T= Testimonium F= Fragmentum E= Επιγραφή / Inscription
Ὑπνωθεὶς1 ↓ Φίλιος Κύπριος ↓ γένος ἐξαλαμῖνος2 ↓
υἱὸς Ἀρίστωνος ↓ Ναόλοχον3 ↓ εἶδεν ὄναρ4 ↓
Θεσμοφόρους5 τε ἁγνὰς6 ποτνίας ↓ ἐμ φάρεσι7 λεοκοῖς8 ↓·
ὄψεσι δ' ἐν τρισσαῖς9 ↓ ἥρωα ↓ τόνδε σέβειν
ἤνωγον πόλειως10 φύλακογ11 ↓ χῶρόν τ'12 ἀπέδειξαν13·
ὧν ἕνεκα14 ↓ ἵδρυσεν τόνδε θειὸν15 ↓, ↓ Φίλιος.
Στὸν ὕπνο του ὁ Φίλιος, Κύπριος τὸ γένος ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα, γιὸς τοῦ Ἀρίστωνα, τὸν Ναύλοχο εἶδε σ' ὄνειροκαὶ τὶς ἁγνὲς τὶς Θεσμοφόρες τὶς σεβάσμιες μέσ' στὰ λευκὰ
τὰ ροῦχα· σ' ὁράματα τριπλὰ τὸν ἥρωα ἐτοῦτον νὰ τιμᾶπρότρεπαν ὡς φύλακα τῆς πόλης καὶ χῶρον ὑποδεῖξαν· ἕνεκα τούτων ἀφιέρωσεν αὐτὸν ἐδῶ τὸν θεὸν ὁ Φίλιος.
Ἀναθηματικὸ ἐπίγραμμα τριῶν ἐλεγειακῶν διστίχων, ἀπὸ τὴν Πριήνη, χρονολογούμενο στὸν 4ον αἰ. π.Χ. (μὲ ἐξαίρεση τὸν Kaibel1, ποὺ θεωρεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὸν 3ον αἰ.: "IV vel III saeculi"). Ἡ ἐπιγραφή, μὲ μικρὰ γράμματα δυσανάγνωστα ("non magnis litteris, difficilibus lectu" κατὰ τὸν Böckh2, πβ. Chandler3 καὶ E. Hoffmann4, βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ πύργου τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῶν τειχῶν τῆς πόλεως, γνωστῆς ὡς πύλης τῶν πηγῶν, πάνω ἀπὸ ἕνα κοίλωμα ὅπου πρέπει νὰ ὑπῆρχε ἀγαλμάτιο τοῦ Ναύλοχου. Ἡ ἐπιγραφὴ καὶ τὸ κοίλωμα (φωτογρ. στοὺς T. Wiegand – H. Schrader κ.ἄ., Priene5 σσ. 44 κἑ.), συνανήκουν μὲ ἄλλα λόγια στὴ φάση τῆς οἰκοδόμησης τῆς νέας Πριήνης στοὺς νότιους πρόποδες τοῦ ὄρους Μυκάλη (στὸ ὁμώνυμο ἀκρωτήριο) βορείως τοῦ ποταμοῦ Μαιάνδρου, σύμφωνα μὲ τὶς πολεοδομικὲς ἀντιλήψεις τοῦ Ἱπποδάμου τοῦ Μιλησίου καὶ κατὰ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ προστατεύεται ἀπὸ τὶς πλημμύρες τοῦ ποταμοῦ. Καθὼς ἡ χρονολόγηση τῆς ἀνοικοδόμησης τῆς Πριήνης σὲ νέα θέση εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολη, μὲ ἐναλλακτικὲς ἐπιλογὲς τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. ἢ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου (βλ. κυρίως S. Hornblower, Mausolus6 323: "The date of the refoundation of Priene is exceedingly difficult [...]. The choises are between a mid-fourth century date and a refoundation by Alexander, or in his time"), ἡ προσπάθεια γιὰ ἀκριβέστερη χρονολόγηση τῆς ἐπιγραφῆς –καὶ τῶν τειχῶν γενικά– βάσει τῶν ἐσωτερικῶν δεδομένων τοῦ ἐπιγράμματος ἐμφανίζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον· ἀλλ' ἡ χρονολόγηση στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰ. (Hiller von Gaertringen7: "um 350 v. Chr.") λόγω τῆς χρήσης ο ἀντὶ υ στοὺς τύπους Ναόλοχον καὶ λεοκοῖς, δὲν φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα (βλ. χαρακτηριστικὰ Hornblower6 ὅ.π. 324 σημ. 251 καὶ εἰσαγ. σημ. Hansen8 στὸ ἐπίγραμμα· περισσότερα στὰ ἑπόμενα σχόλια). Ἀξιοσημείωτο εἶναι πὼς τὸ ἄγαλμα τοῦ ἥρωα / θεοῦ Ναύλοχου στήνει –μαζὶ μὲ τὸ ἀναθηματικὸ ἐπίγραμμα– σὲ κύρια πύλη τῶν τειχῶν τῆς νέας Πριήνης ἕνας Κύπριος, ὁ Φίλιος ὁ γιὸς τοῦ Ἀρίστωνα, ποὺ δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι καὶ ο συνθέτης τοῦ ἐπιγράμματος (βλ. κατωτ. σχόλ. σ.λ. ἐμ φάρεσι λεοκοῖς).
1. Ὑπνωθεὶς: μετὰ τὴ σχετικὴ παρατήρηση τοῦ P. Foucart (βιβλιοκρισία Kaibel στὸ PCHL n.s. 7 [1981] 31), ὅτι σὲ ἔκτυπο τοῦ E. Rayet ὑπάρχει στὸν πρῶτο στίχο ὁ τύπος ὑπνωθεὶς ἀντὶ τοῦ ὑπνώδης (ποὺ ἐμφανίζεται σὲ ὅλες τὶς προηγούμενες ἐκδόσεις τοῦ ἐπιγράμματος), καὶ τὴν υἱοθέτηση τῆς γραφῆς ἀπὸ τὸν E. Hoffmann4, ὅλοι οἱ ἑπόμενοι ἐκδότες γράφουν ὑπνωθείς. Ἡ μετοχὴ παθ. ἀορ. τοῦ ρήμ. ὑπνόομαι (μὲ τὴ σημασία τοῦ «πίπτω εἰς ὕπνον, ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι», ὅπως καὶ στὸν Ἡρόδ. 1.11.5 [ὑπνωμένῳ: μετοχὴ παθ. παρακ.], βλ. LSK9 σ.λ. ὑπνόω), ἁρμόζει καὶ νοηματικὰ ἐδῶ ἄριστα· δὲν ἀποκλείεται ὅμως καὶ τὸ ἐπίθ. ὑπνώδης (μὲ τὴν ἴδια σημασία, βλ. LSJ910 σ.λ. ὑπνώδης 2: "asleep", γιὰ τὸ ἐδῶ ἐπίγραμμα), μολονότι κατὰ κανόνα τὸ ἐπίθ. ἔχει τὴ σημ. τοῦ: ὑπνηλός, νυσταλέος, «κοιμισμένος» (βλ. LSK9 σ.λ., καὶ LSJ910 σ.λ., 1.).
Φίλιος Κύπριος: ὁ Φίλιος Κύπριος γένος ἐξαλαμῖνος | υἱὸς Ἀρίστωνος, ποὺ στήνει τὸ ἄγαλμα τοῦ Ναύλοχου στὰ τείχη τῆς νέας Πριήνης, δὲν ἐμφανίζεται σὲ ἄλλη πηγή. Δὲν φαίνεται ὅμως νὰ εἶναι ἁπλῶς ἕνας ξένος ἔμπορος ("ein fremder Kaufmann?", διερωτιέται ὁ Schede, RPr11 17), περαστικὸς ἀπὸ τὴν Πριήνη. Πιθανὴ φαίνεται ἡ ἄποψη (Βλ. Böckh, CIG2 II σελ. 578 σημ. στὸ ἐδῶ ἐπίγρ. καὶ στὸ ἑπόμ., πβ. Engel Kypros12 Ι 715) ὅτι ὁ Φίλιος ἀνακηρύχθηκε τιμητικὰ δημότης τῆς Πριήνης μετὰ τὴν ἀφιέρωσή του· ἑλκυστικὴ ἀλλ' ἀβέβαιη εἶναι ἡ ὑπόθεση τοῦ ἰδίου ὅτι στὴν ἀναθηματικὴ ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς μὲ τὴν ὁποία ὁ δῆμος (τῶν Πριηνέων) τιμᾶ τὸν νικητὴ στὸ ἀγώνισμα τοῦ παγκρατίου στὴ Δωδώνη Φίδιον Θρασυβούλου πρέπει νὰ διαβάσουμε Φίλιον (ὅ.π. ἀρ. 2908), καὶ ὅτι ἴσως ὁ Φίλιος Θρασυβούλου εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ ἐδῶ Φίλιου (τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀρίστωνος), μολονότι οὐδόλως ἀποκλείεται νὰ ζοῦν καὶ νὰ διακρίνονται στὴν Πριήνη ἀπόγονοι τοῦ Σαλαμίνιου ἀφιερωτῆ. Ἑλκυστικὴ ἐπίσης ἀλλ' ἀπίθανη φαίνεται ἡ εἰκασία κάποιας σχέσης τοῦ ἐδῶ Φίλιου μὲ τὸν ἀρχιτέκτονα τοῦ ναοῦ τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς στὴν Πριήνη (βλ. Ross13, σημ. στὸ ἐδῶ ἐπίγρ.), τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα παραδίδεται ὡς Phileos ἢ Phyleos στοὺς κώδ. τοῦ De architectura ἔργου τοῦ Βιτρούβιου στὸ χωρίο 7.12, ἀλλὰ στὰ χωρία 1.1.12 καὶ 15 / 4.3.1 παραδίδονται ἀντίστοιχα οἱ γραφὲς Phythias, Pithios, Phythios καὶ Phithius / Pytheus, καὶ ἡ νεώτερη ἔρευνα φαίνεται νὰ προκρίνει τὸ Pytheos (βλ. κυρίως τὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου ἀπὸ τὸν F. Granger14, London 1955· γιὰ τὸ ὅλο θέμα βλ. ἀναλυτικὰ O. Rayet – A. Thomas, Milet14 I 7 κἑ., μὲ βιβλιογραφία· βλ. ἐπίσης I. Sillig, Catal. art.15 349 σ.λ. Phileus, 403 σ.λ. Pytheus καὶ 404 σ.λ. Pythius).Τὸ ὄνομα Φίλιος ἀπαντᾶ συχνὰ στὸ Αἰγαῖο ἤδη ἀπὸ τὸν 4ον αἰ. π.Χ. (βλ. LGPN116 σ.λ.), ἀναγράφεται δὲ καὶ πάνω σὲ σαρκοφάγο ποὺ βρέθηκε στὴ Λάρνακα, στὴν περιοχὴ τοῦ ἀρχαίου Κιτίου, χρονολογούμενη στὸν 3ον αἰ. π.Χ. (βλ. PPC17 σ.λ.: RDAC18 12, 216 ἀρ. 4, πβ. ὅμως LGPN116 σ.λ.: "?i BC"). Σὲ ἐπιγραφὲς τῆς Ἀττικῆς ἀπαντᾶ ἤδη ἀπὸ τὸν 5ον αἰ. π.Χ. (βλ. LGPN219 σ.λ.).
ἐξαλαμῖνος: ΕΞΑΛΑΜΙΝΟΣ στὴν ἐπιγραφή· ἀντὶ τοῦ ἐκ Σαλαμῖνος, κατὰ τοὺς πλείστους ἐκδότες («pro ἐξ Σαλ.», ὅμως, κατὰ τὸν Böckh2), πλὴν τοῦ Chandler3, ὁ ὁποῖος γράφει Εξαλαμινος (καὶ Υιός, στὴν ἀρχὴ τοῦ στ. 2), θεωρώντας τὸν τύπο ὡς πατρώνυμο καὶ μεταφράζοντας «Hexalaminis | Filius,» (Ἐξαλαμῖνος, μὲ κεφαλαῖο τοῦ ἀρχικὸ φρωνῆεν, γράφει καὶ ὁ Χατζηιωάννου, ἀντὶ τοῦ ἐξαλαμῖνος = ἐκ Σαλαμῖνος, ὅπως φαίνεται στὴ μετάφρ. τοῦ στ. 1: «ὁ Φίλιος, Κυπραίικη γενιὰ τῆς Σαλαμίνας»). Γιὰ τὸ φαινόμενο, οἱ LBW20 (ad loc.) παραπέμπουν στὰ « ἐξυβριτᾶς pour ἐκ Συβριτᾶς (nο 66), ἐξύρου pour ἐκ Σύρου (Corpus inscr. gr. 2347 c), ἐξουνιέων pour ἐκ Σουνιέων (ibid. 789) » καὶ ὁ Hansen8 προσθέτει τὸ ἀνάλογο παράδειγμα ἐξάμο = ἐκ Σάμου ἀπὸ Λακωνικὸ ἐπίγραμμα τῆς ἴδιας περίπου ἐποχῆς μὲ τὸ ἐδῶ σχολιαζόμενο (CEG28 819.13, μὲ σημ. σ.λ., ὅπου καὶ παραπομπὴ στοὺς Tod21 καὶ Threatte22).
