T= Testimonium F= Fragmentum E= Επιγραφή / Inscription
1Σώπατρος δ' ἐν μὲν Ἱππολύτωι ↓ φησίν·
(v. 1) Ἀλλ'2 οἷα ↓ μήτρα καλλίκαρπος3 ↓ ἐκβολὰς ↓
δίεφθα4 ↓ λευκανθεῖσα5 ↓ τυροῦται6 δέμας ↓.
ἐν δὲ Φυσιολόγωι ... (infra F20). ἐν δὲ Σίλφαις ... (F17).
Ὁ Σώπατρος στὸν Ἱππόλυτο λέει (γιὰ τὴ μήτρα ποὺ καλεῖται
ἐκβολάς)1:
(στ. 1) Μὰ πόσο ἡ μήτρα ἡ καρπερὴ ἐντράδα
καλοβρασμένη καὶ ὁλόασπρη τσιτώνει τὸ κορμί2.
Καὶ στὸν Φυσιολόγο... (κατωτ. ἀπόσπ. 20). Καὶ στὶς Σίλ-
φες... (ἀπόσπ. 17).
ΤΙΤΛΟΣ: Τὸ ἔργο τοῦ Σώπατρου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀθήναιος παίρνει τοὺς παρατιθέμενους στίχους, ἐπιγράφεται Ἱππόλυτος. Ὁμώνυμο ἔργο ἔγραψαν ὁ Εὐριπίδης καὶ ὁ Λυκόφρονας. Ὁ Gigante, AIIS 1 (1967) 57, πιστεύει ὅτι ὁ Σώπατρος παρωδεῖ ἐδῶ τὸν Εὐριπίδη.
Τὸ μέτρο εἶναι ἰαμβικὸ τρίμετρο, μὲ πενθημιμερῆ τομὴ στὸν στ. 1 καὶ ἑφθημιμερῆ στὸν στ. 2.
Τὸ ἀπόσπ. παρουσιάζει πολλὰ προβλήματα ποὺ καθιστοῦν πολὺ δύσκολη τὴ μετάφραση καὶ ἑρμηνεία του.
2 (στ. 1). οἷα: ἐπίρρ. (ποιητ. ἀντὶ οἷον) ποὺ ἀναπόφευκτα συνδέεται μὲ τὸ τυροῦται (βλ. κατωτ.).
μήτρα (...) ἐκβολὰς: Λατ. vulva ejectitia, φαγητὸ τῶν Ρωμαίων προσφιλές (ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀποσπ. ποὺ παραθέτει ὁ Ἀθήναιος μαζὶ μὲ τὸ ἐξεταζόμενο χωρίο). Στὴν κυριολ., ἐκβολὰς εἶναι ὅ,τι ἐκβάλλεται, ρίπτεται ἔξω, κυρίως ἡ σκωρία (βλ. LSJ91 σ.λ. Ι. 1 “anything thrown out: σκωρία, dross”). Στὸ προκείμενο ἀπόσπ. ὁ Gulick2 μεταφράζει “miscarried”, ὁ Χατζηιωάννου (βλ. ΑΚΕΠ3 Γα΄ 4.2) «στὸ πιάτο». Μεταφράσαμε «ἐντράδα» (τέτοιο εἶδος φαγητὸ φαίνεται νὰ ἦταν), διερωτώμενοι μήπως ἔπρεπε νὰ μείνει ἡ ἀρχαία ὁρολογία σ' αὐτὴ καὶ σ' ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις.
καλλίκαρπος: κρατήσαμε τὴ γραφὴ τῶν κωδίκων (ποὺ ὁ Kaibel4 [ἀπόσπ. 8] διόρθωσε σὲ καλλιπάρηιος, κι ἡ διόρθωση υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὸν Olivieri) πιστεύοντας, ὅπως καὶ οἱ Kassel – Austin5 (γράφοντας καλλίκαρπος), πὼς τὸ ἐπίθετο ἁρμόζει ἄριστα στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, δίνοντας καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ποσότητας καὶ τῆς θρεπτικῆς ἀξίας τῆς μαγειρεμένης μήτρας, ἀλλὰ καὶ δημιουργώντας ἴσως ἀντίθεση μὲ τὸ ἐκβολὰς γιὰ τοὺς θεατές (ἡ μήτρα εἶναι προορισμένη γιὰ νὰ παράγει καλοὺς καρπούς: γιὰ τὴν ἀναπαραγωγὴ τοῦ εἴδους, καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐκβάλλεται καὶ νὰ τρώγεται).
