T= Testimonium F= Fragmentum E= Επιγραφή / Inscription
Εὐρύχορος πόλις ↓ ἅδε τεᾶι, Νικόκλεες1 ↓, ὁρμᾶι2 ὑψηλὸμ πύργων ἀμφ[έ]θετο2 στέφανον ↓. Ἀρχα]ῖος3 τ[έ]λεσε[ν]4 ↓.
Εὐρύχωρη πόλη ἐτούτη μὲ τὴ δική σου, Νικοκλῆ, ὁρμή
ὑψηλὸ ἀπὸ πύργους ἔβαλε γύρω της στεφάνι.
(Τὸν βωμὸ τοῦτο στὴ θεὰ) ὁ Ἀρχαῖος ἔστησε.
Ἐπίγραμμα ἀναθηματικὸ ἀποτελούμενο ἀπὸ ἕνα ἐλεγειακὸ δίστιχο καὶ ἕναν τρίτο τοὐλάχιστο στ. πεντάμετρο κατὰ πᾶσαν πιθανότητα (βλ. ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.στ.), ἀναφερόμενο στὸν ὀνομαστὸ καὶ πολυσυζητημένο βασιλιὰ τῆς Πάφου Νικοκλῆ, τὸν τελευταῖο τῶν Κινυραδῶν (βλ. σημ. σ.λ.). Εἶναι χαραγμένο στοιχηδὸν σὲ ἀλφαβητικὴ κεφαλαιογράμματη γραφή (ἀπόγραφο ἀπὸ τοὺς Gardner – Hogarth – James1), στὸ πάνω μέρος βωμοῦ (σχεδιάγραμμα στοὺς ἀνωτ.), ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ἀφροδίτης στὴν Παλαίπαφο. Ἡ μαρμάρινη πλάκα μὲ τὸ ἐπίγραμμα βρέθηκε σπασμένη σὲ τέσσερα κομμάτια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σήμερα σώζονται τὰ τρία στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο (ἀρ. 1888 11-15 17). Χρονολογεῖται μὲ ἀσφάλεια στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. π.Χ., κατὰ πᾶσαν πιθανότητα στὰ ἔτη βασιλείας τοῦ Νικοκλῆ (περ. 325-309, κατ' ἄλλους 321-306 π.Χ.), ἂν δὲν δεχτοῦμε τὴν ὑπόθεση (βλ. Mitford2, OAth 3 [1960] 202) ὅτι εἶναι πιθανὸ νὰ μὴν εἶναι ἀκόμα βασιλιὰς ὁ Νικοκλῆς· ἡ μνημονευόμενη στὸ ἐπίγραμμα ἀνοικοδόμηση τῶν τειχῶν τῆς πόλεως τοποθετεῖται πιθανῶς γύρω στὸ 320 π.Χ. (βλ. σημ. Hansen3 στὸ ἐπίγρ.) ἢ πρὸς τὸ τέλος τῆς βασιλείας τοῦ Νικοκλῆ (μὲ τὸ 320 πιθανὸ term. post quem). Πβ. κατωτ. Ε13 καὶ Ε59α/β.
1. Εὐρύχορος πόλις: πβ. κατωτ. Ε56.2 πατρίδ' ἐς εὐρύχορον (γιὰ τὴν Ἀρκαδία, μὲ ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὴν Τεγέα στὸ κείμενο τοῦ Παυσανία) καὶ ω 468 ἄστεος εὐρυχόροιο· εὐρυχόροιο πόληος μεταγενέστερα (Κόϊντ. Σμυρν. Μεθομ. 3.373, 6.144 καὶ 9.27)· στὸν Ὅμηρο Ι 478 Ἑλλάδος εὐρυχόροιο (βλ. καὶ ΑΚυΓ4 1β´ 2 F1.9 (στ. 5) μὲ σχόλ.), Β 498 εὐρύχορον Μυκαλησσόν, Ψ 299 εὐρυχόρῳ Σικυῶνι (μέγα γάρ οἱ ἔδωκε | Ζεὺς ἄφενος, ναῖεν δ' ὅ γ' ἐν εὐ. Σ.), ν 414 καὶ ο1 εὐρύχορον Λακεδαίμονα, λ 256 εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ (Πελίης ... | ναῖε πολύρρηνος) κ.ἄ.· στὴν Ἀνθ. Παλ. 7.512 [ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ] εὐρυχόρου Τεγέας (πβ. Ε56), ἀλλοῦ ἄλλα. Σ' ὅλα τοῦτα τὰ χωρία τὸ ἐπίθ. εὐρύχορος φαίνεται νὰ προσδίδει ἰδιαίτερη ἔμφαση μεγαλοπρέπειας καὶ λαμπρότητας (ὅπως κι ἐδῶ). Ἡ ποσότητα τῆς παραλήγουσας, παρατηρεῖ ὁ Εὐστάθ. στὸ Ι 478, ὀφείλεται στὶς μετρικὲς ἀνάγκες (ὡς δὲ συστέλλει ἀεὶ παρ' Ὁμήρῳ τὴν παραλήγουσαν ἀναγκαίως διὰ δακτύλου χρείαν τὸ εὐρύχορος, δηλοῦται πολλαχοῦ)· ὅπως ὅμως ἔχουμε σημειώσει καὶ ΑΚυΓ4 1β´ (2 F1 σχόλ. σ.στ. 9 σ.λ. εὐρυχόρου), ἀρχικὰ πρέπει νὰ σήμαινε τὸν εὐρεῖς τόπους χοροῦ ἔχοντα, ἐνῶ ἀργότερα (ἴσως ἤδη στὸν Ὅμηρο) διευρύνθηκε ἡ σημασία του καὶ σήμαινε γενικὰ τὸν εὐρύ, τὸν πλατύ, τὸν ἐκτεταμένο, χρησιμοποιήθηκε δὲ ἀπὸ τοὺς ποιητὲς ὡς τυπικὸ ἐπίθ., συνδεδεμένο πιθανῶς ἐτυμ. μὲ τὸ χῶρος. Πβ. Chantraine5 σ.λ. χορός (μὲ ἀναφορὰ στὸ ἀνθρωπωνύμιο Πλατιόχορος [: IG6 IX 2 552, Λάρισα, 3ου αἰ. π.Χ.] καὶ τὸ ἐπίθ. πλησιόχωρος, καὶ ἐτυμ. συσχέτιση πιθανὴ μὲ τὸ χῶρος ἢ / καὶ τὸ χόρτος, ὅπου καὶ βλ., πβ. Hofmann – Παπαν.7 καὶ Frisk8 σ.λλ. χορός, χόρτος, χῶρος).
