Μεγάλος σοφιστὴς καὶ καθόλου κατώτερος ἀπὸ τοὺς γιατροὺς στὴν
ἀλαζονεία (εἶναι) καὶ τοῦ Σωσιπάτρου ὁ μάγειρος στὸν Κα-
ταψευδόμενο, ὁ ὁποῖος μιλᾶ μ' αὐτὸν τὸν τρόπο:
(στ. 1) Καθόλου εὐκαταφρόνητη ἡ τέχνη μας,
Δημύλε, ἂν τὸ καλοσκεφτεῖς, δὲν εἶναι·
μά 'χει ξεφτιλιστεῖ τὸ πράγμα, κι ὅλοι σχεδὸν
πὼς εἶναι μάγειροι ἰσχυρίζονται, καὶ τίποτ' ἂς μὴ ξέρουν·
(στ. 5) ἀπὸ τοὺς τέτοιους καταστρέφεται ἡ τέχνη.
Γιατὶ ἂν πάρεις μάγειρο ἀληθινό,
πού 'χει ἀπὸ παιδὶ ὀρθὰ στὸ πράγμα εἰσαχθεῖ
καὶ τὶς δυνάμεις διαθέτει καὶ τὰ μαθήματα
ὅλα ἐφεξῆς καλὰ γνωρίζει, κάπως ἀλλοιῶς τυχὸν
(στ. 10) θὰ σοῦ φανεῖ τὸ πράγμα.Τρεῖς ἐμεῖς μόνοι
ἔχουμε πιὰ ἀπομείνει, ὁ Βοιδίωνας κι ὁ Χαριάδης
καὶ ἐγώ· τοὺς ὑπολοίπους κλάσ' τους. (Δημ.) Τί λές;
Ἐγώ; (Α.) Τὴ Σχολὴ ἐμεῖς τὴ σώζουμε
τοῦ Σίκωνα· αὐτὸς τῆς τέχνης ἦταν ὁ ἀρχηγός.
(στ. 15)Μᾶς δίδασκε πρῶτα ν' ἀστρολογοῦμε ὁ Σίκων,
κι ἔπειτα μετὰ ταῦτα εὐθὺς ἀρχιτεκτονική·
Ὅλα τὰ φυσικὰ ζητήματα κατεῖχε·
πάνω ἀπ' ὅλα τοῦτα παρέδιδε στρατηγική.
Πρὶν ἀπ' τὴν τέχνη ἔσπευδε αὐτὰ σ' ἐμᾶς νὰ μάθει.
(στ. 20) (Δημ.) Ἄραγε σὺ ἐμὲ μπορεῖς νὰ κόβεις, φίλτατε;
(Α.) Ὄχι, μὰ μέχρι ἀπὸ τὴν ἀγορὰ νὰ φτάσει τὸ παιδί,
θὰ σὲ ταρακουνήσω λίγο γιὰ τὸ πράγμα,
εὐκαιρία γιὰ λόγο βρίσκοντας τὸν χρόνο.
(Δημ.) Ἀπόλλωνα, ἐπίπονο φαντάζει! (Α.) Ἄκου, καλέ
(στ. 25) νὰ ξέρει πρῶτα-πρῶτα πρέπει ὁ μάγειρος
γιὰ τὰ οὐράνια σώματα, καὶ γιὰ τῶν ἀστεριῶν τὶς δύσεις
καὶ τὶς ἀνατολές, κι ὁ ἥλιος πότε
καὶ στὴ μεγάλη του καὶ στὴ μικρή του μέρα
ἐπιστρέφει, καὶ σὲ ποιά ζώδια εἶναι.
(στ. 30) Γιατὶ σχεδὸν τὰ φαγητὰ καὶ τὰ ἐδέσματα ὅλα
μὲ τὴν περιφορὰ μὲ τάξη τοῦ ὅλου σύμπαντος
ἄλλη τὴ γλύκα μέσα τους ἀνάλογα λαμβάνουν.
Ὅποιος λοιπὸν ἐτοῦτα δὰ κατέχει, τὴν ὥρα βλέποντας
ἀπὸ αὐτὰ τὸ κάθε τι ὅπως ἁρμόζει θὰ τὸ κάνει,
(στ. 35) μὰ ὅποιος ἀγνοεῖ αὐτὰ εὐλόγως τὰ λασπώνει.
Πάλι τὰ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς μπορεῖ
ἀπορία νά 'χεις στὴν τέχνη τί προσφέρουν.
(Δημ.) ἐγώ 'χω ἀπορία; (Α.) Ἐγὼ ὅμως θὰ σοῦ πῶ·
τὸ μαγειριὸ ὀρθὰ νὰ στρώσεις καὶ τὸ φῶς
(στ. 40) νὰ τό 'χεις ὅσο πρέπει καὶ τὸν ἀέρα πόθεν
ἔρχεται νὰ βλέπεις, μεγάλην ἔχει χρεία γιὰ τὸ πράγμα.
Ὁ καπνὸς ἐδῶ κι ἐκεῖ σὰν φέρεται, ἐπίδραση
ὅλο καὶ κάποια στοὺς ψῆστες συνήθως ἐνασκεῖ.
Γιατί λοιπὸν σοῦ ἀναπτύσσω ἀκόμα τὴ στρατηγική;
(στ. 45) Γιατὶ ἔχω βέβαια τὸν μάγειρο! Σοφὴ ἡ τάξη
ἁπανταχοῦ εἶναι καὶ στὴν κάθε τέχνη·
καὶ στὴ δική μας τὴν πρωτεύουσα σχεδὸν κατέχει θέση.
Γιατὶ νὰ παραθέσεις καὶ μὲ τάξη νὰ σηκώσεις
τὸ κάθε τι καὶ τὴν κατάλληλη γι' αὐτὰ περίσταση νὰ δεῖς,
(στ. 50) πότε πυκνότερα νὰ φέρεις πρέπει καὶ βάδην πότε,
καὶ πῶς ἔχουν γιὰ τὸ δεῖπνο μὰ καὶ πότε
κατάλληλη γι' αὐτὰ περίσταση εἶναι ἀπ' τὰ ψητὰ ἄλλα
ζεστὰ νὰ παραθέσεις καὶ χλιαρὰ ἄλλα, ἄλλα μέτρια
κι ἄλλα ἐντελῶς ξεπαγιασμένα, ἐτοῦτα βέβαια ὅλα
(στ. 55) στὰ περὶ τῆς στρατηγικῆς τὰ ἐξετάζουν
τὰ μαθήματα. (Δημ.) Ἀφοῦ κατέδειξες σὲ μένα
ὅσα πρέπει ἄμε ὁ ἴδιος στὸ καλὸ κι ἡσύχαζε.
ΤΙΤΛΟΣ: Καταψευδόμενος. Ἔργα μὲ τὸν ἴδιο τίτλο ἔχουν συνθέσει ὁ Ἄλεξις (Kassel – Austin PCG1 II ἀπόσπ. 232-5, ὅπου ὁ τίτλος εἶναι Τοκιστὴς ἢ Καταψευδόμενος), ὁ Φιλήμων (ὅ.π. VII ἀπόσπ. 37) καὶ ὁ Μένανδρος (ὅ.π. VI.2 ἀποσπ. 204-7, βλ. καὶ IV σελ. 69 [καὶ Δ. Σταμάτη Σωσίπ. 15 μὲ σημ. 91-2] γιὰ τὸ ἔργο Αὐτοῦ καταψευδόμενος τοῦ Χαιρίωνος, ποὺ παραστάθηκε στὰ Διονύσια τοῦ 154 π.Χ.), χωρὶς νὰ μποροῦμε ἀπὸ τὰ ἀποσπάσματα ποὺ ἔχουν σωθεῖ νὰ συμπεράνουμε τὸ περιεχόμενο καὶ τὸν τρόπο διαπραγμάτευσης τοῦ θέματος. Ἡ λέξη εἶναι τύπος τῆς μετοχῆς ἐνεστ. τοῦ ρήμ. καταψεύδομαι, ποὺ σημαίνει «λέγω ψέμματα σὲ κάποιον γιὰ κάτι ἢ ἐναντίον κάποιου» (πβ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 533 ταύτης καταψευδόμενος, Πλάτ. Πολ. 391d οἷα νῦν καταψεύδονται αὐτῶν, κ.ἄ.), «ἐπινοῶ ὁ ἴδιος διάφορα, προφασίζομαι» (Εὐρ. Βάκχ. 334), κ.τ.τ. (βλ. LSJ92 καὶ LSK3 σ.λ. καταψεύδομαι). Ἐδῶ πρόκειται γιὰ ἕναν καταψευδόμενον μάγειρα, ποὺ ἀποπειρώμενος νὰ διδάξει σ' ἕνα νεώτερό του τὰ μυστικὰ τῆς τέχνης συχνὰ πέφτει σὲ ὑπερβολὲς καὶ λέει πράγματα μὴ ἀνταποκρινόμενα στὴν πραγματικότητα τοῦ ἐπαγγέλματός του. Σοφιστὴν καὶ ἀλαζόνα τὸν χαρακτηρίζει ὁ Ἀθήναιος.
Γιὰ τὴν παράδοση τοῦ κειμένου ἀπὸ τὸν Ἀθήναιο μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Σωσιπάτρου (ἀντὶ ἴσως τοῦ Σωπάτρου, ὅπως στὶς προηγούμενες ἀναφορές), καὶ γενικὰ γιὰ τὸ πρόβλημα τῆς ταύτισης τῶν δύο βλ. ἀνωτ. 187-9. Ἀναλυτικὲς κριτικὲς καὶ ἑρμηνευτικὲς παρατηρήσεις: Δ. Σταμάτη Σωσίπ. 49-127.
Τὸ μέτρο τῶν σωζόμενων στίχων εἶναι ἰαμβικὸ τρίμετρο, μὲ πολλὲς ἀναλύσεις μακρόχρονων ἀλλὰ καὶ βραχύχρονων συλλαβῶν.
