T= Testimonium F= Fragmentum E= Επιγραφή / Inscription
1Ἰατρὸς θνητοῖσι νόσων ↓ ὁ κράτιστος ἁπάν̣των2 ↓2 ἐνθάδε Πνυταγόρω3 ↓ κεῖται ↓ Ἀριστοκράτης ↓.
Γιατρὸς γιὰ κάθε ἀρρώστια μέσα στοὺς θνητοὺς ὁ πιὸ γερὸςἀπ' ὅλουςδωδὰ τοῦ Πνυταγόρα κεῖται ὁ γιὸς ὁ Ἀριστοκράτης.
Ἐπίγραμμα ἐπιτύμβιο ἑνὸς ἐλεγειακοῦ διστίχου χαραγμένο σὲ μαρμάρινη στήλη ἀετώματος, ποὺ βρίσκεται στὸ Ἐπιγραφικὸ τμῆμα τοῦ Ἐθνικοῦ Μουσείου τῶν Ἀθηνῶν (ἀρ. 2029). Ἡ ἀκριβὴς προέλευσή της ἀγνοεῖται· ἡ Πέππα-Δελμούζου1 θεωρεῖ ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἀττική, καὶ πιθανῶς αὐτὸ ἰσχύει. Περιέχει ἐπίσης μιὰ μεταγενέστερη ἐπιγραφὴ τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ. (Ἐλπίς. Ἀγαθόκλεια Μιλησία). Τὸ ἐλεγειακὸ αὐτὸ δίστιχο ἔχει συντεθῆ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα τὸν 4ον αἰ. π.Χ. ("Anh. 4. Jh. v. Chr." κατὰ τὴν Πέππα-Δελμούζου1, «saec. IV in.?» κατὰ τὸν Hansen2, "Middle of 4 century" κατὰ τὸν Clairmont3), πρὸς τιμὴν τοῦ γιατροῦ Ἀριστοκράτους γιοῦ τοῦ Πνυταγόρου: (Πνυταγόρō = Πνυταγόρω, στὴ χαρακτηριστικὴ γεν. ἑνικ. τῶν ὀνομ. σὲ -ος στὴν Κυπριακή), ποὺ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα εἶναι Κύπριος ἀπὸ τὴ γνωστὴ βασιλικὴ οἰκογένεια τῆς Σαλαμίνας (βλ. κατωτ. σ.λ. Πνυταγόρω), πβ. SEG4 [22, σελ. 64] ad loc.).
1. Ἰατρὸς θνητοῖσι νόσων: πβ. GVI5 785.1 Εὔανδρον θνη[τοῖς] πικρῶν ἰήτορα [νούσων] | (στ. 3) θρέψατο δ' Ἀστακίη πινυτὸ[ν] φρένα (βλ. Πέππα-Δελμούζου1), κ.τ.τ.: ἰατρὸς νόσων (στὴν κυριολ. καὶ μεταφ.) καὶ ἰατρεῖον νόσων συχνά (βλ. LSJ96 σ.λλ.), ἰατρός ἐστιν ὁ λόγος ἀνθρώποις νόσων στὸν Μένανδρο, κ.ἄ. (βλ. καὶ L. Robert, "Epitaphes métriques de médecins ...", Hellenica7 2 [1946] 103-8). Τὸ ἰατρὸς στὰ σχετικὰ ἐπιγράμματα ἀπαντᾶ συχνὰ στὴν ἀρχὴ τοῦ α´ ἢ τοῦ β´ στ., προβεβλημένο ἔτσι, προφανῶς γιατὶ τὸ ἰατρικὸ ἐπάγγελμα προσποιοῦσε ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ ὕψιστη κοινωνικὴ καταξίωση σ' αὐτὸν ποὺ τὸ ἀσκοῦσε: Ἡδύος ἰατροῦ, Ἰατρόν μ' ἐσορᾷς, [Δ]ωρόθεον (...) | [ἰ]ητρόν (Robert7 ὅ.π. 103-5, τὸ β´ καὶ EGr8 509.1), πβ. GVI5 584.1 Φῶτα θεοῖς ἴκελον, στυγερῶν ἰήτορα νούσων (στ. 3 ὃν πινυτὴ παράκοιτις) καὶ 627.1 κἑ. Ἀντίοχον... | ὃς πολλῶν ἀνδρῶν εἶδον ἄστεα καὶ νόον ἔγν<ω>ν, | οὕνεκα καὶ νόσων στυγερῶν πολλοὺς ἐσάωσα (ὅπου καὶ τὸ μοτίβο τοῦ πολυταξιδεμένου γιατροῦ)· βλ. καὶ Samama9 20.1 Νούσων εἰη[τῆρ' ἐ]σ[αθρε]ῖς, 50.1-2 [Ἄνδρα μὲν ἐσθλὸν ἐ]όντα καὶ εἰητῆρα δὲ νούσω[ν] | [ἔξοχον, Ἑρμεία], νῆσσον ἄγευ μακάρων, 72.1 Φῶτα θεοῖς ἴκελον, στυγερῶν ἰήτορα νούσων, 178.7 [λ]υσίπονος νούσων πολ[λοῖς ποτ' ἐὼν ἰητήρ], 294.1 Μουσάων θεράποντ<α> λιγὺν νούσων τ' ἐπαρωγόν, κ.τ.τ. (περισσότερα: κατωτ. σχόλ. σ.λ. ὁ κράτιστος ἁπάντων καὶ ἀνωτ. 37 Τ2 σχόλ. σ.στ. 7 σ.λ. ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων, μὲ περαιτέρω παραπομπές)· βλ. ἐπίσης κατωτ. σχόλ. σ.στ. *40 T1.1-2 (σ.λ. τόνδε σοφώτατον ... ἰατρῶμ), *41 Τ1.1-2 (σ.λ. Σολέα ἰατρόν), 42 Τ1.1, 43 Τ1.1-2 (κ.ἀ.).