Νικόκλεες: ὁ τελευταῖος τῶν Κινυραδῶν βασιλέων τῆς Πάφου, μὲ ἱστορία ἐν πολλοῖς παράλληλη πρὸς τὸν τελευταῖο τῶν Τευκριδῶν βασιλέων τῆς Σαλαμίνας Νικοκρέοντα, ὥστε συχνὰ νὰ συγχέονται οἱ δυό (ὅπως π.χ. στὸ κεφάλαιο τὸ σχετικὸ μὲ τὸ τέλος τους)· τὸ πρόβλημα ἐπέτεινε ἡ ὁμωνυμία μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς Σαλαμίνας Νικοκλέα (374/3-361), πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ διδάσκαλός του Ἰσοκράτης ἀπευθύνει τὸν Πρὸς Νικοκλέα λόγο του καὶ τὸν ὁποῖο βάζει νὰ ἀπευθύνεται στοὺς ὑπηκόους του στὸ Νικοκλῆς ἢ Κύπριοι (βλ. σχετικὰ Lesky – Τσοπ. ΙΑΕΛ59 809 κ.ἄ.), ποὺ εἶχε ἐπίσης βίαιο θάνατο ἀλλ' ἄγνωστο κάτω ἀπὸ ποιές πράγματι συνθῆκες (βλ., ἀνάμεσα στ' ἄλλα πολλά, Παυλίδη ΙΝΚ110 234 κἑ. μὲ παράθεση πηγῶν καὶ βιβλιογραφία, Hill CGCC11 lxii κἑ. [§ 38] καὶ HC12 145, Nicolaou Nicocles13 15 κἑ. καὶ Ἀρχιμ. Κυπριανοῦ Ἱστ.14 120 κἑ.). Ὁ Νικοκλῆς τῆς Πάφου διαδέχθηκε τὸν πατέρα του Τίμαρχον, ποὺ πνίγηκε κοντὰ στὰ νησάκια Κλεῖδες (βλ. κατωτ. Ε13 σχόλ. σ.στ.3), μεταξὺ 325 καὶ 321 π.Χ. Τὸ ὄνομά του ἀναφέρεται συχνὰ σὲ ἐπιγραφὲς καὶ ἐπιγράμματα (βλ. κατωτ. Ε13 καὶ Ε59α/β, Masson ICS15 1, 6, 7, 90, 91 καὶ σσ. 46-47, 65, 79, 94 κἑ., κ.ἄ.), νομίσματα (Hill CGCC11 lxxix κἑ. καὶ πίν. ΧΧΙΙ ἀρ. 10-11), καὶ ἄλλες ἀρχαῖες πηγές. Προσπαθώντας νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν παλιὰ πολιτιστικὴ παράδοση τῆς Πάφου, εἰσάγει βαθμιαῖα καὶ τὸ Ἑλληνικὸ ἀλφάβητο (παράλληλα πρὸς τὸ τοπικὸ συλλαβάριο) καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἥρας, καὶ γενικὰ ἀκολουθεῖ τὴν ἴδια Ἑλληνικὴ πολιτικὴ μὲ τὸν σύγχρονό του βασιλέα τῆς Σαλαμίνας Νικοκρέοντα (βλ. Καραγιώργη, Ἀρχ. Κύπρος16 122, κ.ἀ.), μὲ τὸν ὁποῖο καὶ συμπαρατάσσεται στὸ πλευρὸ τοῦ Πτολεμαίου κατὰ τοῦ Ἀντίγονου, γιὰ νὰ καταστῆ στὴ συνέχεια ὕποπτος συνεννόησης μὲ τὸν Ἀντίγονο καὶ νὰ ὁδηγηθῆ στὴν αὐτοκτονία, αὐτός –κι ὄχι ὁ Νικοκρέων– καὶ ἡ οἰκογένειά του κατὰ τὸν Διόδ. Σικ. (20.21) κι ἄλλους ἀρχαίους καὶ νεώτερους συγγραφεῖς (βλ. Nicolaou Nicocles13 15 κἑ., συνοπτικὰ ΑΚΕΠ17 Ε´ 162 καὶ Παυλίδη ΙΝΚ110 324-26 καὶ 329). Πβ. ἀνωτ. Ε9 σχόλ. σ.στ. 3 σ.λ. εἰμὶ δὲ Νικοκρέων, μὲ τὴν ἐκεῖ βιβλιογραφία· βλ. ἐπίσης RE18 σ.λ. Nikokles ἀρ. 3 (F. Stähelin), καὶ Κ. Σπυριδάκη, ΜΔΛΑ19 208-18 = ΚυΣπ 3 (1941) 1-11.