T= Testimonium F= Fragmentum E= Επιγραφή / Inscription
1Κτίλον ↓ Ἀφροδίτας2· ὅτι3 κτίλον τὸν συνήθη καὶ εἰθισμένον τῆι
χειρὶ προσηγόρευσε. καὶ αὐτὸς ὁ Πίνδαρος τὸ τιθασσεύεσθαι
κτιλεύεσθαι4 λέγει (fr. 223 B. / 238 Sn. – M.)· Ἔνθα ποῖμναι5
κτιλεύονται κάπρων6 λεόντων τε7. b. ἢ οὕτως8· οὐχ ὅτι ↓ ἐρώμενος
Ἀπόλλωνος ὁ Κινύρας· ἀλλ' ἀγαπᾶσθαί φησιν αὐτὸν9 ὑπὸ
τοῦ θεοῦ διὰ τὸ ἐγκωμιάζεσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν μουσικῶν. c.
ἄλλως· Ὅμηρος μὲν (Γ 196, Ν 492) κτίλον τὸν προηγούμενον
τῆς ποίμνης κριόν· ἡ δὲ τοῦ ὀνόματος ἐτυμολογία οὐχ οὕτως
ἔχει. ἔστι γὰρ παρὰ τὸ κτίσαι, ὅ ἐστι10 τὸ θρέψαι· ὡς11 αὐτὸς ὁ
Πίνδαρος (fr. 317 B. / 313 Sn. – M.), ἐν ἄλλοις ὀρεικτίτου ↓12 συός,
τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου. νῦν δὲ τὸν ἱερέα. d. κτίλον Ἀφροδί-
της οἱονεὶ σύνθρεμμα καὶ συνήθη τῆι θεῶι.
Τὸν πιστὸν τῆς Ἀφροδίτης: διότι κτίλον θεωροῦσε τὸν ἀγαπητὸ καὶχαϊδεμένο· καὶ ὁ ἴδιος ὁ Πίνδαρος τὸ τιθάσευμα ἀποκαλεῖ «κτίλευ-μα» (ἀπόσπ. 223 Bowra): ὅπου τὰ κοπάδια τῶν κάπρων καὶ τῶνλιονταριῶν κτιλεύονται, δηλαδὴ ἡμερεύουν. (b.) Ἢ μ' αὐτὸ τὸ νόημα:ὄχι δηλαδὴ ὅτι ὁ Κινύρας καὶ ὁ Ἀπόλλωνας ἦσαν ἐραστές· ἀλ-λὰ λέει πὼς ὁ θεὸς τὸν ἀγαποῦσε γιατὶ τὸν ἐξυμνοῦσαν οἱ μουσικοί.(c.) Ἀλλιῶς: ὁ Ὅμηρος (στὸ Γ 196 καὶ στὸ Ν 492) ἀποκαλεῖ κτίλον τὸκριάρι ποὺ πηγαίνει μπροστὰ ἀπὸ τὸ κοπάδι· ὅμως ἡ ἐτυμολογία τῆςλέξης δὲν ἔχει ἔτσι. Γιατὶ παράγεται ἀπὸ τὸ κτίσαι ποὺ σημαίνει τὸθρέψαι· ἀκριβῶς ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Πίνδαρος ὅταν σὲ ἄλλο χωρίο κά-νει λόγο γιὰ «ὀρείκτιτο» ἀγριόκαπρο, ἐννοεῖ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀνατρα-φεῖ στὰ βουνά· στὴν προκειμένη περίπτωση ἀναφέρεται στὸν ἱερέα.(d.) κτίλον Ἀφροδίτης, σὰν νὰ λέμε αὐτὸν ποὺ ἀνατράφηκε καὶ κα-τοικοῦσε μαζὶ μὲ τὴ θεά.
1 κἑ. κτίλον: Βλ. ἀνωτ. T4.5 (17) σχόλ. σ.λ. ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας καὶ κατωτ. στ. 10 ὀρεικτίτου.
4 κἑ. οὐχ ὅτι (...) μουσικῶν: Πβ. ἀνωτ. T2.5 κἑ. (μὲ σχόλ. σ.στ. 6) καὶ T3.5 κἑ.
10. ὀρεικτίτου: Βλ. LSJ91 σ.λ. ὀρείκτιτος: "dwelling in the mountains", πβ. LSK2 σ.λ. ὀρικτίτης: «ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267». Πβ. LSJ91 σ.λ. κτίτης: "=κτίστης, ἀγώνων (...). II. generally, inhabitant, E. Or. 1621" («=κτίστης· καθόλου, κάτοικος» LSK2). Ἡ σημασία τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου (καὶ ἀνωτ. κτίσαι, ὅ ἐστι τὸ θρέψαι, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει ὁ ἀρχ. σχολιαστής, εἶναι προφανῶς σύμφυτη καὶ ἑπομένως ὀρθή.
1 κἑ. κτίλον: Βλ. ἀνωτ. T4.5 (17) σχόλ. σ.λ. ἱερέα κτίλον Ἀφροδίτας καὶ κατωτ. στ. 10 ὀρεικτίτου.
4 κἑ. οὐχ ὅτι (...) μουσικῶν: Πβ. ἀνωτ. T2.5 κἑ. (μὲ σχόλ. σ.στ. 6) καὶ T3.5 κἑ.
10. ὀρεικτίτου: Βλ. LSJ91 σ.λ. ὀρείκτιτος: "dwelling in the mountains", πβ. LSK2 σ.λ. ὀρικτίτης: «ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν ὀρέων, συχνάζων ἀνὰ τὰ ὄρη, ὑὸς ὀρικτίτου (διάφ. γραφ. ὀρεικτίτου), Πινδ. Ἀποσπ. 267». Πβ. LSJ91 σ.λ. κτίτης: "=κτίστης, ἀγώνων (...). II. generally, inhabitant, E. Or. 1621" («=κτίστης· καθόλου, κάτοικος» LSK2). Ἡ σημασία τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου (καὶ ἀνωτ. κτίσαι, ὅ ἐστι τὸ θρέψαι, τὴν ὁποία ὑποστηρίζει ὁ ἀρχ. σχολιαστής, εἶναι προφανῶς σύμφυτη καὶ ἑπομένως ὀρθή.