11 Ὅτι ἡ ἴδια μέθοδος πραγματοποιεῖται καὶ μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο, τὸ
ἔχει ἐπισημάνει: Τὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα δίνει καὶ ἡ ἀνάταξη πάνω ἀπὸ
μιὰ δίφυλλη πόρτα. Πρέπει δὲ νὰ χρησιμοποιοῦμε πάντα ὅ,τι τύχει
νὰ βρεθεῖ μπροστά μας. Εἶναι μὲν ἡ ἴδια μέθοδος ἀνάταξης ποὺ
πραγματοποιεῖται μὲ τὸ ξύλο μὲ τὴν ἄμβη. Ἡ πείρα πάντως ἀποκά-
λυψε πληθώρα τέτοιων ἀντικειμένων ποὺ μποροῦν νὰ χρησιμοποιη-
θοῦν κατάλληλα, γιὰ νὰ περαστεῖ τὸ χέρι ἀπὸ πάνω τους, γιὰ νὰ
μποροῦν ὅσοι ἀπὸ ἀνάγκη τύχει νὰ τὰ χρησιμοποιοῦν νὰ ἐπιτυγχά-
νουν εὔκολα τὸ προκείμενο. Γενικὰ δὲ γιὰ τὴν ἀνάταξη ὤμου πρέπει
νὰ προνοεῖ κανείς, ὅπως ἔχει διευκρινιστεῖ, καὶ γιὰ τὰ ὑπόλοιπα ποὺ
μπαίνουν στὴ μασχάλη γιὰ νὰ γεμίσει ἡ κοιλότητα καὶ γιὰ τὸ ξύλο,
πῶς θὰ τοποθετηθεῖ ὅσο γίνεται πιὸ βαθιὰ καὶ μεταξὺ τῆς κεφαλῆς
τοῦ ὤμου καὶ τῶν πλευρῶν καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι γυρισμένη ἡ προ-
εξοχή του πρὸς τὶς πλευρὲς ἀλλὰ πρὸς τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ὤμου· γιατὶ
ἂν τὸ ξύλο τοποθετηθεῖ ἔτσι καὶ ἂν ἡ κεφαλὴ τοῦ ὤμου σταθερο-
ποιηθεῖ πάνω στὴν προεξοχή της, τότε ἡ ἀποκατάσταση στὴ φυσιο-
λογικὴ θέση θὰ εἶναι εὔκολη. Γίνεται δὲ ἡ ἀνάταξη ὤμου πάνω ἀπὸ
δίφυλλη πόρτα μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο.
11.2-3. τὸ αὐτὸ (...) παρεόντα: βλ. καὶ Γαλ. ὅ.π. 344.8-10 (λῆμμα) καὶ 344.17-345.8 (σχόλιο): τὸ δὲ αὐτὸ ποιεῖ καὶ ἐπὶ δίκλειδος θύρας ἀναγκάζειν. εἰσὶ δέ τινες τοιαῦται θύραι κατὰ μέσον ἑαυτῶν ἔχουσαι διῆκον ξύλον ἰσχυρὸν οἷον ὀλίγον ἔμπροσθεν ὁ στρωτὴρ μεταξὺ τῶν δύο κιόνων ὑπάρχειν ἐλέγετο. τοῦδε τοῦ ξύλου κάτωθεν μὲν ἑτέρα τίς ἐστιν ἀνοιγομένη θύρα, ἄνωθεν δὲ ἄλλη, καὶ διὰ τοῦτο δὴ καὶ τὴν θύραν δίκλειδα εἴρηκεν, οἷον διπλῆν τινα περιέχουσαν ἐν ἑαυτῇ δύο θύρας μικράς. ὑπερβάλλειν οὖν κελεύει τὸν ἐξηρθρηκότα ὦμον ὑπὲρ τὸ μεταξὺ δύο θυρῶν ξύλον ἕνεκα τῆς ἀντιστάσεως. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι ὁ Ἱππ. δὲν φαίνεται νὰ ἔχει ὑπ' ὄψιν δίκλειδα θύραν (βλ. κατωτ.) σὰν αὐτὴ ποὺ περιγράφει ὁ Γαλ., οἷον διπλῆν τινα περιέχουσαν ἐν ἑαυτῇ δύο θύρας μικράς, μ' ἕνα ὁριζόντιο ξύλο στὴ μέση, οὔτε φαίνεται νὰ κελεύει νὰ τοποθετεῖται ὁ ἐξαρθρωμένος ὦμος ὑπὲρ τὸ μεταξὺ δύο θυρῶν ξύλον (δηλ. στὸ μέσο τῆς δίφυλλης πόρτας). Καὶ ὁ Πίν. IX δὲν συνηγορεῖ ὑπὲρ τῆς ἑρμηνείας τοῦ Γαληνοῦ. Τὰ ἐσωτερικὰ σκαλίσματα ἢ / καὶ σχέδια στὸ ἐσωτερικὸ τῶν δύο φύλλων τῆς πόρτας ἴσως εὐθύνονται γιὰ τὸ ἐδῶ σχόλιο τοῦ Γαληνοῦ (βλ. τὸ ἐδῶ σχέδιο τοῦ Ἀπολλώνιου), ἢ / καὶ ἡ προσωπική του ἐμπειρία. Ἀντίθετα, τὴν ἑρμηνεία τοῦ Γαλ. (ὅ.π.) ἀσπάζονται τόσο ὁ Littré1 (σημ. [μὲ ἀναφορὰ στὸν Γαλ.] « c'est-à-dire une porte renfermant deux petites portes » κ.λπ., [μὲ παραπομπὴ στὸν Schneider2], πβ. μετάφρ.: « pratiques le réduction par-dessus le panneau inferieur d'une porte à deux panneaux ») ὅσο καὶ –κυρίως– ὁ Withington3 (μετάφρ.: "by operating over (the lower half of) a double door", καὶ σημ. 2: "Apollonius strangely illustrates this by an ordinary vertical (folding) double door. As Galen points out, it refers to doors which open in two halves above and below, usually with a cross-bar between"). Μὰ ὁ Ἱππ., προσθέτοντας χρῆσθαι (ἢ χρέεσθαι) δὲ χρὴ αἰεὶ τούτοισιν, ἃ ἂν τύχῃ παρεόντα, φαίνεται νὰ ἀναφέρεται σὲ μιὰ συνηθισμένη, κανονικὴ δίφυλλη πόρτα ("ordinary vertical (folding) double door" [Wi.3, ὅ.π.]), ὅπως στὸν Πίνακα τοῦ Ἀπολλώνιου. (Βλ. καὶ Λυπουρλῆ ΙππΧειρ4 171 [μετάφρ.:] «δίφυλλη πόρτα», καὶ 227 σημ. 7: ἀναφορὰ στὸν Γαληνὸ καὶ στὸν Πίν. τοῦ Ἀπολλώνιου.) (Βλ. καὶ ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 10.23-28, καὶ κατωτ., σχόλ. σ.στ. 2.)