2. Ἀρίστωνος: εὔστοχη γραφὴ τοῦ Ross13, υἱοθετούμενη ἀπὸ ὅλους τοὺς μετ' αὐτὸν ἐκδότες (ἀντὶ τοῦ δυστονοεν τοῦ Chandler3 [καὶ τοῦ Jacobs23], τοῦ Ἀριστονόου τοῦ Brunck καὶ τοῦ δ' Ὑ[ψί]ονο[ς] τοῦ Böckh: βλ. ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν.). Τὸ ὄνομα ἀπαντᾶ συχνότατα σὲ ἐπιγραφὲς τόσο τοῦ Αἰγαίου –καὶ τῆς Ἀττικῆς– ὅσο καὶ τῆς Κύπρου (βλ. LGPN116 καὶ PPC17 σ.λ.): ἀνάμεσά τους καὶ ἕνας Ἀρίστων Σαλαμίνιος, σὲ ἐπιγραφὴ τῆς Δήλου (IDél24 2593.28) τοῦ 144/3 π.Χ. (βλ. PPC17 σ.λ., ἀρ. 143). [Βλ. [Βλ. καὶ ἐπιγρ. Παλαιπάφου (ἀνωτ. σ. 120) καὶ ΑΚυΓ25 4 *41 Τ1 γιὰ τὸν Ἀρίστωνα ποὺ τιμᾶ τὸν Νουμήνιον Νουμηνίου Σολέα ἰατρόν.]
Ναόλοχον: Ναύλοχον (γιὰ τὸ αο = αυ βλ. κατωτ. σχόλ. σ.λ. λεοκοῖς). Οἱ πρῶτοι ἐκδότες (διαβάζοντας στὸν στ. 2 ΥΙΟΣΔΥΣΤΟΝΟΕΝΑΠΛΟΚΟΝΕΙΔΕΝΟΝΑΡ: βλ. ἀνωτ. κριτ. ὑπομν. καὶ σχόλ. σ.λ. Ἀρίστωνος) γράφουν ἄπλοκον ... ὄναρ. Ὅτι ἐδῶ πρέπει νὰ διαβαστῆ τὸ ὄνομα τοῦ τιμώμενου ἥρωα, διεῖδε πρῶτος ὁ G. Dindorf, προτείνοντας τὴ γραφὴ Αἴπυτον (βλ. Böckh2, σημ.: "Guil. Dindorfius in litteris ad me datis rectissime annotavit ante verba εἶδεν ὄναρ nomen proprium herois statuendum esse, ac simul nuntiavit amicum eius doctissimum coniicere Αἴπυτον. Nam Aepytus Nelei f. Prienes conditor fuit (Srab.)"). Ὁ Böckh2, διαβάζοντας στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ἐπιγραφῆς ΝΑΠΛΟΚΟΝ (ὅπως ὁ Chandler3), καὶ ἀποκλείοντας τὴ γραφὴ Νάοκλον = Ναῦκλον (γιατὶ αὐτὸς "Tei conditor fuit, non Prienae") προτείνει τὸ ὄνομα τοῦ Ἀνδρόκλου (γραφὴ [Ἄνδρ]οκ[λ]ον), ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Φερεκύδη πρωτοστάτησε στὸν ἀποικισμὸ τῆς Ἰωνίας καὶ τοῦ ὁποίου οἱ ἀπόγονοι ὀνομάζονται βασιλεῖς, ἔχοντές τινας τιμάς (...) καὶ τὰ ἱερὰ τῆς Ἐλευσινίας Δήμητρος (Στράβ. 14.1.3 κἑ.), γεγονὸς ποὺ συνδέει τὸν Ἄνδροκλο μὲ τὶς ἐδῶ μνημονευόμενες Θεσμοφόρους (στ. 3, βλ. κατωτ. σχόλ. σ.λ.)· ἡ γραφὴ εἶναι εὔστοχη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη (ἂν μάλιστα συνυπολογιστῆ, κατὰ τοὺς LBW20, καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Παυσανία, 7.2.8: Πριηνεῦσιν ἤμυνεν ἐπὶ τοὺς Κᾶρας ὁ Ἄνδροκλος, καὶ νικῶντος τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔπεσεν ἐν τῇ μάχῃ), ἀποκλείεται ὅμως ἀπὸ τὰ ἐπιγραφικὰ δεδομένα. Ἡ γραφὴ Ναόλοχον, ποὺ εἰσάγεται ἀπὸ τοὺς Ross13 καὶ LBW20 (Να[ό]λοχον Ross13, Ναόλοχον LBW20, ΝΑ·ΛΟΧΟΝ στὰ ἀπόγρ. καὶ τῶν δύο ἐκδόσεων: βλ. καὶ ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν.) καὶ υἱοθετεῖται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἑπόμενους ἐκδότες, εἶναι ἀναμφίβολα ὀρθή. (Πβ. καὶ CEG126 266.1 [Ναύ]λοχος ἄγρα̣̣̣ς μὲ σημ.)Ὁ ἥρως Ναύλοχος, τὸν ὁποῖο βλέπει στὸ ὄνειρό του ὁ Φίλιος, δὲν εἶναι γνωστὸς ἀπὸ ἄλλη πηγή· εἶναι ὅμως γνωστὸ ἕνα ὁμώνυμο λιμάνι στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Μαίανδρου κοντὰ στὴν Πριήνη (βλ. Πλιν. Φυσ. ἱστ. 5.29.113 inde mons Latmus, oppida Heraclea montis eius cognominis, Carike, Myus, quod primo condidise Iones narrantur Athenis profecti, Naulochum, Priene). Tὸ Ναύλοχον, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἐπίνεια τῆς Πριήνης, φαίνεται νὰ ὑπῆρξε γιὰ ἕνα διάστημα αὐτόνομο κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς νομισματοκοπίας (βρέθηκαν ἐκεῖ νομίσματα μὲ τὸ ΝΑΥ χαραγμένο στὸ μέσο ἑνὸς μαιάνδρου)· μεταξὺ 390 καὶ 330 π.Χ. μάλιστα κατέχει πρωτεύουσα θέση ἔναντι τῆς παρακμάζουσας Πριήνης (βλ. κυρίως Hornblower Mausolus6 327, μὲ παραπομπὴ στὸν P. Charneux27, BCH 90 [1966] 157, ὅπου κατάλογος θεαροδόκων ἀπὸ τὸ Ἄργος αὐτῆς τῆς ἐποχῆς μὲ τὸ Ναύλοχο στὴ θέση τῆς Πριήνης: ἐν Ναυλόχωι· Πρύταν̣̣̣[ις– – –] καὶ ἡ εὔλογη ὑπόθεση ὅτι ἡ σύντομη περίοδος ἀνεξαρτησίας τοῦ Ναυλόχου ἔληξε περὶ τὸ 330 π.Χ. μὲ τὴν ἐπαναπροσάρτησή του ἀπὸ τὴ νέα Πριήνη). Τὰ ἀνωτέρω καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν οἰκοδόμηση τῆς νέας Πριήνης (βλ. ἀνωτ. εἰσαγ. σημ., πβ. ΙΕΕ28 Δ´ 60 κἑ.) συνδυαζόμενα φαίνονται νὰ ἐξηγοῦν πειστικὰ γιατὶ τὸ ἐπίγραμμά μας καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ τιμώμενου ἥρωα ἐνσωματώνονται στὰ τείχη τῆς Πριήνης –καὶ δὲν στήνονται στὸ Ναύλοχο– καὶ νὰ ὁδηγοῦν σὲ χρονολόγηση τοῦ ἐπιγράμματος καὶ τῶν τειχῶν τῆς νέας Πριήνης στοὺς περὶ τὸ 330 π.Χ. χρόνους μᾶλλον παρὰ στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. (δείχνοντας συμβολικὰ καὶ τὴν ἐπαναπροσάρτηση τοῦ Ναύλοχου ἀπὸ τὴν Πριήνη). Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ καθιστᾶ, νομίζουμε, ἀχρείαστη τὴν ὑπόθεση τοῦ Meister29 ὅτι τὸ ἐδῶ (στ. 2) Ναόλοχον ἀναφέρεται στὴν ἴδια τὴν πόλη καὶ τὸ ἑπόμενο ἥρωα τόνδε (στ. 4) στὸν θεὸ τοῦ ὁποίου τὸ ἄγαλμα ἦταν στημένο κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή (βλ. καὶ E. Hoffmann4, ποὺ ἐσφαλμένα ὅμως ἀποδίδει τὸ μνημονευόμενο ἄρθρο στὸν Blass). Τὸ ἐδῶ Ναόλοχον ἀναφέρεται ἀναντίρρητα στὸν ἐπώνυμο ἥρωα τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ναυλόχου (βλ. συνοπτικὰ LBW20, Foucart, Cougny30, CY TSal131 σελ. 140 σημ. 1 καὶ Hansen8 σημ. σ.λ., μὲ περαιτέρω βιβλιογραφία: κυρίως RE32 σ.λ. Naulochon 2 καὶ Suppl. 9 [1962] σ.λ. Priene 1184.37 κἑ. καὶ 1187.23 κἑ.)· ἡ ἄποψη τοῦ Kaibel1 ὅτι ὁ Ναύλοχος εἶναι Κύπριος ἥρωας μὲ τοῦ ὁποίου τὴ βοήθεια ὁ Φίλιος εἶχε καλὸ ταξίδι ("existimo non Prienensem, sed Cyprium fuisse heroem (adgnovit enim Philius speciem eius per somnium oblatam), eiusque auxilio feliciter iter navi fecisse nomen Ναύλοχος probare videtur") εἶναι εὐφυὴς ἀλλ' ἐλάχιστα πιθανή. Τὸ ὄνομα τοῦ ἥρωα φαίνεται νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ λιμανιοῦ μᾶλλον παρὰ τὸ ἀντίθετο (βλ. Hansen8 σ.λ.: "nomen (sc. herois) e nomine portus Prienae derivatum est"), τὸ δὲ ὄνομα τοῦ λιμανιοῦ ἀπὸ τὸ Ὁμηρικὸ ναύλοχος (δ 846-7 λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ | ἀμφίδυμοι· τῇ τόν γε μένον λοχόωντες Ἀχαιοί, καὶ κυρίως κ 141 ναύλοχον ἐς λιμένα, βλ. καὶ Ἡσύχ. σ.λ. ναυλοχώντων· ὑποδεχομένων τὰς ναῦς, καὶ σημ. Heubeck στὸ κ 141: Comm. Od.33 II 52· ἀπὸ τὸ λεχ- / λοχ- τοῦ ἐδῶ β´ συνθετικοῦ προέρχεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἐπινείου τῆς Κορίνθου Λεχαίου: βλ. Ἡσύχ. σ.λ. Λέχαιον· ἐπίνειον Κορινθίοις. εἰς τούτους τοὺς τόπους ἀπεδίδρασκον οἱ οἰκέται). Συμβατὴ μὲ τὴν ἀνωτέρω εἶναι καὶ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Ναύλοχος ἦταν κάποιος τοπικὸς θεὸς ποὺ ἀνακηρύχθηκε πολιοῦχος (βλ. Ross13 σημ. στὸ ἐπίγρ., καὶ Roscher34 σ.λ. Naulochos)· ἀλλὰ πιὸ πιθανὴ φαίνεται –καὶ ἀπὸ τὴν ἐδῶ κλιμάκωση (στ. 4 ἥρωα τόνδε, στ. 5 πόλειως φύλακογ, στ. 6 ἵδρυσεν τόνδε θειὸν Φίλιος)– ἡ ἀντίθετη πορεία: ἕνας τοπικὸς ἥρωας Ναύλοχος συνδέεται μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ ὁμώνυμου λιμανιοῦ ἐκ τῶν ὑστέρων (ἱδρυτὴς τοῦ Ναυλόχου, «παλαιᾶς ὀνομασίας τῆς Σμύρνης», ἦταν κατὰ τὸ Μέγ. Ἐτυμ.35 3. 326 ὁ Τάνταλος, πβ. καὶ τὰ ἀνωτ. περὶ Ἀνδρόκλου), καὶ στὴ συνέχεια καθιερώνεται ἡ λατρεία του ὡς πολιούχου.
εἶδεν ὄναρ: εἶδε κατ' ὄναρ ἢ καθ' ὕπνους (ὄναρ ἐπιρρηματικῶς, ὅπως συχνὰ στοὺς Τραγ. καὶ Ἀττ.: βλ. LSJ910 σ.λ. ὄναρ ΙΙ, μὲ παραπομπές), πβ. EGr1 802. 6 οὐκ ὄναρ, ἀλλὰ μέσους ἤματος ἀμφὶ δρόμους, κ.τ.τ. Γιὰ τὰ ὄνειρα καὶ τὴ θέση τους στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ θρησκεία βλ. συνοπτικὰ RΕ32 σ.λ. Traumdeutung· βλ. ἐπίσης Burkert ΑρΕΘ36 253 μὲ σημειώσεις καὶ βιβλιογραφία (γιὰ τὶς ὀνειρομαντεῖες κυρίως). Βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.λ. ὄψεσι δ' ἐν τρισσαῖς.
3. Θεσμοφόρους τε ἁγνὰς ποτνίας: ἀναφέρονται προφανῶς στὴ Δήμητρα καὶ στὴν Κόρη, ποὺ λατρεύονταν ἀπὸ κοινοῦ στὰ Θεσμοφόρια. Τὸ ἐπίθ. θεσμο-φόρος: «ὁ τιθεὶς ἢ διδοὺς νόμον, ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Δήμητρος, δοθὲν αὐτῇ ἐπειδὴ εἰσήγαγε τὴν καλλιεργίαν τῆς γῆς καὶ ἔδωκε τὴν πρώτην ὤθησιν εἰς τὸν σχηματισμὸν πολιτικῆς κοινωνίας, εἰς τὸν νόμιμον γάμον κτλ.» κατὰ τοὺς LSK9 ("« qui apporte des lois, qui civilize » épithète de Déméter" κατὰ τὸν Chantraine37 σ.λ. θεσμός) στὸν πληθ. καὶ στὸν δυικὸ ἀριθμὸ χρησιμοποιεῖται μόνο γιὰ τὴ Δήμητρα καὶ τὴν κόρη της τὴν Περσεφόνη (βλ. π.χ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 295-6 εὔχεσθε τοῖν | Θεσμοφόροιν τῇ Δήμητρι καὶ τῇ Κόρῃ, πβ. 83 καὶ 89 Θεσμοφόροιν, 1155-6 ἀντόμεθ' ὦ | Θεσμοφόρω πολυποτνία, κ.λπ.), μολονότι στὸν ἑνικὸ τὸ ἐπίθ. χρησιμοποιεῖται –σπάνια καὶ κατ' ἐπέκταση– ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Δήμητρα (καὶ τὴν Περσεφόνη: Πινδ. ἀπόσπ. 18 Bowra38 [ὕμνος] εἰς Περσεφόνην | Πότνια θεσμοφόρε χρυσάνιον) καὶ γιὰ τὴν Ἴσιδα (Διόδ. 1. 14) καὶ γιὰ τὸν Διόνυσο (Ὀρφ. Ὕμν. 42. 1 Θεσμοφόρον καλέω ναρθηκοφόρον Διόνυσον, βλ. καὶ στ. 7 Κύπρῳ τέρπῃ σὺν ἐϋστεφάνῳ Κυθερείῃ). Στὴ Δήμητρα καὶ στὴν Περσεφόνη ἀναφέρονται συχνὰ καὶ τὰ ἐπίθ. ἁγνὴ καὶ πότνια (καὶ πολυπότνια): Ὁμηρ. ὕμν. ΙΙ (Εἰς Δημ.). 203 πότνιαν ἁγνήν (καὶ τὰ δύο ἐπίθ. μαζί –σὲ ἀντίστροφη ὅμως ἀπὸ τὴν ἐδῶ τάξη– γιὰ τὴ Δήμητρα), 337 ἁγνὴν Περσεφόνειαν, 439 κόρην Δημήτερος ἁγνῆς / 39 πότνια μήτηρ, 54 πότνια Δημήτηρ, 211 πολυπότνια Δηώ, 492 πότνια ... Δηοῖ ἄνασσα κ.ἄ. πολλά (βλ. κυρίως Richardson39 σημ. στὸν στ. καὶ Bruckmann EpD40 σ.λλ. Δημήτηρ καὶ Περσεφόνη, πβ. ΑΚυΓ41 1β´ 5 Υ1 σχόλ. σ.στ. 24 σ.λ. ποτνίαν· βλ. ἐπίσης Burkert ΑρΕΘ36 499: «ἁγνὴ θεὰ ὀνόμαζαν τὴ Δήμητρα καὶ τὴν κόρη της μὲ τρόπο ἐμφατικό39· οἱ ἱέρειες τῆς Δήμητρας ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνύπαντρες40», καὶ γενικὰ τὸ κεφ. «2. 5 Θεσμοφόρια» σσ. 496 κἑ., καὶ πβ. ΕλλΜ42 2. 130 κἑ.). Γιὰ τὴν Περσεφόνη βλ. καὶ κατωτ. Ε23.1 καὶ Ε27.6.
ἐμ φάρεσι λεοκοῖς: πβ. Ἡσ. Ἔργ. 198 λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλόν (μὲ σημ. West43 στὸν στ., καὶ Kaibel EGr1 *1110. 2), πβ. ἐπίσης Ω 231 φάρεα λευκά (στὸν ἑνικ. Σ 353 φάρει λευκῷ) καὶ Εὐρ. Φοίν. 324 ἄπεπλος φαρέων λευκῶν· γιὰ τὸ -μ (ἀντὶ -ν) πρὸ τοῦ φ- πβ. κατωτ. Ε18.2 ἰατρῶμ Φαΐδαμ παῖδα Δαμασσαγόρα (μὲ σχόλ. σ.στ.). Ὁ τύπος τῆς δοτ. φάρεσι εἶναι Ἀττ. (ἀπὸ τὸ κανον. φάρεσσι: θέμα φάρεσ-, ὡς σιγμόλ. + κατάλ. -σι, πβ. κατωτ. Ε14.3 ἤθεσι καὶ Ε32.1 ἀνεμώδεσιν μὲ σχόλ. σ.λλ., πβ. ἐπίσης ΑΚυΓ 41 1β´ 5 Υ1.54 ἐν ἀκροπόλοις ὄρεσιν ἀπὸ τὸ Ὁμηρ. ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν τ 205, καὶ Ε 523 ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν) καὶ ἔχει τὴ συλλαβὴ φα- μακρόχρονη, ὅπως κατὰ κανόνα στὴ λέξη φᾶρος = ἔνδυμα, χιτών, μανδύας (ἐνῶ φάρος, μὲ τὴ συλλ. φα- βραχύχρονη, κατὰ κανόνα φαίνεται νὰ δηλώνει τὸ ἄροτρον, χωρὶς νὰ λείπει ἡ σύγχυση τῶν δύο: βλ. π.χ. ἀρχαῖα Σχόλια στὸν Ἀλκμ. ἀπόσπ. 1, πβ. νεώτερες ἐκδόσεις καὶ σχόλια στὸ χωρίο, βλ. ἐπίσης Ἡσύχ. σ.λλ. φάρος· ἱμάτιον, περιβόλαιον. ἀκρωτήριον καὶ νῆσος ἐν Αἰγύπτῳ [ἔκδ. Schmidt44, μὲ παραπομπὴ στὸ β 97, ὅπου ὅμως φᾶρος] καὶ ?φάρος στέλλων· τὸ περιβόλαιον στέλλων ἢ τὸ ἅρμενον [μὲ παραπομπὴ στὸν Εὐρ., Ἑκ. 1081, ὅπου ὅμως φᾶρος ἐπίσης], πβ. καὶ σ.λλ. φάρη· ἱμάτια. νεφέλαι, φάραι· ὑφαίνειν, πλέκειν καὶ φαροῦν· ἀροτριᾶν). Γιὰ τὸ λεοκοῖς –καὶ τὸ Ναόλοχον τοῦ στ. 2– ἔχει χυθῆ πολὺ μελάνι (σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴν προσπάθεια ἀκριβέστερης χρονολόγησης τῆς ἐπιγραφῆς). Στὸ πρῶτο ἀναλυτικὸ σχετικὸ σχόλιο οἱ LBW20 θεωροῦν τοὺς τύπους ὡς παραδείγματα τῆς τοπικῆς διαλέκτου ποὺ εἶναι ἐν χρήσει στὴν Πριήνη καὶ σημειώνουν ὅτι ἡ ὑποκατάσταση ὄμικρον στὴ θέση τοῦ ὕψιλον τῶν διφθόγγων αυ καὶ ευ ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ τῆς Ἰωνικῆς, μὲ πολλὰ παραδείγματα σὲ νομίσματα αὐτόνομων Ἰωνικῶν πόλεων τοῦ 4ου καὶ τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. (μὴ ἀγνοώντας τὴ σποραδικὴ ἐμφάνιση τοῦ φαινομένου καὶ ἐκτὸς Ἰωνίας, καὶ παραπέμποντας σὺν τοῖς ἄλλοις στὰ σχόλια τοῦ Böckh2 σὲ ψήφισμα τῆς Ἀκρόπολης μὲ τὸν τύπο φεόγειν ἀντὶ φεύγειν· πβ. καὶ σύντομα σχόλια Ross13, Cougny30 καὶ Kaibel1 ad hoc· περισσότερα παραδείγματα στοὺς Smyth SIGDI45 σσ. 219-20 [ἀρ. 243 καὶ 246], Bechtel GD46 III 34 § 5 καὶ Buck GD247 σελ. 33 [ἀρ. 33], ὅπου καὶ ἡ παρατήρηση: "αο, εο from αυ, ευ appear in East Ionic inscriptions (εο also in Amphipolis and Thasos) of the fourth century and later, e. g., αὀτός, τα˜οτα, εὄνοια, εὀεργέτης, φεόγειν. This spelling is frequent even in κοινή inscriptions of this region"). Ἡ χρησιμοποίηση τῶν τύπων αὐτῶν γιὰ τὴ χρονολόγηση τῆς ἐπιγραφῆς –καὶ τῶν τειχῶν τῆς νέας Πριήνης– στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. (βλ. Hiller von Gaertringen IPr7 196, πβ. ὅμως Wiegand al. Priene48 σελ. 45 μὲ σημ.) δὲν φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα (βλ. χαρακτηριστικὰ Hornblower Mausolus6 324 σημ. 251: "One illegitimate argument may be disposed of: a dedication, found at Priene, to the eponymous hero Naulochos (IPriene7 196) erected by one Philios of Cypriot Salamis, is said by Hiller to date from the middle of the century, because of the orthography ΑΟ = ΑΥ, ΕΟ = ΕΥ. But this is linguistically incorrect: see e. g. Tod21 192, from the time of Alexander, where the same phenomena occur"· βλ. ἐπίσης εἰσαγ. σημ. Hansen8 στὸ ἐπίγρ.). Ἀξίζει ὅμως νὰ σημειώσει κανεὶς τὴν παρατήρηση τοῦ E. Hoffmann4 καὶ τοῦ Smyth45 ὅτι ἡ ἐπιγραφὴ δὲν εἶναι σὲ Ἰωνικὴ διάλεκτο ἀλλὰ σὲ Ἰωνικὴ ὀρθογραφία ("Ionica non est dialectus, verum scribendi ratio: v. 2 Ναόλοχον, v. 3 λεοκοῖς, v. 5 πόλειως, v. 6 θειόν" κατὰ τὸν Hoffmann4, ad. loc. / "Ναόλοχον Priene48, 141, an inscription not in Ionic dialect but in Ionic orthography" κατὰ τὸν Smyth, SIGDI45 ἀρ. 243, πβ. καὶ ἀρ. 246: "λεοκοῖς Priene, 141, Ionic orthography as in Ναόλοχον"). Ἡ ἀπόδοση τῆς Ἰωνικῆς ὀρθογραφίας τῆς ἐπιγραφῆς σὲ Πριηνέα χαράκτη καὶ τῶν μὴ Ἰωνικῶν τύπων τοῦ ἐπιγράμματος σὲ μὴ τοπικὸ συνθέτη –στὸν Φίλιο ἢ σὲ κάποιον ἄλλον γνωστό του Σαλαμίνιο– φαίνεται καὶ ἑλκυστικὴ καὶ πιθανή (βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.λλ. πόλειως καὶ θειόν, καὶ ὧν ἕνεκα).
4. ὄψεσι δ' ἐν τρισσαῖς: σ' ὁράματα τριπλά· πβ. "Visionibus autem in tribus" Chandler3, "terque conspectae" Cougny30, "In drei Traugesichten" Schede, "En une triple apparition" CY TSal131 ("μὲ τὶς τριπλὲς τὶς ὄψεις" Χατζηιωάννου49). Βλ. ἐπίσης LSJ910 / LSK9 σ.λ. ὄψις Ι.3 μὲ παραπομπές.
ἥρωα: πιθανῶς δισυλλάβως, κατὰ συνίζηση (πβ. CEG126 416.3 πόλεως, κ.ἄ.)· βλ. καὶ ἑπόμενο λῆμμα.
