Ὅτι τὸ δηλητήριο ποὺ αὐτοὶ (δηλ. οἱ σκορπιοὶ) ἐκχέουν εἶναι λευκό,
μαρτυρεῖ ὁ Ἀπολλόδωρος, ὁ ὁποῖος τοὺς ταξινομεῖ σὲ ἐννιὰ
εἴδη ἀνάλογα μὲ τὸ χρῶμα τους, ἐντελῶς ἀνώφελα, ἀφοῦ δὲν εἶναι
δυνατὸ νὰ καταλάβουμε ποιὰ θεωρεῖ ἐλάχιστα θανατηφόρα· (λέει)
ὅτι κάποιοι ἔχουν διπλὸ κεντρί, ὅτι οἱ ἀρσενικοὶ εἶναι οἱ πιὸ φοβεροὶ
(γιατὶ συνδέει μ' αὐτοὺς τὸ ζευγάρωμα), κι ὅτι μποροῦν νὰ ἀναγνω-
ριστοῦν ἀπὸ τὸ λεπτὸ καὶ ἐπίμηκες σχῆμα τους· ὅτι ὅλοι ἔχουν δη-
λητήριο στὸ μέσο τῆς ἡμέρας, ὅταν ἀνάβουν ἀπὸ τὴ λάβρα τοῦ
ἥλιου, κι ὅτι ὅταν διψοῦν δὲν μποροῦν πίνοντας νὰ ξεδιψάσουν.
Εἶναι βέβαιο ὅτι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἑπτὰ σποδύλους στὴν οὐρὰ εἶναι
πιὸ φοβεροί· οἱ πλεῖστοι ἔχουν ἕξι. Ἡ μάστιγα αὐτὴ τῆς Ἀφρικῆς
παίρνει τὴ δύναμη νὰ πετᾶ ἀπὸ τὸν μεσημβρινὸ ἄνεμο, ποὺ ὑπο-
βοηθᾶ τοὺς βραχίονες καθὼς ἁπλώνονται σὰν κουπιά· ὁ ἴδιος Ἀ-
πολλόδωρος ἀναφέρει ρητὰ ὅτι μερικοὶ ἔχουν φτερά.
Πηγή: Plinius, Nat. hist. 11.87-88 (Πλίνιος, Φυσ. ἱστ. 11.87-88)· βλ. ἀνωτ. Τ1 καὶ 34 Τ1 σχόλ. σ.λ. Plinius, μὲ παραπομπὲς καὶ βιβλιογραφία.
1 κἑ. (de scorbionibus): βλ. τὶς σημ. τῶν A. Ernout – R. Pépin1 στὸ ἐδῶ ἀπόσπασμα καὶ γενικὰ στὸ ὅλο χωρίο γιὰ τοὺς σκορπιούς (11.86-90, μὲ πολλὲς παραπομπές) καὶ Gow – Scholfield Nicander2 21-22 καὶ 186-87 (σημ. σ.στ. 771-816). Λίαν κατατοπιστικὰ εἶναι τὰ ἀρχαῖα σχόλια στὸν Νίκανδρο, Θηρ. 769-816 [Grugn.3] (Περὶ σκορπίου), μὲ πιὸ ἀξιοσημείωτα σὲ σχέση μὲ τὰ ἐδῶ (1.) τὰ ἀναφερόμενα στὰ διάφορα εἴδη σκορπιῶν καὶ τὶς ἰδιότητές τους: ([771b.] τούτων ὁ μὲν λευκὸς οὐ προσφέρει <τὴν αἴσθησιν> τῆς δήξεως οὐδὲ τὴν τυχοῦσαν βλάβην. ὁ δὲ πυρρὸς [κοκκινωπός], ὡς ὅτι μάλιστα ἐπώδυνος τοῖς πληγεῖσιν· τὸ γὰρ πλῆγμα οἷον ἀπὸ πυρὸς καιόμενον