– Πότε κτίστηκαν τὰ μνημονευόμενα στὸ ἐξεταζόμενο ἐπίγραμμα τείχη τῆς Πάφου, παραμένει ἀμφίβολο. Μιὰ πιθανὴ περίοδος εἶναι γύρω στὸ 320 π.Χ. (μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύγκρουση τῶν δύο στρατοπέδων στὴν Κύπρο τὸ 316-315 π.Χ.). Πιὸ πιθανὴ ὅμως φαίνεται ἡ περίοδος τῶν τελευταίων χρόνων τῆς βασιλείας τοῦ Νικοκλῆ μὲ τὶς τάσεις ἀνεξαρτητοποίησής του ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο· δὲν ἀποκλείεται μάλιστα ἡ ἀνέγερση τῶν τειχῶν τῆς Νέας Πάφου νὰ ἐνίσχυσε τὴν καχυποψία τοῦ Πτολεμαίου καὶ νὰ ἐπιτάχυνε τὴ ροὴ τῶν γεγονότων. Σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση κατεβαίνουμε μιὰ σχεδὸν δεκαετία καὶ φτάνουμε κοντὰ στὸ 310 π.Χ. (πβ. Σπυριδάκη19 ὅ.π. 214 κἑ., Nicolaou Nicocles13 27 κἑ., ΕΚυΕ20 3.1α´, καὶ Παυλίδη ΙΝΚ110 328). Περισσότερα στοὺς Maier – Karageorghis, Paphos21 222 κἑ.
ὑψηλὸμ πύργων ἀμφ[έ]θετο στέφανον: πβ. Ἀγών 281 (V. 236 Allen22) ἀνδρὸς μὲν στέφανοι παῖδες, πύργοι δὲ πόληος· οἱ φράσεις ὑψηλοῦ πύργου, πύργους ὑψηλούς κ.τ.τ. στὸν Ὅμηρο (Μ 386, Η 338, ζ 262-3 κ.ἀ.) καὶ ἀλλοῦ συχνά· ἀμφέθετο στέφανον κ.τ.τ. ἐπίσης (π.χ. Ἀνθ. 7.347 [ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ?]. 2 Οὗτος Ἀδειμάντου κείνου τάφος, οὗ διὰ βουλὰς | Ἑλλὰς ἐλευθερίης ἀμφέθετο στέφανον, 15.46.2 ἀεθλοφόρων δ' ἐπὶ δίφρων | μοῦνος παντοδαποὺς ἀμφέθετο στεφάνους, 16.367.4 αἰὲν ἀεθλεύων ἀμφέθετο στεφάνους, πβ. Λιβαν. Λόγ. 11.14.4 τὸν ἐκ δάφνης ἀμφέθετο στέφανον, μὲ ἀξιοσημείωτη τὴ μεταφ. χρήση στὸ α´ παράδειγμα, ὅπως ἐδῶ). Χαρακτηριστικὴ τοῦ ποιητῆ μας εἶναι ἡ σύνταξη τοῦ ὑψηλὸμ μὲ τὸ στέφανον (ἐνῶ τὸ μέτρο δὲν ἀποκλείει τὸ σύνηθες ὑψηλῶν πύργων), ποὺ σφιχτοδένει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ στ., τονίζει τὴ μεταφ. σημασία τοῦ στέφανον καὶ ὁδηγεῖ σὲ περαιτέρω συνειρμούς. Ἀξίζει νὰ παραλληλιστῆ ἡ παράσταση κεφαλῆς τῆς Ἀφροδίτης μὲ ὑψηλὸ στέφανο στολισμένο καὶ περιβαλλόμενον ἀπὸ σειρὰ κτισμάτων σὲ ἀσημένιο στατήρα τοῦ Νικοκλῆ (Hill CGCC11 lxxix κἑ.), ποὺ δὲν ἀποκλείεται νὰ σχετίζεται μὲ τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα τῆς Νέας Πάφου, μολονότι ἡ Ἀφροδίτη μὲ στέφανο τειχῶν (coronam muralem) στὸ κεφάλι ἀπεικονίζεται καὶ σὲ νομίσματα τῶν βασιλέων τῆς Σαλαμίνας (βλ. ΕΚυΕ20 3.1α´, μὲ βιβλιογραφία). Γιὰ τὸ -μ βλ. ἀνωτ. Ε6 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Fέπο(μ) μέγα.