5. πόλειως φύλακογ: τῆς πόλεως φύλακα, ὡς φύλακα τῆς πόλης («τῆς πόλεως προστάτη» Χατζηιωάννου49, πβ. Chandler3 "urbis custodem", Cougny30 "civitatis custodem", Schede11 "als Wächter der Stadt", πβ. ἐπίσης CY TSal131 "(...) ils l' invitaient à honorer Naulochos comme un héros protecteur de la cité"). Tὸ πόλειως γεν. ἀντικειμενικὴ στὴν αἰτ. φύλακον (μὲ -γ πρὸ τοῦ χῶρον ἐδῶ): Ἐπικ. καὶ Ἰων. τύπος ὁ φύλακος (Ω 566 φυλάκους, κύριο ὄνομα Φύλακος Ζ 35 καὶ ο 231). Ἡ συνήθης αἰτ. φύλακα ἀποκλείεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ μέτρο. Ἀντίθετα, τὸ μέτρο δὲν ἀποκλείει ἐδῶ τὸν τύπο πόλεως: ἔτσι γράφουν ἐδῶ οἱ Jacobs23, Böckh2 (ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει στὸ ἀπόγραφό του τὸν τύπο ΠΟΛΕΙΩΣ), Ross13 καὶ Cougny30 (πβ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.λ. θειόν), προφανῶς γιὰ μετρικοὺς λόγους, ἐνῶ ἤδη ὁ Chandler3 γράφει πόλειως, ὅπως καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νεώτερους ἐκδότες (πολείως γράφουν οἱ Le Bas – Waddington20, πόλει ὡς οἱ Kaibel1, Meister29, Wiegand al.48), μὲ τὸ ει νὰ βραχύνεται πρὸ φωνήεντος ἐντὸς λέξεως, ὅπως στὸ θειὸν κατωτ., ἴσως δὲ καὶ στὸ ἥρωα ἀνωτ. (ποὺ ὅμως μπορεῖ νὰ διαβαστῆ καὶ δισυλλάβως, μὲ συνίζηση τοῦ -ωα, ὅπως καὶ τὸ <Ζ>ωΐλō τοῦ 857.2 Hansen8· ἀλλὰ βλ. σημ. Hansen8 στὸ ἐδῶ ἥρωα, στὸ 857.2 ὅ.π. καὶ στὸ 316.2 πόληας: "a lapidario Attico per errorem pro πόλιας scriptum esse putat Wilamowitz; sed cf. (...). forma πόλˉηας exstat Od. 17.486», κυρίως δὲ στὰ ἐδῶ πόλειως καὶ θειόν καὶ στὸ 542.1 Λαμπτρείως). Νὰ ὀφείλονται στὸν χαράκτη οἱ τύποι πόλειως καὶ θειὸν στὴν ἐπιγραφή, ἀντὶ πόλεως καὶ θεὸν τοῦ συνθέτη τοῦ ἐπιγράμματος, εἶναι μιὰ ἑλκυστικὴ ὑπόθεση (βλ. καὶ ἀνωτ. σχόλ. σ.λ. λεοκοῖς καὶ κατωτ. σχόλ. σ.λ. ὧν ἕνεκα). Γιὰ τὸ ἤνωγον πβ. ICS50 217 Α. 2 ἄνωγον (a-no-ko-ne, μὲ σχόλ. σ.λ.), καὶ βλ. C. M. Bowra51, "Homeric words in Cyprus", JHS 54 (1934) 55, Chantraine37 σ.λ. ἄνωγα, κ.ἄ.
6. ὧν ἕνεκα: μὲ τὸ -α ἐκθλιβόμενο (προσωδία – ÈÈ), ὅπως καὶ ἀλλοῦ σὲ ἐπιγράμματα, Κυπριακὰ καὶ μή (βλ. π.χ. ἀνωτ. Ε4 μὲ σχόλ., πβ. CEG28 532 καὶ 552 [Ἀττ., "ca. 350?» π.Χ.] ἔργων ἕνεκα καὶ ἀρετῆς ἕνεκα, ὅπου τὸ -α γράφεται ἀλλὰ δὲν συνυπολογίζεται μετρικά· ἀντίθετα, ὅ.π. 524 [Ἀττ., "ca. 360?" π.Χ.] ἀρετῆς ἕνεκ' ἐστεφανώθη· βλ. καὶ ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν. ad loc.: ὁ Jacobs23 γράφει ἕνεκ', οἱ Böckh2 καὶ Ross13 –ἔχοντας ΕΝΕΚΑ στὰ ἀπόγρ. τους– ἔχουν στὰ κείμενά τους ἕνεχ'). Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι μετρικὰ ἁρμόζει ἐδῶ τὸ πιὸ ποιητικὸ τοὔνεκα (– ÈÈ), ὄχι ὅμως καὶ τὸ ὧν (ἢ τῶν) εἵνεκα, ἡ μὴ ἀναγραφὴ τοῦ ὁποίου ἀπὸ τὸν χαράκτη ἐδῶ ἴσως νὰ ὀφείλεται σ' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο (ἐνῶ τὰ πόλειως καὶ θειὸν δὲν ἀποκλείονται ἀπὸ τὸ μέτρο: βλ. καὶ σημ. σ.λλ.). Τὰ ἀνάλογα παραδείγματα ὅμως δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ στηρίξουν μὲ βεβαιότητα τὴν ἀνωτ. ὑπόθεση. Ἐνδεικτικά, ἀπὸ τὶς μνημονευόμενες στοὺς πίνακες τοῦ Hansen (CEG126 καὶ CEG28 σ.λ. ἕνεκα) περιπτώσεις, στὰ παλαιότερα ἐπιγράμματα κυριαρχεῖ ἡ προσωδία – È È, καὶ στὰ σχετικὰ νεώτερα ἡ προσωδία È È – ἢ È È (μὲ τὸ -α ἐκθλιβόμενο μετρικά): στὸ CEG126 (ἐπιγρ. VIII-V π.Χ. αἰ.) σὲ 2 μόνο παραδείγματα (ἀρ. 234 καὶ 431, Ἀττ., περ. 500-480 π.Χ. τὸ πρῶτο καὶ 403/2 τὸ δεύτερο) ἀνευρίσκεται ἡ προσωδία È È –, ἐνῶ σὲ 5 περιπτώσεις ἔχουμε προσωδία – ÈÈ (ἀρ. 78 [Ἀττ., "ca. 480?"] καὶ 196 [Ἀττ., "ca. 520-10?"] hένεκα μὲ τὸ hε- μακρόχρονο, 351.4 [Κόρινθ., "458 rel 457"] hείνεκα – 58.4 [Ἀττ., "ca. 510-500?"] καὶ 416.4 [ἀπὸ τὴ Θάσο, "ca. 525-500?"] ἕνεκεν μὲ τὴν α´ συλλ. μακρόχρονη, ἀντὶ εἵνεκεν, στὴν ἀρχὴ τοῦ β´ ἡμιεποῦς πεντάμετρου στίχου). Ἀντίθετα, στὸ CEG28 (ἐπιγρ. τοῦ IV π.Χ. αἰ., ὅπως τὸ ἐδῶ) κυριαρχοῦν οἱ τύποι ἕνεκα καὶ ἕνεκεν μὲ τὴν α´ συλλ. βραχύχρονη: ἀρ. 524, 532, 552, 595, 611 [Ἀττ.], 679 [Θήρας], 830 [Λεοντ.] καὶ 854 [τὸ ἐδῶ] ἕνεκα (877 Μακεδ., [τοὔνε]κα) – 645 [Θεσσ.], 704 [Κῶς], 733 [Ἵστρ.], 894 [Φωκ.] ἕνεκεν (-μ στὸ τελευταῖο), ἐνῶ τὸ εἵνεκα ἀπαντᾶ σὲ 3 μόνο παραδείγματα, στὴν ἀρχὴ τοῦ β´ ἡμιεποῦς πεντάμετρου στίχου (494 [οὕνεκα κατ' ἄλλους], 591, 593: ἀπὸ τὴν Ἀττ. καὶ τὰ τρία).
ἵδρυσεν τόνδε θειὸν: ἀφιέρωσε αὐτὸν ἐδῶ τὸν θεό, ἔστησε τ' ἄγαλμά του ἐδῶ (πβ. Chandler3 "posuit hunc Deum", Cougny52 "statuit huncce deum", Schede11 "so ließ denn Philios den Göttichen (hier) darstellen"· πβ. ἐπίσης CY TSal131 "Voilà pourquoi Philios fit une fondation pour cette divinité"· ἀλλὰ «γι' αὐτὸ ἵδρυσ' ὁ Φίλιος ναὸ σὲ τοῦτο τὸ θεό» Χατζηιωάννου49). Τὸ ἱδρύω / ἱδρύομαι (ἐτυμ. συγγ. πρὸς τὰ ἕζομαι καὶ ἵζω, Λατ. sedeo: βλ. Chantraine37 σ.λ. ἱδρύω) ἔχει κατὰ κανόνα τὴ σημασία τοῦ στήνω / ἀφιερώνω (βλ. LSJ910 / LSK9 σ.λ., μὲ παραπομπές). Πλησιέστερο πρὸς τὸ ἐδῶ φαίνεται τὸ Ε35.1 Τὴν δυνατὴν Νέμεσίν̣ με θεὰν ἱδρύσατο τεύξας | ἱερῶ ἐν τεμένι ... (βλ. κατωτ. μὲ σχόλ.). Πβ. κατωτ. Ε17.3 [Στέλ]λοις ... βωμὸν ἱδρυσάμενος (μὲ σημ.) καὶ Ε59.2 ναὸν ἱ]δρυσάμενος (μὲ σημ.). Πβ. ἐπίσης ἀνωτ. Ε7.1 κά μεν ἔστασαν μὲ σχόλ. καὶ Ε9.5 στᾶσαν δ' Ἀργεῖοί με, κατωτ. Ε13.2 (μὲ σημ.) Ἀρχαῖος ... ἕστ[ασ' ἀγασσάμενος] | υἱὸν Τιμάρχου ... | Νικοκλέα ..., Ε51 Ποπλικόλαν Πρεῖσκόν με ... ἄγαλμα | κοίρανον ἁγνείας στήσατο πὰρ τεμένει καὶ Ε68.1 ἀνέστησε πτόλις θρόν[ον], Ε62.5 π]α̣ρὰ κλυτὸν εἵσατο σῆμα (βλ. σημ.), ἀλλὰ καὶ κατωτ. Ε15.1-2 εἰ[κόνα] μορ[φ]ῆ̣̣̣[ς] | υἱοῦ τήνδε ἀνέθηκε, Ε17.1 [Τόνδ' È–È– ]ἀνέθηκα, Ε32.3 [Κεκρο]πίδης μ' ἀνέθηκε, Ε56.1 Λαοδίκης ὅδε πέπλος· ἑᾶι δ' ἀνέθηκεν Ἀθηνᾶι (μὲ ἀντίστ. σημ.). Τὰ παραδείγματα μὲ τὸ ἱδρύω / ἱδρύομαι, τὸ ἵστημι καὶ τὸ ἀνατίθημι, μὲ τύπους τῶν ρημάτων αὐτῶν νὰ ἐναλλάσσονται στὶς ἴδιες περιπτώσεις, εἶναι πολλά· βλ. χαρακτηριστικὰ EGr1 *758 Πρὶμμὲν Καλλιτέλης ἱδρύσατο· [τόνδε δ' ἐκείνου] | [ἔ]γ[γ]ονοι ἐστήσα[νθ', οἷς χάριν ἀντιδίδου] καὶ 785 = CEG28 860 (Κνίδ., τέλη 4ου αἰ.) Κούραι καὶ Δάματρι οἶκον καὶ ἄγαλμ' ἀνέθηκεν | Χρυσογόνη[ς] μήτηρ ... | Χρυσίνα, ἐννυχίαν ὄψιν ἰδοῦσα (ἰδοῦσ' Kaibel1) ἱεράν. | Ἑρμῆς γάρ νιν ἔφησε θεαῖς Ταθνηι (ἀλλὰ (σ)τάθ[μ]ηι Kaibel1) προπολεύειν (πβ. πρὸς τὰ ἀνωτ. Ὑπνωθεὶς... Θεσμοφόρους ... ὄψεσι δ' ἐν τρισσαῖς κ.λπ.). Βλ. καὶ ΕΚυΕ53 4. 2δ´.
θειὸν: ἀναντίρρητα ἔτσι στὴν ἐπιγραφή (βλ. καὶ ἀπόγρ. ὅλων τῶν ἐκδόσεων), καὶ αὐτὴ τὴ γραφὴ υἱοθετοῦν οἱ πλεῖστοι ἐκδότες· ἀντίθετα, θεὸν γράφουν οἱ Jacobs23, Böckh2 καὶ Ross13 (ΘΕΙΟΝ στὰ ἀπόγρ. τῶν δύο τελευταίων). Ὁ τύπος θειόν, ὅπως καὶ ὁ τύπος πόλειως τοῦ προηγούμενου στίχου, εἶναι τῆς Ἰωνικῆς διαλέκτου (βλ. LBW20, κ.ἄ.), ἀντὶ τῶν τύπων θεὸν καὶ πόλεως, ποὺ ἁρμόζουν ἄριστα στὸ μέτρο καὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ ἐπιλέγηκαν ἀπὸ τὸν ποιητή (καὶ νὰ παραμερίστηκαν ἀπὸ τὸν χαράκτη τῆς ἐπιγραφῆς: βλ. καὶ ἀνωτ. σχόλ. σ.λλ. πόλειως καὶ λεοκοῖς). Οὕτως ἢ ἄλλως, ὅμως, τὰ σχετικὰ δεδομένα ἐπιβάλλουν τὴ διατήρηση ἐπιφυλάξεων στὴν προκειμένη περίπτωση (ὅπως καὶ σὲ ἄλλες παρεμφερεῖς περιπτώσεις).
