You are here

T5

Please add a search word

T= Testimonium  F= Fragmentum  E=  Επιγραφή / Inscription

Schol. Pind. Pyth. 2.31a-d (17)

1Κτίλον  Ἀφροδίτας2· ὅτι3 κτίλον τὸν συνήθη καὶ εἰθισμένον τῆι

χειρὶ προσηγόρευσε. καὶ αὐτὸς ὁ Πίνδαρος τὸ τιθασσεύεσθαι

κτιλεύεσθαι4 λέγει (fr. 223 B. / 238 Sn. – M.)· Ἔνθα ποῖμναι5

κτιλεύονται κάπρων6 λεόντων τε7. b. ἢ οὕτως8· οὐχ ὅτι  ἐρώμενος

  ἈπόλλωνοςΚινύρας· ἀλλ' ἀγαπᾶσθαί φησιν αὐτὸν9 ὑπὸ

τοῦ θεοῦ διὰ τὸ ἐγκωμιάζεσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν μουσικῶν. c.

ἄλλως· Ὅμηρος μὲν (Γ 196, Ν 492) κτίλον τὸν προηγούμενον

τῆς ποίμνης κριόν· ἡ δὲ τοῦ ὀνόματος ἐτυμολογία οὐχ οὕτως

ἔχει. ἔστι γὰρ παρὰ τὸ κτίσαι, ὅ ἐστι10 τὸ θρέψαι· ὡς11 αὐτὸς ὁ

Πίνδαρος (fr. 317 B. / 313 Sn. – M.), ἐν ἄλλοις ὀρεικτίτου 12 συός,

τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου. νῦν δὲ τὸν ἱερέα. d. κτίλον Ἀφροδί-

της οἱονεὶ σύνθρεμμα καὶ συνήθη τῆι θεῶι.

  1. [Vid. Schol. Pind. ed. Drachmann, cum siglis; Pind. edd. Christ, Bowra, Snell – Maehler (cum siglis).]
  2. 1 ἀφροδίτης DcPEGQ
  3. ὅτι om. DGQ
  4. 3 κτιλακεύεσθαι Ε
  5. ‖ αἳ ante ποῖμναι EGQ (om. CP, et edd.; [αἱ] π. scr. Drach.)‖ ποιμένες CP
  6. 4 τε post κάπρων F
  7. καὶ λεόντων sec. Schroeder Bowra (λεόντων τε cett.)
  8. ‖ v.l. ἢ ὅτι (pro ἢ οὕτως)
  9. 5 αὐτόν φησιν Q
  10. 9 ἔστι r, Drach.: οὐ codd.
  11. ὡς om. Q
  12. 10 ὀρεικτίτου DP (Schroeder, edd.): ὀρικτίτου codd. plerique.
Σχόλ. Πίνδ. Πυθ. 2.31a-d (17)

Τὸν πιστὸν τῆς Ἀφροδίτης: διότι κτίλον θεωροῦσε τὸν ἀγαπητὸ καὶ
χαϊδεμένο· καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πίνδαρος τὸ τιθάσευμα ἀποκαλεῖ «κτίλευ-
μα» (ἀπόσπ. 223 Bowra): ὅπου τὰ κοπάδια τῶν κάπρων καὶ τῶν
λιονταριῶν κτιλεύονται, δηλαδὴ ἡμερεύουν. (b.) Ἢ μ' αὐτὸ τὸ νόημα:
ὄχι δηλαδὴ ὅτι ὁ Κινύρας καὶ ὁ Ἀπόλλωνας ἦσαν ἐραστές· ἀλ-
λὰ λέει πὼς ὁ θεὸς τὸν ἀγαποῦσε γιατὶ τὸν ἐξυμνοῦσαν οἱ μουσικοί.
(c.) Ἀλλιῶς: ὁ Ὅμηρος (στὸ Γ 196 καὶ στὸ Ν 492) ἀποκαλεῖ κτίλον τὸ
κριάρι ποὺ πηγαίνει μπροστὰ ἀπὸ τὸ κοπάδι· ὅμως ἡ ἐτυμολογία τῆς
λέξης δὲν ἔχει ἔτσι. Γιατὶ παράγεται ἀπὸ τὸ κτίσαι ποὺ σημαίνει τὸ
θρέψαι· ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Πίνδαρος ὅταν σὲ ἄλλο χωρίο κά-
νει λόγο γιὰ «ὀρείκτιτο» ἀγριόκαπρο, ἐννοεῖ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνατρα-
φεῖ στὰ βουνά· στὴν προκειμένη περίπτωση ἀναφέρεται στὸν ἱερέα.
(d.) κτίλον Ἀφροδίτης, σὰν νὰ λέμε αὐτὸν ποὺ ἀνατράφηκε καὶ κα-
τοικοῦσε μαζὶ μὲ τὴ θεά.

Σχόλια: 

1 κἑ. κτίλον: Βλ. ἀνωτ. T4.5 (17) σχόλ. σ.λ. ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας καὶ κατωτ. στ. 10 ὀρεικτίτου.

4 κἑ. οὐχ ὅτι (...) μουσικῶν: Πβ. ἀνωτ. T2.5 κἑ. (μὲ σχόλ. σ.στ. 6) καὶ T3.5 κἑ.

10. ὀρεικτίτου: Βλ. LSJ91 σ.λ. ὀρείκτιτος: "dwelling in the mountains", πβ. LSK2 σ.λ. ὀρικτίτης: «ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267». Πβ. LSJ91 σ.λ. κτίτης: "=κτίστης, ἀγώνων (...). II. generally, inhabitant, E. Or. 1621" («=κτίστης· καθόλου, κάτοικος» LSK2). Ἡ σημασία τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου (καὶ ἀνωτ. κτίσαι, ὅ ἐστι τὸ θρέψαι, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει ὁ ἀρχ. σχολιαστής, εἶναι προφανῶς σύμφυτη καὶ ἑπομένως ὀρθή.

  1. Liddell, H G. & Scott R. (1940), A Greek-English Lexicon, 9th ed. , Oxford.a↑ b↑
  2. Liddell, H G. & Scott R. (1980), Μέγα Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Vols. I-V, Ἀθῆναι .a↑ b↑