a. (18) Ἰδιαίτερα ξακουστὴ ἀνάμεσα στὰ ἀγκαθωτὰ φυτὰ εἶναι ἡ
ἠρύγγη (καὶ ἤρυγγος ἢ ἠρύγγιον), ποὺ φυτρώνει ἐνάντια στὰ ἑρπε-
τὰ καὶ τὰ δηλητήρια ὅλα. Γιὰ τὶς πληγὲς καὶ τὰ δήγματα ἡ ρίζα της
πίνεται σὲ δόσεις μιᾶς δραχμῆς βάρους μέσα σὲ κρασί, ἤ, ἂν ὡς ἐπὶ
τὸ πλεῖστον τέτοιες βλάβες συνοδεύονται ἀπὸ πυρετό, μέσα σὲ νερό.
Ἐπαλείφεται σὲ πληγές, (ὄντας) ἰδιαίτερα δραστικὴ ἐνάντια στὰ
ἀμφίβια φίδια (τοὺς χερσύδρους) καὶ τοὺς βατράχους. Γιὰ ὅλα δὲ
τὰ τοξικὰ καὶ τὰ ἀκόνιτα (τὰ δηλητηριώδη βότανα) ὁ Ἡρακλείδης ὁ
ἰατρὸς θεωρεῖ πιὸ δραστικὴ τὴ βρασμένη σὲ ζωμὸ χήνας. Ὁ Ἀπολ-
λόδωρος γιὰ τὰ τοξικὰ τὴ βράζει μὲ βάτραχο, ἄλλοι σὲ νερό.
b. (31) Τί μπορεῖ νὰ εἶναι πιὸ ἀπεχθὲς ἀπὸ τὴν κνίδη (τὴν τσουκνί-
δα); Αὐτὴ ὅμως, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ λάδι ποὺ ἔχουμε πεῖ ὅτι παράγεται
ἀπ' αὐτὴν στὴν Αἴγυπτο, εἶναι μεστὴ καὶ ἀπὸ πλεῖστα φάρμακα (πε-
ριέχει πλεῖστες φαρμακευτικὲς οὐσίες). Ὁ Νίκανδρος διαβεβαιώνει
ὅτι ὁ σπόρος της ἀποτελεῖ ἀντίδοτο στὸ κώνειο, καθὼς ἐπίσης στὸ
δηλητήριο τῶν μυκήτων καὶ τὸν ὑδράργυρο· ὁ Ἀπολλόδωρος
(λέει ὅτι ἀποτελεῖ ἀντίδοτο) καὶ στὰ δήγματα τῆς σαλαμάνδρας
μέσα σὲ ζωμὸ βρασμένης χελώνας, καθὼς ἐπίσης ὅτι εἶναι ἀντίδοτο
στὴ δηλητηρίαση ἀπὸ ὑοσκύαμο (γερούλι, μηλόχορτο) καὶ ἑρπετὰ
καὶ σκορπιούς. Ἐπιπρόσθετα αὐτὴ καθ' αὑτὴ ἡ δηκτικὴ πικρότητά
της μὲ ἁπλὸ ἄγγιγμα ἀναγκάζει τὶς σταφυλὲς (τὶς πρησμένες καὶ
προεξέχουσες) στὸ στόμα καὶ τὶς προπίπτουσες μῆτρες καὶ τῶν βρε-
φῶν τὰ ὀπίσθια νὰ ἐπανέλθουν στὴ φυσιολογική τους θέση, τοὺς δὲ
ληθαργικοὺς νὰ ἀνεγερθοῦν μὲ τὸ ἄγγιγμα τῶν σκελῶν τους ἢ μᾶλ-
λον τοῦ μετώπου τους.
c. (59) Ἀφοῦ ἀναμειχθεῖ μὲ ροδέλαιο (ὁ χυμὸς τοῦ ἡλιοτροπίου τοῦ
ὑψηλοτέρου, τοῦ ἀποκαλουμένου «ἡλιοσκοπίου») καταπραΰνει τὶς
κεφαλαλγίες. Ὁ χυμὸς ἀπὸ τὸ φύλλο μὲ προσθήκη ἁλατιοῦ κατα-
στέλλει τὶς μυρμηκιάσεις, ἐκ τούτου δὲ οἱ δικοί μας (χωρικοὶ) ἔχουν
ὀνομάσει τὴ βοτάνη «βερρουκάρια» (τῆς μυρμηκίασης), μολονότι
θά 'ταν πιὸ σωστὸ νὰ ἐπονομαστεῖ ἀπὸ τὶς ἄλλες ἰδιότητές του.