τὸν πληγέντα εἰς αἴσθησιν ἄγει, καὶ φλεγόμενόν τε ἔστιν ἰδεῖν δεινῶς ὑπὸ δίψους αὐτόν. [...] ὁ δὲ τρίτος, ὃν ζοφόεντα [μαῦρο] κεκλήκασι, μεγάλων ἐμπλήσει τοὺς πληγέντας <κακῶν· ὀδυνῶνταί> τε καὶ πάνυ σφόδρα παραπαίουσιν οἱ τοιοῦτοι, καὶ γελῶσι πλατύ. [Θηρ. στ. 777 ἄλλος δὲ χλοάων, δηλ. στὸ χρῶμα τῆς χλόης, κ.λπ.] [782a] ἐμπέλιος, ἤτοι πελιδνός, ὁ ὠχρὸς λεγόμενος, ἔχει μεγάλην γαστέρα, ὃς τοῖς πληγεῖσιν οἰδήσεις βουβώνων ἐμποιεῖ. [797a] καὶ μελίχλωρον· ἄλλος ἐστὶ σκορπίος ὀνομαζόμενος οὕτως, κηροειδὴς δέ, φλογοειδής. μελίχλωρον δὲ ἤτοι μελιτόχρουν [κ.λπ.]· καὶ (2.) τὰ περὶ δεσμῶν καὶ σπονδύλων (πβ. τὰ ἐδῶ στ. 7 κἑ.), μὲ ἐνδιαφέρουσα μνεία τοῦ Ἀπολλοδώρου: [781b.] ἐννεάδεσμοι· ἀντὶ τοῦ πολύδεσμοι· οὐ γὰρ ὁρᾶται πλείους ἔχων τῶν ἑπτά. οἱ ἐννεάδεσμοι, ἤτοι ἐννέα ἁρμογαῖς ἤτοι δεσμοῖς καὶ ἁρμοῖς συνεχόμενοι, δεῖ δὲ ἀκούειν ἐννεάδεσμον οἷον πολύδεσμον, ἵνα δὴ ᾖ ἐπιρρηματικόν· τὸ γὰρ ἐννέα ἐπὶ πλήθους τέτακται, ὥς ποτε ὁ Νίκανδρος μέμνηται τοῦ κέντρα ἔχοντος. Ἄλλως· ἐννεάδεσμοι, οὔτε διὰ τὸ ἐννέα δεσμοὺς ἔχειν, ὥς φησιν Ἀντίγονος, οὔτε διὰ τὸ ἐννέα σπονδύλους, ὥς φησι Δημήτριος· τοὺς γὰρ σπονδύλους ὁ σκορπίος οὐ πλείους ἔχων τῶν ἑπτὰ ὁρᾶται, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ σπάνιοι, καθώς φησιν ὁ Ἀπολλόδωρος (fr. II, III [pp. 190 sqq.] Schn.4)· ἴσως δὲ λέγει τοὺς δύο κέντρα ἔχοντας σκορπίους (βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.λ. Apollodorus). Πβ. Αἰλιαν. Ἰδιότ. ζῴων 16.42 Παμμένης ἐν τῷ Περὶ θηρίων σκορπίους λέγει γίνεσθαι πτερωτοὺς καὶ δικέντρους ἐν Αἰγύπτῳ (καὶ οὔ φησιν ἀκοὴν λέγειν, ἀλλὰ ἑαυτοῦ τήνδε τὴν ἱστορίαν ὁμολογεῖ) καὶ ὄφεις δικεφάλους, καὶ ἔχειν δύο πόδας κατὰ τὸ οὐραῖον τούτους. Βλ. καὶ κατωτ. *F7 καὶ *F8.