1 κἑ. σοφιστὴς (...): αὐτὸς ποὺ κατέχει καλὰ τὴ σοφία ἢ τὴν τέχνη του (γιὰ μάντεις, ποιητές, μουσικούς, κ.λπ.), ὁ φρόνιμος («ὁ δεξιὸς εἰς τὰ πράγματα τῆς ζωῆς ταύτης, σοφός, φρόνιμος ἄνθρωπος, συνετὸς πολιτικὸς ἀνήρ, καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οἱ ἑπτὰ σοφοὶ καλοῦνται σοφισταί» LSK3 σ.λ. σοφιστής, Ι.2), ὁ «σοφιστής», μὲ καλὴ σημασία: αὐτὸς ποὺ διδάσκει ἀντὶ χρημάτων γραμματική, ρητορική, μαθηματικὰ κ.λπ., καὶ μὲ κακὴ σημασία: ὁ σοφιστευόμενος, ὁ ἀπατεών (βλ. π.χ. Ἀριστοφ. Νεφ. 331 κἑ., πλείστους αὗται βόσκουσι σοφιστάς, | Θουριομάντεις ἰατροτέχνας σφραγιδονυχαργοκομήτας, | κυκλίων τε χορῶν ἀισματοκάμπτας ἄνδρας μετεωροφένακας, | οὐδὲν δρῶντας βόσκουσ' ἀργούς, ὅτι ταύτας μουσοποιοῦσιν, πβ. Δημ. Περὶ τοῦ στεφ. 276 ὅπως μὴ παρακρούσομαι μηδ' ἐξαπατήσω, δεινὸν καὶ γόητα καὶ σοφιστὴν καὶ τὰ τοιαῦτ' ὀνομάζων, κ.ἄ.). Μὲ τὴν τελευταία προφανῶς σημασία κεῖται ἡ λέξη σοφιστὴς στὸ προκείμενο χωρίο τοῦ Ἀθήναιου, σημασία ἡ ὁποία ἐπιτείνεται μὲ τὸ ἐπίθ. μέγας καὶ συμπληρώνεται μὲ τὴ φράση οὐδὲν <ἀποδέων> τῶν ἰατρῶν εἰς ἀλαζονείαν. Μιὰ ματιὰ στὸ περικείμενο τοῦ Ἀθήναιου (9, 376b κἑ.) συμπληρώνει τὴν ἐδῶ εἰκόνα τοῦ μαγείρου καὶ βοηθεῖ στὴν κατανόηση τοῦ κειμένου τοῦ Σωσιπάτρου· βλ. π.χ. 376c πάντων θαυμαζόντων τοῦ μαγείρου τὴν σοφίαν, μέγα φρονῶν ἐκεῖνος ἐπὶ τῆι τέχνηι ἔφη (...), 376e (μάγειρος ὁμιλῶν πρὸς τοὺς μαθητὰς στὸ ἔργο τοῦ Ποσειδίππου Χορεύουσαι:) τῶν ἡδυσμάτων | πάντων κράτιστόν ἐστιν ἐν μαγειρικῆι | ἀλαζονεία (...), 377b-c (γιὰ τὸν μάγειρο Σεύθη, ὁ ἴδιος ποιητής:) ἰδιώτης μέγας | αὐτοῖς ὁ Σεύθης; οἶσθας, ὦ βέλτισθ', ὅτι | ἀγαθοῦ στρατηγοῦ διαφέρειν οὐδὲν δοκεῖ; (στίξη: Capps, Gulick4) | οἱ πολέμιοι πάρεισιν. ὁ βαθὺς τῆι φύσει | στρατηγὸς ἕστη καὶ (Casaubon, ἕστηκεν AC) τὸ πρᾶγμ' ἐδέξατο. | πολέμιός ἐστι πᾶς ὁ συμπίνων ὄχλος (...), 380c «Μή τις τούτων τῶν δευτέρων ἑπτὰ σοφῶν ὀνομασθέντων τοιοῦτόν τι ἐπενόησε περὶ τοῦ χοίρου, πῶς καὶ τὰ ἐντὸς πεπλήρωται, καὶ τὸ μὲν ὀπταλέον ἐστὶν αὐτοῦ τὸ δ' ἑφθόν, αὐτὸς δ' ἐστὶν ἄσφακτος;» (...), 381f ὑπὸ πλούτου καὶ τρυφῆς τοὺς τοῦ θαυμασιωτάτου Πλάτωνος διαλόγους ἠνάγκαζεν ἐκμανθάνοντας τοὺς μαγείρους, φέροντάς τε τὰς λοπάδας ἅμα λέγειν (...), 383b Περίεργον δ' ἐστὶν ὡς ἀληθῶς τὸ πολὺ τῶν μαγείρων γένος περί τε τὰς ἱστορίας καὶ τὰ ὀνόματα (...), κ.λπ. Πβ. Ἀθήν. 14, 658e ἐπελθὼν εἷς ἐκείνων τῶν σοφιστῶν μαγείρων ἐκήρυσσε μῦμα (βλ. καὶ ἑπόμενα), καὶ κατωτ. 7 (στ. 4) κ.ἀ.
4 (στ. 1). οὐ παντελῶς (...) ἡ τέχνη: Μὲ τὸ σχῆμα λιτότητος, ἀντὶ τοῦ οὐδόλως εὐκαταφρόνητος, ἐπιδιώκεται φυσικὰ ἡ ἔξαρση τῆς πεποίθησης τοῦ ὁμιλητῆ γιὰ τὴ σπουδαιότητα τοῦ ἐπαγγέλματός του, ἀποκαλυπτικὴ τῶν διαθέσεών του γιὰ αὐτοέπαινο καὶ τοῦ ὑπερήφανου χαρακτήρα του. Γιὰ τὸ οὐ παντελῶς βλ. LSJ92 σ.λ. παντελής ΙΙΙ.2 (“οὐ π. not at all, Men. 5”). Τὸ ἐπίθ. εὐκαταφρόνητος δηλώνει αὐτὸν ποὺ εὔκολα μπορεῖ νὰ γίνει ἀντικείμενο περιφρόνησης (βλ. π.χ. Μεν. Σαμία 641-2 [Sandbach] ἀνόητόν τε καὶ | εὐκαταφρόνητον ἔργον εἴμ' εἰργασμένος). Τῆς λέξεως ἡ τέχνη, ποὺ οὐσιαστικὰ ἀποτελεῖ καὶ τὸ θέμα ὅλου τοῦ ἀποσπάσματος, ἡ βασικὴ σημασία βρίσκεται στὴ φράση «ἡ τοῦ τεύχειν τι ἐπιστήμη». Στὸν Ὅμηρο γίνεται ἀναφορὰ σὲ τέχνην παντοίην (ζ 234 καὶ ψ 161), αὐτὲς ποὺ δίδαξαν στοὺς ἀνθρώπους θεοὶ ὅπως ὁ Ἥφαιστος (μὲ χαρακτηριστικὸ τὸ Ὁμηρ. ἐπίθ. [Α 571 κ.ἀ.] κλυτοτέχνης) καὶ ἡ Ἀθηνᾶ (γ 433 [βλ. COd5 Ι 186-7 / Α΄ 364-5, καὶ ἀνωτ. 5 Υ1.6 κἑ. μὲ σχόλ.], θ 327, λ 614 κ.ἀ.), ἐνῶ ἀλλοῦ γίνεται λόγος γιὰ τὴ φωτιὰ καὶ τὸν Προμηθέα ὡς διδάσκαλο κάθε τέχνης, γιὰ τὴ μουσική, τὴ μαντική, τὴ διαλεκτική, τὴ ρητορική, τὴν αὐξητική, τὴ γραμματική, τὴν ἐρωτική κ.τ.τ. (βλ. TGrL6 καὶ LSJ92 σ.λ.). Κατὰ τὸν Ζήνωνα τὸν Κιτιέα (ΑΚυΓ57), τέχνη ἐστὶν ἕξις ὁδοποιητική, τουτέστι δι' ὁδοῦ καὶ μεθόδου ποιοῦσά τι (ἀπόσπ. 88), σύστημα ἐκ καταλήψεων συγγεγυμνασμένων πρός τι τέλος εὔχρηστον ἐν τῶι βίωι (128, βλ. καὶ 124 τέχνην εἶναί φασι σύστημα ἐκ καταλήψεων, κατάληψιν δὲ καταληπτικῆι φαντασίαι συγκατάθεσιν καὶ 126 οἱ Στωϊκοὶ περὶ ψυχὴν ἀγαθά φασιν εἶναι τέχνας τινάς, τὰς ἀρετάς· τέχνην δὲ εἶναί φασι σύστημα ἐκ καταλήψεων συγγεγυμνασμένων, τὰς δὲ καταλήψεις γίγνεσθαι περὶ τὸ ἡγεμονικόν), τῆς μὲν <γὰρ γραμματικῆς> γένος ἐστὶν ἡ καθόλου τέχνη, τῆς δὲ τέχνης ἡ ἕξις, ὡς δηλοῖ καὶ ὁ Ζήνων, λέγων· Τέχνη ἐστὶν ἕξις ὁδῶι ποιητική, τουτέστι δι' ὁδοῦ καὶ μεθόδου ποιοῦσά τι (129)· πβ. Ἀριστοτ. Ἠθ. Νικ. 1140a Ἡ μὲν οὖν τέχνη (...) ἕξις τις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική ἐστιν (βλ. τὸ ὅλο χωρίο), 1094a πᾶσα τέχνη καὶ πᾶσα μέθοδος, ὁμοίως δὲ πρᾶξίς τε καὶ προαίρεσις, ἀγαθοῦ τινος ἐφίεσθαι δοκεῖ, καὶ Μεταφ. 981a γίγνεται τέχνη ὅταν ἐκ πολλῶν τῆς ἐμπειρίας ἐννοημάτων μία καθόλου γένηται περὶ τῶν ὁμοίων ὑπόληψις (καὶ ἄλλα πολλά). Ἐδῶ φυσικὰ ἔχει τὴ σημασία τοῦ ἐπαγγέλματος, τοῦ ἐπιτηδεύματος ποὺ ἐξασκεῖται συστηματικά (βλ. Ἡρόδ. 3.130, Ἀριστοφ. Βάτρ. 811, Πλάτ. Πρωτ. 312b καὶ 319c, κ.ἀ.) καὶ διακρίνεται στὶς παραπάνω ἀλλὰ καὶ ἄλλες εἰδικότητες. (Γιὰ τὶς σημασίες τῆς λέξης ὡς: καλλιτεχνήματος, συστηματικῆς μεθόδου, τεχνάσματος ἢ πανουργίας βλ. LSJ92 σ.λ. τέχνη). Στὸν προκείμενο στίχο δὲν δίνεται ἡ πληροφορία γιὰ τὴ συγκεκριμένη τέχνη ποὺ ἐξασκεῖ ὁ ὁμιλῶν.