Καθ' ὅσον μάλιστα ἀντιδρᾶ στὸ δηλητήριο τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν
σκορπιῶν λαμβανόμενο μαζὶ μὲ κρασὶ ἢ ὑδρόμελι, ὅπως παραδί-
δουν οἱ Ἀπολλοφάνης καὶ Ἀπολλόδωρος. Τὰ φύλλα ἐπαλειφό-
μενα θεραπεύουν τὴν κόρυζα (καταρροὴ) τῶν βρεφῶν, τὴν ὁποία
ὀνομάζουν σειρίασιν (κυνάγχη, συνάχι), καθὼς ἐπίσης τὶς συσπά-
σεις, κι ἂν ἀκόμα αὐτὲς ἐμφανίζονται ὑπὸ μορφὴν ἐπιληψίας. Εἶναι
ἐπίσης πολὺ ὑγιεινὸ νὰ πλένει κανεὶς τὸ στόμα του μὲ ἀφέψημα. Πι-
νόμενο τὸ ἴδιο διώχνει τὶς ταινίες (τοῦ πεπτικοῦ συστήματος) καὶ τὶς
πέτρες τῶν νεφρῶν· ἂν προστεθεῖ κύμινο, σπάζει τοὺς λίθους. Τὸ
ἀφέψημα πρέπει νὰ περιλαμβάνει τὴ ρίζα, ἡ ὁποία μαζὶ μὲ τὰ φύλλα
καὶ τράγειο στέαρ (ξίγγι) ἐπαλείφεται στὶς ποδάγρες.
Πηγή: Plinius, Nat. hist. 22.18-19, 31, 59 (Πλίνιος, Φυσ. ἱστ. 22.18-19, 31, 59)· βλ. ἀνωτ. Τ1 καὶ 34 Τ1 σχόλ. σ.λ. Plinius, μὲ βιβλιογραφία.
a.1. erynge (...) sive eryngion: ἠρύγγη (ἤρυγγος) ἢ ἠρύγγιον, καὶ ἠρυγγίτης (ἀβέβ. ἐτυμ.: βλ. Chantraine1 σ.λ. ἤρυγγος καὶ –μὲ ἀναφορὰ στὶς διάφορες ποικιλίες– André NPlR2 σ.λ. eryngium καὶ Plin. σημ. 1 στὸ 24.18 καὶ σημ. 2 στὸ 24.19)· ἀκανθῶδες φυτόν, πιθανῶς ἡ ἀλόη ἢ εἶδος ἀλόης (βλ. ἀνωτ. Εἰκ. 67 καὶ 130, καὶ ΖΠ ΦΦΚυ3 97), πβ. Διοσκ. Ὕλ. ἰατρ. 3.21.1 ἠρύγγη· οἱ δὲ κάρυον, οἱ δὲ ἠρύγγιον καλοῦσι (...) καὶ 3.21 RV ἠρύγγιον· οἱ δὲ ἐρύγγιον, οἱ δὲ ἠρύγγην, (...) οἱ δὲ ἕρμ<α>ιον, οἱ δὲ μυράκανθον, οἱ δὲ μῶλυ (...) – 3.22 RV ἀλόη· οἱ δὲ ἠρύγγιον, οἱ δὲ ἕρμ<α>ιον, οἱ δὲ τραγόκερως (...). Κατὰ τὸν Διοσκ. ὅ.π. 3.21.2, φύεται ἐν πεδίοις καὶ τραχέσι τόποις. δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν· πινομένη δὲ ἄγει οὖρα καὶ ἔμμηνα καὶ στρόφους καὶ ἐμπνευματώσεις λύει, ἡπατικοῖς δὲ καὶ θηριοδήκτοις καὶ θανασίμοις ἁρμόζει σὺν οἴνῳ· πίνεται δὲ πρὸς τὰ πλεῖστα σὺν σταφυλίνου σπέρματι δραχμῆς μιᾶς τὸ πλῆθος. ἱστορεῖται δ' ὅτι περιαπτομένη διαφορεῖ φύματα καὶ καταπλασσομένη· κατὰ δὲ τὸν Γαλην. Π. ἁπλ. φαρμ. XI 884.14 [στ´. Περὶ ἠρυγγίου] Ἠρύγγιον θερμότητι μὲν ἢ βραχὺ τῶν συμμέτρων ἢ οὐδὲν ὑπερέχει, ξηρότητος δὲ λεπτομεροῦς οὐκ ὀλίγης μετέχει (κ.τ.τ. ἀλλοῦ). Βλ. καὶ O. Schneider Nicandr.4 186-87 καὶ 197 ἀπόσπ. XVIII, μὲ περαιτέρω παραπομπές.