ὁ κράτιστος ἁπάντων: πβ. GVI5 2040.3-4 (Samama9 187.3-4, πβ. 337.2-3 τὸν κράτιστον ἀρχιατρόν) ὅσσον γὰρ σὺ κράτιστος ἰητρῶν ἔπλεο πάντων, | τόσσον τῶν ἄλλων (sc. ἰητρῶν) ἔξοχός ἐστι Γλύκων (sc. ὁ υἱός) καὶ στ. 10 ἔξοχε ἰητορίης, ἔξοχε καὶ σ[οφίης] (πβ. καὶ ΑΚυΓ210 Ε18.1-2 καὶ Ε24.2), καὶ 1034 Οὔνομα Θρέπτος ἐμοί· νούσων δ' οὐκ ἄλλος ἀμίνω[ν] | ἰητήρ· τέχνης πολλοὶ μάρτυρές εἰσιν ἐμῆς (βλ. καὶ 57.1, 244.2, 571.1 κ.ἄ.)· πβ. ἐπίσης καὶ τὸ τοῦ Γαληνοῦ (Κατ' Ἰουλ. XVIII1 271.15) πρὸς τοῖς ἀρίστοις ἰατροῖς οἱ κράτιστοι τῶν φιλοσόφων μαρτυροῦσιν (τοῖς ἀρίστοις ἰατροῖς κ.ἀ.), καὶ Ἀνθ. Πλαν. [16.] 271.3-4.
2. ἐνθάδε (...) κεῖται: πβ. ΑΚυΓ210 Ε3.1-2 Ἐνθάδε ... κεῖται, στὴν ἀρχὴ τῶν στ. 1 καὶ 2 ἀντίστοιχα· πβ. ἐπίσης CEG111 126.1-2 Ἐνθάδε ... | κεῖτ' ..., 171. 1-3 Ἐνθάδ' ...|...| κεῖ[μ]αι, 172. 1-2 [Ἐνθάδ' Ἀ]ναξάνδ[ρ]ō Δει̣νῆ[ς δ]οκιμώτατος ἀστῶγ | κε<ῖ>[τ]αι ἀμώμητος̣ τέρμα λα[χ]ὼν θανάτō (πβ. GG12 55, βλ. καὶ Σκιαδᾶ Ἐπὶ Τύμβῳ13 67 κἑ.), καὶ ΑΚυΓ210 11 Ε6.1 [Ἐ]νθάδ' ἐγὼ κεῖμαι καὶ Ε4.1 Ἰ[ν]θάδ' ἐγὼν κεῖμαι (στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐπιγρ.). Ἡ φράση ἐνθάδε κεῖται (καὶ ἐ. κεῖμαι) ἐμφανίζεται συχνότατα σὲ ἐπιτύμβια ἐπιγρ. σὲ διάφορες θέσεις τοῦ στίχου ἢ τοῦ ἐλεγειακοῦ διστίχου (βλ. GVI5 320 κἑ. [4. Typus: ἐνθάδε κεῖται (κεῖμαι) ὁ δεῖνα] καὶ Ἀνθ. Παλ. βιβλ. 7ο, π.χ. 7.747.1-2 Ἰουλιανὸς ... ἐνθάδε κεῖται, | ἀμφότερον βασιλεύς τ' ἀγαθὸς κρατερός τ' αἰχμητής, κ.τ.τ.). Ἡ χρήση τοῦ ἐνθάδε, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κινήσεως σημαντικὸ ρῆμα, μὲ τὴ σημ. τοῦ ἐνταῦθα ἢ ἔνθα ἢ τῇδε (πβ. π.χ. GG12 241.1 Ἔνθα Γεωργὸν ἔθηκας καὶ Ἀνθ. Παλ. 7.249.1-2 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ τῇδε | κείμεθα), εἶναι καὶ πρώιμη καὶ συχνή (βλ. καὶ σημ. Hansen στὸ CEG111 76 [ὅπου κι ἄλλες παραπομπὲς καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία], ΕΚυΕ14 228-31 καὶ Samama9 2c.1 κ.ἀ.: Ind. σελ. 600, σ.λλ. ἐνθάδε κεῖμαι/κεῖται, κ.λπ.).