6 (στ. 3). πέπλυται τὸ πρᾶγμα: Οἱ κώδ. ACE ἔχουν τὴ γραφὴ πέπαυται· ὁ Casaubon διόρθωσε σὲ πέπραται καὶ ὁ Porson σὲ πέπλυται, γραφὴ ἡ ὁποία καὶ ἔγινε ἀποδεκτή. Στὸν Ἡσύχιο (πβ. Σουίδα) ὁ τύπος τῆς παθητ. φωνῆς πλύνεται ἐξηγεῖται ὡς βλασφημεῖται, λοιδορεῖται, ἐνῶ στὴν ἐνεργ. φωνὴ ἔχει καὶ τὶς σημασίες τοῦ ἐλέγχω ἢ τοῦ κακολογῶ (βλ. π.χ. Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 381 διέβαλλε ... | κἀκυκλοβόρει κἄπλυνεν, μὲ τὴ σημασία τῆς σημερινῆς φράσης «μ' ἔλουσε»). Πβ. Αἰσχίν. Κατὰ Κτησ. 178 νυνὶ δὲ καταπέπλυται τὸ πρᾶγμα (sc. τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα), μὲ τὴ σημασία τοῦ «ἔχει ξεπλυθεῖ», «ἔχει φθαρεῖ».
7 (στ. 4). εἶναι μάγειροί φασιν: Ὁ ὁμιλῶν δείχνει τὴ διάθεσή του νὰ ἀποστασιοποιηθεῖ ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐκείνων ποὺ θεωροῦν πὼς εἶναι μάγειροι, οὐθὲν εἰδότες (ἡ μετοχὴ ἐναντιωματική). Στὸν στίχο ἐξειδικεύεται ἡ τέχνη τοῦ στ. 1 (καὶ τὸ θέμα τοῦ ἀποσπ.): πρόκειται γιὰ τὴ μαγειρικὴ τέχνη.
Ἡ λέξη μάγειρος ἐτυμολογεῖται συνήθως ἀπὸ τὸ ρ. μάσσω (=ψηλαφῶ, ζυμώνω, βλ. LSK3 σ.λ.), ἐνῶ γιὰ τὸν Ἡρωδιανὸ σημαίνει τὸν τὰς μάζας φυρόντα (βλ. Dohm Mageiros8 72-75, ὅπου καὶ περαιτέρω παραπομπές)· ἄλλοι συνδέουν τὸ ὄνομα μὲ τὴν μάχαιραν ἢ ἀκόμα μὲ τὸν τίτλο ἱεροῦ προσώπου στὴν ἀρχαία λατρεία (βλ. ὅ.π.). Γιὰ τὸ ἔργο τους στὴν ἑτοιμασία τοῦ φαγητοῦ σὲ ὅλες τὶς περιστάσεις τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων (θυσίες, γάμοι, καθημερινὰ γεύματα), ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπιστασία τῆς τράπεζας, μᾶς πληροφοροῦν ὁ Ἀθήναιος (2, 68a/9, 376b κἑ./14, 659d, βλ. καὶ ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 1), ὁ Πλάτων (Συμπ. 708d), κ.ἄ., κυρίως οἱ κωμωδιογράφοι καὶ τῶν τριῶν φάσεων τῆς ἐξέλιξης τοῦ εἴδους. Πβ. καὶ τὰ σχόλια τῶν λεξικογράφων γιὰ τοὺς μαίσωνας ἢ μούσωνας, τοὺς κορυφαίους τῶν μαγείρων (βλ. Ἡσύχ. σ.λλ. μαίσωνα καὶ μούσωνες), ποὺ ἡ ἐμφάνισή τους ὡστόσο δὲν συμβιβάζεται πρὸς τὸ ἀξίωμά τους, ἢ τοὺς τέττιγας (βλ. ὅ.π., σ.λ. τέττιξ), τοὺς ξένους ὑπηρέτες τῶν μαγείρων, ὅταν οἱ κύριοί τους δὲν εἶναι οἱ ἴδιοι θεράποντες, οἱ ὁποῖοι ἐμφανίζονται μελαμψοί, φαλακροὶ καὶ γενικὰ διάστροφοι τὴν ὄψιν (βλ. Πολυδ. Ὀνομ. 4.148 κἑ.). Οἱ μονόλογοι ἢ οἱ διάλογοι μεταξύ τους (βλ. Dohm8 ὅ.π. 101 κἑ.) ἐντυπωσιάζουν τοὺς κοινοὺς ἀναγνῶστες ἢ θεατὲς μὲ τὸ ἐξειδικευμένο λεξιλόγιο καὶ τὸ ἐπιτηδευμένο ὕφος, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ὅμως προκαλοῦν τὸ γέλιο, καθὼς κομπάζουν κάποτε γιὰ συνταγὲς ἢ ἐφευρετικότητα ἐξαντλούμενη στὸν τρόπο γαρνιρίσματος ἑνὸς φτωχοῦ φαγητοῦ, καὶ φτάνουν νὰ δέρνονται ὑβριζόμενοι.
Γιὰ τὴ θέση τῆς μαγειρικῆς τέχνης στὸν κοινωνικὸ βίο, ἐνδεικτικὲς εἶναι καὶ οἱ ἐπιγραφὲς ποὺ βρέθηκαν στὴν Κύπρο μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνα Μαγ(ε)ιρίου (βλ. ICS9 σσ. 301-4 ἀρ. 304 [ἐδῶ Εἰκ. 137] καὶ 305, ΑΚΕΠ10 Δα΄ 17.36-37, καὶ Καραγιώργη ΕΘΗρΑΚ11 133, 179, 190, 193). Κατὰ τὸν σχολιασμό τους ὁ Χατζηιωάννου10 (ὅ.π. Δβ΄ 48) σημειώνει πὼς τὸ Μαγίριος παράγεται ἀπὸ τὸ μάγιρος, τύπο τῆς Δωρικῆς καὶ Αἰολικῆς διαλέκτου, ἐνῶ τὸ Μαγείριος ἀπὸ τὸν τύπο μάγειρος· ὡς τύπος τῆς Ἀττικῆς ἐπικράτησε καὶ στὴν Κύπρο μὲ τὴν Κοινή· καὶ ὅτι στὴν Πύλα, λόγω τῆς ὕπαρξης μαντείου στὴν περιοχὴ καὶ τῆς τέλεσης θυσιῶν, οἱ μάγειροι πληθύνθηκαν καὶ πλούτισαν ὥστε νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ ἀνεγείρουν ναὸ στὸν προστάτη τους (ἀναφέρεται ὅμως καὶ ἡ ἄποψη τοῦ Palmer ὅτι οἱ μεγάλοι θεοὶ ἀπερρόφησαν προηγούμενους λειτουργικοὺς θεοὺς καὶ πῆραν τὰ ἐπίθετά τους, ὁπότε τὸ Μαγείριος μπορεῖ νὰ συνδέθηκε μὲ τὸ μάγειρος κατὰ παρετυμολογία).
8 (στ. 5). ἡ τέχνη λυμαίνεται: Ἡ ὅλη φράση εἶναι εἰρωνικὴ καὶ ὑποτιμητική (βλ. καὶ τὴ χρήση τῆς ἀντων. τῶν τοιούτων). Τὸ λυμαίνομαι, ὡς παθητικὸ ἐδῶ, σημαίνει «φθείρομαι, καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, χάνομαι» (perdor, corrumptor): πβ. Αἰσχ. Χοηφ. 290 λυμανθὲν δέμας, Παυσ. 10.15.3 χρυσὸν ... λελυμασμένον, Ξεν. Κύρ. παιδ. 8.125 καὶ 2.22 ἃ οὔτε κατασήπεται οὔτε ὑπερπληροῦντα λυμαίνεται. Ἡ αἰτιολόγηση τῆς θέσης αὐτῆς γίνεται στοὺς ἀμέσως ἑπόμενους στίχους (6-10). Σημειώνουμε τὴν ἐπανάληψη τῶν λέξεων πρᾶγμα (στ. 3, 7, 10), τέχνη (στ. 1, 5), μάγειρα, -οι (στ. 4, 6) σὲ βασικὲς θέσεις αὐτῶν τῶν στίχων, ὡς ἐνδεικτικὴ ἀφ' ἑνὸς τοῦ θέματος ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν ὁμιλοῦντα ἔντονα καὶ ἀφ' ἑτέρου τοῦ φτωχοῦ τυπικοῦ λεξιλογίου ποὺ διαθέτει γιὰ τὰ καθημερινά (σὲ ἀντίθεση βεβαίως πρὸς τὴν πλούσια ἐπιστημονικὴ ὁρολογία ποὺ θὰ παραθέσει στὴ συνέχεια).
11 (στ. 8). τὰς δυνάμεις: Τὸ οὐσ. δύναμις δηλώνει τὴν ἱκανότητα, τὴ δεξιότητα –ἔμφυτη ἢ ἐπίκτητη– πρὸς ἐκτέλεση κάποιου ἔργου (πβ. β 62, Ἡσ. Θεογ. 420, Εὐρ. Ἄλκ. 219, κ.ἄ.), ἀλλὰ καὶ τὴν εὐκολία δέσμευσής της πρὸς τὸ συμφέρον αὐτοῦ ποὺ τὴ χρησιμοποιεῖ (πβ. Εὐρ. Ἰφ. Τ. 1054)· βλ. TGrL6 καὶ LSJ92 σ.λ. δύναμις. Δὲν υἱοθετοῦμε τὶς στενὲς ἑρμηνεῖες τῶν Casaubon: «δυνάμεις τροφίμων» ἢ Meineke: «δυνάμεις τῆς (μαγειρικῆς) τέχνης» (βλ. Ξυδᾶς, ΣΣ12 79, πβ. δική του ἑρμηνεία «ὄντα ἄριστον γνώστην τῆς Φυσικῆς»).
