σταθερὰ τὴ γραφὴ κρεμάσαι (υἱοθετούμενη ἀπὸ τοὺς ἐκδ.), ἀντὶ τοῦ κρεμᾶι (κρεμᾷ Di.6 Sch.7 KK.8). Διερωτώμενοι μήπως ἔπρεπε νὰ γράψουμε ἐδῶ κρεμά<σα>ι (ἢ -ά<σαι>), προτιμήσαμε τὴ γραφὴ τοῦ L, μὲ τὴν ἐδῶ ὑποτ. πιὸ δόκιμη ἀπὸ τὴν ἐκεῖ εὐκτ., καὶ μὲ τὸν ἐνεστ. ὄχι ἀδόκιμο (πβ. κατωτ. ποιείτω κ.λπ.)· στὴ Ν.Ε. μετάφραση πιὸ δόκιμη εἶναι ἡ χρήση ἀορ., θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ μεταφράσει ἐξίσου σωστὰ κανείς: «γιὰ νὰ μπορεῖ ὅμως νὰ κρατᾶ τὸν πάσχοντα κρεμασμένο» (κ.λπ.).