Πνυταγόρω: στὴ στήλη Πνυταγόρο, μὲ -ο μακρό (=-ω)· συνήθης στὴν Κύπρο γεν. ἑνικ. ὀνομ. σὲ -ος (βλ. καὶ ἀνωτ. Ε4.1 μὲ σχόλ.) ἑνὸς συνήθους στὴν Κύπρο ὀνόματος. Ὅπως σημειώνει ἤδη ὁ O. Hoffmann (GD15 I 233-34 § 165), στὶς περισσότερες περιοχὲς τῆς Κύπρου ἡ γεν. ἑνικ. τῶν ὀνομ. σὲ -ος σχηματίζεται σὲ -ω (-οιο > οο > ω πιθανῶς, βλ. Buck GD15 88 § 106, κ.ἄ.), ὅπως ἀνωτ. Ε6.3 ἀ(ν)θρώπω. Ὁ Masson ("Notes d'onomastique chypriote, V. Remarques complémentaires sur les noms en Πνυτο-", RDAC16 1974, 157) θεωρεῖ τὸν τύπο ὡς ὀνομ. τοῦ Πνυταγόρας (πβ. τοῦ ἴδιου "Notes d' anthroponymie grecque et Asianique, I. Les noms grecs en Πνυ(τ)ο-, notamment à Chypre", ΒΝ 7 [1956] 23817 κἑ.: Α1) Πνυτ-αγόρας). Ὀρθῶς ὁ Χατζηιωάννου (ΑΚΕΠ18 Δβ´ 87) σημειώνει ὅτι ἂν ἡ ὀνομ. τοῦ ὀνόματος ἦταν Πνυταγόρας, ἡ γεν. ἑνικ. θὰ σχηματιζόταν κανονικὰ σὲ -αυ στὴν Κυπριακή (πβ. ICS19 124 Πνυτίλας ἠμὶ τᾶς Πνυταγόραυ παιδός, 126 Τῖμος Τιμαγόραυ παῖς, κ.ἄ., ἀλλὰ ὅ.π. 403 Μινοκρέτης ὁ Πνυταγόρω τῶ Πνυτοτίμω Σε(λαμίνιος) [ἡ ἐπιγρ. καὶ στὸν Χατζηιωάννου18 ὅ.π., γιὰ ἄλλον ὅμως λόγο παρατιθέμενη], 325a καὶ 325b ΕὐϜαγόρω βασιλῆϜος μὲ σημ. Masson19: "le nom du roi à Salamine devait donc être ΕὐϜάγορος, non pas ΕὐϜαγόρας; cf. Meister, GD20, II, p. 167, Hoffmann, GD15, 1, p. 273. On a de même Δαμάγορος à Chytroi, 249; une série à Abydos, Κλητάγορος (?), 374; Φιλάγορος, 387; Κυπράγορος (?), 393; Θεμιστάγορος, 402; Πνυτάγορος, 493. Cette formation n'est pas spéciale à Chypre: voir la liste d'exemples chez Fick – Bechtel, GPN21, p. 44-45, et Bechtel, GPN22, p. 19"). Ἀναμφίβολα κάποιαν ἐποχὴ ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦνται τὰ Εὐάγορος / Εὐαγόρας κ.τ.τ. ἐκ παραλλήλου γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο καὶ νὰ ἐπικρατοῦν σταδιακὰ οἱ τύποι σὲ -ας (βλ. π.χ. ΑΚΕΠ18 Α´ 66-66.46α καὶ Δα´ 7.4, 7.6, 10, 10a καὶ 222, περισσότερα: I. Michaelidou-Nicolaou – A. Panayotou-Triantafyllopoulou, "L'inscription digraphe de Salamine de Chypre (Test. Sal. 2, no 17). Nouvelle approche"23, ZPE 121 [1998] 97-99)· ὅμως στὴν Κύπρο φαίνεται ὅτι ἐξακολούθησαν νὰ χρησιμοποιοῦνται οἱ τύποι σὲ -ος ὅταν ἀλλοῦ ÷γιὰ τὸ ἴδιο ἐνίοτε πρόσωπο÷ εἶχαν ἐπικρατήσει οἱ τύποι σὲ -ας, κι ὅτι δύσκολα ἕνας Ἀττικὸς ἐπιγραμματοποιὸς θὰ ἔγραφε Πνυταγόρω ἀντὶ Πνυταγόρου: πβ. κυρίως τὸ ψήφισμα τῶν Ἀθηναίων τοῦ 410/9 π.Χ. πρὸς τιμὴ τοῦ φιλαθήναιου βασιλιᾶ τῆς Σαλαμίνας (ὅ.π. Δβ´ 10: IG2 I 113) στὸ ὁποῖο διαβάζεται δὶς ἐμφανῶς Εὐαγόρας ὁ Σαλαμίνιος, ἀρκετὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ ὑπὸ ἐξέταση ἐπίγραμμα γιὰ τὸν Ἀριστοκράτη Πνυταγόρω. Ὁ τελευταῖος φαίνεται νὰ εἶναι Κύπριος (καθὼς τὸ ὄνομα φαίνεται ὅτι χρησιμοποιήθηκε ἀποκλειστικὰ ἢ σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὴν Κύπρο: βλ. LGPN24 σ.λ. [πβ. Masson16,17 στὰ ἀνωτ. μνημονευθέντα ἄρθρα] καὶ Samama9 σελ. 111 σημ. 9, μὲ περαιτέρω βιβλιογραφία), πιθανῶς δὲ ἕνας ἀπὸ τὰ δύο γνωστὰ μέλη τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας τῶν Τευκριδῶν τῆς Σαλαμίνας: ὁ πρῶτος, πρωτότοκος γιὸς τοῦ Εὐαγόρα Α´, δολοφονεῖται τὸ 374 π.