6. Heraclides medicus: Στοὺς καταλόγους τῶν πηγῶν γιὰ τὰ βιβλ. 12 καὶ 13 (1.12 καὶ 1.13: βλ. ἀνωτ. 34 Τ1) ὁ Πλίνιος κάνει ταυτόχρονα μνεία Heraclide medico ἀλλὰ καὶ Heraclide Tarentino (ex auctoribus externis, καὶ στὶς δύο περιπτώσεις), κατὰ τρόπο ποὺ δὲν φαίνεται νὰ ἐπιτρέπει μὴ διάκριση τῶν δύο (μολονότι στὸ κείμενο τῶν βιβλ. 12 καὶ 13 δὲν γίνεται καμμία ἀναφορά, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σύγκριση)· ὁ Ἡρακλείδης ὁ Ἐρυθραῖος (σύγχρονος τοῦ Στράβωνος [περ. 64 π.Χ.-23 μ.Χ.] Ἡροφίλειος ἰατρὸς συσχολαστὴς Ἀπολλωνίου τοῦ Μυός: βλ. ἀνωτ. 31 *Τ3.8 μὲ σχόλ.) ἔρχεται πρῶτος στὸν νοῦ, ὡς ὁ πιὸ πιθανὸς Heraclides medicus ποὺ ἀναφέρει ὁ Πλίνιος στὸ 1.12 καὶ στὸ 1.13 μαζὶ μὲ τὸν Ἡρακλείδη ἀπὸ τὸν Τάραντα. Στοὺς καταλόγους τῶν πηγῶν γιὰ τὰ βιβλ. 20-27 (1.20-27, medicis), ἀντίθετα, γίνεται ἀόριστα μνεία Heraclide, ὅπως καὶ στὰ 20.35 καὶ 20.193. Τὸ γεγονὸς ὅτι στὰ δύο αὐτὰ χωρία ὁ Heraclides μνημονεύεται γιὰ φάρμακά του contra argentum καὶ ad inflationes stomachi ἀντίστοιχα, καθιστᾶ εὔλογη τὴν ὑπόθεση ὅτι σ' αὐτὰ ὑπονοεῖται ὁ ξακουστὸς Ἐμπειρικὸς ἰατρὸς Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος, ποὺ ἄκμασε τὸ α´ ἥμισυ τοῦ 1ου αἰ. π.Χ. καὶ ἔγραψε –μεταξὺ τῶν πολλῶν ἄλλων– Περὶ σκευασίας καὶ δοκιμασίας φαρμάκων ἀλλὰ καὶ Περὶ θηρίων (βλ. ἀνωτ. 31 F5 σχόλ. σ.στ. 5-6 σ.λ. ὁ Ταραντῖνος Ἡρακλείδης καὶ κατωτ. *F7a σχόλ. σ.στ. 1-2, μὲ περαιτέρω παραπομπὲς καὶ βιβλιογραφία). Ἀλλὰ τὸ ἐδῶ Heraclides medicus (20.18) εἶναι, κατὰ τὰ ἀνωτέρω, λίαν προβληματικό: λόγω τοῦ θέματος (φάρμακο contra toxica et aconita) φαίνεται νὰ προβάλλει ὡς πιὸ πιθανὴ ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ ἐδῶ μνημονευόμενος ἰατρὸς εἶναι ὁ Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος («peut-être Héraclide de Tarante», κατὰ τὸν André2, σημ. 3 στὸ 20.18)· ἡ ἔκφραση ὅμως Heraclides medicus, ποὺ δὲν φαίνεται νὰ χρησιμοποιεῖται ἀλλοῦ γιὰ τὸν Ταραντῖνον ἰατρό (οὔτε στὸν Κέλσο, ὅπου μνημονεύεται συχνὰ ὁ Heraclides Tarentinus), δὲν ἐπιτρέπει νὰ ἀποκλειστεῖ ἐντελῶς ἡ πιθανότητα νὰ ὑπονοεῖται ἐδῶ, ὅπως πιθανῶς καὶ στὸ 1.12-13, ὁ Ἐρυθραῖος ἰατρός (μολονότι στὸν κατάλογο τῶν πηγῶν τοῦ βιβλ. 20 δὲν γίνεται ἡ διπλῆ ἀναφορὰ τῶν ἀντίστοιχων καταλόγων τῶν βιβλ. 12 καὶ 13). Σὲ κάθε περίπτωση, φαίνεται νὰ γίνεται ἐδῶ λόγος –πρὶν ἀπὸ τὸ Apollodorus (βλ. κατωτ.)– γιὰ ἰατρὸ ποὺ ἀκμάζει τὸν 1ον αἰ. π.Χ. (τὸ α´ ἥμισυ τοῦ αἰ. ὁ Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος, τὸ β´ ἥμισυ ὁ Ἡρακλείδης ὁ Ἐρυθραῖος).
