T= Testimonium F= Fragmentum E= Επιγραφή / Inscription
1Σώπατρος δ' ὁ παρωιδὸς ἐν τῶι ἐπιγραφομένωι Μυ-
στά‹κου θητίωι› ↓ δίχορδον εἶναί φησι τὴν πηκτίδα λέγων
οὕτως2·
(v. 1) Πηκτὶς ↓ δὲ μούσηι3 γαυριῶσα βαρβάρωι ↓
δίχορδος εἰς σὴν χεῖρά πως κατεστάθη4.
Ὁ Σώπατρος ὁ παρωδὸς στὸ ἔργο του ποὺ ἐπιγράφεται
Μυστάκου θητίονλέει πὼς ἡ πηκτίδα εἶναι δίχορδη1, μὲ αὐτὰ
τὰ λόγια:
(στ. 1) Ἡ πηκτίδα ποὺ γιὰ τὴ βάρβαρη τὴ μουσικὴ ἐπαιρόταν
ἡ δίχορδη κάπως βολεύτηκε στὰ χέρια τὰ δικά σου2.
1-2. ἐν (...) Μυστά<κου θητίωι>: βλ. ἀνωτ. σχόλ. στὸ 10a-b (τίτλος).
4 (στ. 1). πηκτὶς: ἀπὸ τὸ πήγνυμι (πηκτός=καλὰ συναρμολογημένος). Μουσικὸ ὄργανο Λυδικό, ποὺ λέγεται πὼς χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴ Σαπφώ (βλ. Ἀθήν. 635d-e σαφῶς Πινδάρου λέγοντος τὸν Τέρπανδρον ἀντίφθογγον εὑρεῖν τῆι παρὰ Λυδοῖς πηκτίδι τὸν βάρβιτον ... πηκτὶς δὲ καὶ μάγαδις ταὐτόν, καθά φησιν ὁ Ἀριστόξενος καὶ Μέναιχμος ὁ Σικυώνιος ἐν τοῖς περὶ Τεχνιτῶν. καὶ τὴν Σαπφὼ δέ φησιν οὗτος, ἥτις ἐστὶν Ἀνακρέοντος πρεσβυτέρα, πρώτην χρήσασθαι τῆι πηκτίδι, βλ. καὶ τὴν ὅλη ἑνότητα 633e κἑ.)· βλ. χαρακτηριστικὰ Σοφ. ἀπόσπ. 412 [Radt1] πολὺς δὲ Φρὺξ τρίγωνος ἀντίσπαστά τε | Λυδῆς ἐφυμνεῖ πηκτίδος συγχορδία (πβ. ἀπόσπ. 241 ὤιχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη | λύραι μοναύλοις...), Ἡρόδ. 1.17.1 ἐστρατεύετο δὲ (sc. Ἀλυάττης, ὁ Λυδῶν βασιλεύς) ὑπὸ συρίγγων τε καὶ πηκτίδων καὶ αὐλοῦ γυναικηίου τε καὶ ἀνδρηίου, Πλάτ. Πολ. 399c τριγώνων ἄρα καὶ πηκτίδων καὶ πάντων ὀργάνων ὅσα πολύχορδα καὶ πολυαρμόνια, Τελέστ. ἀπόσπ. 6 [Page] ὀξυφώνοις πηκτίδων ψαλμοῖς, Ἀριστοτ. Πολ. 1341a πολλὰ τῶν ὀργάνων τῶν ἀρχαίων, οἷον πηκτίδες καὶ βάρβιτοι καὶ τὰ πρὸς ἡδονὴν συντείνοντα τοῖς ἀκούουσι τῶν χρωμένων, ἑπτάγωνα καὶ τρίγωνα καὶ σαμβῦκαι, κ.ἄ. πολλά (βλ. σὺν τοῖς ἄλλοις Γεωργίου ΑΕΜΟ2, μὲ εἰδικὲς ἀναφορὲς στὴν Κύπρο). Ἡ λέξη πηκτὶς χρησιμοποιεῖται ἀργότερα καὶ ἀντὶ τοῦ λύρα.