μαθήματα: Αὐτὴ εἶναι ἡ παραδεδομένη γραφή, τὴν ὁποία καὶ υἱοθετοῦμε ἀπορρίπτοντας τὴ διόρθωση τοῦ Bothe13 σὲ παθήματα (βλ. ἀνωτ. κριτ. ὑπόμν.), ὅπως καὶ τὶς ἑρμηνεῖες τῆς λέξης ὡς «χημικὲς μεταβολὲς τῶν τροφίμων» ἢ ὑπονοούμενη ἄψογη γνώση συνταγῶν μαγειρικῆς καὶ χημείας. Μάθημα ὀνομάζεται γενικὰ ἡ σπουδή (disciplina, studium, πβ. Σοφ. Φιλ. 917-8 [Νε.] μὴ στέναζε, πρὶν μάθηις. | [Φι.] Ποῖον μάθημα; καὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 380 [375 κἑ.] καὶ Νεφ. 1231), ἐνῶ κάποτε γίνεται διάκριση μεταξὺ λόγων ὡς μάθησης τῶν γλωσσικῶν καὶ θεωρητικῶν γνώσεων καὶ μαθημάτων ὡς ἐξάσκησης σὲ πρακτικὲς μαθήσεις περισσότερο (πβ. Πλάτ. Νόμ. 813e ὅσα εἰς ἱππικὴν μαθήματα συντείνει, κ.τ.τ.). Ἀπ' αὐτὴ τὴν ἄποψη θὰ ταίριαζε τὸ ἐπιτήδευμα τῆς μαγειρικῆς νὰ ὀνομάζεται μάθημα, καὶ σ' αὐτὴ τὴν τέχνη νὰ ἀναφέρεται ὁ Καταψευδόμενος. Ἂν ὅμως θεωρήσουμε ὅτι ἡ λέξη σχετίζεται μὲ τοὺς ἑπόμενους στίχους, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ θεωρητικὲς ἐπιστῆμες, μποροῦμε εὔκολα καὶ εὔλογα νὰ δεχτοῦμε ὅτι ἐδῶ ἐννοοῦνται οἱ τέχνες καὶ ἡ ἐπιστήμη τῶν μαθηματικῶν (πβ. TGrL6 σ.λ.: «Sed per excellentiam μαθ. dictae fuerunt disciplinae s. Artes aut Scientiae mathematicae», βλ. καὶ τὰ ἐκεῖ παρατιθέμενα χωρία, κυρίως Πλάτ. Νόμ. 817e, ὅπου μαθήματα θεωροῦνται οἱ λογισμοί, ἡ μετρητικὴ καὶ ἡ μελέτη τῆς θέσης τῶν ἄστρων: Ἔτι δὴ τοίνυν τοῖς ἐλευθέροις ἔστιν τρία μαθήματα, λογισμοὶ μὲν καὶ τὰ περὶ ἀριθμοὺς ἓν μάθημα, μετρητικὴ δὲ μήκους καὶ ἐπιπέδου καὶ βάθους ὡς ἓν αὖ δεύτερον, τρίτον δὲ τῆς τῶν ἄστρων περιόδου πρὸς ἄλληλα ὡς πέφυκεν πορεύεσθαι). Γιὰ τὸ εἶδος τῆς συστηματικῆς παιδείας ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ἕνας νέος μάγειρος βλ. κατωτ. σχόλ. σ.στ. 13-15. Στὸν ἐδῶ στ. φαίνεται πὼς γίνεται ἀναφορὰ στὶς ἔμφυτες δεξιότητες ἀφ' ἑνός, στὴν κλίση γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἀλλὰ καὶ στὸ στάδιο τῆς παράδοσης συγκεκριμένου κύκλου μαθημάτων τὰ ὁποῖα κρίνονται ἀπαραίτητα, προκειμένου ὁ μάγειρος νὰ εἶναι ἀληθινός, ἀφ' ἑτέρου. Ἀντιθέτως ἀπὸ ἄλλους κωμικοὺς γίνεται λόγος γιὰ μάγειρον ἀγράμματον (Δαμόξενος ἀπόσπ. 2.12 Kock14) ἢ ἰδιώτην (Ποσείδιππος ἀπόσπ. 26.10-11 Kock14), χωρὶς βεβαίως νὰ παραλείπονται καὶ οἱ τίτλοι τεχνίτης (Ἡγήσιππος ἀπόσπ. 1.28 Kock14) καὶ σοφιστής (Ἄλεξ. ἀπόσπ. 149.14 Kock14, εἰς τοὺς σοφιστὰς τὸν μάγειρον ἐγγράφω) γιὰ τοὺς ἔμπειρους.
14 (στ. 11). Βοιδίων καὶ Χαριάδης: Γιὰ τὸν δεύτερο γνωρίζουμε ὅτι ἦταν φημισμένος Ἀθηναῖος μάγειρος, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου μνημονεύει ὁ Εὔφρων (ἀπόσπ. 1 [Kock14], στὸν Ἀθήν. 9, 379c-d) στὸ ἔργο του Ἀδελφοί, ὅπου ἀναφέρει τὰ ἰδιαίτερα προσόντα καὶ κλίσεις σὲ ὁρισμένες τεχνικὲς τῶν πιὸ σημαντικῶν μαγείρων τῆς ἐποχῆς. Βλ. εἰδικὰ στ. 7 θρῖον τὸ λευκὸν οὑξ Ἀθηνῶν Χαριάδης, καὶ 11-12 τὸ σχόλιο οὗτοι μετ' ἐκείνους τοὺς σοφιστὰς τοὺς πάλαι | γεγόνασιν ἡμῶν ἑπτὰ δεύτεροι σοφοί. Ἡ συνεύρεση τοῦ Χαριάδη μὲ τὸν Καταψευδόμενο στὸν δικό μας στίχο ἴσως συνετέλεσε στὸ νὰ θεωρηθεῖ καὶ ὁ ποιητής μας «Ἀττικός» (βλ. RE15 σ.λ. Sosipatros, 2 [Körte]). Τὸ ἐπιχείρημα εἶναι πολὺ ἀσθενές, καθ' ὅσον ὁ Εὔφρων καταγράφει μαγείρους ἀπὸ διαφορετικὰ μέρη (Ρόδο, Χίο, Ἀθήνα), καὶ ἡ φήμη ἑνὸς ἄριστου τεχνίτη δὲν εἶναι ἀπίθανο νὰ ἔφτασε εὔκολα στὴν Ἀλεξάνδρεια, μαζὶ μὲ τὶς συνταγές του.
Ἀντιθέτως, ὁ Βοιδίων ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο δὲν μαρτυρεῖται ἀπὸ ἄλλη πηγή, οἱ ἐτυμολογικοὶ δὲ συνειρμοὶ ποὺ δημιουργοῦνται μὲ τὸ συγκεκριμένο ζῶο, τὸν βοῦν καὶ τὰ βοΐδια (ὑποκοριστικὸ τῆς λέξης ὄχι ἰδιαίτερα εὔηχο, παραστατικὰ κωμικὸ ὅμως), φαίνονται νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ὑπόθεση ὅτι πρόκειται γιὰ φανταστικὸ ἄτομο, ἐπινοημένο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ποιητή. Ὅπως ὁ Bechtel (HPGr16 14 σημ. 1) σημειώνει, ἀπαντοῦν ἀρκετὰ ἀνθρωπωνύμια, ἁπλὰ ἢ σύνθετα, παραγόμενα ἀπὸ κάθε εἴδους ζωικοὺς ἢ φυτικοὺς ὀργανισμούς (Ἀμνός, Ἀρτυσίλεως, Ἀρτυσίτραγος, Ἰχθυβόλος κ.ἄ.). Τύποι τοῦ οὐσ. βοΐδιον ἀπαντοῦν στὸν Ἀριστοφάνη, Ἀχαρν. 1036 (οἴμοι κακοδαίμων τοῖν γεωργοῖν βοιδίοιν), στὸν Ἕρμιππο (ἀπόσπ. 35.2 Kock: Ἀθήν. 12, 551a, ἀνάπηρά σοι θύουσιν ἤδη βούδια, πβ. τὸ σημερ. Κυπριακὸ βούδκια / βούθκια), κ.ἀ., ἐνῶ στὸν TGrL6 σ.λ. Βοΐδης διαβάζουμε ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν πράο, τὸν εὐήθη κατὰ τὸν Μένανδρο, καὶ ὅτι μεταφορικὰ ὁ βοῦς χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ χαρακτηρίσει τὸν ἀναίσθητο καὶ ἀνόητο (πβ. βό(ι)δι καὶ βούβαλος στὴ Ν.Ε. πρὸς δήλωση τοῦ τεράστιου, ἄχαρου καὶ βλάκα). Μὲ τὴν παράθεση τῶν δύο ὀνομάτων φαίνεται νὰ ἐξυπηρετοῦνται τρεῖς σκοποί: (α) Τὸ φανταστικὸ Βοιδίων δίπλα στὸ ἱστορικὸ Χαριάδης γίνεται πιὸ πειστικὸ χωρὶς νὰ χάνει παράλληλα τὴν κωμικότητά του· (β) Τὸ Χαριάδης (πβ. Χάρις, Χαρίδημος κ.ἄ.) δημιουργεῖ παρ' ὅλη τὴν ἱστορικότητά του συνειρμικὴ ἀντίθεση μὲ τὸ προηγούμενο: ἐκεῖ προβάλλεται τὸ δυσανάλογο, τὸ ἄχαρο, τὸ εὔηθες, ἐδῶ ἡ χάρις· (γ) καὶ τὰ δύο ἀναφέρονται γιὰ νὰ προβληθεῖ οὐσιαστικὰ ὁ Καταψευδόμενος στὸν ἑπόμενο στίχο, μόνος του, μὲ τὸ ἐγώ τε.
