a. Εὐστ. στὸ ι 239 (σ. 1627.12)
Λένε μάλιστα οἱ παλαιοὶ ὅτι δὲν εἶναι μόνο τρεῖς οἱ ἡλικίες (τῶν προ-
βάτων), ἀρήν ἀμνός ἀρνειός (ἀρνάκι γάλακτος, ἀρνάκι, ἀρνί [ζυγού-
ρι]), καὶ ὅτι τοῦ ἀμνοῦ τὸ θηλυκὸ (λέγεται) καὶ ἀμνή (ἀμνάδα ἢ ἀρνά-
δα) –πρόβατο αὐτὸ σὲ μέση ἡλικία– καὶ ὅτι τὸ ἀμνὴ δηλώνει ἀρνὶ ἑνὸς
χρόνου (...), ἀλλὰ καὶ ὅτι ὁ Ἴστρος στὸ Ἀττικαὶ λέξεις
«ἄρνα», λέει, «ἔπειτα ἀμνόν, ἔπειτα ἀρνειόν, ἔπειτα λειπογνώμονα
(ξεδοντιάρικο ἢ φαφούτικο πρόβατο)· λεγόταν δὲ καὶ μοσχίας τὸ
τρίχρονο κριάρι».
b. Φώτ. καὶ Σοῦδ. (Συναγ.) σ.λ. ἀμνόν
ἀμνόν· τὸ χρονιάρικο ἀρνί. Ὁ Ἴστρος στὸ Ἀττικαὶ (λέξεις,
λέει): «ἄρνα, ἔπειτα ἀμνόν, ἔπειτα ἀρνειόν, ἔπειτα λιπογνώμονα,
μοσχίαν δὲ (ἢ μοσχίωνα) τὸν πρῶτον (τὸ τρίχρονο κριάρι ἢ τὸ πρό-
βατο ποὺ τοῦ πέφτουν τὰ πρῶτα δόντια, ἤ: μοσχίον δὲ τὸ πρῶτο
δηλ. τὸ νεογέννητο)».
[Ἡ σύγχυση τῶν διάφορων ὀνομασιῶν τῶν προβάτων ἀνάλογα μὲ τὴν ἠλικία καὶ τὸ φύλο τους (ἐνίοτε καὶ ἀνάμεσα σὲ πρόβατα καὶ αἶγες) δὲν φαίνεται νὰ περιορίζεται στοὺς λεξικογράφους καὶ τὶς πηγές τους, ἀλλὰ νὰ ἑδράζεται σὲ πραγματικὴ κατάσταση (ὅπως καὶ σήμερα· χαρακτηριστικὰ παραδείγματα: Προμπονάς ΚΓλΣ 59 [1. ἀρνειός] καὶ Μπαμπ. Λεξ. σ.λ. βετούλι [ἀλλοῦ: βεργάδι], βλ. καὶ σ.λλ. ἀμνός, ἀμνάδα – ἀρνάδα, ἀρνάκι, ἀρνί, ζυγούρι, κριάρι – κριός, προβατάκι, προβατίνα, πρόβατο/αἶγα, γίδα, γίδι, γίδια, ἐρίφιο [Κυπρ. ρίφι, ρίφια], κατσικάκι, κατσίκι, κατσίκα, τραγί [καὶ τραΐ], τράγος [Κυπρ. τσουρίν, τσούρα καὶ τσοῦρος, ἀρχ. Σικελ. τίτυρος], κ.ἄ.). Ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑποστηριχθῆ μὲ βεβαιότητα ποιό ἦταν τὸ ἀρχικὸ κείμενο τοῦ Φωτ. καὶ τοῦ Σουίδα, τοῦ ὁποίου ἡ συνέχεια δείχνει στενὴ σχέση μὲ τὸν Εὐστ., ἢ ἐπειδὴ ὁ Εὐστ. ἀντλεῖ ἄμεσα ἀπὸ τὸν λεξικογράφο ἢ / καὶ ἐπειδὴ ἀμφότεροι στηρίζονται στὴν Ἴστρο σὲ εὐρύτερη ἔκταση ἀπ' ὅ,τι δείχνει τὸ σύντομο παράθεμα ἀπὸ τὸ Ἀττικαὶ λέξεις: ὅπως καὶ ἀλλοῦ, ἔτσι κι ἐδῶ δὲν ἀποκλείεται ὁ Ἴστρος νὰ συγκέντρωνε τὶς διάφορες σχετικὲς ἀπόψεις.]
ΑΤΤΙΚΑΙ ΛΕΞΕΙΣ
Ἀσφαλῆ συμπεράσματα γιὰ τὴ φύση τοῦ ἔργου, ποὺ μνημονεύεται ἀπὸ τοὺς Φώτ. καὶ Σουίδα (F23b.1 ἐν ταῖς Ἀττικαῖς) καὶ ἀπὸ τὸν Εὐστ. (F23a.4 ἐν Ἀττικαῖς λέξεσιν) γιὰ τὸ ἴδιο θέμα, δὲν μποροῦν νὰ ἐξαχθοῦν (βλ. Jacoby1 642/515-16, μὲ βιβλιογραφία). Νὰ ὑποθέσει κανεὶς ὅτι ὁ Εὐστ. στηρίζεται στὸ ἐν ταῖς Ἀττικαῖς τῶν λεξικογράφων καὶ αὐτὸ ἀποτελεῖ ἐσφαλμένη παραπομπὴ στὰ Ἀττικά, εἶναι εὔλογο γιὰ τὴν ἐδῶ περίπτωση (πβ. καὶ F68)· τὸ σχόλιο ὅμως τοῦ Εὐστ. γιὰ τὰ τεύχεα (F71b) φαίνεται νὰ ἀντλεῖται ἀπευθείας ἀπὸ τὸν Ἴστρο (πβ. καὶ F46 σημ. στὸ κριτ. ὑπόμν.). Ἡ ὑπόθεση ὅτι ὁ συγγραφέας τῶν Ἀττικῶν καὶ τῶν Ἀτάκτων βρισκόταν συχνὰ στὴν ἀνάγκη νὰ ἑρμηνεύσει γλώσσας, κι ὅτι συνέλεξε τὰ ἀποτελέσματα σ' ἕνα εἰδικὸ βιβλίο ποὺ –πρῶτος αὐτός (;)– ἐπέγραψε Λέξεις ἀντὶ Γλῶσσαι, εἶναι κατανοητή (βλ. Jacoby1 ὅ.π.). Σ' αὐτὸ τὸ ἔργο μπορεῖ νὰ ἀνήκουν ἀποσπ. ὅπως τὸ F24 (τριτομηνίς) καὶ F27 (ἐρσεφορία), ποὺ ἀναφέρονται στὴν Ἀθήνα χωρὶς νὰ μνημονεύεται ὁ τίτλος τοῦ ἔργου ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχονται. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ πιθανότητα νὰ πρόκειται γιὰ τμῆμα τῶν Ἀτάκτων δὲν μπορεῖ νὰ ἀποκλειστῆ χωρὶς ἐπιφυλάξεις. (Γιὰ τὸ κείμενο καὶ τὰ ἑρμηνευτικὰ προβλήματα τοῦ ἀποσπ. βλ. ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν. καὶ σημ. σ' αὐτό).