7. Apollodorus: ἡ κατηγορηματικὴ θέση –τοῦ André2 (22.19 σημ. 1) καὶ ἄλλων (βλ. ἀνωτ. *F2 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Apollodorus)– ὅτι καὶ ὁ ἐδῶ Ἀπολλόδωρος δὲν εἶναι οὔτε ὁ Κιτιεὺς οὔτε ὁ Ταραντῖνος ἀλλ' ὁ ὁμώνυμος ἰατρὸς καὶ φυσιολόγος τῶν ἀρχῶν τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. (PP5 VI 222 no. 16576) δὲν μπορεῖ νὰ στηριχθεῖ μὲ ἀσφάλεια στὰ δεδομένα. Πέρα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἔχουν ἀναπτυχθεῖ ἀνωτέρω, ἡ σειρὰ μὲ τὴν ὁποία ἀναφέρονται ὁ Heraclides medicus (στ. 6, βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.λ.) καὶ –ἀμέσως μετὰ– ὁ Apollodorus (στ. 7) δὲν φαίνεται νὰ ὁδηγεῖ σὲ ἰατρὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ 3ου αἰ. π.Χ., μολονότι ἡ ὅλη πρακτικὴ τοῦ Πλίνιου ἐπιβάλλει καὶ ἐδῶ σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις (βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.στ. b.3-4, σ.λλ. Nicander καὶ Apollodorus, πβ. ὅμως O. Schneider Nicandr.4 187-88, καὶ 196 ἀπόσπ. XI).
b.1. urtica: κνίδη, τσουκνίδα (ἀπὸ τὸ κνίζω [προκαλῶ κνησμό, φαγούρα]: βλ. Chantraine1 σ.λ. κνίδη [μὲ ἐπιφυλάξεις, λόγω τοῦ μακροῦ ι τῆς λέξεως] καὶ Μπαμπ.6 σ.λλ. κνίδη καὶ τσουκνίδα)· κατὰ τὸν Διοσκ. Ὕλ. ἰατρ. 4.93 RV κνήφη ἢ κνίδη· οἱ δὲ ἀκαλύφη, οἱ δὲ ἀδίκη, Ῥωμαῖοι οὐρτίκα, Αἰγύπτιοι σελεψιοῦ, Δάκοι δύν, καὶ κνήφη ἑτέρα· οἱ δὲ ἀκαλύφην καλοῦσιν, Ῥωμαῖοι οὐρτίκα μόλλις (βλ. καὶ CNGr17, φύλλο 97). Γιὰ τὶς διάφορες ποικιλίες βλ. André NPlR2 σ.λ. urtica καὶ τὶς σχετικὲς σημειώσεις τοῦ ἴδιου στὸ 22.31 κἑ. (μὲ ἀναφορὰ [31 σημ. 4] στὸν Διοσκ., Εὐπόρ. 2.155 καὶ 159, γιὰ ἰατρικὲς χρήσεις).