15 (στ. 12). τοῖς λοιποῖς δὲ προσπέρδου: Ὁλοκληρώνεται μ' αὐτὴ τὴν πρόταση τὸ νόημα ποὺ θέλει νὰ ἐκφράσει ὁ Καταψευδόμενος, θεωρώντας ἀνίκανους καὶ ἀπαίδευτους ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους συναδέλφους του πλὴν τῶν δύο παραπάνω, τῶν ὁποίων ἡ μνεία φαίνεται νὰ γίνεται μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ἐξωφρενικὰ ὑπερβολικὴ ἡ κρίση του. Τὸ ρ. προσπέρδομαι (καὶ προσπέρδω, Λατ. oppedo), ὡς σύνθ. τοῦ πέρδομαι (βλ. Ἀριστοφ. Ἀχαρν. 30, Σφῆκ. 1305, Εἰρ. 335), καὶ μὲ τὴ σημασία τῶν καταπέρδω, -ομαι, συντάσσεται μὲ δοτική. Ἀπαντᾶ στὸν Ἀριστοφάνη, Βάτρ. 1074 προσπαρδεῖν γ' ἐς τὸ στόμα τῶι θαλάμακι, καὶ τὸν Δαμόξενο (ἀπόσπ. 2.38-9: Ἀθήν. 3, 102e) λαβὼν ἕκαστον αὐτῶν (δηλ. τῶν ἰχθύων) κατὰ μέρος προσπαρδέτω. Μετὰ τοὺς σοβαροὺς ἢ σοβαροφανεῖς λόγους τῶν προηγούμενων στίχων, καὶ πρὶν τὴν ἀνάσα ποὺ παίρνει μὲ τὸ τί φής τοῦ συνομιλητῆ του γιὰ νὰ προχωρήσει στὰ εἰδικότερα, ξεστομίζει μιὰν εἰδικὰ βαρύνουσα γιὰ τὸ λεξιλόγιο τῶν κωμικῶν λέξη, χρωματίζοντας τὸ ὅλο χωρίο.
16 (στ. 13). τὸ διδασκαλεῖον: Τὸ οὐσ. διδασκαλεῖον δηλώνει βεβαίως τὸν τόπο –τὴ Σχολὴ ἢ τὸ Γυμνάσιο– ὅπου παραδίδονται συστηματικὰ μαθήματα, ἐνῶ στὸν πληθ. σημαίνει καὶ τὰ δίδακτρα (πβ. ὅμως διδασκάλιον, ποὺ σημαίνει τὰ διδασκόμενα μαθήματα). Βλ. FCG17 ΙΙ 166, LSJ92 [καὶ LSK3], TGrL[bibi]1100[/bib] σ.λ., ὅπου καὶ τὰ σχετικὰ χωρία.
Σημασία ἰδιαίτερη ἔχει ἡ διαπίστωση πὼς ἡ μαγειρικὴ διδασκόταν, ὅπως ἄλλα ἐπιτηδεύματα, σὲ συγκεκριμένο ὀργανωμένο χῶρο καὶ ἀπὸ εἰδικούς, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦσαν «σχολές». Οἱ σχετικὲς μαρτυρίες εἶναι πολλές. Ὁ Δαμόξενος (ἀπόσπ. 2: Ἀθήν. 3, 102a), π.χ., συνδέει τὸν Ἐπίκουρο μὲ τὴ γνώση τῆς μαγειρικῆς τέχνης: Ἐπικούρου δέ με | ὁρᾶις μαθητὴν ὄντα τοῦ σοφοῦ (στ. 1-2) καὶ μάγειρος ἦν κἀκεῖνος (στ. 6, βλ. καὶ ἑπόμενα). Ὁ Dohm (Mageiros8 68-70) πραγματεύεται καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴ χρονικὴ διάρκεια τῆς σπουδῆς, τὸ ἐλάχιστο ὅριο τῆς ὁποίας φαίνεται πὼς ἦταν δέκα μῆνες (βλ. π.χ. Εὔφρ. ἀπόσπ. 1.3-4 ἄπει γεγονὼς μάγειρος ἐκ τῆς οἰκίας | ἐν οὐχ ὅλοις δέκα μησί, πολὺ νεώτατος) καὶ ὁ μέσος ὅρος περὶ τὰ δύο χρόνια (βλ. Ἡγησίππου ἀπόσπ. 1.6 οὐ γὰρ παρέργως ἔμαθον ἐν ἔτεσιν δυσίν), ὅπως καὶ ὅ,τι ἀφορᾶ στὴ φύση τῶν μαθημάτων ποὺ διδάσκονταν. Βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.στ. 15-19 (18-21).
17 (στ. 14). Σίκωνος: Γιὰ τὸν Σίκωνα, ποὺ ἐδῶ φέρεται ὡς ἀρχιμάγειρος καὶ διδάσκαλος μαγειρικῆς, πληροφορούμαστε ἔμμεσα ἀπὸ τὰ σχόλια στὸ δράμα τοῦ Ἀριστοφάνη Αἰολοσίκων (K. – A.1, III.2 33 κἑ.), ἀπὸ τὰ Αἴολος καὶ Σίκων, ὅπου ὁ Αἴολος ἐμφανιζόταν ὡς μάγειρος. Ὡς μάγειρος ἐμφανίζεται καὶ στὸ ἔργο τοῦ Μενάνδρου Δύσκ., 887 κἑ. Τὸ ὄνομά του ἀπαντᾶ ἐπίσης στὶς Ἐκκλ. (867) τοῦ Ἀριστοφάνη (μαζὶ μὲ τὸν Παρμένωνα, ὡς ὄνομα δούλου), κ.ἀ. Γενικὰ εἶναι ὄνομα διάφορων πολιτῶν καὶ δούλων (βλ. RE15 σ.λ.) μὲ ἄγνωστη καταγωγή (συνήθως γίνονται εἰκασίες γιὰ καταγωγὴ ἀπὸ Σικελία ἢ Σικυώνα), τόσο στὸν Μένανδρο ὅμως ὅσο καὶ στὸν Σωσίπατρο ἐμφανίζεται ὡς μάγειρος. Στὸν Ἀριστοφάνη ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ παρωδία, ὅπου ὁ κύριος χαρακτήρας φαίνεται νὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα σύμφυρσης τοῦ Εὐριπίδειου Αἴολου καὶ τοῦ μάγειρου Σίκωνα. Ἀπὸ ἐκεῖ τὸ ὄνομά του καὶ ὁ τύπος του πέρασαν στὴ Μέση Κωμωδία, ἀπ' ὅπου τὸν παρέλαβε ὁ ποιητής μας (βλ. σχόλ. Handley στὸν Δύσκ. τοῦ Μενάνδρου στ. 887-8 καὶ 889). Τὸ ὄνομα Σίκων παράγεται ἀπὸ τὸ Σικελός, τὸ ὄνομα τῶν αὐτοχθόνων κατοίκων τῆς Σικελίας (βλ. Gomme – Sandbach Men. Comm.18 σελ. 131).
τῆς τέχνης ἀρχηγὸς ἦν: Τὸ οὐσ. ἢ ἐπίθ. ἀρχηγὸς χρησιμοποιεῖται γενικὰ γιὰ τὸν πρωταίτιο (Εὐρ. Ἱππόλ. 881), τὸν γενάρχη (Ἰσοκρ. 32c Νικοκλῆς ἢ Κύπριος), τὸν ἡγεμόνα κοινωνικῆς ὁμάδας ἢ ἀρχηγὸ τάξης (Αἰσχ. Ἀγαμ. 259, Θουκ. 1.132), ὅπως καὶ γι' αὐτὸν ποὺ πρῶτος ἀσχολήθηκε μὲ κάτι, διακρινόμενος ἑπομένως λόγω τῆς πείρας καὶ τῆς γνώσης του καὶ ἐπιβαλλόμενος στοὺς νεωτέρους. Ἡ φράση τοῦ Ἀριστοτ. (Μεταφ. 1.3.5) ὁ τῆς τοιαύτης ἀρχηγὸς φιλοσοφίας, γιὰ τὸν Θαλῆ, νομίζουμε πὼς ἔχει τὸ ἴδιο ἀκριβῶς νόημα μὲ τὴν προκείμενη φράση γιὰ τὸν Σίκωνα, γεγονὸς ποὺ μᾶς συνδέει πάλι μὲ τὸ θέμα τῆς μαγειρικῆς τέχνης (βλ. ἀνωτ. σχόλ. σ.στ. 1, 5, 6).
Κατὰ τὸν 5ον π.Χ. αἰ. εἰδικοὶ γιὰ τὴ μετάδοση ὁποιασδήποτε τέχνης θεωροῦνταν οἱ σοφιστές. Ὁ Dohm8 (203-11) προσπαθεῖ ἀκριβῶς νὰ ἐλέγξει κατὰ πόσον ἡ μαγειρικὴ ἀνταποκρίνεται στὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ ὁρίζουν μιὰ τέχνη, ὥστε ἐπάξια νὰ φέρεται ὡς τέτοια, καὶ τί ἀκριβῶς ἐπιδιώκουν νὰ θίξουν οἱ κωμωδιογράφοι ὅταν τὴ χρησιμοποιοῦν στὰ ἔργα τους. Φαίνεται λοιπὸν ὅτι καταρχὴν ἐξυπηρετεῖ τὸν σκοπὸ κάθε τέχνης, ποὺ εἶναι ἡ προσφορὰ ὠφέλειας στὸ σύνολο, ἀφοῦ ἱκανοποιεῖ τὴ βασικὴ ἀνθρώπινη ἀνάγκη τῆς διατροφῆς· ἐπιστήμονες ὅπως ὁ Ἱπποκράτης τὴ χρησιμοποίησαν στὴ θεραπευτική τους· τὸ ἔργο καὶ τὸ τέλος, ὁ σκοπός της, δὲν περιορίζεται στὸ νὰ τρέφει, ἀλλὰ ἐπεκτείνεται στὴν τέρψη, τὴν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεων, τὴν προσφορὰ ἑνὸς εἴδους ἡδονῆς· ἐπιπρόσθετα, προκύπτει ἀπὸ τὴ γνώση τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας, δὲν στηρίζει τὴν ἐξέλιξή της στὸν παράγοντα τύχη, καὶ –κυρίως– εἶναι διδακτή. Στὸν τόπο καὶ τὴ διάρκεια τῆς διδασκαλίας ἀναφερθήκαμε ἀνωτ. (βλ. σχόλ. σ.στ. 8 καὶ 13-14. Ὡς ἄλλο στοιχεῖο μεθόδου μνημονεύουμε τὸν χωρισμὸ τοῦ ὑλικοῦ σὲ τομεῖς, τὴν ἐκμάθηση συνταγῶν ἀπὸ βιβλία καὶ τρόπων ἐκμετάλλευσής τους μὲ τὴν πρακτικὴ ἐξάσκηση δίπλα σὲ ἔμπειρο μάγειρο· ἀκόμη δὲν εἶναι τυχαία ἡ διάκριση τῶν φαγητῶν σὲ εἴδη, τῶν τροφῶν σὲ γένη καὶ τῆς παρασκευῆς τους σὲ τρόπους (παραπομπὲς σὲ ἔργα γιὰ ὅλα τὰ ἀνωτ. βλ. στὸν Dohm8, ὅ.π.). Συμπερασματικά, ἡ ὕπαρξη ὅλων αὐτῶν τῶν παραγόντων, σὲ συνδυασμὸ καὶ μὲ ὅσα θὰ ἀναφερθοῦν στὴ συνέχεια, δικαιολογεῖ πλήρως τὸν ὁρισμὸ τῆς μαγειρικῆς ὡς τέχνης.