3. Ἀρχα]ῖος τ[έ]λεσε[ν]: ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὸν στ. αὐτὸν καὶ τὸ κάτω μέρος τῆς μαρμάρινης πλάκας γενικά, δὲν ἐπιτρέπει παρὰ μόνον εἰκασίες. Μιὰ εὔλογη εἰκασία εἶναι ὅτι τὸ -ιος πρὶν ἀπὸ τὸ τ[έ]λεσε (ἢ -ν) δείχνει τὸ ὑποκ. τοῦ ρήμ., κι ὁ Ἀρχαῖος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα διαβάζεται καθαρὰ στὸ ἑπόμ. ἐδῶ ἐπίγρ. Ε13 στ. 2 ὡς ὑποκ. τοῦ πιθανοῦ ἔστ[ασ(ε, -εν) μὲ ἀντικ. τὸ υἱὸν Τιμάρχου Παφίων (στ. 3) Νικοκλέα Κινύρου... (στ. 4), ἀποτελεῖ μιὰν καλὴ ἐπιλογὴ ἐδῶ, μετρικὰ πρόσφορη τόσο σὲ πεντάμετρο ὅσο καὶ σὲ ἑξάμετρο στ.: Ἀρχαῖος τέλεσε(ν) = – –, – ÈÈ, –, ὡς β´ ἡμιεπές (μὲ μειονέκτημα ὄχι καθοριστικὸ τὸν σπονδεῖο στὴ θέση αὐτή, καθὼς μάλιστα τὸ ΑΡΧΑΙΟΣ μπορεῖ –ἂν δὲν ἐπιβάλλεται– νὰ διαβαστῆ καὶ μὲ προσωδία – ÈÈ, –: Ἀρχάϊος), ἢ Ἀρχαῖος τέλεσέν με = – –, – ÈÈ, – È. Τὸ χάριν παραδείγματος συμπλήρωμα τοῦ Hansen3 (στὴ σημ.) βωμὸν τόνδε θεᾶι, ὡς α´ ἡμιεπὲς συμπληρώνει ἄριστα –μετρικὰ καὶ νοηματικὰ– πεντάμετρο στ. μὲ τὸ Ἀρχαῖος τέλεσεν, καὶ ὡς α´ μέρος στ. (μὲ πενθημιμερῆ τομή), μὲ τὸ ζητούμενο ἀλλ' ὄχι ἀπαραίτητο ὄνομα τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης, στὴ δοτ. Κύπριδ(ι) (ἢ Κύπρι?), καὶ τὸ Ἀρχαῖος τέλεσέν με συναπαρτίζει ἑξάμ. στ. (μὲ τὴ συλλ. Κυ- βραχεία κατὰ correptionem Atticam, ὄχι συνήθη στὴ λέξη ἀλλὰ πιθανή), χωρὶς νὰ ἀποκλείονται ἄλλες δυνατότητες. Πιὸ πιθανὴ φαίνεται ἡ ὑπόθεση ἑνὸς ἐλεγειακοῦ δίστιχου γιὰ τὸν τιμώμενο Νικοκλῆ κι ἑνὸς συμπληρωματικοῦ πεντάμετρου στ. (πβ. ἀνωτ. Ε8) μὲ τὴν ἀναφορὰ τῆς θεᾶς τῆς Πάφου, στὸν ναὸ τῆς ὁποίας στήνεται ὁ βωμός, καὶ τοῦ τελοῦντος τὴν ἀφιερωματικὴ ἐπιγραφὴ καὶ τὸν βωμό. Γιὰ τὸ τέλεσε ὁ Hansen3 παραπέμπει στὸ CEG123 418 ... ἄγαλμα· | σοὶ γὰρ ἐπευκhόμενος τοῦτ' ἐτέλεσσε Γρόπhον καὶ CEG23 885.1-2 εἰκόνα Φοίβωι στῆσε ... Φωνόμαχός σο[υ], | ἀθάνατον θνητῶι πατρὶ γέρας τελέσας· πβ. EpAP24 1.17 Παῖ Διός, Ἐκφάντου δέξαι τόδ' ἀμεμφὲς ἄγαλμα· | σοὶ γὰρ ἐπευχόμενος τοῦτ' ἐξετέλεσσε τροπῇον· πβ. ἐπίσης Ἀνθ. 2.1.337 τέχνης τοῦτο τέλεσσεν, 13.20 (ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ). 3 χαρίεντας αὐλοὺς | τούσδε σὺν Ἡφαίστῳ τελέσας ἀνέθηκ' Ἀφροδίτῃ, 16.43.3 τὴν Σμύρναν μετὰ λοίγια πήματα σεισμοῦ | ἐσσυμένως πονέων αὖθις πόλιν ἐξετέλεσσας, 16.316.3 Ἡ πόλις Ἀγαθίαν ... | ...ἀγασσαμένη | ὡς μήτηρ ἐτέλεσσεν ἐφ' υἱέϊ, καὶ πόρε τήνδε |εἰκόνα, καὶ στοργῆς μάρτυρα καὶ σοφίης· | Μεμνόνιον δὲ τοκῆα κασίγνητόν τε σὺν αὐτῷ | ἔστησεν, γενεῆς σύμβολα σεμνοτάτης (πβ. ἑπόμ. Ε13), κ.ἄ. (καὶ Τελέσων κύριο ὄνομα, ὅ.π. 6.35.1 κ.ἀ.).