3. Nicander: ὁ Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος (βλ. ἀνωτ. 31 Τ5 σχόλ. σ.στ. 7 σ.λ. Nicandri tertio libro: πιθανῶς τοῦ ἀπολεσθέντος ἔργου του Ἰάσεων συναγωγή, ποὺ οὐδόλως ἀποκλείεται νὰ ἀποτελεῖ τὴν πηγὴ καὶ τῶν ἐδῶ), ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στὴν κνίδη στὰ Θηρ. 879-80 καὶ στὰ Ἀλεξ. 201 (ποὺ ὁ André2 [σημ. 3 στὸ 24.31] παραβάλλει πρὸς τὴν ἐδῶ ἀναφορὰ τοῦ Πλίνιου στὸν Νίκανδρο), 252, 427, 550, 551 (βλ. καὶ O. Schneider Nicandr.4 188 ἀπόσπ. XI καὶ 198 ἀποσπ. XIX-XX). Γιὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἔζησε οἱ ὑπάρχουσες μαρτυρίες εἶναι διιστάμενες (βλ. East. – Knox ΙΑΕΛ48 790 καὶ 1035), ἀλλὰ πιὸ πιθανὴ φαίνεται ἡ χρονολόγησή του στὸν 2ον αἰ. π.Χ. (βλ. Lesky ΙΑΕΛ59 1035 [: ἀκμὴ περὶ τὰ μέσα τοῦ αἰ., μὲ ἀναφορὰ στὸν Gow, βλ. καὶ Gow – Scholfield Nicander10 3-8, πβ. Ε. Εμμανουήλ Νίκανδρ.11 1-2] καὶ –συνοπτικὰ– von Staden Heroph.12 474).
4. Apollodorus: Μὲ τὰ ἀνωτέρω δεδομένα γιὰ τὴ χρονολόγηση τοῦ Νικάνδρου, τὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ἐδῶ ὁ Apollodorus μνημονεύεται ἀμέσως μετὰ τὸν Κολοφώνιο συγγραφέα ἐνισχύει –σὲ μικρότερο ἔστω βαθμὸ– τὶς ἐπιφυλάξεις γιὰ τὴν ταύτιση τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος Ἀπολλοδώρου μὲ τὸν ὁμώνυμο ἰατρὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. (βλ. καὶ ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. a.7 σ.λ. Apollodorus, καὶ πβ. τὴν ἐδῶ ἀναφορὰ στὴ δηλητηρίαση ἀπὸ μύκητες μὲ τὰ ἀνωτ. *F2.1 κἑ.: βλ. καὶ τὰ ἐκεῖ σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Apollodorus).
c.3. verrucariam herbam: τὸ heliotropium (heliotropium maius ἐδῶ, κατὰ τοὺς Ρωμαίους χωρικούς)· βλ. André NPlR2 σ.λ. verrucaria (καὶ herba verrucaria), μὲ τὰ διάφορα εἴδη της (heliotropium, cichorium, euphorbia chamaesyce [πβ. PPC Cyprus Flora13 ἀρ. 79-81: Euphorbia veneris, καὶ ἀρ. 39-40: Euphorbia cassia rigoi], helleborus καὶ herba verruca) καὶ σ.λλ. heliotropium (καὶ θηλ. heliotropia), helioscopios (καὶ helioscopium), heliostrophion (πβ. Διοσκ. Ὕλ. ἰατρ. 4.190.1 ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, ὃ ἔνιοι σκορπίουρον ἀπὸ τοῦ περὶ τὸ ἄνθος σχήματος ἐκάλεσαν, ἡλιοτρόπιον δὲ ἐκ τοῦ συμπεριφέρεσθαι τὰ φύλλα τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει, καὶ RV σκορπίουρον· οἱ δὲ ἡλιοτρόπιον, οἱ δὲ ἡλιότροπος, οἱ δὲ ἀδιάλυτον, οἱ δὲ ἡλιόπουν, οἱ δὲ σκορπιοκτόνον, οἱ δὲ σήσαμον ἄγριον, οἱ δὲ σκορπίου οὐρὰν καλοῦσιν, πβ. ἐπίσης CNGr17 φύλλα 97 καὶ 135, σ.λλ. ἡλιοτρόπιον – σκορπίουρον καὶ σκορπίουρον ἕτερον)· γιὰ ἰατρικὲς χρήσεις βλ. τὶς σημ. 1-5 τοῦ André2 στὸ ἐδῶ χωρίο (22.59, μὲ ἀναφορὰ καὶ στὸν Διοσκ. Ὕλ. ἰατρ. 4.190.2 καὶ 4.191 [βλ. καὶ Εὐπόρ. 1.9.1, 1.167.2, 1.218.2 κ.ἀ., συχνά], βλ. ἐπίσης Ο. Schneider Nicandr.4 196 ἀπόσπ. XII, μὲ περαιτέρω παραπομπές: Νικάνδρ. Θηρ. 678 καὶ Κέλσ. 5.27.5).