18-19 (στ. 15-16). Τὸ ρ. ἀστρολογεῖν σημαίνει «ἀσχολοῦμαι μὲ τὴν ἀστρολογία» ἢ «ἐξασκῶ τὴν ἀστρονομία» (πβ. Θεοφρ. Περὶ σημ. 1.4, Διογ. Λαέρτ. 3.29 καὶ 1.23, Πολύβ. 9.20.5). Τὸ ἀρχιτεκτονεῖν σημαίνει: «ἔχω τὴν ἱκανότητα νὰ δομήσω κάτι, εἶμαι ἀρχιτέκτων» (βλ. LSK3 σ.λ., ὅπου καὶ παραπομπὴ στὸν Πλουτ. Περ. 13 γιὰ τὴν κυριολεκτικὴ σημασία καὶ στὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 305 καὶ ἀπόσπ. 241 (Δαίδ. ἀπόσπ. 195 H. – G.) γιὰ τὴ μεταφορικὴ σημασία τοῦ «μηχανεύομαι ἢ ἐπινοῶ». Καὶ τὰ δύο ἀπαρέμφ. ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸ ἐδίδασκεν, τὸ ὁποῖο συντάσσεται μὲ αἰτ. τοῦ προσ. ἢ τοῦ πράγμ. (Λ 832, Ι 442) ἢ μὲ δύο αἰτ. (Ψ 307-8, κ.ἀ.) ἢ μὲ αἰτ. προσ. καὶ ἀπαρέμφ. (Ε 51, ἐδῶ, κ.ἀ.) ἢ μὲ γεν., κ.λπ. Δὲν εἶναι τυχαία βεβαίως ἡ θέση τοῦ ρήμ. σὲ λεκτικὸ περιβάλλον ὅπου ἀπὸ ὥρα γίνεται λόγος γιὰ ἐκπαίδευση. Περισσότερα γιὰ τὸν ρόλο τῆς ἀστρολογίας καὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς στὴ μαγειρικὴ βλ. κατωτ. σχόλ. σ.στ. 25-32 καὶ 36-44.
20 (στ. 17). περὶ φύσεως (...) λόγους: Γιὰ νὰ ἑρμηνεύσουμε τὴ φράση δεχόμαστε ὡς πιὸ πιθανὴ σημασία γιὰ τὸ οὐσ. λόγος αὐτὴ τῆς rationis, τῆς λογικῆς συζήτησης καὶ γνώσης ἑνὸς πράγματος (βλ. π.χ. Ἀριστοτ. Ρητ. 1.10.3 καὶ Περὶ ψυχ. 3.9, Πλάτ. Ἐπιν. 988b, Νόμ. 645b καὶ 653b, Πολιτ. 283c, Τίμ. 29b, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 469, πβ. διακρίσεις σὲ ὀρθόν, ἀληθῆ, ὁριστικόν, πολιτικόν, φυσικὸν λόγον καὶ ἀντίθετα ἄλογον ἢ παράλογον στὸν TGrL6 σ.λ., ὅπου καὶ παραπομπές). Ἡ φράση περὶ φύσεως ἦταν κοινὸς τίτλος τῶν φιλοσοφικῶν ἔργων τῶν προσωκρατικῶν (βλ. ΣΣ12 86 καὶ ἀνωτ. F20: Φυσιολόγος). Πρόκειται γιὰ τὴ φύση τῶν πραγμάτων ἢ τῶν ἀνθρώπων σὲ γενικὸ ἐπίπεδο, ποὺ ἀπασχόλησε φιλοσόφους καὶ γιατρούς (Ἱπποκράτης καὶ Γαληνός, ὡς γνωστόν, ἔγραψαν Περὶ φύσεως).
21 (στ. 18). ἔλεγε τὰ στρατηγικά: Ὁ Bothe13 (677) μεταφράζει ὡς «explicuit imperatoria». Ἡ λέξη στρατηγικὰ εἶναι οὐσιαστικοποιημένος τύπος τοῦ ἐπιθ. στρατηγικός -ή -όν, «αὐτὸς ποὺ ἀνήκει ἢ ἁρμόζει σὲ στρατηγό» (βλ. Ξεν. Οἰκ. 20.6 καὶ Κύρ. παιδ. 1.6.12, Ἀριστοτ. Ἠθ. Νικ. 1096a 32 καὶ 1094a 9, κ.ἄ.) ἢ «ὁ ἱκανὸς καὶ πεπειραμένος στὴ στρατηγία» (Ξεν. Κύρ. παιδ. 8.4.7 καὶ Ἀπομν. 1.1.8, Πλάτ. Γοργ. 455c, κ.ἄ.). Ἀφοῦ ἀναφερόμαστε στὴ στρατηγικὴ ἐπιστήμη ἢ τέχνη, ὁ τύπος δηλώνει ὅλες τὶς μεθόδους τακτικῆς ποὺ ὁδηγοῦν τὴ συντονισμένη προσπάθεια μιᾶς δύναμης σὲ εὐνοϊκὸ ἀποτέλεσμα. (Περισσότερα στὸν TGrL6 σ.λ., πβ. LSJ92 καὶ LSK3.) Ὁ μάγειρος, ἑπομένως, ἰσχυρίζεται ἐδῶ ὅτι διδάχτηκε καὶ τὶς ἀρχὲς τῆς στρατηγικῆς τέχνης. Ἡ φράση δείχνει ἀλαζονεία, ἔστω κι ἂν δὲν ἐννοεῖ ἀποκλειστικὰ τὶς τεχνικὲς τοῦ πολέμου ἀλλὰ τὶς ἀρχὲς τῶν μεθόδων μαγειρικῆς. Βλ. καὶ κατωτ. σχόλ. σ.στ. 45-57 (48-60).
23 (στ. 20). σύ με κόπτειν οἷος εἶ: Σ' αὐτὸν τὸν στίχο ἔχουμε τὴ δεύτερη παρέμβαση τοῦ Δημύλου στὸν λόγο τοῦ Καταψευδομένου· τὴν πρώτη φορὰ ποὺ μίλησε, στοὺς στ. 12-13, ἐνίσχυσε τὴν τάση φλυαρίας τοῦ συνομιλητῆ του. Ἐδῶ φαίνεται νὰ ἀναρωτιέται μήπως σκοπὸς τοῦ μάγειρα εἶναι νὰ τοῦ κόψει ὅλη τὴ διάθεση μὲ τὴ φλυαρία καὶ τὴν κομπορρημοσύνη του. Μάταια, ὅμως· ὁ Καταψευδόμενος συνεχίζει ἀπτόητος. Δίνουμε στὸ κόπτειν σημασία κοντινὴ πρὸς τὴ Ν.Ε. χρήση του: κόπτω – διακόπτω, ἐμποδίζω, ἐνοχλῶ, καταπονῶ (πβ. Ἡγήσιππ. στὸν Ἀθήν. 7, 290b ἢ λέγων φαίνου τι δὴ | καινὸν παρὰ τοὺς ἔμπροσθεν ἢ μὴ κόπτε με, Δημοσθ. 1439.3 (Προοίμ. κθ΄) δίκαιον ὑπείληφα (...) εἰπεῖν τί μοι δοκεῖ περὶ ὧν σκοπεῖσθε, ἵνα, ἂν μὲν ὑμῖν ἀρέσκηι, καὶ τὰ λοιπὰ διδάσκω, εἰ δὲ μή, μήθ' ὑμῖν ἐνοχλῶ μήτ' ἐμαυτὸν κόπτω, Πλούτ. Φωκ. 7.4 παρενοχλοῦντος ἐν στρατείαι τινὶ τοῦ νεανίσκου καὶ κόπτοντος αὐτὸν ἐρωτήμασιν ἀκαίροις καὶ συμβουλίαις, κ.ἄ.). Ὁ Ξυδᾶς (ΣΣ12 84) μεταφράζει «νὰ μὲ λιανίσεις», θεωρώντας ὅτι τὸ κόπτειν «ἀποτελεῖ μέρος τῆς ἐπαγγελματικῆς ὁρολογίας τοῦ μαγείρου». Οἱ δύο σημασίες μποροῦν νὰ συνυπάρχουν ἐδῶ.
25 (στ. 22). διακινήσω σε: Ὁ Casaubon μεταφράζει τὸ ρῆμα ἐδῶ ὡς «συζητῶ», ὁ Schweighäuser ὡς «ἐξετάζω, διερευνῶ, δοκιμάζω», ὁ Meineke ὡς «συμβουλεύσω», ὁ Jacobs ὡς «διδάξω». Ὁ Ξυδᾶς (ΣΣ12 85, ὅπου καὶ οἱ παραπομπὲς γιὰ τοὺς προηγουμένους), πρότεινε διόρθωση σὲ διαπονήσω, ἐλάχιστα πειστική. Πιὸ πειστικὲς ἀλλ' ὄχι ἀπαραίτητες εἶναι οἱ γραφὲς τῶν Jacobs καὶ Bothe19 διαμνήσω καὶ διακονίσω, ἀντίστοιχα. Τὸ ρ. διακινέω ἔχει τὴ σημασία τοῦ «παρακινῶ, προτρέπω, κινῶ τὸν νοῦ κάποιου πρὸς κάτι». Μεταφράσαμε ἐδῶ μὲ τὸ «ταρακουνήσω», ὅπου συνυπάρχουν οἱ βασικὲς σημασίες τοῦ ρ. (βλ. LSJ92 σ.λ.) καὶ οἱ ἐδῶ κωμικὲς προεκτάσεις. Περισσότερα: Σταμάτη Σωσίπ. σημ. σ.στ., μὲ διόρθωση σὲ διάκουσόν μου σὺ.