Ἐπίγραμμα ἀναθηματικὸ ἀποτελούμενο ἀπὸ ἕνα ἐλεγειακὸ δίστιχο καὶ ἕναν τρίτο τοὐλάχιστο στ. πεντάμετρο κατὰ πᾶσαν πιθανότητα (βλ. ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.στ.), ἀναφερόμενο στὸν ὀνομαστὸ καὶ πολυσυζητημένο βασιλιὰ τῆς Πάφου Νικοκλῆ, τὸν τελευταῖο τῶν Κινυραδῶν (βλ. σημ. σ.λ.). Εἶναι χαραγμένο στοιχηδὸν σὲ ἀλφαβητικὴ κεφαλαιογράμματη γραφή (ἀπόγραφο ἀπὸ τοὺς Gardner – Hogarth – James1), στὸ πάνω μέρος βωμοῦ (σχεδιάγραμμα στοὺς ἀνωτ.), ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ἀφροδίτης στὴν Παλαίπαφο. Ἡ μαρμάρινη πλάκα μὲ τὸ ἐπίγραμμα βρέθηκε σπασμένη σὲ τέσσερα κομμάτια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα σήμερα σώζονται τὰ τρία στὸ Βρεττανικὸ Μουσεῖο (ἀρ. 1888 11-15 17). Χρονολογεῖται μὲ ἀσφάλεια στὰ τέλη τοῦ 4ου αἰ. π.Χ., κατὰ πᾶσαν πιθανότητα στὰ ἔτη βασιλείας τοῦ Νικοκλῆ (περ. 325-309, κατ' ἄλλους 321-306 π.Χ.), ἂν δὲν δεχτοῦμε τὴν ὑπόθεση (βλ. Mitford2, OAth 3 [1960] 202) ὅτι εἶναι πιθανὸ νὰ μὴν εἶναι ἀκόμα βασιλιὰς ὁ Νικοκλῆς· ἡ μνημονευόμενη στὸ ἐπίγραμμα ἀνοικοδόμηση τῶν τειχῶν τῆς πόλεως τοποθετεῖται πιθανῶς γύρω στὸ 320 π.Χ. (βλ. σημ. Hansen3 στὸ ἐπίγρ.) ἢ πρὸς τὸ τέλος τῆς βασιλείας τοῦ Νικοκλῆ (μὲ τὸ 320 πιθανὸ term. post quem). Πβ. κατωτ. Ε13 καὶ Ε59α/β.
1. Εὐρύχορος πόλις: πβ. κατωτ. Ε56.2 πατρίδ' ἐς εὐρύχορον (γιὰ τὴν Ἀρκαδία, μὲ ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὴν Τεγέα στὸ κείμενο τοῦ Παυσανία) καὶ ω 468 ἄστεος εὐρυχόροιο· εὐρυχόροιο πόληος μεταγενέστερα (Κόϊντ. Σμυρν. Μεθομ. 3.373, 6.144 καὶ 9.27)· στὸν Ὅμηρο Ι 478 Ἑλλάδος εὐρυχόροιο (βλ. καὶ ΑΚυΓ4 1β´ 2 F1.9 (στ. 5) μὲ σχόλ.), Β 498 εὐρύχορον Μυκαλησσόν, Ψ 299 εὐρυχόρῳ Σικυῶνι (μέγα γάρ οἱ ἔδωκε | Ζεὺς ἄφενος, ναῖεν δ' ὅ γ' ἐν εὐ. Σ.), ν 414 καὶ ο1 εὐρύχορον Λακεδαίμονα, λ 256 εὐρυχόρῳ Ἰαωλκῷ (Πελίης ... | ναῖε πολύρρηνος) κ.ἄ.· στὴν Ἀνθ. Παλ. 7.512 [ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ] εὐρυχόρου Τεγέας (πβ. Ε56), ἀλλοῦ ἄλλα. Σ' ὅλα τοῦτα τὰ χωρία τὸ ἐπίθ. εὐρύχορος φαίνεται νὰ προσδίδει ἰδιαίτερη ἔμφαση μεγαλοπρέπειας καὶ λαμπρότητας (ὅπως κι ἐδῶ). Ἡ ποσότητα τῆς παραλήγουσας, παρατηρεῖ ὁ Εὐστάθ. στὸ Ι 478, ὀφείλεται στὶς μετρικὲς ἀνάγκες (ὡς δὲ συστέλλει ἀεὶ παρ' Ὁμήρῳ τὴν παραλήγουσαν ἀναγκαίως διὰ δακτύλου χρείαν τὸ εὐρύχορος, δηλοῦται πολλαχοῦ)· ὅπως ὅμως ἔχουμε σημειώσει καὶ ΑΚυΓ4 1β´ (2 F1 σχόλ. σ.στ. 9 σ.λ. εὐρυχόρου), ἀρχικὰ πρέπει νὰ σήμαινε τὸν εὐρεῖς τόπους χοροῦ ἔχοντα, ἐνῶ ἀργότερα (ἴσως ἤδη στὸν Ὅμηρο) διευρύνθηκε ἡ σημασία του καὶ σήμαινε γενικὰ τὸν εὐρύ, τὸν πλατύ, τὸν ἐκτεταμένο, χρησιμοποιήθηκε δὲ ἀπὸ τοὺς ποιητὲς ὡς τυπικὸ ἐπίθ., συνδεδεμένο πιθανῶς ἐτυμ. μὲ τὸ χῶρος. Πβ. Chantraine5 σ.λ. χορός (μὲ ἀναφορὰ στὸ ἀνθρωπωνύμιο Πλατιόχορος [: IG6 IX 2 552, Λάρισα, 3ου αἰ. π.Χ.] καὶ τὸ ἐπίθ. πλησιόχωρος, καὶ ἐτυμ. συσχέτιση πιθανὴ μὲ τὸ χῶρος ἢ / καὶ τὸ χόρτος, ὅπου καὶ βλ., πβ. Hofmann – Παπαν.7 καὶ Frisk8 σ.λλ. χορός, χόρτος, χῶρος).
