(181) Ὁ Κέφαλος, ὁ γιὸς τῆς Ἕρσης καὶ τοῦ Ἑρμῆ, ποὺ ἀφοῦ τὸν
ἐρωτεύθηκε ἡ Αὐγὴ τὸν ἔκλεψε καὶ ἀφοῦ ἔκανε ἔρωτα μαζί του στὴ
Συρία γέννησε τὸν Τιθωνό, τοῦ ὁποίου γιὸς ἦταν ὁ Φαέθων, καὶ
τούτου ὁ Ἀστύνοος, καὶ αὐτοῦ ὁ Σάνδοκος, ποὺ ἀφοῦ ἦλθε ἀπὸ
τὴ Συρία στὴν Κιλικία ἔκτισε τὴν πόλη Κελένδερη. Καὶ ἀφοῦ πα-
ντρεύτηκε τὴ Φαρνάκη τὴν κόρη τοῦ Μεγεσσάρου τοῦ βασιλιᾶ τῶν
Ὑριέων γέννησε τὸν Κινύρα. (182) Αὐτὸς ἀφοῦ ἔφτασε στὴν Κύ-
προ μὲ στρατὸ ἔκτισε τὴν Πάφο καὶ ἀφοῦ παντρεύτηκε ἐκεῖ τὴ
Μεθάρμη, τὴν κόρη τοῦ Πυγμαλίωνα τοῦ βασιλιᾶ τῶν Κυπρίων,
ἀπόκτησε παιδιὰ τὸν Ὀξύπορο καὶ τὸν Ἄδωνη, καὶ ἐκτὸς ἀπ' αὐ-
τοὺς κόρες τὴν Ὀρσεδίκη, τὴ Λαογόρη καὶ τὴ Βραισία. Καὶ αὐτὲς
ἐξαιτίας τῆς ὀργῆς τῆς Ἀφροδίτης πλαγιάζοντας μὲ ξένους ἄντρες
πέθαναν στὴν Αἴγυπτο. (183) Ὁ Ἄδωνις, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί,
ἐξαιτίας τῆς ὀργῆς τῆς Ἄρτεμης ἀφοῦ κτυπήθηκε στὸ κυνήγι ἀπὸ
ἀγριόκαπρο ἀπέθανε. Ὁ Ἡσίοδος πάλι (ἀπόσπ. 32 Rz. / 139 M. – W.)
λέγει πὼς αὐτός (δηλ. ὁ Ἄδωνις) ὑπῆρξε γιὸς τοῦ Φοίνικα καὶ τῆς
Ἀλφεσίβοιας, ἐνῶ ὁ Πανύασις λέγει πὼς ἦταν γιὸς τοῦ Θείαντα τοῦ
βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων ποὺ εἶχε κόρη τὴ Σμύρνα. Αὐτὴ ἐξαιτίας τῆς
ὀργῆς τῆς Ἀφροδίτης (γιατὶ δὲν τὴν τιμοῦσε) ἐρωτεύτηκε τὸν πα-
τέρα της καί, ἔχοντας συνεργὸ τὴν παραμάνα της, μὲ τὸν πατέρα της
–χωρὶς αὐτὸς νὰ τὸ ξέρει– πλάγιασε δώδεκα νύκτες. (184) Αὐτὸς
μόλις τὸ ἀντιλήφθηκε ἀφοῦ ἔσυρε τὸ σπαθί του τὴν κυνηγοῦσε. Καὶ
αὐτὴ ὄντας περικυκλωμένη προσευχήθηκε στοὺς θεοὺς νὰ τὴν κά-
μουν ἀόρατη. Καὶ οἱ θεοὶ τὴ λυπήθηκαν πολὺ καὶ τὴ μεταμόρφωσαν
σὲ δένδρο, ποὺ τὸ λένε σμύρνα. Ὕστερα ἀπὸ παρέλευση δέκα μηνῶν
ἀφοῦ ράγισε τὸ δένδρο γεννήθηκε ὁ λεγόμενος Ἄδωνις, ποὺ ἡ Ἀ-
φροδίτη ἐνῶ ἦταν ἀκόμη βρέφος γιὰ τὴν ὀμορφιά του μυστικὰ ἀπὸ
τοὺς θεοὺς τὸν ἔκρυψε σὲ κιβώτιο καὶ τὸν παρουσίασε στὴν Περσε-
φόνη. (185) Ἐκείνη, σὰν τὸν ἀντίκρισε, δὲν τῆς τὸν ἔδινε πίσω. Καὶ
ἀφοῦ ἔγινε κρίση μπροστὰ στὸν Δία, ὁ χρόνος διαιρέθηκε σὲ τρεῖς
περιόδους, διέταξε δὲ μία περίοδο νὰ μένει ὁ Ἄδωνις στὸ σπίτι του,
μία μὲ τὴν Περσεφόνη καὶ τὴν ἄλλη μὲ τὴν Ἀφροδίτη. Ὅμως ὁ Ἄ-
δωνις πρόσφερε στὴν τελευταία καὶ τὴ δική του περίοδο. Ἀργότερα
ὁ Ἄδωνις κυνηγώντας πληγώθηκε ἀπὸ ἀγριόκαπρο καὶ πέθανε.
2. Τιθωνόν: Βλ. κατωτ. 5 Y1.218 κἑ. (μὲ σχόλια στὸ χωρίο).