1, 8. Apollodorus: προφανῶς ὁ μνημονευόμενος στὸν κατάλογο τῶν πηγῶν τοῦ βιβλίου (1.11: ἀνωτ. T1b.1) Apollodorus ποὺ ἔγραψε De bestiis venenatis, ταυτιζόμενος, κατὰ τοὺς Ernout – Pépin1 (24.87 σημ. 2), μὲ τὸν ὁμώνυμο συγγραφέα ἑνὸς ἔργου Περὶ θηρίων ποὺ ἔζησε τὸν 3ον αἰ. π.Χ. (βλ. καὶ ἀνωτ. *F2 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Apollodorus, μὲ περαιτέρω παραπομπές). Λίγες μόνο ἀμφιβολίες γιὰ τὴν ταύτιση αὐτὴ ἐπιτρέπουν τὰ ἐδῶ δεδομένα (βλ. καὶ ἀνωτ. Τ1*b σχόλ. σ.στ. 1). Ἀξιοπρόσεκτες –μολονότι δὲν φαίνεται δυνατὴ ἡ ἐξαγωγὴ βέβαιων χρονολογικῶν συμπερασμάτων γιὰ τὸν Ἀπολλόδωρον– εἶναι οἱ σχετικὲς περικοπὲς τῶν ἀρχ. σχολ. στὰ Νικάνδρ. Θηρ.: (α´) 781b [βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 1 κἑ.], ὅπου ἀναφέρονται διαδοχικὰ οἱ Ἀντίγονος (ἴσως ὁ Νικαεύς, ποὺ μνημονεύεται στὴν ἀνώνυμη πραγματεία Περὶ ἰοβόλων θηρίων καὶ δηλητηρίων φαρμάκων [βλ. Μαυρ. Ἀρχιγέν.5 387], ἢ [ὁ ἴδιος;] ὁ ἐν στρατοπέδῳ ἐπισήμως ἰατρεύσας κατὰ τὸν Γαληνό [βλ. Μαυρ.5 ὅ.π. 19]), Δημήτριος (πιθανῶς ὁ Ἀπαμεύς, 2/1 αἰ. π.Χ.: βλ. ἀνωτ. 31 F1 σχόλ. σ.στ. 2 σ.λ. Demetrius), Ἀπολλόδωρος (μὲ προφανῆ τὴν ὁμοιότητα πρὸς τὰ ἐδῶ, στ. 7-8)· (β´) 715a [περὶ φαλαγγίων], ὅπου μνημονεύονται κατὰ σειρὰν ὁ Ἰόβας ὁ βασιλεὺς τῆς Μαυριτανίας, τῆς ἐποχῆς τοῦ Αὐγούστου (FGrH6 [ΙΙΙΑ] 275 F 102, ἐν τῷ θηριακῷ), ὁ Ἀπολλόδωρος (frr. IV-V [pp. 193-96] Schn.4, ἐν τῷ περὶ θηρίων) καὶ ὁ Ἀριστοτέλης (Hist. animal. 5.27)· καὶ (γ´) 858-59 [γιὰ τὸ δαύκειον] ὅπερ Ἀπολλόδωρός φησιν ἐν τῷ περὶ θηρίων (fr. V [p. 193] Schn.4) βοηθεῖν πρὸς τὰ εἰρημένα. Πβ. καὶ τὰ ἀρχ. σχόλ. στὰ Ἀλεξ. (i.) 570g: (...) οἱ φαρμακευθέντες (...) ὠχροὶ γίνονται. ὅτι δὲ οὐ πᾶς βάτραχος ἐπιτήδειος, ἀλλ' ὁ ἐν θερμοτέροις διατρίβων τόποις, καὶ Ἀπολλόδωρος (fr. XV [p. 197] Schn.4) <δέ BRυAld> φησι. τὴν αὐτὴν <δὲ G1C> πίσσαν μετ' οἴνου δοτέον, καὶ (ii.) 594: καὶ τῆς λιθαργύρου τὸ πόμα θανάσιμόν ἐστι. μάλιστα δὲ οἱ περὶ Ἀπολλόδωρόν φασι αὐτὸ δεδόσθαι μετὰ φακοῦ, ἢ πίσου, ἢ πλακοῦντος· διὰ τοῦτο γὰρ λανθάνει ὁμόχρουν. φησὶ δὲ τοῖς ἐνεγκαμένοις παρέπεσθαι βάρος κατὰ τῆς κοιλίας, κ.λπ. (βλ. καὶ ἀποσπ. VIII καὶ XVI [σσ. 195 καὶ 197], I [σσ. 189-90: κατωτ. *F7b] καὶ XIII [σ. 196: κατωτ. *F7a], X [σσ. 195-96: κατωτ.*F8], VI-VII [σ. 195] Schn.4).