Χ. μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του ἀπὸ τὸν νεώτερο ἀδελφό του καὶ σφετεριστὴ τοῦ θρόνου Νικοκλῆ, κι εἶναι εὔλογο πὼς μέλη τῆς οἰκογένειάς του βρῆκαν καταφύγιο στὴν Ἀθήνα (μὲ τὴν ὁποία ὁ Εὐαγόρας εἶχε στενότατες σχέσεις, κι ὅπου πιθανῶς μορφώθηκε ὁ Πνυταγόρας)· ὁ δεύτερος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Νικοκρέοντα Πνυταγόρας, ὁμώνυμος γιὸς πιθανῶς ἢ ἐγγονὸς τοῦ δολοφονηθέντος Πνυταγόρα, ποὺ βασιλεύει μεταξὺ 351 καὶ 332/1 π.Χ. καὶ διατηρεῖ ἐπίσης στενότατες σχέσεις μὲ τὴν Ἀθήνα. Ὁ Ἀριστοκράτης Πνυταγόρω, ἂν εἶναι γιὸς τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δυό, πρέπει νὰ πεθαίνει πρὸς τὸ τέλος περίπου τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. Ἀξίζει νὰ προστεθῆ ὅτι τὸ Πνῡτ- (πβ. Ἡσύχ. σ.λ. πνυτός· ἔμφρων, σώφρων, τύπος τοῦ πινυτός ἄγνωστος στὰ λογοτεχνικὰ κείμενα) ἀπαντᾶ σὲ μιὰ ὁλόκληρη σειρὰ ἀνθρωπωνυμίων –στὴν Κύπρο κυρίως– ἁπλό (Πνῡτός, Πνυτώ), ὡς α´ συνθ. (Πνυταγόρας, Πνυτότιμος, Πνυτοκράτης), καὶ σὲ ὑποκοριστικά (Πνυτίλος, Πνυτίλα, Πνυτάριον) (βλ. κυρίως Masson16,17 ὅ.π.)· κι ὅτι σὲ ἐπιγράμματα μὲ παράλληλη φρασεολογία γιὰ γιατρούς (βλ. ἀνωτ.) ἐμφανίζεται τὸ ἐπίθ. πινυτός (γιὰ τὸν τιμώμενο γιατρὸ ἢ τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν τιμᾶ). Πβ. ΑΚΥΓ210 Ε23.1 πινυτὴν (...) Τάκιλλαν καὶ Ε30.2 πινυτὴν (..., πιθανῶς Εὐριδίκην), καὶ βλ. H. W. Smyth25, "[Notes.] On Poetical Words in Cyprian Prose", AJPh 8(1887) 469.
Ἀριστοκράτης: συχνὴ εἶναι ἡ ἐμφάνιση σὲ Κυπρ. ἐπιγρ. κυρίων ὀνομάτων μὲ α´ συνθ. τὸ Ἀριστο- (βλ. ΑΚυΓ210 11 Ε7 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Ἀριστοκρέτης καὶ Ε3 σχόλ. σ.στ. 2 σ.λ. Ἀριστοκλέος, βλ. καὶ Egetmeyer26 19-21) καὶ μὲ β´ συνθ. τὸ -κρέτης ἢ -κράτης: ICS19 103 Τιμοκρέτεος (Τιμόκυπρος ὁ Τ. ἐπέστασε ΚιλικᾶϜι τῶι κασιγνήτωι), 251 Κιλικᾶ(ς) με κατέστασε ὁ Στασικρέτεος, 338 Σωκρέτεος, κ.ἀ. (βλ. Σακελλαρίου Κυπρ.27 Β´ νη´, καὶ G. Neumann, "Beiträge zum Kyprischen28, XIV", Kadmos 32 [1993] 54, κ.ἀ.). Ὁ Buck (GD29 49.2 καὶ 189.9) σημειώνει ἐπίσης τὸν τύπο κρέτος = κράτος γιὰ τὴν Αἰολικὴ καὶ ἀναφέρει τὰ ἀνωτ. ὀνόματα στὴν Ἀρκαδοκυπριακή, ἐνῶ ὁ Chadwick (βλ. HGLC30 59) ἑρμηνεύει τὰ ὀνόματα αὐτὰ ὡς ἀρχαϊσμὸ βασισμένο στὸ κρέτος ποὺ διέσωσε ἡ Λεσβιακὴ ποίηση (σημειώνοντας τὴν ἀπουσία κυρίου ὀνόματος μὲ αὐτὸ τὸ β´ συνθ. στὴ Μυκηναϊκή). Ὁ Χατζηιωάννου (ΑΚΕΠ18 Γβ´ 159) ἐντάσσει τὰ ὀνόμ. αὐτὰ στὸ γενικὸ φαινόμενο τροπῆς τοῦ α σὲ ε στὴν Κυπριακὴ δίπλα στὸ ὑγρό (βλ. καὶ ΑΚΕΠ18 Γβ´ § 23), ἐνῶ ὁ R. Virédaz ("La graphie des groupes de consonnes en Mycénien et en Cypriote"31, Minos 18 [1983] 188 § 43) ἐντάσσει τὸ φαινόμενο στὶς ὁμάδες μὲ νεκρὸ φωνῆεν (voyelle morte) ὅπου αὐτὸ γίνεται ὅμοιο μὲ τὸ φωνῆεν τῆς προηγούμενης ἢ τῆς ἑπόμενης συλλαβῆς (A-ri-si-to-ke-re-te-se). Πβ. Hansen CEG211 712 σ.λ. Ἀριστοκρέτης, καὶ βλ. ΕΚυΕ14 42-43.Γιὰ τὸν ἰατρὸ Ἀριστοκράτη Πνυταγόρου (βλ. καὶ ἀνωτ. σ.λ. Πνυταγόρω) δὲν ἔχουμε ἄλλη βέβαιη μαρτυρία: γιὰ τὶς ἀναφορὲς τοῦ Γαληνοῦ βλ. κατωτ. σχόλ. στὸ *F1.