26 (στ. 23). εὔκαιρον χρόνον: Τὸ ἐπίθ. εὔκαιρος σημαίνει κυρίως αὐτὸν ποὺ γίνεται σὲ κατάλληλο καιρό, στὴν περίσταση ποὺ ταιριάζει (βλ. LSJ92 σ.λ., Ι. “well-timed, seasonable”). Τὸ ὅτι προσδιορίζει λέξη δηλωτικὴ χρόνου, ἐνθυμίζει τὴ φράση τοῦ Ἡρωδιανοῦ (1.96) καιρὸς εὔκαιρος. Δὲν θεωροῦμε προβληματικὴ τὴ φράση λάβωμεν εὔκαιρον χρόνον, τὴ στιγμὴ ποὺ εἶναι δόκιμη ἡ φράση λαμβάνω καιρόν. Ἡ σύνταξη: ἵνα λάβωμεν χρόνον εὔκαιρον τῶι λαλεῖν. Βλ. ὅμως ΣΣ12 86, ὅπου καὶ ἡ σχετικὴ συζήτηση.
28-38 (στ. 25-35). Ὁ Dohm8 στὴν πολὺ ἐνδιαφέρουσα μελέτη του γιὰ τὸν μάγειρο προβαίνει μεταξὺ ἄλλων στὴ σύγκριση τῶν στίχων 25-35 τοῦ Σωσίπατρου μὲ ἀπόσπασμα τοῦ Νικόμαχου (1 Kock20) καὶ τοῦ Δαμόξενου (2), ὅπου πάλι γίνεται λόγος γιὰ στρατηγικὲς καὶ τεχνικὲς μαγειρικῆς ἀλλὰ καὶ ἀναφορὰ στὴν Ἀστρονομία, τὴν Ἀρχιτεκτονική, τὴ Γεωμετρία (ὁ Δαμόξενος ἀσχολεῖται καὶ μὲ τὴν Ἰατρική) ὡς ἐπιστῆμες πρωταρχικῆς σημασίας γιὰ τὴ σπουδὴ τῆς μαγειρικῆς τέχνης (βλ. Dohm Mageiros20 195-8, κυρίως). Ἐνδεικτικὰ παραθέτουμε ὁρισμένα παράλληλα: Δαμ. 19 περὶ δύσιν Πλειάδος~Σωσ. 26-7 τάς τε τῶν ἄστρων δύσεις | καὶ τὰς ἐπιτολάς, Δαμ. 20 ὑπὸ τροπάς~ Σωσ. 27-9 τὸν ἥλιον πότε | ἐπὶ τὴν μακράν τε καὶ βραχεῖαν ἡμέραν | ἐπάνεισι, Δαμ. 21 κινήσεις~Σωσ. 31 ἐν τῆι περιφορᾶι τῆς ὅλης συντάξεως, Δαμ. 22-3 ἀλλοιώματα (...) ποιοῦσι καὶ 17-8 τίν' ἔχει διαφορὰν (...) | γλαυκίσκος~Σωσ. 30-2 τὰ βρώματα (...) ἑτέραν ἐν αὐτοῖς λαμβάνει τὴν ἡδονήν (...)~Νικ. 22 τῶν ἡδονῶν γὰρ μεγάλα τὰ διαστήματα καὶ 19 τῶν ἰχθύων γὰρ τὰς δυνάμεις καὶ τὰς τέχνας, Σωσ. 33-4 τὴν ὥραν ἰδὼν (...) χρήσεται~Νικ. 20 παρακολουθήσας χρόνοις καὶ 21 πότ' ἄωρός ἐσθ' ἕκαστος ἢ πόθ' ὥριμος. Τὸ γενικὸ συμπέρασμα τοῦ Dohm20 εἶναι πὼς ὑπάρχει ἐξάρτηση τοῦ Σωσίπατρου ἀπὸ τὸν Δαμόξενο καὶ πὼς πρῶτος χρησιμοποίησε αὐστηρὰ ἐπιστημονικοὺς ὅρους προσπαθώντας μὲ μικρὰ τεχνάσματα (τυντλάζεται, σύνταξις, μὴ ἐπεξεργασία τοῦ θέματος τῆς Ἰατρικῆς τοῦ Δαμόξενου) νὰ καλύψει τὸν δανεισμό του.
29 (στ. 26). τῶν μετεώρων: Ἡ λέξη εἶναι οὐσιαστικοποιημένο ἐπίθετο: μετέωρος, -ον (ἐπικ. μετήορος, ἀπὸ τὸ μετ-αείρειν). Δηλώνει κυρίως αὐτὸν ποὺ αἰωρεῖται στὸν ἀέρα, ὑψωμένος φυσικὰ πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος. Σημαίνει ὅμως καὶ ὅλα αὐτὰ ποὺ βρίσκονται στὸν ἀέρα (βλ. LSJ92 σ.λ., ΙΙ.1), τὰ οὐράνια φαινόμενα, ἑπομένως καὶ τὰ οὐράνια σώματα (πβ. Εὔπολ. Κόλ. 10 περὶ τῶν μετεώρων). Ἐδῶ ἴσως νὰ νοοῦνται τὰ ἄστρα καὶ ὁ ἥλιος.
30 (στ. 27). τὰς ἐπιτολάς: Τὸ οὐσ. ἐπιτολή (<ἐπιτέλλω) σημαίνει συχνὰ ὅ,τι καὶ τὸ ἀνατολή, κυρίως στοὺς μεταγενεστέρους (βλ. π.χ. Ἀρτεμ. Δαλδ. Ὀνειροκρ. 1.3 ἡμέραι καθαραὶ καὶ νυκτὸς εὔσημος ἀστέρων χορὸς ἡλίου τε καὶ σελήνης ἐπιτολαὶ καὶ τὰ παραπλήσια, πβ. Ἡσύχ. σ.λ. ἐπιτολή· ἀνατολὴ ἄστρου καὶ Εὐρ. Φοίν. 1116-7 τὰ μὲν σὺν ἄστρων ἐπιτολαῖσιν ὄμματα | βλέποντα, τὰ δὲ κρύπτοντα δυνόντων μέτα)· βλ. ὅμως Γεμ. Φαινόμ. 13.3 [Aujac] μεγάλη δέ ἐστι διαφορὰ ἀνατολῆς καὶ ἐπιτολῆς· ἀνατολὴ μὲν γάρ ἐστιν ἡ προειρημένη, ἐπιτολὴ δὲ ἡ γινομένη πρὸς τὸν ὁρίζοντα φάσις μετὰ τῆς πρὸς τὸν ἥλιον ἀποστάσεως ἀπολαμβανομένη (περισσότερα στὸν TGrL6 σ.λ.). Ἐπιτολὲς συμβαίνουν στὶς περιοδικὲς κινήσεις ἀστεριῶν σὲ ἄλλους ἀστερισμούς, ὅταν κάποιο ἀπ' αὐτὰ –γιὰ ὁρισμένο χρόνο– εἶναι ὁρατὸ μὲ ἐξαιρετικὴ λάμψη σκιάζοντας τὰ ἄλλα. Τέτοιες ἐπιτολὲς εἶναι τοῦ Ἀρκτούρου στὸν Βοώτη, τῶν Πλειάδων στὸν Ταῦρο, τοῦ «προτρυγητῆρος» στὴν Παρθένο. Βλ. καὶ LSJ92 σ.λ. ἐπιτολή.
32 (στ. 29). κἀν ποίοισίν ἐστι ζωιδίοις: καὶ «σὲ ποιά ζώδια εἶναι» («σὲ ποιό σημεῖο τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου βρίσκεται ὁ ἥλιος», Ξυδᾶς ΣΣ12 92). Ὁ τύπος ποίοισιν (σὲ πλάγ. ἐρώτ. ἐδῶ, βλ. LSJ92 σ.λ. ποῖος ΙΙ., πβ. IV.) εἶναι νεώτερος σχηματισμός, μὲ ἐπικὴ κατάληξη. Ζώιδιον, ὑποκορ. τοῦ ζῶιον (LSJ92 ΙΙ. καὶ ΙΙΙ.), εἶναι «μικρὴ εἰκόνα ζωγραφισμένη ἢ ἀνάγλυφη» (βλ. π.χ. Ἡρόδ. 1.70.1 ποιησάμενοι κρητῆρα χάλκεον ζωιδίων τε ἔξωθεν πλήσαντες περὶ τὸ χεῖλος), ἐνῶ στὸν πληθ. σημαίνει «τὰ σημεῖα τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου» (βλ. LSJ92 / LSK3 σ.λ. ζώιδιον, πβ. ζωιδιακός καὶ ζωιφόρος).
34 (στ. 31). ἐν τῆι περιφορᾶι τῆς ὅλης συντάξεως: σύνταξις εἶναι (κυρίως) ἡ μὲ τάξη τοποθέτηση, διευθέτηση, παράταξη προσώπων ἢ πραγμάτων ἢ θεωρητικῶν ἐννοιῶν (βλ. π.χ. Πλουτ. Ἠθ. 430a ἡ τοῦ κόσμου σύνταξις, Ἀριστοτ. Πολ. 1325a τὰς πολιτείας (...) συντάξαντες, Ξεν. Κύρ. παιδ. 2.4.1 ποιουμένου ἐν τοῖς ὅπλοις καὶ σύνταξιν, Στράβ. 9.3.10 συντάξας ἐν δέκα βίβλοις κ.λπ.). Ἐδῶ φυσικὰ πρόκειται γιὰ τὴν τάξη τοῦ σύμπαντος, βασικὸς κανόνας τῆς ὁποίας εἶναι ἡ περιφορὰ τῶν οὐρανίων σωμάτων ποὺ τὸ συνιστοῦν. Γιὰ τὴν περιστροφική, κυκλικὴ κίνηση ὅλων τῶν στοιχείων τοῦ σύμπαντος βλ. π.χ. Πλάτ. Νόμ. 898c τὴν δὲ οὐρανοῦ περιφορὰν ἐξ ἀνάγκης περιάγειν, Ἀριστοτ. Μετεωρ. 341a τῆι τοῦ ὅλου περιφορᾶι, Πλάτ. Πολ. 616c πᾶσαν συνέχον τὴν περιφοράν (...), Ἀριστοφ. Νεφ. 171-2 τῆς σελήνης τὰς ὁδοὺς | καὶ τὰς περιφορὰς (...). Βλ. LSJ92 / LSK3 καὶ TGrL6 σ.λλ.