Νικόκλεες: ὁ τελευταῖος τῶν Κινυραδῶν βασιλέων τῆς Πάφου, μὲ ἱστορία ἐν πολλοῖς παράλληλη πρὸς τὸν τελευταῖο τῶν Τευκριδῶν βασιλέων τῆς Σαλαμίνας Νικοκρέοντα, ὥστε συχνὰ νὰ συγχέονται οἱ δυό (ὅπως π.χ. στὸ κεφάλαιο τὸ σχετικὸ μὲ τὸ τέλος τους)· τὸ πρόβλημα ἐπέτεινε ἡ ὁμωνυμία μὲ τὸν βασιλιὰ τῆς Σαλαμίνας Νικοκλέα (374/3-361), πρὸς τὸν ὁποῖο ὁ διδάσκαλός του Ἰσοκράτης ἀπευθύνει τὸν Πρὸς Νικοκλέα λόγο του καὶ τὸν ὁποῖο βάζει νὰ ἀπευθύνεται στοὺς ὑπηκόους του στὸ Νικοκλῆς ἢ Κύπριοι (βλ. σχετικὰ Lesky – Τσοπ. ΙΑΕΛ59 809 κ.ἄ.), ποὺ εἶχε ἐπίσης βίαιο θάνατο ἀλλ' ἄγνωστο κάτω ἀπὸ ποιές πράγματι συνθῆκες (βλ., ἀνάμεσα στ' ἄλλα πολλά, Παυλίδη ΙΝΚ110 234 κἑ. μὲ παράθεση πηγῶν καὶ βιβλιογραφία, Hill CGCC11 lxii κἑ. [§ 38] καὶ HC12 145, Nicolaou Nicocles13 15 κἑ. καὶ Ἀρχιμ. Κυπριανοῦ Ἱστ.14 120 κἑ.). Ὁ Νικοκλῆς τῆς Πάφου διαδέχθηκε τὸν πατέρα του Τίμαρχον, ποὺ πνίγηκε κοντὰ στὰ νησάκια Κλεῖδες (βλ. κατωτ. Ε13 σχόλ. σ.στ.3), μεταξὺ 325 καὶ 321 π.Χ. Τὸ ὄνομά του ἀναφέρεται συχνὰ σὲ ἐπιγραφὲς καὶ ἐπιγράμματα (βλ. κατωτ. Ε13 καὶ Ε59α/β, Masson ICS15 1, 6, 7, 90, 91 καὶ σσ. 46-47, 65, 79, 94 κἑ., κ.ἄ.), νομίσματα (Hill CGCC11 lxxix κἑ. καὶ πίν. ΧΧΙΙ ἀρ. 10-11), καὶ ἄλλες ἀρχαῖες πηγές. Προσπαθώντας νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὴν παλιὰ πολιτιστικὴ παράδοση τῆς Πάφου, εἰσάγει βαθμιαῖα καὶ τὸ Ἑλληνικὸ ἀλφάβητο (παράλληλα πρὸς τὸ τοπικὸ συλλαβάριο) καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἥρας, καὶ γενικὰ ἀκολουθεῖ τὴν ἴδια Ἑλληνικὴ πολιτικὴ μὲ τὸν σύγχρονό του βασιλέα τῆς Σαλαμίνας Νικοκρέοντα (βλ. Καραγιώργη, Ἀρχ. Κύπρος16 122, κ.ἀ.), μὲ τὸν ὁποῖο καὶ συμπαρατάσσεται στὸ πλευρὸ τοῦ Πτολεμαίου κατὰ τοῦ Ἀντίγονου, γιὰ νὰ καταστῆ στὴ συνέχεια ὕποπτος συνεννόησης μὲ τὸν Ἀντίγονο καὶ νὰ ὁδηγηθῆ στὴν αὐτοκτονία, αὐτός –κι ὄχι ὁ Νικοκρέων– καὶ ἡ οἰκογένειά του κατὰ τὸν Διόδ. Σικ. (20.21) κι ἄλλους ἀρχαίους καὶ νεώτερους συγγραφεῖς (βλ. Nicolaou Nicocles13 15 κἑ., συνοπτικὰ ΑΚΕΠ17 Ε´ 162 καὶ Παυλίδη ΙΝΚ110 324-26 καὶ 329). Πβ. ἀνωτ. Ε9 σχόλ. σ.στ. 3 σ.λ. εἰμὶ δὲ Νικοκρέων, μὲ τὴν ἐκεῖ βιβλιογραφία· βλ. ἐπίσης RE18 σ.λ. Nikokles ἀρ. 3 (F. Stähelin), καὶ Κ. Σπυριδάκη, ΜΔΛΑ19 208-18 = ΚυΣπ 3 (1941) 1-11.