Ἐπίγραμμα ἐπιτύμβιο ἑνὸς ἐλεγειακοῦ διστίχου χαραγμένο σὲ μαρμάρινη στήλη ἀετώματος, ποὺ βρίσκεται στὸ Ἐπιγραφικὸ τμῆμα τοῦ Ἐθνικοῦ Μουσείου τῶν Ἀθηνῶν (ἀρ. 2029). Ἡ ἀκριβὴς προέλευσή της ἀγνοεῖται· ἡ Πέππα-Δελμούζου1 θεωρεῖ ὅτι προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἀττική, καὶ πιθανῶς αὐτὸ ἰσχύει. Περιέχει ἐπίσης μιὰ μεταγενέστερη ἐπιγραφὴ τοῦ 1ου μ.Χ. αἰ. (Ἐλπίς. Ἀγαθόκλεια Μιλησία). Τὸ ἐλεγειακὸ αὐτὸ δίστιχο ἔχει συντεθῆ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα τὸν 4ον αἰ. π.Χ. ("Anh. 4. Jh. v. Chr." κατὰ τὴν Πέππα-Δελμούζου1, «saec. IV in.?» κατὰ τὸν Hansen2, "Middle of 4 century" κατὰ τὸν Clairmont3), πρὸς τιμὴν τοῦ γιατροῦ Ἀριστοκράτους γιοῦ τοῦ Πνυταγόρου: (Πνυταγόρō = Πνυταγόρω, στὴ χαρακτηριστικὴ γεν. ἑνικ. τῶν ὀνομ. σὲ -ος στὴν Κυπριακή), ποὺ κατὰ πᾶσαν πιθανότητα εἶναι Κύπριος ἀπὸ τὴ γνωστὴ βασιλικὴ οἰκογένεια τῆς Σαλαμίνας (βλ. κατωτ. σ.λ. Πνυταγόρω), πβ. SEG4 [22, σελ. 64] ad loc.).
1. Ἰατρὸς θνητοῖσι νόσων: πβ. GVI5 785.1 Εὔανδρον θνη[τοῖς] πικρῶν ἰήτορα [νούσων] | (στ. 3) θρέψατο δ' Ἀστακίη πινυτὸ[ν] φρένα (βλ. Πέππα-Δελμούζου1), κ.τ.τ.: ἰατρὸς νόσων (στὴν κυριολ. καὶ μεταφ.) καὶ ἰατρεῖον νόσων συχνά (βλ. LSJ96 σ.λλ.), ἰατρός ἐστιν ὁ λόγος ἀνθρώποις νόσων στὸν Μένανδρο, κ.ἄ. (βλ. καὶ L. Robert, "Epitaphes métriques de médecins ...", Hellenica7 2 [1946] 103-8). Τὸ ἰατρὸς στὰ σχετικὰ ἐπιγράμματα ἀπαντᾶ συχνὰ στὴν ἀρχὴ τοῦ α´ ἢ τοῦ β´ στ., προβεβλημένο ἔτσι, προφανῶς γιατὶ τὸ ἰατρικὸ ἐπάγγελμα προσποιοῦσε ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ ὕψιστη κοινωνικὴ καταξίωση σ' αὐτὸν ποὺ τὸ ἀσκοῦσε: Ἡδύος ἰατροῦ, Ἰατρόν μ' ἐσορᾷς, [Δ]ωρόθεον (...) | [ἰ]ητρόν (Robert7 ὅ.π. 103-5, τὸ β´ καὶ EGr8 509.1), πβ. GVI5 584.1 Φῶτα θεοῖς ἴκελον, στυγερῶν ἰήτορα νούσων (στ. 3 ὃν πινυτὴ παράκοιτις) καὶ 627.1 κἑ. Ἀντίοχον... | ὃς πολλῶν ἀνδρῶν εἶδον ἄστεα καὶ νόον ἔγν<ω>ν, | οὕνεκα καὶ νόσων στυγερῶν πολλοὺς ἐσάωσα (ὅπου καὶ τὸ μοτίβο τοῦ πολυταξιδεμένου γιατροῦ)· βλ. καὶ Samama9 20.1 Νούσων εἰη[τῆρ' ἐ]σ[αθρε]ῖς, 50.1-2 [Ἄνδρα μὲν ἐσθλὸν ἐ]όντα καὶ εἰητῆρα δὲ νούσω[ν] | [ἔξοχον, Ἑρμεία], νῆσσον ἄγευ μακάρων, 72.1 Φῶτα θεοῖς ἴκελον, στυγερῶν ἰήτορα νούσων, 178.7 [λ]υσίπονος νούσων πολ[λοῖς ποτ' ἐὼν ἰητήρ], 294.1 Μουσάων θεράποντ<α> λιγὺν νούσων τ' ἐπαρωγόν, κ.τ.τ. (περισσότερα: κατωτ. σχόλ. σ.λ. ὁ κράτιστος ἁπάντων καὶ ἀνωτ. 37 Τ2 σχόλ. σ.στ. 7 σ.λ. ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων, μὲ περαιτέρω παραπομπές)· βλ. ἐπίσης κατωτ. σχόλ. σ.στ. *40 T1.1-2 (σ.λ. τόνδε σοφώτατον ... ἰατρῶμ), *41 Τ1.1-2 (σ.λ. Σολέα ἰατρόν), 42 Τ1.1, 43 Τ1.1-2 (κ.ἀ.).