Ἀναθηματικὸ ἐπίγραμμα τριῶν ἐλεγειακῶν διστίχων, ἀπὸ τὴν Πριήνη, χρονολογούμενο στὸν 4ον αἰ. π.Χ. (μὲ ἐξαίρεση τὸν Kaibel1, ποὺ θεωρεῖ ὅτι μπορεῖ νὰ ἀνήκει στὸν 3ον αἰ.: "IV vel III saeculi"). Ἡ ἐπιγραφή, μὲ μικρὰ γράμματα δυσανάγνωστα ("non magnis litteris, difficilibus lectu" κατὰ τὸν Böckh2, πβ. Chandler3 καὶ E. Hoffmann4, βρίσκεται στὰ δεξιὰ τοῦ πύργου τῆς μεσημβρινῆς πύλης τῶν τειχῶν τῆς πόλεως, γνωστῆς ὡς πύλης τῶν πηγῶν, πάνω ἀπὸ ἕνα κοίλωμα ὅπου πρέπει νὰ ὑπῆρχε ἀγαλμάτιο τοῦ Ναύλοχου. Ἡ ἐπιγραφὴ καὶ τὸ κοίλωμα (φωτογρ. στοὺς T. Wiegand – H. Schrader κ.ἄ., Priene5 σσ. 44 κἑ.), συνανήκουν μὲ ἄλλα λόγια στὴ φάση τῆς οἰκοδόμησης τῆς νέας Πριήνης στοὺς νότιους πρόποδες τοῦ ὄρους Μυκάλη (στὸ ὁμώνυμο ἀκρωτήριο) βορείως τοῦ ποταμοῦ Μαιάνδρου, σύμφωνα μὲ τὶς πολεοδομικὲς ἀντιλήψεις τοῦ Ἱπποδάμου τοῦ Μιλησίου καὶ κατὰ τέτοιον τρόπο ὥστε νὰ προστατεύεται ἀπὸ τὶς πλημμύρες τοῦ ποταμοῦ. Καθὼς ἡ χρονολόγηση τῆς ἀνοικοδόμησης τῆς Πριήνης σὲ νέα θέση εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολη, μὲ ἐναλλακτικὲς ἐπιλογὲς τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. ἢ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου (βλ. κυρίως S. Hornblower, Mausolus6 323: "The date of the refoundation of Priene is exceedingly difficult [...]. The choises are between a mid-fourth century date and a refoundation by Alexander, or in his time"), ἡ προσπάθεια γιὰ ἀκριβέστερη χρονολόγηση τῆς ἐπιγραφῆς –καὶ τῶν τειχῶν γενικά– βάσει τῶν ἐσωτερικῶν δεδομένων τοῦ ἐπιγράμματος ἐμφανίζει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον· ἀλλ' ἡ χρονολόγηση στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰ. (Hiller von Gaertringen7: "um 350 v. Chr.") λόγω τῆς χρήσης ο ἀντὶ υ στοὺς τύπους Ναόλοχον καὶ λεοκοῖς, δὲν φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα (βλ. χαρακτηριστικὰ Hornblower6 ὅ.π. 324 σημ. 251 καὶ εἰσαγ. σημ. Hansen8 στὸ ἐπίγραμμα· περισσότερα στὰ ἑπόμενα σχόλια). Ἀξιοσημείωτο εἶναι πὼς τὸ ἄγαλμα τοῦ ἥρωα / θεοῦ Ναύλοχου στήνει –μαζὶ μὲ τὸ ἀναθηματικὸ ἐπίγραμμα– σὲ κύρια πύλη τῶν τειχῶν τῆς νέας Πριήνης ἕνας Κύπριος, ὁ Φίλιος ὁ γιὸς τοῦ Ἀρίστωνα, ποὺ δὲν ἀποκλείεται νὰ εἶναι καὶ ο συνθέτης τοῦ ἐπιγράμματος (βλ. κατωτ. σχόλ. σ.λ. ἐμ φάρεσι λεοκοῖς).
1. Ὑπνωθεὶς: μετὰ τὴ σχετικὴ παρατήρηση τοῦ P. Foucart (βιβλιοκρισία Kaibel στὸ PCHL n.s. 7 [1981] 31), ὅτι σὲ ἔκτυπο τοῦ E. Rayet ὑπάρχει στὸν πρῶτο στίχο ὁ τύπος ὑπνωθεὶς ἀντὶ τοῦ ὑπνώδης (ποὺ ἐμφανίζεται σὲ ὅλες τὶς προηγούμενες ἐκδόσεις τοῦ ἐπιγράμματος), καὶ τὴν υἱοθέτηση τῆς γραφῆς ἀπὸ τὸν E. Hoffmann4, ὅλοι οἱ ἑπόμενοι ἐκδότες γράφουν ὑπνωθείς. Ἡ μετοχὴ παθ. ἀορ. τοῦ ρήμ. ὑπνόομαι (μὲ τὴ σημασία τοῦ «πίπτω εἰς ὕπνον, ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι», ὅπως καὶ στὸν Ἡρόδ. 1.11.5 [ὑπνωμένῳ: μετοχὴ παθ. παρακ.], βλ. LSK9 σ.λ. ὑπνόω), ἁρμόζει καὶ νοηματικὰ ἐδῶ ἄριστα· δὲν ἀποκλείεται ὅμως καὶ τὸ ἐπίθ. ὑπνώδης (μὲ τὴν ἴδια σημασία, βλ. LSJ910 σ.λ. ὑπνώδης 2: "asleep", γιὰ τὸ ἐδῶ ἐπίγραμμα), μολονότι κατὰ κανόνα τὸ ἐπίθ. ἔχει τὴ σημ. τοῦ: ὑπνηλός, νυσταλέος, «κοιμισμένος» (βλ. LSK9 σ.λ., καὶ LSJ910 σ.λ., 1.).
Φίλιος Κύπριος: ὁ Φίλιος Κύπριος γένος ἐξαλαμῖνος | υἱὸς Ἀρίστωνος, ποὺ στήνει τὸ ἄγαλμα τοῦ Ναύλοχου στὰ τείχη τῆς νέας Πριήνης, δὲν ἐμφανίζεται σὲ ἄλλη πηγή. Δὲν φαίνεται ὅμως νὰ εἶναι ἁπλῶς ἕνας ξένος ἔμπορος ("ein fremder Kaufmann?", διερωτιέται ὁ Schede, RPr11 17), περαστικὸς ἀπὸ τὴν Πριήνη. Πιθανὴ φαίνεται ἡ ἄποψη (Βλ. Böckh, CIG2 II σελ. 578 σημ. στὸ ἐδῶ ἐπίγρ. καὶ στὸ ἑπόμ., πβ. Engel Kypros12 Ι 715) ὅτι ὁ Φίλιος ἀνακηρύχθηκε τιμητικὰ δημότης τῆς Πριήνης μετὰ τὴν ἀφιέρωσή του· ἑλκυστικὴ ἀλλ' ἀβέβαιη εἶναι ἡ ὑπόθεση τοῦ ἰδίου ὅτι στὴν ἀναθηματικὴ ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ἀθηνᾶς μὲ τὴν ὁποία ὁ δῆμος (τῶν Πριηνέων) τιμᾶ τὸν νικητὴ στὸ ἀγώνισμα τοῦ παγκρατίου στὴ Δωδώνη Φίδιον Θρασυβούλου πρέπει νὰ διαβάσουμε Φίλιον (ὅ.π. ἀρ. 2908), καὶ ὅτι ἴσως ὁ Φίλιος Θρασυβούλου εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ ἐδῶ Φίλιου (τοῦ γιοῦ τοῦ Ἀρίστωνος), μολονότι οὐδόλως ἀποκλείεται νὰ ζοῦν καὶ νὰ διακρίνονται στὴν Πριήνη ἀπόγονοι τοῦ Σαλαμίνιου ἀφιερωτῆ. Ἑλκυστικὴ ἐπίσης ἀλλ' ἀπίθανη φαίνεται ἡ εἰκασία κάποιας σχέσης τοῦ ἐδῶ Φίλιου μὲ τὸν ἀρχιτέκτονα τοῦ ναοῦ τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς στὴν Πριήνη (βλ. Ross13, σημ. στὸ ἐδῶ ἐπίγρ.), τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα παραδίδεται ὡς Phileos ἢ Phyleos στοὺς κώδ. τοῦ De architectura ἔργου τοῦ Βιτρούβιου στὸ χωρίο 7.12, ἀλλὰ στὰ χωρία 1.1.12 καὶ 15 / 4.3.1 παραδίδονται ἀντίστοιχα οἱ γραφὲς Phythias, Pithios, Phythios καὶ Phithius / Pytheus, καὶ ἡ νεώτερη ἔρευνα φαίνεται νὰ προκρίνει τὸ Pytheos (βλ. κυρίως τὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου ἀπὸ τὸν F. Granger14, London 1955· γιὰ τὸ ὅλο θέμα βλ. ἀναλυτικὰ O. Rayet – A. Thomas, Milet14 I 7 κἑ., μὲ βιβλιογραφία· βλ. ἐπίσης I. Sillig, Catal. art.15 349 σ.λ. Phileus, 403 σ.λ. Pytheus καὶ 404 σ.λ. Pythius).
Τὸ ὄνομα Φίλιος ἀπαντᾶ συχνὰ στὸ Αἰγαῖο ἤδη ἀπὸ τὸν 4ον αἰ. π.Χ. (βλ. LGPN116 σ.λ.), ἀναγράφεται δὲ καὶ πάνω σὲ σαρκοφάγο ποὺ βρέθηκε στὴ Λάρνακα, στὴν περιοχὴ τοῦ ἀρχαίου Κιτίου, χρονολογούμενη στὸν 3ον αἰ. π.Χ. (βλ. PPC17 σ.λ.: RDAC18 12, 216 ἀρ. 4, πβ. ὅμως LGPN116 σ.λ.: "?i BC"). Σὲ ἐπιγραφὲς τῆς Ἀττικῆς ἀπαντᾶ ἤδη ἀπὸ τὸν 5ον αἰ. π.Χ. (βλ. LGPN219 σ.λ.).
ἐξαλαμῖνος: ΕΞΑΛΑΜΙΝΟΣ στὴν ἐπιγραφή· ἀντὶ τοῦ ἐκ Σαλαμῖνος, κατὰ τοὺς πλείστους ἐκδότες («pro ἐξ Σαλ.», ὅμως, κατὰ τὸν Böckh2), πλὴν τοῦ Chandler3, ὁ ὁποῖος γράφει Εξαλαμινος (καὶ Υιός, στὴν ἀρχὴ τοῦ στ. 2), θεωρώντας τὸν τύπο ὡς πατρώνυμο καὶ μεταφράζοντας «Hexalaminis | Filius,» (Ἐξαλαμῖνος, μὲ κεφαλαῖο τοῦ ἀρχικὸ φρωνῆεν, γράφει καὶ ὁ Χατζηιωάννου, ἀντὶ τοῦ ἐξαλαμῖνος = ἐκ Σαλαμῖνος, ὅπως φαίνεται στὴ μετάφρ. τοῦ στ. 1: «ὁ Φίλιος, Κυπραίικη γενιὰ τῆς Σαλαμίνας»). Γιὰ τὸ φαινόμενο, οἱ LBW20 (ad loc.) παραπέμπουν στὰ « ἐξυβριτᾶς pour ἐκ Συβριτᾶς (nο 66), ἐξύρου pour ἐκ Σύρου (Corpus inscr. gr. 2347 c), ἐξουνιέων pour ἐκ Σουνιέων (ibid. 789) » καὶ ὁ Hansen8 προσθέτει τὸ ἀνάλογο παράδειγμα ἐξάμο = ἐκ Σάμου ἀπὸ Λακωνικὸ ἐπίγραμμα τῆς ἴδιας περίπου ἐποχῆς μὲ τὸ ἐδῶ σχολιαζόμενο (CEG28 819.13, μὲ σημ. σ.λ., ὅπου καὶ παραπομπὴ στοὺς Tod21 καὶ Threatte22).
2. Ἀρίστωνος: εὔστοχη γραφὴ τοῦ Ross13, υἱοθετούμενη ἀπὸ ὅλους τοὺς μετ' αὐτὸν ἐκδότες (ἀντὶ τοῦ δυστονοεν τοῦ Chandler3 [καὶ τοῦ Jacobs23], τοῦ Ἀριστονόου τοῦ Brunck καὶ τοῦ δ' Ὑ[ψί]ονο[ς] τοῦ Böckh: βλ. ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν.). Τὸ ὄνομα ἀπαντᾶ συχνότατα σὲ ἐπιγραφὲς τόσο τοῦ Αἰγαίου –καὶ τῆς Ἀττικῆς– ὅσο καὶ τῆς Κύπρου (βλ. LGPN116 καὶ PPC17 σ.λ.): ἀνάμεσά τους καὶ ἕνας Ἀρίστων Σαλαμίνιος, σὲ ἐπιγραφὴ τῆς Δήλου (IDél24 2593.28) τοῦ 144/3 π.Χ. (βλ. PPC17 σ.λ., ἀρ. 143). [Βλ. [Βλ. καὶ ἐπιγρ. Παλαιπάφου (ἀνωτ. σ. 120) καὶ ΑΚυΓ25 4 *41 Τ1 γιὰ τὸν Ἀρίστωνα ποὺ τιμᾶ τὸν Νουμήνιον Νουμηνίου Σολέα ἰατρόν.]
Ναόλοχον: Ναύλοχον (γιὰ τὸ αο = αυ βλ. κατωτ. σχόλ. σ.λ. λεοκοῖς). Οἱ πρῶτοι ἐκδότες (διαβάζοντας στὸν στ. 2 ΥΙΟΣΔΥΣΤΟΝΟΕΝΑΠΛΟΚΟΝΕΙΔΕΝΟΝΑΡ: βλ. ἀνωτ. κριτ. ὑπομν. καὶ σχόλ. σ.λ. Ἀρίστωνος) γράφουν ἄπλοκον ... ὄναρ. Ὅτι ἐδῶ πρέπει νὰ διαβαστῆ τὸ ὄνομα τοῦ τιμώμενου ἥρωα, διεῖδε πρῶτος ὁ G. Dindorf, προτείνοντας τὴ γραφὴ Αἴπυτον (βλ. Böckh2, σημ.: "Guil. Dindorfius in litteris ad me datis rectissime annotavit ante verba εἶδεν ὄναρ nomen proprium herois statuendum esse, ac simul nuntiavit amicum eius doctissimum coniicere Αἴπυτον. Nam Aepytus Nelei f. Prienes conditor fuit (Srab.)"). Ὁ Böckh2, διαβάζοντας στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ἐπιγραφῆς ΝΑΠΛΟΚΟΝ (ὅπως ὁ Chandler3), καὶ ἀποκλείοντας τὴ γραφὴ Νάοκλον = Ναῦκλον (γιατὶ αὐτὸς "Tei conditor fuit, non Prienae") προτείνει τὸ ὄνομα τοῦ Ἀνδρόκλου (γραφὴ [Ἄνδρ]οκ[λ]ον), ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν Φερεκύδη πρωτοστάτησε στὸν ἀποικισμὸ τῆς Ἰωνίας καὶ τοῦ ὁποίου οἱ ἀπόγονοι ὀνομάζονται βασιλεῖς, ἔχοντές τινας τιμάς (...) καὶ τὰ ἱερὰ τῆς Ἐλευσινίας Δήμητρος (Στράβ. 14.1.3 κἑ.), γεγονὸς ποὺ συνδέει τὸν Ἄνδροκλο μὲ τὶς ἐδῶ μνημονευόμενες Θεσμοφόρους (στ. 3, βλ. κατωτ. σχόλ. σ.λ.)· ἡ γραφὴ εἶναι εὔστοχη ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη (ἂν μάλιστα συνυπολογιστῆ, κατὰ τοὺς LBW20, καὶ ἡ μαρτυρία τοῦ Παυσανία, 7.2.8: Πριηνεῦσιν ἤμυνεν ἐπὶ τοὺς Κᾶρας ὁ Ἄνδροκλος, καὶ νικῶντος τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔπεσεν ἐν τῇ μάχῃ), ἀποκλείεται ὅμως ἀπὸ τὰ ἐπιγραφικὰ δεδομένα. Ἡ γραφὴ Ναόλοχον, ποὺ εἰσάγεται ἀπὸ τοὺς Ross13 καὶ LBW20 (Να[ό]λοχον Ross13, Ναόλοχον LBW20, ΝΑ·ΛΟΧΟΝ στὰ ἀπόγρ. καὶ τῶν δύο ἐκδόσεων: βλ. καὶ ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν.) καὶ υἱοθετεῖται ἀπὸ ὅλους τοὺς ἑπόμενους ἐκδότες, εἶναι ἀναμφίβολα ὀρθή. (Πβ. καὶ CEG126 266.1 [Ναύ]λοχος ἄγρα̣̣̣ς μὲ σημ.)
Ὁ ἥρως Ναύλοχος, τὸν ὁποῖο βλέπει στὸ ὄνειρό του ὁ Φίλιος, δὲν εἶναι γνωστὸς ἀπὸ ἄλλη πηγή· εἶναι ὅμως γνωστὸ ἕνα ὁμώνυμο λιμάνι στὶς ἐκβολὲς τοῦ ποταμοῦ Μαίανδρου κοντὰ στὴν Πριήνη (βλ. Πλιν. Φυσ. ἱστ. 5.29.113 inde mons Latmus, oppida Heraclea montis eius cognominis, Carike, Myus, quod primo condidise Iones narrantur Athenis profecti, Naulochum, Priene). Tὸ Ναύλοχον, ἕνα ἀπὸ τὰ δύο ἐπίνεια τῆς Πριήνης, φαίνεται νὰ ὑπῆρξε γιὰ ἕνα διάστημα αὐτόνομο κατὰ τὴ μαρτυρία τῆς νομισματοκοπίας (βρέθηκαν ἐκεῖ νομίσματα μὲ τὸ ΝΑΥ χαραγμένο στὸ μέσο ἑνὸς μαιάνδρου)· μεταξὺ 390 καὶ 330 π.Χ. μάλιστα κατέχει πρωτεύουσα θέση ἔναντι τῆς παρακμάζουσας Πριήνης (βλ. κυρίως Hornblower Mausolus6 327, μὲ παραπομπὴ στὸν P. Charneux27, BCH 90 [1966] 157, ὅπου κατάλογος θεαροδόκων ἀπὸ τὸ Ἄργος αὐτῆς τῆς ἐποχῆς μὲ τὸ Ναύλοχο στὴ θέση τῆς Πριήνης: ἐν Ναυλόχωι· Πρύταν̣̣̣[ις– – –] καὶ ἡ εὔλογη ὑπόθεση ὅτι ἡ σύντομη περίοδος ἀνεξαρτησίας τοῦ Ναυλόχου ἔληξε περὶ τὸ 330 π.Χ. μὲ τὴν ἐπαναπροσάρτησή του ἀπὸ τὴ νέα Πριήνη). Τὰ ἀνωτέρω καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν οἰκοδόμηση τῆς νέας Πριήνης (βλ. ἀνωτ. εἰσαγ. σημ., πβ. ΙΕΕ28 Δ´ 60 κἑ.) συνδυαζόμενα φαίνονται νὰ ἐξηγοῦν πειστικὰ γιατὶ τὸ ἐπίγραμμά μας καὶ τὸ ἄγαλμα τοῦ τιμώμενου ἥρωα ἐνσωματώνονται στὰ τείχη τῆς Πριήνης –καὶ δὲν στήνονται στὸ Ναύλοχο– καὶ νὰ ὁδηγοῦν σὲ χρονολόγηση τοῦ ἐπιγράμματος καὶ τῶν τειχῶν τῆς νέας Πριήνης στοὺς περὶ τὸ 330 π.Χ. χρόνους μᾶλλον παρὰ στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. (δείχνοντας συμβολικὰ καὶ τὴν ἐπαναπροσάρτηση τοῦ Ναύλοχου ἀπὸ τὴν Πριήνη). Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ καθιστᾶ, νομίζουμε, ἀχρείαστη τὴν ὑπόθεση τοῦ Meister29 ὅτι τὸ ἐδῶ (στ. 2) Ναόλοχον ἀναφέρεται στὴν ἴδια τὴν πόλη καὶ τὸ ἑπόμενο ἥρωα τόνδε (στ. 4) στὸν θεὸ τοῦ ὁποίου τὸ ἄγαλμα ἦταν στημένο κάτω ἀπὸ τὴν ἐπιγραφή (βλ. καὶ E. Hoffmann4, ποὺ ἐσφαλμένα ὅμως ἀποδίδει τὸ μνημονευόμενο ἄρθρο στὸν Blass). Τὸ ἐδῶ Ναόλοχον ἀναφέρεται ἀναντίρρητα στὸν ἐπώνυμο ἥρωα τοῦ λιμανιοῦ τοῦ Ναυλόχου (βλ. συνοπτικὰ LBW20, Foucart, Cougny30, CY TSal131 σελ. 140 σημ. 1 καὶ Hansen8 σημ. σ.λ., μὲ περαιτέρω βιβλιογραφία: κυρίως RE32 σ.λ. Naulochon 2 καὶ Suppl. 9 [1962] σ.λ. Priene 1184.37 κἑ. καὶ 1187.23 κἑ.)· ἡ ἄποψη τοῦ Kaibel1 ὅτι ὁ Ναύλοχος εἶναι Κύπριος ἥρωας μὲ τοῦ ὁποίου τὴ βοήθεια ὁ Φίλιος εἶχε καλὸ ταξίδι ("existimo non Prienensem, sed Cyprium fuisse heroem (adgnovit enim Philius speciem eius per somnium oblatam), eiusque auxilio feliciter iter navi fecisse nomen Ναύλοχος probare videtur") εἶναι εὐφυὴς ἀλλ' ἐλάχιστα πιθανή. Τὸ ὄνομα τοῦ ἥρωα φαίνεται νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ λιμανιοῦ μᾶλλον παρὰ τὸ ἀντίθετο (βλ. Hansen8 σ.λ.: "nomen (sc. herois) e nomine portus Prienae derivatum est"), τὸ δὲ ὄνομα τοῦ λιμανιοῦ ἀπὸ τὸ Ὁμηρικὸ ναύλοχος (δ 846-7 λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ | ἀμφίδυμοι· τῇ τόν γε μένον λοχόωντες Ἀχαιοί, καὶ κυρίως κ 141 ναύλοχον ἐς λιμένα, βλ. καὶ Ἡσύχ. σ.λ. ναυλοχώντων· ὑποδεχομένων τὰς ναῦς, καὶ σημ. Heubeck στὸ κ 141: Comm. Od.33 II 52· ἀπὸ τὸ λεχ- / λοχ- τοῦ ἐδῶ β´ συνθετικοῦ προέρχεται καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἐπινείου τῆς Κορίνθου Λεχαίου: βλ. Ἡσύχ. σ.λ. Λέχαιον· ἐπίνειον Κορινθίοις. εἰς τούτους τοὺς τόπους ἀπεδίδρασκον οἱ οἰκέται). Συμβατὴ μὲ τὴν ἀνωτέρω εἶναι καὶ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Ναύλοχος ἦταν κάποιος τοπικὸς θεὸς ποὺ ἀνακηρύχθηκε πολιοῦχος (βλ. Ross13 σημ. στὸ ἐπίγρ., καὶ Roscher34 σ.λ. Naulochos)· ἀλλὰ πιὸ πιθανὴ φαίνεται –καὶ ἀπὸ τὴν ἐδῶ κλιμάκωση (στ. 4 ἥρωα τόνδε, στ. 5 πόλειως φύλακογ, στ. 6 ἵδρυσεν τόνδε θειὸν Φίλιος)– ἡ ἀντίθετη πορεία: ἕνας τοπικὸς ἥρωας Ναύλοχος συνδέεται μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ ὁμώνυμου λιμανιοῦ ἐκ τῶν ὑστέρων (ἱδρυτὴς τοῦ Ναυλόχου, «παλαιᾶς ὀνομασίας τῆς Σμύρνης», ἦταν κατὰ τὸ Μέγ. Ἐτυμ.35 3. 326 ὁ Τάνταλος, πβ. καὶ τὰ ἀνωτ. περὶ Ἀνδρόκλου), καὶ στὴ συνέχεια καθιερώνεται ἡ λατρεία του ὡς πολιούχου.
εἶδεν ὄναρ: εἶδε κατ' ὄναρ ἢ καθ' ὕπνους (ὄναρ ἐπιρρηματικῶς, ὅπως συχνὰ στοὺς Τραγ. καὶ Ἀττ.: βλ. LSJ910 σ.λ. ὄναρ ΙΙ, μὲ παραπομπές), πβ. EGr1 802. 6 οὐκ ὄναρ, ἀλλὰ μέσους ἤματος ἀμφὶ δρόμους, κ.τ.τ. Γιὰ τὰ ὄνειρα καὶ τὴ θέση τους στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ θρησκεία βλ. συνοπτικὰ RΕ32 σ.λ. Traumdeutung· βλ. ἐπίσης Burkert ΑρΕΘ36 253 μὲ σημειώσεις καὶ βιβλιογραφία (γιὰ τὶς ὀνειρομαντεῖες κυρίως). Βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.λ. ὄψεσι δ' ἐν τρισσαῖς.