– Πότε κτίστηκαν τὰ μνημονευόμενα στὸ ἐξεταζόμενο ἐπίγραμμα τείχη τῆς Πάφου, παραμένει ἀμφίβολο. Μιὰ πιθανὴ περίοδος εἶναι γύρω στὸ 320 π.Χ. (μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ πρὶν ἀπὸ τὴ σύγκρουση τῶν δύο στρατοπέδων στὴν Κύπρο τὸ 316-315 π.Χ.). Πιὸ πιθανὴ ὅμως φαίνεται ἡ περίοδος τῶν τελευταίων χρόνων τῆς βασιλείας τοῦ Νικοκλῆ μὲ τὶς τάσεις ἀνεξαρτητοποίησής του ἀπὸ τὸν Πτολεμαῖο· δὲν ἀποκλείεται μάλιστα ἡ ἀνέγερση τῶν τειχῶν τῆς Νέας Πάφου νὰ ἐνίσχυσε τὴν καχυποψία τοῦ Πτολεμαίου καὶ νὰ ἐπιτάχυνε τὴ ροὴ τῶν γεγονότων. Σ' αὐτὴ τὴν περίπτωση κατεβαίνουμε μιὰ σχεδὸν δεκαετία καὶ φτάνουμε κοντὰ στὸ 310 π.Χ. (πβ. Σπυριδάκη19 ὅ.π. 214 κἑ., Nicolaou Nicocles13 27 κἑ., ΕΚυΕ20 3.1α´, καὶ Παυλίδη ΙΝΚ110 328). Περισσότερα στοὺς Maier – Karageorghis, Paphos21 222 κἑ.
ὑψηλὸμ πύργων ἀμφ[έ]θετο στέφανον: πβ. Ἀγών 281 (V. 236 Allen22) ἀνδρὸς μὲν στέφανοι παῖδες, πύργοι δὲ πόληος· οἱ φράσεις ὑψηλοῦ πύργου, πύργους ὑψηλούς κ.τ.τ. στὸν Ὅμηρο (Μ 386, Η 338, ζ 262-3 κ.ἀ.) καὶ ἀλλοῦ συχνά· ἀμφέθετο στέφανον κ.τ.τ. ἐπίσης (π.χ. Ἀνθ. 7.347 [ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ?]. 2 Οὗτος Ἀδειμάντου κείνου τάφος, οὗ διὰ βουλὰς | Ἑλλὰς ἐλευθερίης ἀμφέθετο στέφανον, 15.46.2 ἀεθλοφόρων δ' ἐπὶ δίφρων | μοῦνος παντοδαποὺς ἀμφέθετο στεφάνους, 16.367.4 αἰὲν ἀεθλεύων ἀμφέθετο στεφάνους, πβ. Λιβαν. Λόγ. 11.14.4 τὸν ἐκ δάφνης ἀμφέθετο στέφανον, μὲ ἀξιοσημείωτη τὴ μεταφ. χρήση στὸ α´ παράδειγμα, ὅπως ἐδῶ). Χαρακτηριστικὴ τοῦ ποιητῆ μας εἶναι ἡ σύνταξη τοῦ ὑψηλὸμ μὲ τὸ στέφανον (ἐνῶ τὸ μέτρο δὲν ἀποκλείει τὸ σύνηθες ὑψηλῶν πύργων), ποὺ σφιχτοδένει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ στ., τονίζει τὴ μεταφ. σημασία τοῦ στέφανον καὶ ὁδηγεῖ σὲ περαιτέρω συνειρμούς. Ἀξίζει νὰ παραλληλιστῆ ἡ παράσταση κεφαλῆς τῆς Ἀφροδίτης μὲ ὑψηλὸ στέφανο στολισμένο καὶ περιβαλλόμενον ἀπὸ σειρὰ κτισμάτων σὲ ἀσημένιο στατήρα τοῦ Νικοκλῆ (Hill CGCC11 lxxix κἑ.), ποὺ δὲν ἀποκλείεται νὰ σχετίζεται μὲ τὰ ὀχυρωματικὰ ἔργα τῆς Νέας Πάφου, μολονότι ἡ Ἀφροδίτη μὲ στέφανο τειχῶν (coronam muralem) στὸ κεφάλι ἀπεικονίζεται καὶ σὲ νομίσματα τῶν βασιλέων τῆς Σαλαμίνας (βλ. ΕΚυΕ20 3.1α´, μὲ βιβλιογραφία). Γιὰ τὸ -μ βλ. ἀνωτ. Ε6 σχόλ. σ.στ. 1 σ.λ. Fέπο(μ) μέγα.