ὁ κράτιστος ἁπάντων: πβ. GVI5 2040.3-4 (Samama9 187.3-4, πβ. 337.2-3 τὸν κράτιστον ἀρχιατρόν) ὅσσον γὰρ σὺ κράτιστος ἰητρῶν ἔπλεο πάντων, | τόσσον τῶν ἄλλων (sc. ἰητρῶν) ἔξοχός ἐστι Γλύκων (sc. ὁ υἱός) καὶ στ. 10 ἔξοχε ἰητορίης, ἔξοχε καὶ σ[οφίης] (πβ. καὶ ΑΚυΓ210 Ε18.1-2 καὶ Ε24.2), καὶ 1034 Οὔνομα Θρέπτος ἐμοί· νούσων δ' οὐκ ἄλλος ἀμίνω[ν] | ἰητήρ· τέχνης πολλοὶ μάρτυρές εἰσιν ἐμῆς (βλ. καὶ 57.1, 244.2, 571.1 κ.ἄ.)· πβ. ἐπίσης καὶ τὸ τοῦ Γαληνοῦ (Κατ' Ἰουλ. XVIII1 271.15) πρὸς τοῖς ἀρίστοις ἰατροῖς οἱ κράτιστοι τῶν φιλοσόφων μαρτυροῦσιν (τοῖς ἀρίστοις ἰατροῖς κ.ἀ.), καὶ Ἀνθ. Πλαν. [16.] 271.3-4.
2. ἐνθάδε (...) κεῖται: πβ. ΑΚυΓ210 Ε3.1-2 Ἐνθάδε ... κεῖται, στὴν ἀρχὴ τῶν στ. 1 καὶ 2 ἀντίστοιχα· πβ. ἐπίσης CEG111 126.1-2 Ἐνθάδε ... | κεῖτ' ..., 171. 1-3 Ἐνθάδ' ...|...| κεῖ[μ]αι, 172. 1-2 [Ἐνθάδ' Ἀ]ναξάνδ[ρ]ō Δει̣νῆ[ς δ]οκιμώτατος ἀστῶγ | κε<ῖ>[τ]αι ἀμώμητος̣ τέρμα λα[χ]ὼν θανάτō (πβ. GG12 55, βλ. καὶ Σκιαδᾶ Ἐπὶ Τύμβῳ13 67 κἑ.), καὶ ΑΚυΓ210 11 Ε6.1 [Ἐ]νθάδ' ἐγὼ κεῖμαι καὶ Ε4.1 Ἰ[ν]θάδ' ἐγὼν κεῖμαι (στὴν ἀρχὴ τοῦ ἐπιγρ.). Ἡ φράση ἐνθάδε κεῖται (καὶ ἐ. κεῖμαι) ἐμφανίζεται συχνότατα σὲ ἐπιτύμβια ἐπιγρ. σὲ διάφορες θέσεις τοῦ στίχου ἢ τοῦ ἐλεγειακοῦ διστίχου (βλ. GVI5 320 κἑ. [4. Typus: ἐνθάδε κεῖται (κεῖμαι) ὁ δεῖνα] καὶ Ἀνθ. Παλ. βιβλ. 7ο, π.χ. 7.747.1-2 Ἰουλιανὸς ... ἐνθάδε κεῖται, | ἀμφότερον βασιλεύς τ' ἀγαθὸς κρατερός τ' αἰχμητής, κ.τ.τ.). Ἡ χρήση τοῦ ἐνθάδε, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κινήσεως σημαντικὸ ρῆμα, μὲ τὴ σημ. τοῦ ἐνταῦθα ἢ ἔνθα ἢ τῇδε (πβ. π.χ. GG12 241.1 Ἔνθα Γεωργὸν ἔθηκας καὶ Ἀνθ. Παλ. 7.249.1-2 ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ τῇδε | κείμεθα), εἶναι καὶ πρώιμη καὶ συχνή (βλ. καὶ σημ. Hansen στὸ CEG111 76 [ὅπου κι ἄλλες παραπομπὲς καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία], ΕΚυΕ14 228-31 καὶ Samama9 2c.1 κ.ἀ.: Ind. σελ. 600, σ.λλ. ἐνθάδε κεῖμαι/κεῖται, κ.λπ.).