2. δικλίδος θύρης, 17. δικλίδος θύρας: δικλιδος στὸν L καὶ στὶς δύο περιπτώσεις (οἱ Di.5 καὶ Sch.6 διαβάζουν δικλειδος στὸν στ. 2, ἐσφαλμένα), θυρις στὸν στ. 2 καὶ θυρας στὸν στ. 17· ὁ Di.5 γράφει δίκλειδος στὸν στ. 2 καὶ δικλίδος στὸν στ. 17, οἱ Sch.6 καὶ KK.7 δικλίδος καὶ στὶς δύο περιπτώσεις (θύρης καὶ θύρας ἀντίστοιχα καὶ στὶς τρεῖς ἐκδ.). Τὰ χφφ. τοῦ Ἱππ. δίνουν τὶς γραφὲς δίκλειδος (υἱοθετούμενο ἀπὸ τοὺς Li.1 Kw.8 Wi.3) καὶ δίκλιδος ἢ δικλίδος (δίκλειδος στὸν Γαλ. [βλ. καὶ ἀνωτ.], δικλιδος θυρας στὸν τίτλο τοῦ Πίν. ΙΧ). Ὁ ὅρος δικλίς, γεν. δικλίδος, συνήθως στὸν πληθ., ὡς ἐπίθ. θυρῶν ἢ πυλῶν, μὲ τὴ σημασία "double-folding" (LSJ99), « à doubles battants » (Chantraine10): «ἔχουσα δύο φύλλα, σανίδας, διπλῆ» (LSK11), «δίφυλλη» (ΕΛεξΙ12, καὶ Μπαμπ.13 σ.λ. δικλίδα [σχόλιο]), δίθυρον κατὰ τοὺς Ἡσύχ. καὶ Σουίδ. (πβ. καὶ Σουίδ. κ 1582 κιγκλίδας· ἰδίως τὰς διπλᾶς θύρας, ἅστινας δικλίδας φασίν) ἀπαντᾶ ἤδη στὸν Ὅμηρο (Μ 455 [βλ. CIl14, Ἑλλην. ἔκδ. Γ´ 564, σημ. σ.στ. 455-6, μὲ παραπ. στὸν S. Iacovides, Arch. Hom. Ε 219, γιὰ τὶς πύλες], β 345 καὶ ρ 268), καὶ στὴ συνέχεια στοὺς Θεόκρ. (Εἰδύλλ. 14.42 δικλίδος) καὶ Ἄρατο (Φαιν. 1.192-3 κληῖδι θύρην ἔντοσθ' ἀραρυῖαν δικλίδ' ἐπιπλήσσοντες ἀνακρούουσιν ὀχῆας), Ἀπολλών. Ῥόδ. (Ἀργ. 1.786 θύρας ... δικλίδας, 3.235-6 ἔνθα δὲ καὶ μέσσαυλος ἐλήλατο, τῇ δ' ἐπὶ πολλαὶ | δικλίδες εὐπηγεῖς θάλαμοί τ' ἔσαν ἔνθα καὶ ἔνθα, 4.26 δικλίδας), Ἀσκληπιάδη (Ἀνθ. Παλ. 5.145.1-2 Αὐτοῦ μοι, στέφανοι, παρὰ δικλίσι ταῖσδε κρεμαστοὶ | μίμνετε), Ῥιαν. (ἀπόσπ. 67.5 [Ἐπιγρ. 6.173.5] τάσδε θεῇ χαίτας περὶ δικλίδι θῆκεν ὀρείῃ), καὶ στὸν Ἱππ. (βλ. ἀνωτ. καὶ κατωτ.). Ἀργότερα (1ος αἰ. μ.Χ., ἐξαιρουμένου τοῦ Ἱππ.), ἐμφανίζεται ὁ τύπος δικλείς ἐκ παραλλήλου πρὸς τὸ δικλίς (στοὺς λεξικογράφους: Ἀπολλών. Σοφ. Λεξ. Ὁμ. 59.2 δικλεῖδες· δίθυροι καὶ 159.18 = ρ 268, Ἡρωδιαν. Περὶ παθ. 224.27 [GrammGr15 ΙΙΙ2 Lentz] δικλείς καὶ δικλίς [μὲ παραπ. στὸν Ἀπολλών. Ῥόδ. Ἀργ. 4.26 καὶ στὸ M 455], Etym. Gud.16 κ 312 [30 κἑ., ἔλλειψις ἄρα τοῦ ἔψιλον. ὥσπερ καὶ ἀπὸ τοῦ κλείσω κλίς, δικλεὶς καὶ δικλίς, πβ. Μ. Ἐτυμ.17 500.25 καὶ 518.21, κ.