4-5 (στ. 1-2). Τὸ νόημα: ἡ πηκτίδα, ποὺ βγάζει διαπεραστική, «βάρβαρη» μουσική, στὰ χέρια αὐτοῦ στὸν ὁποῖο ἀπευθύνονται οἱ στίχοι ἠρέμησε, βολεύτηκε (μεταφ.). Πβ. ἀνωτ. F11 (μὲ σχόλ.).
1-2. ἐν (...) Μυστά<κου θητίωι>: βλ. ἀνωτ. σχόλ. στὸ 10a-b (τίτλος).
4 (στ. 1). πηκτὶς: ἀπὸ τὸ πήγνυμι (πηκτός=καλὰ συναρμολογημένος). Μουσικὸ ὄργανο Λυδικό, ποὺ λέγεται πὼς χρησιμοποιήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴ Σαπφώ (βλ. Ἀθήν. 635d-e σαφῶς Πινδάρου λέγοντος τὸν Τέρπανδρον ἀντίφθογγον εὑρεῖν τῆι παρὰ Λυδοῖς πηκτίδι τὸν βάρβιτον ... πηκτὶς δὲ καὶ μάγαδις ταὐτόν, καθά φησιν ὁ Ἀριστόξενος καὶ Μέναιχμος ὁ Σικυώνιος ἐν τοῖς περὶ Τεχνιτῶν. καὶ τὴν Σαπφὼ δέ φησιν οὗτος, ἥτις ἐστὶν Ἀνακρέοντος πρεσβυτέρα, πρώτην χρήσασθαι τῆι πηκτίδι, βλ. καὶ τὴν ὅλη ἑνότητα 633e κἑ.)· βλ. χαρακτηριστικὰ Σοφ. ἀπόσπ. 412 [Radt1] πολὺς δὲ Φρὺξ τρίγωνος ἀντίσπαστά τε | Λυδῆς ἐφυμνεῖ πηκτίδος συγχορδία (πβ. ἀπόσπ. 241 ὤιχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη | λύραι μοναύλοις...), Ἡρόδ. 1.17.1 ἐστρατεύετο δὲ (sc. Ἀλυάττης, ὁ Λυδῶν βασιλεύς) ὑπὸ συρίγγων τε καὶ πηκτίδων καὶ αὐλοῦ γυναικηίου τε καὶ ἀνδρηίου, Πλάτ. Πολ. 399c τριγώνων ἄρα καὶ πηκτίδων καὶ πάντων ὀργάνων ὅσα πολύχορδα καὶ πολυαρμόνια, Τελέστ. ἀπόσπ. 6 [Page] ὀξυφώνοις πηκτίδων ψαλμοῖς, Ἀριστοτ. Πολ. 1341a πολλὰ τῶν ὀργάνων τῶν ἀρχαίων, οἷον πηκτίδες καὶ βάρβιτοι καὶ τὰ πρὸς ἡδονὴν συντείνοντα τοῖς ἀκούουσι τῶν χρωμένων, ἑπτάγωνα καὶ τρίγωνα καὶ σαμβῦκαι, κ.ἄ. πολλά (βλ. σὺν τοῖς ἄλλοις Γεωργίου ΑΕΜΟ2, μὲ εἰδικὲς ἀναφορὲς στὴν Κύπρο). Ἡ λέξη πηκτὶς χρησιμοποιεῖται ἀργότερα καὶ ἀντὶ τοῦ λύρα.
4-5 (στ. 1-2). Τὸ νόημα: ἡ πηκτίδα, ποὺ βγάζει διαπεραστική, «βάρβαρη» μουσική, στὰ χέρια αὐτοῦ στὸν ὁποῖο ἀπευθύνονται οἱ στίχοι ἠρέμησε, βολεύτηκε (μεταφ.). Πβ. ἀνωτ. F11 (μὲ σχόλ.).