T= Testimonium F= Fragmentum E= Επιγραφή / Inscription
1Καὶ ἐν Μυστάκου δὲ θητίωι ↓ (sc. Σώπατρος ὁ παρωιδὸς
περὶ τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου νάβλα, vid. infra F15) φησί·
(v. 1) Νάβλας ↓ ἐν ἄρθροις γραμμάτων2 οὐκ εὐμελής,
ὧι λωτὸς ἐν πλευροῖσιν ἄψυχος3, παγεὶς4
ἔμπνουν ἀνίει μοῦσαν. ἐγρέσθω ↓ δέ τις5,6
τὸν ἡδονῆς7 ↓ μελωιδὸν εὐάζων χορόν.
Καὶ στὸ Μυστάκου θητίον (ἔργο του ὁ Σώπατρος ὁ παρωδὸς
γιὰ τὸ ὄργανο ποὺ καλεῖται νάβλας1, βλ. κατωτ. F15) λέει:
(στ. 1) Νάβλας μὲ τὶς ἀρθρώσεις τῶν στοιχείων2 του ξεχάρβαλες,
ποὺ στὰ πλευρά του ὁ λωτὸς ἄψυχος3 ἦταν, σὰν φτιάχτηκε
τὴ μουσικὴ ὁλοζώντανη σκορπᾶ· κι ἂς σηκωθεῖ4 ὅποιος θέλει
ἡδονικὸ μελωδικὸ χορὸ εὐοῖ εὐὰν κραυγάζοντας νὰ σύρει.
1. ἐν Μυστάκου δὲ θητίωι: βλ. ἀνωτ. σχόλ. στὸ 10a-b (τίτλος).
3 (στ. 1). νάβλας: ἔγχορδο μουσικὸ ὄργανο (βλ. κατωτ. F15.6 [στ. 2] σ.λ. ἐκκεχόρδωται). Κατὰ τὸν Ἡσύχ. σ.λ. νάβλα· εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ ἢ ψαλτήριον ἢ κιθάρα καὶ σ.λ. νάβλας· κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ δυσήχου (...) Ἡ ὀνομ., ἑπομένως, εἶναι νάβλα καὶ νάβλας (τὸ α΄ θηλ., τὸ β΄ ἀρσ.), ἐνῶ νάβλας εἶναι καὶ τὸ μουσικὸ ὄργανο καὶ ὁ μουσικός, ὁ ναβλιστής. Ἡ λέξη εἶναι Σημιτικῆς προελεύσεως (πβ. Ἑβρ. nēbel). Ὁ Ἡσύχιος παραδίδει (σ.λ. νάβλας, στὴ συνέχεια) καὶ τύπο ναῦλον (προφανῶς μεταγεν.). Περισσότερα: Chantraine1 σ.λ. νάβλας.
Ἡ πληροφορία τοῦ Ἡσύχιου ὅτι τὸ ὄργανο ἦταν δύσηχον (κακόηχο), μπορεῖ νὰ βοηθήσει στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου, κυρίως τῶν λέξεων οὐκ εὐμελής (στ. 1) καὶ ἄψυχος (στ. 2). Ὅταν, ὅμως, φτιαχτεῖ ὁ νάβλας (ὅταν καρφωθεῖ, πιθανόν, πιὸ στερεὰ καὶ κουρδιστεῖ καλύτερα), παγεὶς ἔμπνουν ἀνίει μοῦσαν. Γιὰ τὸ παγεὶς πβ. καὶ πηκτίς (βλ. κατωτ. F12.4 [στ. 1] σ.λ.).
5 (στ. 3). ἐγρέσθω: γ΄ ἑνικ. προστ. ἀορ. β΄ ἠγρόμην. Βλ. ἀνωτ. σημ. στὸ κριτ. ὑπόμν. (μὲ ἀναφορὰ καὶ στὴ στίξη τοῦ κειμένου).
6 (στ. 4). τὸν ἡδονῆς (...): ὁ Kaibel2 (fr. 10) προτείνει μὲ ἀμφιβολίες τὸν Ἀδώνιδος (βλ. καὶ σημ. Olivieri3 στὸ ἀπόσπ. [10], μὲ παραπομπὴ στὸ 15ο Εἰδύλλ. τοῦ Θεόκριτου [Συρακόσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι], στὸν Ἐπιτάφιον Ἀδώνιδος τοῦ Βίωνος καὶ στὸν Φερεκράτη: ἀπόσπ. 170 [Kock4] Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλάομεν).
1. ἐν Μυστάκου δὲ θητίωι: βλ. ἀνωτ. σχόλ. στὸ 10a-b (τίτλος).
3 (στ. 1). νάβλας: ἔγχορδο μουσικὸ ὄργανο (βλ. κατωτ. F15.6 [στ. 2] σ.λ. ἐκκεχόρδωται). Κατὰ τὸν Ἡσύχ. σ.λ. νάβλα· εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ ἢ ψαλτήριον ἢ κιθάρα καὶ σ.λ. νάβλας· κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ δυσήχου (...) Ἡ ὀνομ., ἑπομένως, εἶναι νάβλα καὶ νάβλας (τὸ α΄ θηλ., τὸ β΄ ἀρσ.), ἐνῶ νάβλας εἶναι καὶ τὸ μουσικὸ ὄργανο καὶ ὁ μουσικός, ὁ ναβλιστής. Ἡ λέξη εἶναι Σημιτικῆς προελεύσεως (πβ. Ἑβρ. nēbel). Ὁ Ἡσύχιος παραδίδει (σ.λ. νάβλας, στὴ συνέχεια) καὶ τύπο ναῦλον (προφανῶς μεταγεν.). Περισσότερα: Chantraine1 σ.λ. νάβλας.
Ἡ πληροφορία τοῦ Ἡσύχιου ὅτι τὸ ὄργανο ἦταν δύσηχον (κακόηχο), μπορεῖ νὰ βοηθήσει στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου, κυρίως τῶν λέξεων οὐκ εὐμελής (στ. 1) καὶ ἄψυχος (στ. 2). Ὅταν, ὅμως, φτιαχτεῖ ὁ νάβλας (ὅταν καρφωθεῖ, πιθανόν, πιὸ στερεὰ καὶ κουρδιστεῖ καλύτερα), παγεὶς ἔμπνουν ἀνίει μοῦσαν. Γιὰ τὸ παγεὶς πβ. καὶ πηκτίς (βλ. κατωτ. F12.4 [στ. 1] σ.λ.).
5 (στ. 3). ἐγρέσθω: γ΄ ἑνικ. προστ. ἀορ. β΄ ἠγρόμην. Βλ. ἀνωτ. σημ. στὸ κριτ. ὑπόμν. (μὲ ἀναφορὰ καὶ στὴ στίξη τοῦ κειμένου).
6 (στ. 4). τὸν ἡδονῆς (...): ὁ Kaibel2 (fr. 10) προτείνει μὲ ἀμφιβολίες τὸν Ἀδώνιδος (βλ. καὶ σημ. Olivieri3 στὸ ἀπόσπ. [10], μὲ παραπομπὴ στὸ 15ο Εἰδύλλ. τοῦ Θεόκριτου [Συρακόσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι], στὸν Ἐπιτάφιον Ἀδώνιδος τοῦ Βίωνος καὶ στὸν Φερεκράτη: ἀπόσπ. 170 [Kock4] Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλάομεν).