T= Testimonium F= Fragmentum E= Επιγραφή / Inscription
1‹Ἀταβυρίτην›2 (sc. μνημονεύει) Σώπατρος ἐν Κνιδίαι ↓·
(v. 1) ‹Ἀ›ταβυρίτης3 ↓ δ' ἄρτος ἦν πλησίγναθος ↓.
1Τὸ Ἀταβυρίτικο ψωμὶ (μνημονεύει) ὁ Σώπατρος στὴν Κνιδία:
(στ. 1) Ὑπῆρχε κι Ἀταβυρίτικο2 ψωμὶ ὁλόφουσκο κι ἀφράτο.
ΤΙΤΛΟΣ: Στὸν Σουίδα σ.λ. Σώπατρος, ὅπως ἔχουμε δεῖ παραπάνω (T2), δημιουργεῖται πρόβλημα ὡς πρὸς τὴν ταύτιση τοῦ ἔργου αὐτοῦ μὲ τὸ Σιλφία (Σίλφια;) ἢ Σίλφαι. Ἡ χειρόγραφη παράδοση φαίνεται νὰ ὁδηγεῖ στὴν ταύτιση, γι' αὐτὸ καὶ διερωτώμεθα μήπως πρέπει νὰ προτιμήσουμε τὴ γραφὴ Σίλφαι (Σίλφια, τὰ;) ἢ Κνιδία. Ἐπειδὴ ὅμως ὑπάρχει διάσταση ἀπόψεων ὡς πρὸς τὸ θέμα, προτιμήσαμε τὴ διάκριση καὶ τὴν παράθεση τῶν δύο ἀπόσπ. (9 καὶ 18) στὴν –κατὰ ἀλφαβητικὴ σειρὰ– θέση τους.
Κνιδία ἔγραψε καὶ ὁ Ἄλεξις. Ὁ Olivieri, FCGM1 ΙΙ 33, πιστεύει ὅτι ὁ Σώπατρος παρωδεῖ ἐδῶ τὴ Ῥοδία τοῦ Φιλήμονα.
2 (στ. 1). <Ἀ>ταβυρίτης: ἀπὸ τὸ Ἀταβύριο (ὄρος στὴ Ρόδο). Γιὰ τὰ ψωμιὰ τῆς Ρόδου ὁ Σώπατρος κάνει λόγο (ἂν εὐσταθεῖ ἡ ἑρμηνεία ποὺ ἀκολουθήσαμε) καὶ στὸ ἀπόσπ. 1. Ὁ Casaubon, ὅμως, εἰκάζει ὅτι ὁ Ταβυρίτης ἄρτος (κατὰ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ἀθήναιου) προέρχεται ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κιλικίας Tábou (βλ. Schweighäuser, Animadv. ΙΙ 254).
ἄρτος (...) πλησίγναθος: «ἅπαξ λεγόμενον», νοουμένου ὅτι στὸν Σώπατρο ἀναφέρεται ὁ Εὐστ. σχολιάζοντας τὸ Α 479 (ἴκμενον οὖρον): ὁ δὲ τοιοῦτος ἄνεμος εἴη ἂν Ὁμηρικῶς εἰπεῖν καὶ πλησίστιος, οὗ πρὸς ὁμοιότητα εἴρηκέ τις καὶ ἄρτον πλησίγναθον, ὥσπερ αὖ πάλιν πρὸς τοῦτο εἴρηται ὁ φυσίγναθος (Βατραχομ. 17 εἰμὶ δ' ἐγὼ βασιλεὺς Φυσίγναθος, 56-9 πρὸς τάδε μειδήσας Φυσίγναθος ἀντίον ηὔδα· | ξεῖνε, λίην αὐχεῖς ἐπὶ γαστέρι· ἔστι καὶ ἡμῖν | πολλὰ μάλ' ἐν λίμνηι καὶ ἐπὶ χθονὶ θαύματ' ἰδέσθαι. | ἀμφίβιον γὰρ ἔδωκε νομὴν βατράχοισι Κρονίων, κ.ἀ.): μὲ φουσκωμένα μάγουλα («Ὁ ἔχων πεφυσημένας ... τὰς παρειάς» LSK2 σ.λ., πβ. Μ. Ἐτυμ. σ.λ. γνάθος [235.55-7]· ἡ παρειά· παρὰ τὴν γνάμψιν καὶ κάμψιν ἢ κλάσιν, ἡ καμπτομένη σιαγών· οἷον, Φυσίγναθος ἀντίον ηὔδα). Τὸ πλησίγναθος (καὶ αὐτὸ σὲ κωμικὸ κείμενο) μὲ ἐνεργ. σημ. σημαίνει αὐτὸν ποὺ γεμίζει τὸ στόμα (“filling the cheeks” LSJ93, «ὁ πληρῶν τὰς γνάθους» LSK2, μὲ ἀναφορὰ στὸ προκείμενο ἀπόσπ. τοῦ Σώπατρου), πβ. Εὐρ. Κύκλ. οὗτος μὲν (sc. ὁ ἀσκὸς) οὐδ' ἂν τὴν γνάθον πλήσειέ μου. Ὅμως ὁ παραλληλισμὸς πρὸς τὸ φυσίγναθος ὁδηγεῖ μᾶλλον στὴν παθητικὴ.
ΤΙΤΛΟΣ: Στὸν Σουίδα σ.λ. Σώπατρος, ὅπως ἔχουμε δεῖ παραπάνω (T2), δημιουργεῖται πρόβλημα ὡς πρὸς τὴν ταύτιση τοῦ ἔργου αὐτοῦ μὲ τὸ Σιλφία (Σίλφια;) ἢ Σίλφαι. Ἡ χειρόγραφη παράδοση φαίνεται νὰ ὁδηγεῖ στὴν ταύτιση, γι' αὐτὸ καὶ διερωτώμεθα μήπως πρέπει νὰ προτιμήσουμε τὴ γραφὴ Σίλφαι (Σίλφια, τὰ;) ἢ Κνιδία. Ἐπειδὴ ὅμως ὑπάρχει διάσταση ἀπόψεων ὡς πρὸς τὸ θέμα, προτιμήσαμε τὴ διάκριση καὶ τὴν παράθεση τῶν δύο ἀπόσπ. (9 καὶ 18) στὴν –κατὰ ἀλφαβητικὴ σειρὰ– θέση τους.
Κνιδία ἔγραψε καὶ ὁ Ἄλεξις. Ὁ Olivieri, FCGM1 ΙΙ 33, πιστεύει ὅτι ὁ Σώπατρος παρωδεῖ ἐδῶ τὴ Ῥοδία τοῦ Φιλήμονα.
2 (στ. 1). <Ἀ>ταβυρίτης: ἀπὸ τὸ Ἀταβύριο (ὄρος στὴ Ρόδο). Γιὰ τὰ ψωμιὰ τῆς Ρόδου ὁ Σώπατρος κάνει λόγο (ἂν εὐσταθεῖ ἡ ἑρμηνεία ποὺ ἀκολουθήσαμε) καὶ στὸ ἀπόσπ. 1. Ὁ Casaubon, ὅμως, εἰκάζει ὅτι ὁ Ταβυρίτης ἄρτος (κατὰ τὴ χειρόγραφη παράδοση τοῦ Ἀθήναιου) προέρχεται ἀπὸ τὴν πόλη τῆς Κιλικίας Tábou (βλ. Schweighäuser, Animadv. ΙΙ 254).
ἄρτος (...) πλησίγναθος: «ἅπαξ λεγόμενον», νοουμένου ὅτι στὸν Σώπατρο ἀναφέρεται ὁ Εὐστ. σχολιάζοντας τὸ Α 479 (ἴκμενον οὖρον): ὁ δὲ τοιοῦτος ἄνεμος εἴη ἂν Ὁμηρικῶς εἰπεῖν καὶ πλησίστιος, οὗ πρὸς ὁμοιότητα εἴρηκέ τις καὶ ἄρτον πλησίγναθον, ὥσπερ αὖ πάλιν πρὸς τοῦτο εἴρηται ὁ φυσίγναθος (Βατραχομ. 17 εἰμὶ δ' ἐγὼ βασιλεὺς Φυσίγναθος, 56-9 πρὸς τάδε μειδήσας Φυσίγναθος ἀντίον ηὔδα· | ξεῖνε, λίην αὐχεῖς ἐπὶ γαστέρι· ἔστι καὶ ἡμῖν | πολλὰ μάλ' ἐν λίμνηι καὶ ἐπὶ χθονὶ θαύματ' ἰδέσθαι. | ἀμφίβιον γὰρ ἔδωκε νομὴν βατράχοισι Κρονίων, κ.ἀ.): μὲ φουσκωμένα μάγουλα («Ὁ ἔχων πεφυσημένας ... τὰς παρειάς» LSK2 σ.λ., πβ. Μ. Ἐτυμ. σ.λ. γνάθος [235.55-7]· ἡ παρειά· παρὰ τὴν γνάμψιν καὶ κάμψιν ἢ κλάσιν, ἡ καμπτομένη σιαγών· οἷον, Φυσίγναθος ἀντίον ηὔδα). Τὸ πλησίγναθος (καὶ αὐτὸ σὲ κωμικὸ κείμενο) μὲ ἐνεργ. σημ. σημαίνει αὐτὸν ποὺ γεμίζει τὸ στόμα (“filling the cheeks” LSJ93, «ὁ πληρῶν τὰς γνάθους» LSK2, μὲ ἀναφορὰ στὸ προκείμενο ἀπόσπ. τοῦ Σώπατρου), πβ. Εὐρ. Κύκλ. οὗτος μὲν (sc. ὁ ἀσκὸς) οὐδ' ἂν τὴν γνάθον πλήσειέ μου. Ὅμως ὁ παραλληλισμὸς πρὸς τὸ φυσίγναθος ὁδηγεῖ μᾶλλον στὴν παθητικὴ.