3. Σάνδοκος: Ὁ E. Gjerstad, SCE1 IV 2.429 (ἀρ. 9), τὸν ταυτίζει μὲ τὸν θεὸ τῆς Κιλικίας Sandon. Σὲ ἄλλες πηγὲς ὁ Κινύρας ἐμφανίζεται ὡς γιὸς τοῦ Ἀπόλλωνα, τοῦ Πάφου, τοῦ Εὐρυμέδοντα κ.ἄ. (βλ. Baurain, BCH2 104 (1980) 280 κἑ.).Ἡ ἴδια ποικιλία στὶς παραλλαγὲς παρατηρεῖται καὶ στὰ ὀνόματα τῆς μάνας, τῆς γυναίκας καὶ τῶν παιδιῶν του, ὀφειλόμενη κατὰ κύριο λόγο στὴν εὐρεία διάδοση –τοπικὰ καὶ χρονικὰ καὶ ἀριθμητικὰ– τῶν σχετικῶν μὲ τὸν Κινύρα μύθων. Εὔχρηστο πίνακα τῶν διάφορων γενεαλογικῶν δέντρων τοῦ Κινύρα παραθέτει ὁ Χατζηιωάννου, ΑΚΕΠ Δβ΄3 205-7 (ἀρ. 219).
7. Πυγμαλίωνος: ὁ γνωστὸς βασιλιὰς τῆς Κύπρου, ποὺ ἐρωτεύτηκε παράφορα τὸ ἄγαλμα τῆς θεᾶς, κι ἐκείνη τὸν λυπήθηκε κι ἔδωσε σ' αὐτὸ πνοή. Ὁ μύθος τοῦ Πυγμαλίωνα (καὶ τῆς Γαλάτειας) ἐνέπνευσε μιὰ σειρὰ ἔργων τέχνης (παραστάσεις ἢ λογοτεχνήματα, ὅπως ἡ «Γαλάτεια» τοῦ Σπ. Βασιλειάδη). Βλ. καὶ ἀνωτ. 71 μὲ σημ. 6 κἑ., καὶ ΑΚυΓ34 16 F1 καὶ 17 F1 μὲ σχόλ. (κυρίως σσ. 406 καὶ 414), καὶ ΕλλΜ Β'5 188-90 (κ.ἀ.).
10. διὰ μῆνιν Ἀφροδίτης: Πβ. στ. 15 κατὰ μῆνιν Ἀφροδίτης καὶ 11-12 Ἀρτέμιδος χόλωι. Γιὰ τοὺς ὅρους μῆνις καὶ χόλος βλ. E. Schwyzer, “Drei griechische Wörter”, RhM 80 (1931) 213-76 · H. Frisk, “ΜΗΝΙΣ: Zur Geschichte eines Begriffes”, Eranos 44 (1946) 28-407 · J. Irmscher, Götterzorn bei Homer, Leipzig 19508 · P. Considine, “Some Homeric Terms for Anger”, AClass 9 (1966) 15-259 · Ἀ. Β. ΜΑΦ 39 κἑ. / MAPh10 49 κἑ. (μὲ σημ., ὅπου καὶ ἡ παλαιότερη βιβλιογραφία)· Muellner AngA11 1 κἑ. (177-94: “The Etymology of Mē̂nis”), μὲ περαιτέρω βιβλιογραφία).
Γιὰ παρόμοιο λόγο (ὀργὴ τῆς Ἀφροδίτης) καὶ οἱ κόρες τοῦ Τυνδάρεου ἐγκαταλείπουν τοὺς ἄνδρες τους. Βλ. π.χ. Στησίχ. 46 (223) Page: Τυνδάρεος | ῥέζων ποτὲ πᾶσι θεοῖς μόνας λάθετ' ἠπιοδώρου | Κύπριδος· κείνα δὲ Τυνδαρέου κόραις | χολωσαμένα διγάμους τε καὶ τριγάμους τίθησι | καὶ λιπεσάνορας. Περισσότερα γιὰ τὸν μύθο στὴν ΕλλΜ Γ'5 211 κἑ.
11-12. Ἄδωνις (...) Ἀρτέμιδος χόλωι (...) ἀπέθανεν: Δὲν ἀναφέρεται ἡ αἰτία τοῦ χόλου τῆς θεᾶς (ὅπως δὲν ἀναφέρεται καὶ ἡ αἰτία τῆς ἐπίμονης ὀργῆς τῆς Ἀφροδίτης στοὺς στ. 9-10, ἡ ὁποία ὅμως μπορεῖ νὰ ὑπονοηθεῖ, πβ. στ. 15 οὐ γὰρ αὐτὴν ἐτίμα)· πβ. τὴν τῆς θεοῦ μῆνιν στὴν Αὐλίδα (κατωτ. 3 Τ7.48 κἑ.). Τὸ ἐδῶ μοτίβο θυμίζει τὸν χόλο τῆς Ἄρτεμης ἐναντίον τοῦ Οἰνέα (γιατὶ ξέχασε τὴ θεὰ προσφέροντας στοὺς ἄλλους θεοὺς τὶς ἀπαρχὲς τῶν καρπῶν τῆς γῆς) στὸν γνωστὸ μύθο τοῦ Μελεάγρου καὶ τῆς θήρας τοῦ Καλυδώνιου κάπρου (βλ. κυρίως I 533 κἑ. καὶ Ἀ. Β. ΜΑΦ 22 κἑ. / MAPh 56 κἑ.10). Γιὰ τὸν Ἄδωνη βλ. ἀνωτ. σσ. 72 κἑ.
12-14. Πβ. Probus, Verg. Ecl. 10.18 (iii.2.348.11 Thilo-Hagen)12 =Ἡσ. ἀπόσπ. 139 M. – W.13 Adonis, <ut> Hesiodus ait, Phoenicis Agenoris et Alphesiboeae.
14. Θείαντος: Πβ. ἀνωτ. T2.2 μὲ σχόλ. καὶ T3.2, ὅπου ὁ Θείας φέρεται ὡς πατέρας τοῦ Κινύρα (ὄχι τοῦ Ἄδωνη, ὅπως ἐδῶ).