38 (στ. 35). τυντλάζεται: Τὸ ρῆμα τυντλάζομαι προέρχεται ἀπὸ τὸ οὐσ. τύντλος (πηλός)· κατὰ τὸν Ἡσύχιο σ.λ. τυντλάζει· (...) ἐπιβαίνει πηλοῦ (...) καὶ κατὰ τὸν Φώτ. σ.λ. τυντλάζειν· ἐπιρραίνειν πηλῶι· τύντλος γὰρ ὁ πηλώδης τόπος, πβ. Σχόλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1147-8 (οὐ γὰρ οἷόν τ' ἐστὶ πάντως οἰναρίζειν τήμερον | οὐδὲ τυντλάζειν, ἐπεὶ παρδακὸν τὸ χωρίον) πηλοπατεῖν· τύντλος γὰρ ὁ πηλός. ἢ ἀντὶ τοῦ βωλοκοπεῖν. Βλ. καὶ TGrL6, LSJ92 καὶ LSK3 σ.λλ. τυντλάζω, τύντλος καὶ τυντλώδης, καὶ Chantraine21 σ.λ. τύντλος (:ἀγνώστου ἐτυμολογίας).
42 (στ. 39). τοὐπτάνιον: Ὁ τύπος ὀφείλεται σὲ διόρθωση τοῦ Casaubon ἀπὸ τὰ τοὐπτάνειον ἢ τοὐπτανεῖον τῶν κωδίκων, ἡ ὁποία εἶναι ἀναγκαία γιὰ μετρικοὺς λόγους. Ὀπτάνιον (<ὀπτός, ἕψω) εἶναι ὁ τόπος στὸν ὁποῖο ψήνονται τὰ φαγητά, τὸ μαγειρεῖο· βλ. π.χ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1033-4 (ἐσφοιτῶν τ' ἐς τοὐπτάνιον λήσει σε κυνηδὸν | νύκτωρ τὰς λοπάδας καὶ τὰς νήσους διαλείχων) καὶ Εἰρ. 891 (ὀπτάνιον), Ἀθήν. 5, 208a (ὑπῆρχον δὲ καὶ τῶν τοίχων ἑκατέρωθεν τροποὶ [τόποι C] προεωσμένοι, διάστημα σύμμετρον ἔχοντες, ἐφ' ὧν κατασκευασμέναι ἦσαν ξυλοθῆκαι καὶ κρίβανοι καὶ ὀπτανεῖα [“kitchens” Gulick4] καὶ μύλοι καὶ πλείους ἕτεραι διακονίαι. ἄτλαντές τε περιέτρεχον τὴν ναῦν, κ.λπ. Στὸν Φρύν. Ἀράβ., Ἐκλογαί 241 [Fischer], διαβάζουμε: Μαγειρεῖον· τὸ μὲν μάγειρος δόκιμον, τὸ δὲ μαγειρεῖον οὐκέτι· ἀντὶ δὲ τούτου ὀπτάνιον λέγουσιν, τῆς μὲν δευτέρας συλλαβῆς ὀξυτονουμένης, τῆς δὲ τρίτης συστελλομένης. Ἡ φράση τοὐπτάνιον ὀρθῶς καταβαλέσθαι φαίνεται νὰ σημαίνει τὴν πράξη τοῦ νὰ τοποθετεῖ κανεὶς τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὸ ψήσιμο τοῦ φαγητοῦ στὸν ὁρισμένο χῶρο τοῦ ὀπτανίου, τὸ στρώσιμο τοῦ μαγειριοῦ, μᾶλλον, παρὰ τὴν τοποθέτηση καυσόξυλων (Ξυδᾶς ΣΣ12 96).
48-60 (στ. 45-57). Ὁ Dohm8 (192 κἑ.) συνεχίζει τὴ σύγκριση τοῦ Νικόμαχου (F1, στ. 36-39) μὲ τὸν Σωσίπατρον (βλ. καὶ ἀνωτ. 28 κἑ.: στ. 25 κἑ.), καὶ ἀνατρέχει στὰ κείμενα πολεμικῆς τακτικῆς τῆς ἐποχῆς ἀπ' ὅπου συνάγει φράσεις καὶ ἰδέες παράλληλες πρὸς αὐτὲς ποὺ ἀπαντοῦν στὸν Καταψευδόμενον. Ἐνδεικτικὰ ἀντιγράφουμε τὰ χωρία ἀπὸ τὸν Ξεν., Κύρ. παιδ. 8.5.15 καὶ τὸ διασπᾶν ὁπότε δέοι τακτικὸν ἡγεῖτο, καὶ τὸ τιθέναι γε τὸ μέρος ἕκαστον ὅπου μάλιστα ἐν ὠφελείαι ἂν εἴη (πβ. στ. 34, 40, 50 τοῦ Σωσιπάτρου), καὶ τὸν Ἀσκληπιόδ., Τακτ. 4.1 τριττὰ γὰρ ἐξηύρηται πρὸς τὰς τῶν πολεμίων χρείας, τό τε ἀραιότατον (...) καὶ τὸ πυκνότατον (πβ. Σωσίπ. στ. 50 πότε δεῖ πυκνότερον ἐπαγαγεῖν καὶ πότε βάδην).
Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Διαδόχων, λόγω τῶν εἰδικῶν συνθηκῶν σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς, ἡ στρατηγικὴ ἀναπτύχθηκε σὲ ἐντυπωσιακὸ βαθμό. Μποροῦμε νὰ ὑποθέσουμε διπλὸ κωμικὸ σχόλιο ἐκ μέρους τῶν ποιητῶν: Εἰρωνεύονται τὴν τακτικὴ τοῦ πολέμου γιὰ τὰ καταστροφικά της τελικὰ ἀποτελέσματα μέσω τῆς ἀναγωγῆς της σὲ τέχνη ὅπως ἡ μαγειρική. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη σατιρίζουν τὴν κομπορρημοσύνη καὶ τὴν κενότητα τῆς δῆθεν ἐπιστημονικότητας μαγείρων, ποὺ βασικό τους ἔργο εἶναι ἡ ἐπίδειξη τῶν πάντα ἴδιων συνταγῶν καὶ ἡ ἐξαπάτηση τῶν πελατῶν τους. Ὡς μόνη ἐλπίδα παρουσιάζονται οἱ νέοι ὑποψήφιοι τεχνίτες ποὺ ἐλέγχουν ὅσο μποροῦν τὰ παραδεδομένα καὶ μποροῦν νὰ διακόπτουν τοὺς μεγάλους ὅταν παραφέρονται ἀναπολώντας τὰ διδασκαλεῖα τους, ἐνῶ ταυτόχρονα πιστεύουν στὸ διδακτὸ τῆς τέχνης καὶ στὴ δύναμη τῆς θεωρητικῆς κατάρτισης.
48 (στ. 45). ἡ τάξις σοφὸν: Κεντρικὴ ἔννοια σ' αὐτὸν ἀλλὰ καὶ στοὺς ἑπόμενους στίχους εἶναι ἡ τάξις (<τάσσω), λέξη ποὺ σημαίνει γενικὰ τὴ διευθέτηση, διάταξη, τακτοποίηση (βλ. π.χ. Πλάτ. Τίμ. 30a, Νόμ. 653e, Πολ. 561d, Ξεν. Κύρ. παιδ. 8.7.21), ἀλλὰ καὶ τὴν τάξη στὴν κοινωνικὴ ἱεραρχία, τὸ ἀξίωμα, τὴν τακτοποίηση τῶν οἰκονομικῶν, τὴ σταθερότητα τοῦ πολιτεύματος (βλ. TGrL6 σ.λ.). Ἐδῶ ἔχει καὶ τὸ νόημα τῆς στρατηγικῆς διάταξης στὸν τομέα τῆς πολεμικῆς τέχνης (πβ. Αἰσχ. Πέρσ. 298, Θουκ. 4.93.2, 5.68.1-3, Ξεν. Ἀνάβ. 1.2.18 τὴν λαμπρότητα καὶ τὴν τάξιν τοῦ στρατεύματος ἐθαύμασε, Οἰκον. 8.6, Κύρ. παιδ. 2.1.26, 4.1.3, 5.4.23, 6.4.19, κ.ἄ.). Γιὰ τὴ σχέση της μὲ τὴ σοφία βλ. σχόλια τοῦ Ἀριστοτέλη, Μεταφ. 984a νοῦν δή τις εἰπὼν ἐνεῖναι, καθάπερ ἐν τοῖς ζώιοις, καὶ ἐν τῆι φύσει τὸν αἴτιον τοῦ κόσμου καὶ τῆς τάξεως πάσης.
56 (στ. 53). ἐπανέντα: τοῦ ἐπανίημι=ἐπαφίημι, ἀφήνω κατὰ μέρος, μετριάζω κ.λπ. (ἀμετάβατο) χαλαρώνω (βλ. LSK3 σ.λ., ὅπου καὶ μετάφραση τοῦ ἐδῶ ἐπανέντα: «χλιαρά»).
59 (στ. 56). τίς δή τι παραδείξας: Ἡ χειρόγραφη παράδοση τοῦ κειμένου φαίνεται νὰ νοσεῖ νοηματικά, μολονότι μετρικὰ ὁ στ. εἶναι ὑγιής. Οἱ προτάσεις γιὰ διόρθωση εἶναι ἤδη πολλὲς καὶ ποικίλες (βλ. κριτ. ὑπόμν., ΣΣ12 103 κἑ., Σταμάτη Σωσίπ. κριτ. ὑπόμν. σ.λ. τρὶς δῆτα παραδείξας καὶ σσ. 121-3). Ἡ αἰτ. τὰ δέοντα στὸν ἑπόμ. στ. εἶναι ἀναντίρρητα τὸ ἀντικ. τοῦ παραδείξας, γεγονὸς ποὺ ἀποκλείει νὰ ἐκληφθεῖ ἡ φράση τίς δή τι ὡς ἐλλειπτικὴ πλάγ. ἐρωτ. πρόταση. Στὴ φράση πρέπει προφανῶς νὰ ἀναζητηθεῖ εἰρωνικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ λαλίστατου μαγείρου ἀπὸ τὸν Δημύλο (πβ. στ. 24), ποὺ μετὰ βίας μπόρεσε νὰ ἀρθρώσει κάποιες λέξεις στὸ ἀπόσπασμα.