Πνυταγόρω: στὴ στήλη Πνυταγόρο, μὲ -ο μακρό (=-ω)· συνήθης στὴν Κύπρο γεν. ἑνικ. ὀνομ. σὲ -ος (βλ. καὶ ἀνωτ. Ε4.1 μὲ σχόλ.) ἑνὸς συνήθους στὴν Κύπρο ὀνόματος. Ὅπως σημειώνει ἤδη ὁ O. Hoffmann (GD15 I 233-34 § 165), στὶς περισσότερες περιοχὲς τῆς Κύπρου ἡ γεν. ἑνικ. τῶν ὀνομ. σὲ -ος σχηματίζεται σὲ -ω (-οιο > οο > ω πιθανῶς, βλ. Buck GD15 88 § 106, κ.ἄ.), ὅπως ἀνωτ. Ε6.3 ἀ(ν)θρώπω. Ὁ Masson ("Notes d'onomastique chypriote, V. Remarques complémentaires sur les noms en Πνυτο-", RDAC16 1974, 157) θεωρεῖ τὸν τύπο ὡς ὀνομ. τοῦ Πνυταγόρας (πβ. τοῦ ἴδιου "Notes d' anthroponymie grecque et Asianique, I. Les noms grecs en Πνυ(τ)ο-, notamment à Chypre", ΒΝ 7 [1956] 23817 κἑ.: Α1) Πνυτ-αγόρας). Ὀρθῶς ὁ Χατζηιωάννου (ΑΚΕΠ18 Δβ´ 87) σημειώνει ὅτι ἂν ἡ ὀνομ. τοῦ ὀνόματος ἦταν Πνυταγόρας, ἡ γεν. ἑνικ. θὰ σχηματιζόταν κανονικὰ σὲ -αυ στὴν Κυπριακή (πβ. ICS19 124 Πνυτίλας ἠμὶ τᾶς Πνυταγόραυ παιδός, 126 Τῖμος Τιμαγόραυ παῖς, κ.ἄ., ἀλλὰ ὅ.π. 403 Μινοκρέτης ὁ Πνυταγόρω τῶ Πνυτοτίμω Σε(λαμίνιος) [ἡ ἐπιγρ. καὶ στὸν Χατζηιωάννου18 ὅ.π., γιὰ ἄλλον ὅμως λόγο παρατιθέμενη], 325a καὶ 325b ΕὐϜαγόρω βασιλῆϜος μὲ σημ. Masson19: "le nom du roi à Salamine devait donc être ΕὐϜάγορος, non pas ΕὐϜαγόρας; cf. Meister, GD20, II, p. 167, Hoffmann, GD15, 1, p. 273. On a de même Δαμάγορος à Chytroi, 249; une série à Abydos, Κλητάγορος (?), 374; Φιλάγορος, 387; Κυπράγορος (?), 393; Θεμιστάγορος, 402; Πνυτάγορος, 493. Cette formation n'est pas spéciale à Chypre: voir la liste d'exemples chez Fick – Bechtel, GPN21, p. 44-45, et Bechtel, GPN22, p. 19"). Ἀναμφίβολα κάποιαν ἐποχὴ ἄρχισαν νὰ χρησιμοποιοῦνται τὰ Εὐάγορος / Εὐαγόρας κ.τ.τ. ἐκ παραλλήλου γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο καὶ νὰ ἐπικρατοῦν σταδιακὰ οἱ τύποι σὲ -ας (βλ. π.χ. ΑΚΕΠ18 Α´ 66-66.46α καὶ Δα´ 7.4, 7.6, 10, 10a καὶ 222, περισσότερα: I. Michaelidou-Nicolaou – A. Panayotou-Triantafyllopoulou, "L'inscription digraphe de Salamine de Chypre (Test. Sal. 2, no 17). Nouvelle approche"23, ZPE 121 [1998] 97-99)· ὅμως στὴν Κύπρο φαίνεται ὅτι ἐξακολούθησαν νὰ χρησιμοποιοῦνται οἱ τύποι σὲ -ος ὅταν ἀλλοῦ ÷γιὰ τὸ ἴδιο ἐνίοτε πρόσωπο÷ εἶχαν ἐπικρατήσει οἱ τύποι σὲ -ας, κι ὅτι δύσκολα ἕνας Ἀττικὸς ἐπιγραμματοποιὸς θὰ ἔγραφε Πνυταγόρω ἀντὶ Πνυταγόρου: πβ. κυρίως τὸ ψήφισμα τῶν Ἀθηναίων τοῦ 410/9 π.Χ. πρὸς τιμὴ τοῦ φιλαθήναιου βασιλιᾶ τῆς Σαλαμίνας (ὅ.π. Δβ´ 10: IG2 I 113) στὸ ὁποῖο διαβάζεται δὶς ἐμφανῶς Εὐαγόρας ὁ Σαλαμίνιος, ἀρκετὰ χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸ ὑπὸ ἐξέταση ἐπίγραμμα γιὰ τὸν Ἀριστοκράτη Πνυταγόρω. Ὁ τελευταῖος φαίνεται νὰ εἶναι Κύπριος (καθὼς τὸ ὄνομα φαίνεται ὅτι χρησιμοποιήθηκε ἀποκλειστικὰ ἢ σχεδὸν ἀποκλειστικὰ στὴν Κύπρο: βλ. LGPN24 σ.λ. [πβ. Masson16,17 στὰ ἀνωτ. μνημονευθέντα ἄρθρα] καὶ Samama9 σελ. 111 σημ. 9, μὲ περαιτέρω βιβλιογραφία), πιθανῶς δὲ ἕνας ἀπὸ τὰ δύο γνωστὰ μέλη τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας τῶν Τευκριδῶν τῆς Σαλαμίνας: ὁ πρῶτος, πρωτότοκος γιὸς τοῦ Εὐαγόρα Α´, δολοφονεῖται τὸ 374 π.