3. Ἀρχα]ῖος τ[έ]λεσε[ν]: ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπὸ τὸν στ. αὐτὸν καὶ τὸ κάτω μέρος τῆς μαρμάρινης πλάκας γενικά, δὲν ἐπιτρέπει παρὰ μόνον εἰκασίες. Μιὰ εὔλογη εἰκασία εἶναι ὅτι τὸ -ιος πρὶν ἀπὸ τὸ τ[έ]λεσε (ἢ -ν) δείχνει τὸ ὑποκ. τοῦ ρήμ., κι ὁ Ἀρχαῖος, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα διαβάζεται καθαρὰ στὸ ἑπόμ. ἐδῶ ἐπίγρ. Ε13 στ. 2 ὡς ὑποκ. τοῦ πιθανοῦ ἔστ[ασ(ε, -εν) μὲ ἀντικ. τὸ υἱὸν Τιμάρχου Παφίων (στ. 3) Νικοκλέα Κινύρου... (στ. 4), ἀποτελεῖ μιὰν καλὴ ἐπιλογὴ ἐδῶ, μετρικὰ πρόσφορη τόσο σὲ πεντάμετρο ὅσο καὶ σὲ ἑξάμετρο στ.: Ἀρχαῖος τέλεσε(ν) = – –, – ÈÈ, –, ὡς β´ ἡμιεπές (μὲ μειονέκτημα ὄχι καθοριστικὸ τὸν σπονδεῖο στὴ θέση αὐτή, καθὼς μάλιστα τὸ ΑΡΧΑΙΟΣ μπορεῖ –ἂν δὲν ἐπιβάλλεται– νὰ διαβαστῆ καὶ μὲ προσωδία – ÈÈ, –: Ἀρχάϊος), ἢ Ἀρχαῖος τέλεσέν με = – –, – ÈÈ, – È. Τὸ χάριν παραδείγματος συμπλήρωμα τοῦ Hansen3 (στὴ σημ.) βωμὸν τόνδε θεᾶι, ὡς α´ ἡμιεπὲς συμπληρώνει ἄριστα –μετρικὰ καὶ νοηματικὰ– πεντάμετρο στ. μὲ τὸ Ἀρχαῖος τέλεσεν, καὶ ὡς α´ μέρος στ. (μὲ πενθημιμερῆ τομή), μὲ τὸ ζητούμενο ἀλλ' ὄχι ἀπαραίτητο ὄνομα τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης, στὴ δοτ. Κύπριδ(ι) (ἢ Κύπρι?), καὶ τὸ Ἀρχαῖος τέλεσέν με συναπαρτίζει ἑξάμ. στ. (μὲ τὴ συλλ. Κυ- βραχεία κατὰ correptionem Atticam, ὄχι συνήθη στὴ λέξη ἀλλὰ πιθανή), χωρὶς νὰ ἀποκλείονται ἄλλες δυνατότητες. Πιὸ πιθανὴ φαίνεται ἡ ὑπόθεση ἑνὸς ἐλεγειακοῦ δίστιχου γιὰ τὸν τιμώμενο Νικοκλῆ κι ἑνὸς συμπληρωματικοῦ πεντάμετρου στ. (πβ. ἀνωτ. Ε8) μὲ τὴν ἀναφορὰ τῆς θεᾶς τῆς Πάφου, στὸν ναὸ τῆς ὁποίας στήνεται ὁ βωμός, καὶ τοῦ τελοῦντος τὴν ἀφιερωματικὴ ἐπιγραφὴ καὶ τὸν βωμό. Γιὰ τὸ τέλεσε ὁ Hansen3 παραπέμπει στὸ CEG123 418 ... ἄγαλμα· | σοὶ γὰρ ἐπευκhόμενος τοῦτ' ἐτέλεσσε Γρόπhον καὶ CEG23 885.1-2 εἰκόνα Φοίβωι στῆσε ... Φωνόμαχός σο[υ], | ἀθάνατον θνητῶι πατρὶ γέρας τελέσας· πβ. EpAP24 1.17 Παῖ Διός, Ἐκφάντου δέξαι τόδ' ἀμεμφὲς ἄγαλμα· | σοὶ γὰρ ἐπευχόμενος τοῦτ' ἐξετέλεσσε τροπῇον· πβ. ἐπίσης Ἀνθ. 2.1.337 τέχνης τοῦτο τέλεσσεν, 13.20 (ΣΙΜΩΝΙΔΟΥ). 3 χαρίεντας αὐλοὺς | τούσδε σὺν Ἡφαίστῳ τελέσας ἀνέθηκ' Ἀφροδίτῃ, 16.43.3 τὴν Σμύρναν μετὰ λοίγια πήματα σεισμοῦ | ἐσσυμένως πονέων αὖθις πόλιν ἐξετέλεσσας, 16.316.3 Ἡ πόλις Ἀγαθίαν ... | ...ἀγασσαμένη | ὡς μήτηρ ἐτέλεσσεν ἐφ' υἱέϊ, καὶ πόρε τήνδε |εἰκόνα, καὶ στοργῆς μάρτυρα καὶ σοφίης· | Μεμνόνιον δὲ τοκῆα κασίγνητόν τε σὺν αὐτῷ | ἔστησεν, γενεῆς σύμβολα σεμνοτάτης (πβ. ἑπόμ. Ε13), κ.ἄ. (καὶ Τελέσων κύριο ὄνομα, ὅ.π. 6.35.1 κ.ἀ.).