3. Θεσμοφόρους τε ἁγνὰς ποτνίας: ἀναφέρονται προφανῶς στὴ Δήμητρα καὶ στὴν Κόρη, ποὺ λατρεύονταν ἀπὸ κοινοῦ στὰ Θεσμοφόρια. Τὸ ἐπίθ. θεσμο-φόρος: «ὁ τιθεὶς ἢ διδοὺς νόμον, ἀρχαῖον ὄνομα τῆς Δήμητρος, δοθὲν αὐτῇ ἐπειδὴ εἰσήγαγε τὴν καλλιεργίαν τῆς γῆς καὶ ἔδωκε τὴν πρώτην ὤθησιν εἰς τὸν σχηματισμὸν πολιτικῆς κοινωνίας, εἰς τὸν νόμιμον γάμον κτλ.» κατὰ τοὺς LSK9 ("« qui apporte des lois, qui civilize » épithète de Déméter" κατὰ τὸν Chantraine37 σ.λ. θεσμός) στὸν πληθ. καὶ στὸν δυικὸ ἀριθμὸ χρησιμοποιεῖται μόνο γιὰ τὴ Δήμητρα καὶ τὴν κόρη της τὴν Περσεφόνη (βλ. π.χ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 295-6 εὔχεσθε τοῖν | Θεσμοφόροιν τῇ Δήμητρι καὶ τῇ Κόρῃ, πβ. 83 καὶ 89 Θεσμοφόροιν, 1155-6 ἀντόμεθ' ὦ | Θεσμοφόρω πολυποτνία, κ.λπ.), μολονότι στὸν ἑνικὸ τὸ ἐπίθ. χρησιμοποιεῖται –σπάνια καὶ κατ' ἐπέκταση– ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Δήμητρα (καὶ τὴν Περσεφόνη: Πινδ. ἀπόσπ. 18 Bowra38 [ὕμνος] εἰς Περσεφόνην | Πότνια θεσμοφόρε χρυσάνιον) καὶ γιὰ τὴν Ἴσιδα (Διόδ. 1. 14) καὶ γιὰ τὸν Διόνυσο (Ὀρφ. Ὕμν. 42. 1 Θεσμοφόρον καλέω ναρθηκοφόρον Διόνυσον, βλ. καὶ στ. 7 Κύπρῳ τέρπῃ σὺν ἐϋστεφάνῳ Κυθερείῃ). Στὴ Δήμητρα καὶ στὴν Περσεφόνη ἀναφέρονται συχνὰ καὶ τὰ ἐπίθ. ἁγνὴ καὶ πότνια (καὶ πολυπότνια): Ὁμηρ. ὕμν. ΙΙ (Εἰς Δημ.). 203 πότνιαν ἁγνήν (καὶ τὰ δύο ἐπίθ. μαζί –σὲ ἀντίστροφη ὅμως ἀπὸ τὴν ἐδῶ τάξη– γιὰ τὴ Δήμητρα), 337 ἁγνὴν Περσεφόνειαν, 439 κόρην Δημήτερος ἁγνῆς / 39 πότνια μήτηρ, 54 πότνια Δημήτηρ, 211 πολυπότνια Δηώ, 492 πότνια ... Δηοῖ ἄνασσα κ.ἄ. πολλά (βλ. κυρίως Richardson39 σημ. στὸν στ. καὶ Bruckmann EpD40 σ.λλ. Δημήτηρ καὶ Περσεφόνη, πβ. ΑΚυΓ41 1β´ 5 Υ1 σχόλ. σ.στ. 24 σ.λ. ποτνίαν· βλ. ἐπίσης Burkert ΑρΕΘ36 499: «ἁγνὴ θεὰ ὀνόμαζαν τὴ Δήμητρα καὶ τὴν κόρη της μὲ τρόπο ἐμφατικό39· οἱ ἱέρειες τῆς Δήμητρας ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνύπαντρες40», καὶ γενικὰ τὸ κεφ. «2. 5 Θεσμοφόρια» σσ. 496 κἑ., καὶ πβ. ΕλλΜ42 2. 130 κἑ.). Γιὰ τὴν Περσεφόνη βλ. καὶ κατωτ. Ε23.1 καὶ Ε27.6.
ἐμ φάρεσι λεοκοῖς: πβ. Ἡσ. Ἔργ. 198 λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλόν (μὲ σημ. West43 στὸν στ., καὶ Kaibel EGr1 *1110. 2), πβ. ἐπίσης Ω 231 φάρεα λευκά (στὸν ἑνικ. Σ 353 φάρει λευκῷ) καὶ Εὐρ. Φοίν. 324 ἄπεπλος φαρέων λευκῶν· γιὰ τὸ -μ (ἀντὶ -ν) πρὸ τοῦ φ- πβ. κατωτ. Ε18.2 ἰατρῶμ Φαΐδαμ παῖδα Δαμασσαγόρα (μὲ σχόλ. σ.στ.). Ὁ τύπος τῆς δοτ. φάρεσι εἶναι Ἀττ. (ἀπὸ τὸ κανον. φάρεσσι: θέμα φάρεσ-, ὡς σιγμόλ. + κατάλ. -σι, πβ. κατωτ. Ε14.3 ἤθεσι καὶ Ε32.1 ἀνεμώδεσιν μὲ σχόλ. σ.λλ., πβ. ἐπίσης ΑΚυΓ 41 1β´ 5 Υ1.54 ἐν ἀκροπόλοις ὄρεσιν ἀπὸ τὸ Ὁμηρ. ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν τ 205, καὶ Ε 523 ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν) καὶ ἔχει τὴ συλλαβὴ φα- μακρόχρονη, ὅπως κατὰ κανόνα στὴ λέξη φᾶρος = ἔνδυμα, χιτών, μανδύας (ἐνῶ φάρος, μὲ τὴ συλλ. φα- βραχύχρονη, κατὰ κανόνα φαίνεται νὰ δηλώνει τὸ ἄροτρον, χωρὶς νὰ λείπει ἡ σύγχυση τῶν δύο: βλ. π.χ. ἀρχαῖα Σχόλια στὸν Ἀλκμ. ἀπόσπ. 1, πβ. νεώτερες ἐκδόσεις καὶ σχόλια στὸ χωρίο, βλ. ἐπίσης Ἡσύχ. σ.λλ. φάρος· ἱμάτιον, περιβόλαιον. ἀκρωτήριον καὶ νῆσος ἐν Αἰγύπτῳ [ἔκδ. Schmidt44, μὲ παραπομπὴ στὸ β 97, ὅπου ὅμως φᾶρος] καὶ ?φάρος στέλλων· τὸ περιβόλαιον στέλλων ἢ τὸ ἅρμενον [μὲ παραπομπὴ στὸν Εὐρ., Ἑκ. 1081, ὅπου ὅμως φᾶρος ἐπίσης], πβ. καὶ σ.λλ. φάρη· ἱμάτια. νεφέλαι, φάραι· ὑφαίνειν, πλέκειν καὶ φαροῦν· ἀροτριᾶν). Γιὰ τὸ λεοκοῖς –καὶ τὸ Ναόλοχον τοῦ στ. 2– ἔχει χυθῆ πολὺ μελάνι (σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ τὴν προσπάθεια ἀκριβέστερης χρονολόγησης τῆς ἐπιγραφῆς). Στὸ πρῶτο ἀναλυτικὸ σχετικὸ σχόλιο οἱ LBW20 θεωροῦν τοὺς τύπους ὡς παραδείγματα τῆς τοπικῆς διαλέκτου ποὺ εἶναι ἐν χρήσει στὴν Πριήνη καὶ σημειώνουν ὅτι ἡ ὑποκατάσταση ὄμικρον στὴ θέση τοῦ ὕψιλον τῶν διφθόγγων αυ καὶ ευ ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ τῆς Ἰωνικῆς, μὲ πολλὰ παραδείγματα σὲ νομίσματα αὐτόνομων Ἰωνικῶν πόλεων τοῦ 4ου καὶ τοῦ 3ου αἰ. π.Χ. (μὴ ἀγνοώντας τὴ σποραδικὴ ἐμφάνιση τοῦ φαινομένου καὶ ἐκτὸς Ἰωνίας, καὶ παραπέμποντας σὺν τοῖς ἄλλοις στὰ σχόλια τοῦ Böckh2 σὲ ψήφισμα τῆς Ἀκρόπολης μὲ τὸν τύπο φεόγειν ἀντὶ φεύγειν· πβ. καὶ σύντομα σχόλια Ross13, Cougny30 καὶ Kaibel1 ad hoc· περισσότερα παραδείγματα στοὺς Smyth SIGDI45 σσ. 219-20 [ἀρ. 243 καὶ 246], Bechtel GD46 III 34 § 5 καὶ Buck GD247 σελ. 33 [ἀρ. 33], ὅπου καὶ ἡ παρατήρηση: "αο, εο from αυ, ευ appear in East Ionic inscriptions (εο also in Amphipolis and Thasos) of the fourth century and later, e. g., αὀτός, τα˜οτα, εὄνοια, εὀεργέτης, φεόγειν. This spelling is frequent even in κοινή inscriptions of this region"). Ἡ χρησιμοποίηση τῶν τύπων αὐτῶν γιὰ τὴ χρονολόγηση τῆς ἐπιγραφῆς –καὶ τῶν τειχῶν τῆς νέας Πριήνης– στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰ. π.Χ. (βλ. Hiller von Gaertringen IPr7 196, πβ. ὅμως Wiegand al. Priene48 σελ. 45 μὲ σημ.) δὲν φαίνεται νὰ ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα (βλ. χαρακτηριστικὰ Hornblower Mausolus6 324 σημ. 251: "One illegitimate argument may be disposed of: a dedication, found at Priene, to the eponymous hero Naulochos (IPriene7 196) erected by one Philios of Cypriot Salamis, is said by Hiller to date from the middle of the century, because of the orthography ΑΟ = ΑΥ, ΕΟ = ΕΥ. But this is linguistically incorrect: see e. g. Tod21 192, from the time of Alexander, where the same phenomena occur"· βλ. ἐπίσης εἰσαγ. σημ. Hansen8 στὸ ἐπίγρ.). Ἀξίζει ὅμως νὰ σημειώσει κανεὶς τὴν παρατήρηση τοῦ E. Hoffmann4 καὶ τοῦ Smyth45 ὅτι ἡ ἐπιγραφὴ δὲν εἶναι σὲ Ἰωνικὴ διάλεκτο ἀλλὰ σὲ Ἰωνικὴ ὀρθογραφία ("Ionica non est dialectus, verum scribendi ratio: v. 2 Ναόλοχον, v. 3 λεοκοῖς, v. 5 πόλειως, v. 6 θειόν" κατὰ τὸν Hoffmann4, ad. loc. / "Ναόλοχον Priene48, 141, an inscription not in Ionic dialect but in Ionic orthography" κατὰ τὸν Smyth, SIGDI45 ἀρ. 243, πβ. καὶ ἀρ. 246: "λεοκοῖς Priene, 141, Ionic orthography as in Ναόλοχον"). Ἡ ἀπόδοση τῆς Ἰωνικῆς ὀρθογραφίας τῆς ἐπιγραφῆς σὲ Πριηνέα χαράκτη καὶ τῶν μὴ Ἰωνικῶν τύπων τοῦ ἐπιγράμματος σὲ μὴ τοπικὸ συνθέτη –στὸν Φίλιο ἢ σὲ κάποιον ἄλλον γνωστό του Σαλαμίνιο– φαίνεται καὶ ἑλκυστικὴ καὶ πιθανή (βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.λλ. πόλειως καὶ θειόν, καὶ ὧν ἕνεκα).
4. ὄψεσι δ' ἐν τρισσαῖς: σ' ὁράματα τριπλά· πβ. "Visionibus autem in tribus" Chandler3, "terque conspectae" Cougny30, "In drei Traugesichten" Schede, "En une triple apparition" CY TSal131 ("μὲ τὶς τριπλὲς τὶς ὄψεις" Χατζηιωάννου49). Βλ. ἐπίσης LSJ910 / LSK9 σ.λ. ὄψις Ι.3 μὲ παραπομπές.
ἥρωα: πιθανῶς δισυλλάβως, κατὰ συνίζηση (πβ. CEG126 416.3 πόλεως, κ.ἄ.)· βλ. καὶ ἑπόμενο λῆμμα.