Χ. μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του ἀπὸ τὸν νεώτερο ἀδελφό του καὶ σφετεριστὴ τοῦ θρόνου Νικοκλῆ, κι εἶναι εὔλογο πὼς μέλη τῆς οἰκογένειάς του βρῆκαν καταφύγιο στὴν Ἀθήνα (μὲ τὴν ὁποία ὁ Εὐαγόρας εἶχε στενότατες σχέσεις, κι ὅπου πιθανῶς μορφώθηκε ὁ Πνυταγόρας)· ὁ δεύτερος εἶναι ὁ πατέρας τοῦ Νικοκρέοντα Πνυταγόρας, ὁμώνυμος γιὸς πιθανῶς ἢ ἐγγονὸς τοῦ δολοφονηθέντος Πνυταγόρα, ποὺ βασιλεύει μεταξὺ 351 καὶ 332/1 π.Χ. καὶ διατηρεῖ ἐπίσης στενότατες σχέσεις μὲ τὴν Ἀθήνα. Ὁ Ἀριστοκράτης Πνυταγόρω, ἂν εἶναι γιὸς τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δυό, πρέπει νὰ πεθαίνει πρὸς τὸ τέλος περίπου τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. Ἀξίζει νὰ προστεθῆ ὅτι τὸ Πνῡτ- (πβ. Ἡσύχ. σ.λ. πνυτός· ἔμφρων, σώφρων, τύπος τοῦ πινυτός ἄγνωστος στὰ λογοτεχνικὰ κείμενα) ἀπαντᾶ σὲ μιὰ ὁλόκληρη σειρὰ ἀνθρωπωνυμίων –στὴν Κύπρο κυρίως– ἁπλό (Πνῡτός, Πνυτώ), ὡς α´ συνθ. (Πνυταγόρας, Πνυτότιμος, Πνυτοκράτης), καὶ σὲ ὑποκοριστικά (Πνυτίλος, Πνυτίλα, Πνυτάριον) (βλ. κυρίως Masson16,17 ὅ.π.)· κι ὅτι σὲ ἐπιγράμματα μὲ παράλληλη φρασεολογία γιὰ γιατρούς (βλ. ἀνωτ.) ἐμφανίζεται τὸ ἐπίθ. πινυτός (γιὰ τὸν τιμώμενο γιατρὸ ἢ τὸ πρόσωπο ποὺ τὸν τιμᾶ). Πβ. ΑΚΥΓ210 Ε23.1 πινυτὴν (...) Τάκιλλαν καὶ Ε30.2 πινυτὴν (..., πιθανῶς Εὐριδίκην), καὶ βλ. H. W. Smyth25, "[Notes.] On Poetical Words in Cyprian Prose", AJPh 8(1887) 469.
Ἀριστοκράτης: συχνὴ εἶναι ἡ ἐμφάνιση σὲ Κυπρ. ἐπιγρ. κυρίων ὀνομάτων μὲ α´ συνθ. τὸ Ἀριστο- (βλ. ΑΚυΓ210 11 Ε7 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Ἀριστοκρέτης καὶ Ε3 σχόλ. σ.στ. 2 σ.λ. Ἀριστοκλέος, βλ. καὶ Egetmeyer26 19-21) καὶ μὲ β´ συνθ. τὸ -κρέτης ἢ -κράτης: ICS19 103 Τιμοκρέτεος (Τιμόκυπρος ὁ Τ. ἐπέστασε ΚιλικᾶϜι τῶι κασιγνήτωι), 251 Κιλικᾶ(ς) με κατέστασε ὁ Στασικρέτεος, 338 Σωκρέτεος, κ.ἀ. (βλ. Σακελλαρίου Κυπρ.27 Β´ νη´, καὶ G. Neumann, "Beiträge zum Kyprischen28, XIV", Kadmos 32 [1993] 54, κ.ἀ.). Ὁ Buck (GD29 49.2 καὶ 189.9) σημειώνει ἐπίσης τὸν τύπο κρέτος = κράτος γιὰ τὴν Αἰολικὴ καὶ ἀναφέρει τὰ ἀνωτ. ὀνόματα στὴν Ἀρκαδοκυπριακή, ἐνῶ ὁ Chadwick (βλ. HGLC30 59) ἑρμηνεύει τὰ ὀνόματα αὐτὰ ὡς ἀρχαϊσμὸ βασισμένο στὸ κρέτος ποὺ διέσωσε ἡ Λεσβιακὴ ποίηση (σημειώνοντας τὴν ἀπουσία κυρίου ὀνόματος μὲ αὐτὸ τὸ β´ συνθ. στὴ Μυκηναϊκή). Ὁ Χατζηιωάννου (ΑΚΕΠ18 Γβ´ 159) ἐντάσσει τὰ ὀνόμ. αὐτὰ στὸ γενικὸ φαινόμενο τροπῆς τοῦ α σὲ ε στὴν Κυπριακὴ δίπλα στὸ ὑγρό (βλ. καὶ ΑΚΕΠ18 Γβ´ § 23), ἐνῶ ὁ R. Virédaz ("La graphie des groupes de consonnes en Mycénien et en Cypriote"31, Minos 18 [1983] 188 § 43) ἐντάσσει τὸ φαινόμενο στὶς ὁμάδες μὲ νεκρὸ φωνῆεν (voyelle morte) ὅπου αὐτὸ γίνεται ὅμοιο μὲ τὸ φωνῆεν τῆς προηγούμενης ἢ τῆς ἑπόμενης συλλαβῆς (A-ri-si-to-ke-re-te-se). Πβ. Hansen CEG211 712 σ.λ. Ἀριστοκρέτης, καὶ βλ. ΕΚυΕ14 42-43.
Γιὰ τὸν ἰατρὸ Ἀριστοκράτη Πνυταγόρου (βλ. καὶ ἀνωτ. σ.λ. Πνυταγόρω) δὲν ἔχουμε ἄλλη βέβαιη μαρτυρία: γιὰ τὶς ἀναφορὲς τοῦ Γαληνοῦ βλ. κατωτ. σχόλ. στὸ *F1.