5. Apollophanes et Apollodorus: ὁ ἐδῶ μνημονευόμενος ἀπὸ τὸν Πλίνιο Apollophanes, ἄγνωστος ἀλλοῦ κατὰ τὸν André2 (σημ. 3: "Apollophane n'est pas autrement connu"), ταυτίζεται πιθανῶς μὲ τὸν ἰατρὸ ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Κέλσο (De med. 5.18.6 Ad laterum autem dolores compositio est Apollophanes κ.λπ.) καὶ τὸν Γαληνό (Π. συνθ. φαρμ. κ. τόπ. XIII 220.8 γιὰ μάλαγμά του πρὸς ἡπατικούς, Π. συνθ. φαρμ. κ. γέν. XIII 831.1 γιὰ μάλαγμά του πρὸς ῥαγάδες καὶ κονδυλώματα καὶ 979.13 γιὰ τὸ μάλαγμά του ποὺ περιλαμβάνεται εἰς τὰ ὑπ' Ἀνδρομάχου [1ος αἰ. μ.Χ.] γεγραμμένα μαλάγματα), ἀργότερα δὲ καὶ ἀπὸ τὸν Ὀρειβάσιο (Σύν. Εὐστ. 3.73: Μάλαγμα τὸ Ἀπολλοφάνους), τὸν Ἀλέξανδρο τὸν Τραλλιανό (Θεραπ. Ι 589.23 [Puschm.14]: κεχρήσθωσαν δὲ καὶ τοῖς ἐπιθέμασι τῷ τε διὰ δαφνίδων τῷ Ἀπολλοφάνους κ.λπ. [πβ. Ἀέτ. Λόγ. ἰατρ. 11.18.64 ἀντὶ τῶν ἐμπλάστρων μαλάγματα δοκιμαστέον τὸ διὰ σπερμάτων, τὸ διὰ δαφνίδων, τὸ ἀπολλοφανεῖον κ.λπ.] καὶ ΙΙ 387.22 Ἀπολλοφάνους μάλαγμα πρὸς ἡπατικούς), τὸν Παῦλο τὸν Αἰγινήτη (Ἐπιτ. ἰατρ. 3.46.6 τὸ Ἀπολλοφάνους μαλακτικὸν ἐπίθεμα καὶ κυρίως 7.18.20 γιὰ τὸ Ἀπολλοφάνους [ἐνν. μάλαγμα] πρὸς ἡπατικούς). Term. a. quem κατὰ τὰ ἀνωτ. γιὰ τὸν ἐδῶ Ἀπολλοφάνη εἶναι ἡ ἐποχὴ τοῦ Πλίνιου, τοῦ Κέλσου καὶ τοῦ Ἀνδρόμαχου (ὁ 1ος αἰ. μ.Χ.). Οὐδόλως ὅμως ἀποκλείεται νὰ ταυτίζεται ὁ ἀνωτέρω Ἀπολλοφάνης μὲ τὸν ὁμώνυμο ἰατρὸ τοῦ Ἀντιόχου τοῦ Μεγάλου (τοῦ Γ´, περ. 242-187 π.Χ.) ποὺ μνημονεύει ὁ Πολύβιος διηγούμενος τὰ γεγονότα τοῦ 221/220 π.Χ. (βλ. ΙΕΕ15 Δ´ 430): 5.56.1 Ἀπολλοφάνης ὁ ἰατρός, ἀγαπώμενος ὑπὸ τοῦ βασιλέως διαφερόντως, (..., 5.58.3) τὸ γένος ὢν Σελευκεύς (...)· σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση ὁ ἐδῶ Ἀπολλοφάνης ἀνάγεται στὸν 3ον αἰ. π.Χ. (βλ. καὶ Canon316 σελ. 48: "APOLLOPHANES Med., 3 B.C.: Seleuciensis"), ἐνισχύεται δ' ἔτσι ἡ ἄποψη ὅτι ὁ ἐδῶ Apollodorus εἶναι ὁ ὁμώνυμος ἰατρὸς καὶ φυσιολόγος τῶν ἀρχῶν τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. (βλ. καὶ τὴν ἐδῶ σημ. 2 τοῦ André2, καὶ ἀνωτ. *F2 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Apollodorus κ.ἀ.).