ἄ.]). Τὸν 1ον αἰ. μ.Χ. ὅμως ἐμφανίζεται καὶ ὁ τύπος δίκλεις, γεν. δίκλειδος κ.λπ., στὸν Ἐρωτιανό (64.8, σελ. 33.12-14 Nachm.18): δίκλειδος· δίκλειδες ἰδίως λέγονται αἱ θύραι αἱ δίχα τετμημέναι, ὡς δύνασθαι μέρους τινὸς κεκλεισμένου τὸ λοιπὸν ἀνεῷχθαι, διατυπωμένο μὲ τρόπο ποὺ μπορεῖ νὰ σημαίνει εἴτε τὴ δίφυλλη πόρτα (πβ. Σουίδ. σ.λ. κιγκλίδας: βλ. ἀνωτ.) εἴτε τὴ χωρισμένη σὲ ἄνω καὶ κάτω μέρος, ὅπως τὴν ἐννοεῖ ὁ Γαληνός (ὅ.π., βλ. καὶ Ἱππ. γλ. ἐξήγ. XIX 93.9-10 δίκλειδος· διμερής, ὡς δύνασθαι τοῦ κάτω μέρους κεκλεισμένου τὸ ὑπερκείμενον ἀνοῖξαι), κι ὅπως φαίνεται νὰ ἐννοεῖ τὸ δικλίδες θύραι ὁ συντάκτης τοῦ λήμματος στὸ Μ. Ἐτυμ.17 (275.34-35 δικλίδες θύραι· αἱ εἰς δίχα τετμημέναι ἐπικαρσίαι, ὥστε δύνασθαι τὸ ἕτερον κεκλεῖσθαι). Μὲ αὐτὰ τὰ δεδομένα εἶναι εὔλογες οἱ ἀποκλίσεις τῶν νεώτερων ἑρμηνευτῶν καὶ λεξικογράφων (βλ. ἀνωτ., πβ. LSJ99 καὶ LSK11, ὅπου τὸ δίκλεις θεωρεῖται ἐσφαλμένος τύπος τοῦ δικλίς [ἀπὸ τὸ κλίνω], «ὡς εἰ ἐκ τοῦ κλείς, διπλῶς κεκλεισμένος» [μὲ παραπ. στὸν Ἱππ.], πρὸς Chantraine10 [σ.λ. δικλίδες, ποὺ θεωρεῖ τὸ δίκλεις διαφορετικό, παραπέμποντας στὸ κλείς, καὶ ΕΛεξΙ12 σ.λ. δικλίς: ἡ δίφυλλη πόρτα, καὶ τὸ δικλείς ἐσφ. γραφή, ἐνῶ δίκλεις εἶναι ὁ διπλοκλειδωμένος [μὲ παραπ. στὸ Λεξικὸ Δημητράκου] πρὸς ΓλΙππΣ19 σ.λ. δίκλειδος: δίθυρος, μὲ παραπ. ὅμως στὸν Ἐρωτιανὸ καὶ στὸν Γαληνό [ὅ.π.], βλ. καὶ Μπαμπ.13 ὅ.π., κ.ἄ.). Ἀλλὰ φαίνεται πὼς πιθανῶς ὀρθὴ εἶναι ἡ ἀναπαράσταση τοῦ Ἀπολλώνιου· πὼς δὲν ἀποκλείεται νὰ ἐπηρέασε ὁ Ἐρωτιανὸς τὴ στάση τοῦ Γαληνοῦ, κι ὁ τελευταῖος τοὺς μεταγενεστέρους· πὼς πιὸ ὀρθὴ εἶναι ἡ γραφὴ δικλίδος στὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ κειμένου τοῦ Ἱππ., κι αὐτὴ μᾶλλον πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀρχικὴ γραφὴ τοῦ πατέρα τῆς Ἰατρικῆς.
11-12. τῆς κεφαλῆς τοῦ ὤμου: ἐννοεῖ τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονος (τὴν κεφαλὴ τοῦ βραχιονίου)· πβ. ἀνωτ. 9.8 (6 κἑ.) πρὸς τὸ ἐδῶ σχόλιο τοῦ Ἀπολλώνιου.