περιστίαρχος· αὐτὸς ποὺ κάνει ὁλόγυρα καθαρμό στὴν (ἀπολυμαί-
νει, ἐξαγνίζει, καθαίρει τὴν) ἑστία καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ δήμου καὶ
τὴν πόλη, ἀπὸ τὴν ἑστίαν ἢ τὸ περιστείχω (βαδίζω ὁλόγυρα, περιο-
δεύω, περιέρχομαι). Ὁ δὲ Ἴστρος στὰ Ἀττικά: «περίστια»,
λέει, «καλοῦνται τὰ καθάρσια (μικρὰ χοιρίδια μὲ τὰ ὁποῖα γινόταν ἡ
κάθαρση, καὶ οἱ καθαρτήριες θυσίες χοιριδίων), καὶ αὐτοὶ ποὺ κά-
νουν τὸν καθαρμὸ περιστίαρχοι· γιατὶ περιοδεύουν ἔξω κρατώντας
χοιρίδια, καθὼς τὸ κάθε ἱερὸ περιστοιχίζεται ἀπὸ δημόσια οἰκοδο-
μήματα καὶ ἔχει περίβολο».
16. Ὅπως σημειώνει ὁ Burkert (ΑρΕΘ1 187), τὸ ὄνομα περιστίαρχοι (ἐδῶ στ. 4) «ὑποδηλώνει ὅτι ἀρχικά ἡ τελετή προῆλθε ἀπό τόν "καθαρμό" μιᾶς οἰκιακῆς ἑστίας, ὅτι ἦταν μιά προκαταρκτική θυσία πρίν ἀπό τήν ἀναζωπύρωση τῆς ἑστίας καί τήν συνέχιση τῶν κανονικῶν θυσιῶν καί προσευχῶν πρός τούς θεούς»· οἱ διάφορες γραφὲς περιεστίαρχος καὶ περιέστια, καὶ τύποι ὅπως γιστία (στὴν Κυπρ. διάλεκτο νιστιὰ καὶ νισκιά, ἀπὸ τὴν αἰτ. τὴν ἑστίαν) καὶ ἐπίστιος καὶ Ἱστίη (βλ. ΑΚυΓ1β´2 5 Υ1.21-30 μὲ σχόλ. στοὺς στ.), ἐνισχύουν τὴν ἐτυμ. συσχέτιση μὲ τὴν ἑστίαν (βλ. ἀνωτ. σημ. στὸ κριτ. ὑπόμν., καὶ γιὰ τὴν ἐτυμ. Chantraine3 σ.λ. ἑστία). Περισσότερα στὸν Jacoby4 639 μὲ παράλληλα χωρία καὶ βιβλιογραφία / 514-15.