5. πόλειως φύλακογ: τῆς πόλεως φύλακα, ὡς φύλακα τῆς πόλης («τῆς πόλεως προστάτη» Χατζηιωάννου49, πβ. Chandler3 "urbis custodem", Cougny30 "civitatis custodem", Schede11 "als Wächter der Stadt", πβ. ἐπίσης CY TSal131 "(...) ils l' invitaient à honorer Naulochos comme un héros protecteur de la cité"). Tὸ πόλειως γεν. ἀντικειμενικὴ στὴν αἰτ. φύλακον (μὲ -γ πρὸ τοῦ χῶρον ἐδῶ): Ἐπικ. καὶ Ἰων. τύπος ὁ φύλακος (Ω 566 φυλάκους, κύριο ὄνομα Φύλακος Ζ 35 καὶ ο 231). Ἡ συνήθης αἰτ. φύλακα ἀποκλείεται ἐδῶ ἀπὸ τὸ μέτρο. Ἀντίθετα, τὸ μέτρο δὲν ἀποκλείει ἐδῶ τὸν τύπο πόλεως: ἔτσι γράφουν ἐδῶ οἱ Jacobs23, Böckh2 (ὁ ὁποῖος ὅμως ἔχει στὸ ἀπόγραφό του τὸν τύπο ΠΟΛΕΙΩΣ), Ross13 καὶ Cougny30 (πβ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.λ. θειόν), προφανῶς γιὰ μετρικοὺς λόγους, ἐνῶ ἤδη ὁ Chandler3 γράφει πόλειως, ὅπως καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς νεώτερους ἐκδότες (πολείως γράφουν οἱ Le Bas – Waddington20, πόλει ὡς οἱ Kaibel1, Meister29, Wiegand al.48), μὲ τὸ ει νὰ βραχύνεται πρὸ φωνήεντος ἐντὸς λέξεως, ὅπως στὸ θειὸν κατωτ., ἴσως δὲ καὶ στὸ ἥρωα ἀνωτ. (ποὺ ὅμως μπορεῖ νὰ διαβαστῆ καὶ δισυλλάβως, μὲ συνίζηση τοῦ -ωα, ὅπως καὶ τὸ <Ζ>ωΐλō τοῦ 857.2 Hansen8· ἀλλὰ βλ. σημ. Hansen8 στὸ ἐδῶ ἥρωα, στὸ 857.2 ὅ.π. καὶ στὸ 316.2 πόληας: "a lapidario Attico per errorem pro πόλιας scriptum esse putat Wilamowitz; sed cf. (...). forma πόλˉηας exstat Od. 17.486», κυρίως δὲ στὰ ἐδῶ πόλειως καὶ θειόν καὶ στὸ 542.1 Λαμπτρείως). Νὰ ὀφείλονται στὸν χαράκτη οἱ τύποι πόλειως καὶ θειὸν στὴν ἐπιγραφή, ἀντὶ πόλεως καὶ θεὸν τοῦ συνθέτη τοῦ ἐπιγράμματος, εἶναι μιὰ ἑλκυστικὴ ὑπόθεση (βλ. καὶ ἀνωτ. σχόλ. σ.λ. λεοκοῖς καὶ κατωτ. σχόλ. σ.λ. ὧν ἕνεκα). Γιὰ τὸ ἤνωγον πβ. ICS50 217 Α. 2 ἄνωγον (a-no-ko-ne, μὲ σχόλ. σ.λ.), καὶ βλ. C. M. Bowra51, "Homeric words in Cyprus", JHS 54 (1934) 55, Chantraine37 σ.λ. ἄνωγα, κ.ἄ.
6. ὧν ἕνεκα: μὲ τὸ -α ἐκθλιβόμενο (προσωδία – ÈÈ), ὅπως καὶ ἀλλοῦ σὲ ἐπιγράμματα, Κυπριακὰ καὶ μή (βλ. π.χ. ἀνωτ. Ε4 μὲ σχόλ., πβ. CEG28 532 καὶ 552 [Ἀττ., "ca. 350?» π.Χ.] ἔργων ἕνεκα καὶ ἀρετῆς ἕνεκα, ὅπου τὸ -α γράφεται ἀλλὰ δὲν συνυπολογίζεται μετρικά· ἀντίθετα, ὅ.π. 524 [Ἀττ., "ca. 360?" π.Χ.] ἀρετῆς ἕνεκ' ἐστεφανώθη· βλ. καὶ ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν. ad loc.: ὁ Jacobs23 γράφει ἕνεκ', οἱ Böckh2 καὶ Ross13 –ἔχοντας ΕΝΕΚΑ στὰ ἀπόγρ. τους– ἔχουν στὰ κείμενά τους ἕνεχ'). Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ ὅτι μετρικὰ ἁρμόζει ἐδῶ τὸ πιὸ ποιητικὸ τοὔνεκα (– ÈÈ), ὄχι ὅμως καὶ τὸ ὧν (ἢ τῶν) εἵνεκα, ἡ μὴ ἀναγραφὴ τοῦ ὁποίου ἀπὸ τὸν χαράκτη ἐδῶ ἴσως νὰ ὀφείλεται σ' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο (ἐνῶ τὰ πόλειως καὶ θειὸν δὲν ἀποκλείονται ἀπὸ τὸ μέτρο: βλ. καὶ σημ. σ.λλ.). Τὰ ἀνάλογα παραδείγματα ὅμως δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ στηρίξουν μὲ βεβαιότητα τὴν ἀνωτ. ὑπόθεση. Ἐνδεικτικά, ἀπὸ τὶς μνημονευόμενες στοὺς πίνακες τοῦ Hansen (CEG126 καὶ CEG28 σ.λ. ἕνεκα) περιπτώσεις, στὰ παλαιότερα ἐπιγράμματα κυριαρχεῖ ἡ προσωδία – È È, καὶ στὰ σχετικὰ νεώτερα ἡ προσωδία È È – ἢ È È (μὲ τὸ -α ἐκθλιβόμενο μετρικά): στὸ CEG126 (ἐπιγρ. VIII-V π.Χ. αἰ.) σὲ 2 μόνο παραδείγματα (ἀρ. 234 καὶ 431, Ἀττ., περ. 500-480 π.Χ. τὸ πρῶτο καὶ 403/2 τὸ δεύτερο) ἀνευρίσκεται ἡ προσωδία È È –, ἐνῶ σὲ 5 περιπτώσεις ἔχουμε προσωδία – ÈÈ (ἀρ. 78 [Ἀττ., "ca. 480?"] καὶ 196 [Ἀττ., "ca. 520-10?"] hένεκα μὲ τὸ hε- μακρόχρονο, 351.4 [Κόρινθ., "458 rel 457"] hείνεκα – 58.4 [Ἀττ., "ca. 510-500?"] καὶ 416.4 [ἀπὸ τὴ Θάσο, "ca. 525-500?"] ἕνεκεν μὲ τὴν α´ συλλ. μακρόχρονη, ἀντὶ εἵνεκεν, στὴν ἀρχὴ τοῦ β´ ἡμιεποῦς πεντάμετρου στίχου). Ἀντίθετα, στὸ CEG28 (ἐπιγρ. τοῦ IV π.Χ. αἰ., ὅπως τὸ ἐδῶ) κυριαρχοῦν οἱ τύποι ἕνεκα καὶ ἕνεκεν μὲ τὴν α´ συλλ. βραχύχρονη: ἀρ. 524, 532, 552, 595, 611 [Ἀττ.], 679 [Θήρας], 830 [Λεοντ.] καὶ 854 [τὸ ἐδῶ] ἕνεκα (877 Μακεδ., [τοὔνε]κα) – 645 [Θεσσ.], 704 [Κῶς], 733 [Ἵστρ.], 894 [Φωκ.] ἕνεκεν (-μ στὸ τελευταῖο), ἐνῶ τὸ εἵνεκα ἀπαντᾶ σὲ 3 μόνο παραδείγματα, στὴν ἀρχὴ τοῦ β´ ἡμιεποῦς πεντάμετρου στίχου (494 [οὕνεκα κατ' ἄλλους], 591, 593: ἀπὸ τὴν Ἀττ. καὶ τὰ τρία).
ἵδρυσεν τόνδε θειὸν: ἀφιέρωσε αὐτὸν ἐδῶ τὸν θεό, ἔστησε τ' ἄγαλμά του ἐδῶ (πβ. Chandler3 "posuit hunc Deum", Cougny52 "statuit huncce deum", Schede11 "so ließ denn Philios den Göttichen (hier) darstellen"· πβ. ἐπίσης CY TSal131 "Voilà pourquoi Philios fit une fondation pour cette divinité"· ἀλλὰ «γι' αὐτὸ ἵδρυσ' ὁ Φίλιος ναὸ σὲ τοῦτο τὸ θεό» Χατζηιωάννου49). Τὸ ἱδρύω / ἱδρύομαι (ἐτυμ. συγγ. πρὸς τὰ ἕζομαι καὶ ἵζω, Λατ. sedeo: βλ. Chantraine37 σ.λ. ἱδρύω) ἔχει κατὰ κανόνα τὴ σημασία τοῦ στήνω / ἀφιερώνω (βλ. LSJ910 / LSK9 σ.λ., μὲ παραπομπές). Πλησιέστερο πρὸς τὸ ἐδῶ φαίνεται τὸ Ε35.1 Τὴν δυνατὴν Νέμεσίν̣ με θεὰν ἱδρύσατο τεύξας | ἱερῶ ἐν τεμένι ... (βλ. κατωτ. μὲ σχόλ.). Πβ. κατωτ. Ε17.3 [Στέλ]λοις ... βωμὸν ἱδρυσάμενος (μὲ σημ.) καὶ Ε59.2 ναὸν ἱ]δρυσάμενος (μὲ σημ.). Πβ. ἐπίσης ἀνωτ. Ε7.1 κά μεν ἔστασαν μὲ σχόλ. καὶ Ε9.5 στᾶσαν δ' Ἀργεῖοί με, κατωτ. Ε13.2 (μὲ σημ.) Ἀρχαῖος ... ἕστ[ασ' ἀγασσάμενος] | υἱὸν Τιμάρχου ... | Νικοκλέα ..., Ε51 Ποπλικόλαν Πρεῖσκόν με ... ἄγαλμα | κοίρανον ἁγνείας στήσατο πὰρ τεμένει καὶ Ε68.1 ἀνέστησε πτόλις θρόν[ον], Ε62.5 π]α̣ρὰ κλυτὸν εἵσατο σῆμα (βλ. σημ.), ἀλλὰ καὶ κατωτ. Ε15.1-2 εἰ[κόνα] μορ[φ]ῆ̣̣̣[ς] | υἱοῦ τήνδε ἀνέθηκε, Ε17.1 [Τόνδ' È–È– ]ἀνέθηκα, Ε32.3 [Κεκρο]πίδης μ' ἀνέθηκε, Ε56.1 Λαοδίκης ὅδε πέπλος· ἑᾶι δ' ἀνέθηκεν Ἀθηνᾶι (μὲ ἀντίστ. σημ.). Τὰ παραδείγματα μὲ τὸ ἱδρύω / ἱδρύομαι, τὸ ἵστημι καὶ τὸ ἀνατίθημι, μὲ τύπους τῶν ρημάτων αὐτῶν νὰ ἐναλλάσσονται στὶς ἴδιες περιπτώσεις, εἶναι πολλά· βλ. χαρακτηριστικὰ EGr1 *758 Πρὶμμὲν Καλλιτέλης ἱδρύσατο· [τόνδε δ' ἐκείνου] | [ἔ]γ[γ]ονοι ἐστήσα[νθ', οἷς χάριν ἀντιδίδου] καὶ 785 = CEG28 860 (Κνίδ., τέλη 4ου αἰ.) Κούραι καὶ Δάματρι οἶκον καὶ ἄγαλμ' ἀνέθηκεν | Χρυσογόνη[ς] μήτηρ ... | Χρυσίνα, ἐννυχίαν ὄψιν ἰδοῦσα (ἰδοῦσ' Kaibel1) ἱεράν. | Ἑρμῆς γάρ νιν ἔφησε θεαῖς Ταθνηι (ἀλλὰ (σ)τάθ[μ]ηι Kaibel1) προπολεύειν (πβ. πρὸς τὰ ἀνωτ. Ὑπνωθεὶς... Θεσμοφόρους ... ὄψεσι δ' ἐν τρισσαῖς κ.λπ.). Βλ. καὶ ΕΚυΕ53 4. 2δ´.
θειὸν: ἀναντίρρητα ἔτσι στὴν ἐπιγραφή (βλ. καὶ ἀπόγρ. ὅλων τῶν ἐκδόσεων), καὶ αὐτὴ τὴ γραφὴ υἱοθετοῦν οἱ πλεῖστοι ἐκδότες· ἀντίθετα, θεὸν γράφουν οἱ Jacobs23, Böckh2 καὶ Ross13 (ΘΕΙΟΝ στὰ ἀπόγρ. τῶν δύο τελευταίων). Ὁ τύπος θειόν, ὅπως καὶ ὁ τύπος πόλειως τοῦ προηγούμενου στίχου, εἶναι τῆς Ἰωνικῆς διαλέκτου (βλ. LBW20, κ.ἄ.), ἀντὶ τῶν τύπων θεὸν καὶ πόλεως, ποὺ ἁρμόζουν ἄριστα στὸ μέτρο καὶ δὲν ἀποκλείεται νὰ ἐπιλέγηκαν ἀπὸ τὸν ποιητή (καὶ νὰ παραμερίστηκαν ἀπὸ τὸν χαράκτη τῆς ἐπιγραφῆς: βλ. καὶ ἀνωτ. σχόλ. σ.λλ. πόλειως καὶ λεοκοῖς). Οὕτως ἢ ἄλλως, ὅμως, τὰ σχετικὰ δεδομένα ἐπιβάλλουν τὴ διατήρηση ἐπιφυλάξεων στὴν προκειμένη περίπτωση (ὅπως καὶ σὲ ἄλλες παρεμφερεῖς περιπτώσεις).