3 (στ. 2). δίεφθα: ἐπίσης προβληματικὸς τύπος. Τὸ ἐπίθ. δίεφθος (δι-έψω) εἶναι κανονικὰ τριγενὲς καὶ δικατάληκτο (δίεφθος, -ος, -ον, ἁπλὸ ἑφθός, -ή, -όν). Ἐδῶ μπορεῖ νὰ εἶναι, ὡς «ἅπαξ λεγόμενον», ἐπίρρ. ἢ –metri gratia– θηλ. ἀντὶ τοῦ δίεφθος. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Gulick2 στὸ χωρίο (στὴ σημ. 2), «The quotation is so incomplete that δίεφθα (“well boiled”) is not wholly intelligible». Προτιμήσαμε τὴ μετάφραση «καλοβρασμένη» (βλ. Χατζηϊωάννου3, ὅ.π.), μολονότι ἡ παράθεση ἐπιθέτων γίνεται ἔτσι ὑπερβολική, μὴ βρίσκοντας ἱκανοποιητικὴ ἀπόδοσή του ὡς ἐπίρρ. (σὲ σύνδεση, τότε, μὲ τὸ τυροῦται). Βλ.καὶ LSJ91 σ.λ. δίεφθος, -ον (“well-boiled, opp. ὀπτός”, καὶ LSK6 σ.λ.).
λευκανθεῖσα: ὁ Gulick2 μεταφράζων γράφει “covered with white sauce”, ὁ Ξυδᾶς (ΣΣ7 29, στὸ χωρίο) συμπληρώνει: «sc. “ἐκ τοῦ πυρός”». Ὀρθῶς ὁ Χατζηιωάννου3 μεταφράζει «ὁλόασπρη».
τυροῦται δέμας: τὸ ρῆμα τυρόω (μεταβάλλω σὲ τυρί, πήζω) χρησιμοποιεῖται καὶ κυριολ. καὶ μεταφ. (βλ. LSJ91, καὶ LSK6 σ.λ.). Ἡ λέξη δέμας κανονικὰ ἀναφέρεται στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, χρησιμοποιεῖται ὅμως καὶ ἀντὶ τοῦ πόσθη (τὸ ἀνδρικὸ αἰδοῖο) στοὺς Κωμικούς (βλ. LSJ91 καὶ LSK6 σ.λ. δέμας, Ι.3). Στοὺς LSK6 (ὄχι στοὺς LSJ91) σ.λ. τυρόω ἡ φράση τυροῦται δέμας ἀναφέρεται ὡς παράδειγμα τῆς παθ. χρήσ. τοῦ ρήμ. μὲ τὴ σημασία «συμπήγνυμαι, στερεοποιοῦμαι», καὶ ὁ Ξυδᾶς (ΣΣ7 29) συμπληρώνει ὅτι ἡ λέξη δέμας χρησιμοποιεῖται ἐδῶ γιὰ τὴ μήτρα, ὡς «σχῆμα καθ' ὅλον καὶ μέρος». Ὁ Gulick2 μεταφράζει “rounds out cheese-like in the stew”, ὁ Χατζηιωάννου2 «τσιτώνει τὸ κορμί». Προτιμήσαμε τὴν τελευταία μετάφραση, καὶ γιατὶ κρατᾶ τὴν κωμικὴ χροιὰ τῆς φράσεως καὶ γιατὶ –ἐπιπρόσθετα– ἐπιτρέπει νὰ ἐκληφθεῖ τὸ τυροῦται ὡς μέσ. μὲ ἐνεργ. μεταβ. σημ. καὶ τὸ δέμας (τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τρώει τὴν ἐκβολάδα μήτρα) ὡς ἀντικ., σύνταξη λίαν πιθανὴ ἐδῶ.
ΤΙΤΛΟΣ: Τὸ ἔργο τοῦ Σώπατρου, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀθήναιος παίρνει τοὺς παρατιθέμενους στίχους, ἐπιγράφεται Ἱππόλυτος. Ὁμώνυμο ἔργο ἔγραψαν ὁ Εὐριπίδης καὶ ὁ Λυκόφρονας. Ὁ Gigante, AIIS 1 (1967) 57, πιστεύει ὅτι ὁ Σώπατρος παρωδεῖ ἐδῶ τὸν Εὐριπίδη.
Τὸ μέτρο εἶναι ἰαμβικὸ τρίμετρο, μὲ πενθημιμερῆ τομὴ στὸν στ. 1 καὶ ἑφθημιμερῆ στὸν στ. 2.
Τὸ ἀπόσπ. παρουσιάζει πολλὰ προβλήματα ποὺ καθιστοῦν πολὺ δύσκολη τὴ μετάφραση καὶ ἑρμηνεία του.
2 (στ. 1). οἷα: ἐπίρρ. (ποιητ. ἀντὶ οἷον) ποὺ ἀναπόφευκτα συνδέεται μὲ τὸ τυροῦται (βλ. κατωτ.).
μήτρα (...) ἐκβολὰς: Λατ. vulva ejectitia, φαγητὸ τῶν Ρωμαίων προσφιλές (ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀποσπ. ποὺ παραθέτει ὁ Ἀθήναιος μαζὶ μὲ τὸ ἐξεταζόμενο χωρίο). Στὴν κυριολ., ἐκβολὰς εἶναι ὅ,τι ἐκβάλλεται, ρίπτεται ἔξω, κυρίως ἡ σκωρία (βλ. LSJ91 σ.λ. Ι. 1 “anything thrown out: σκωρία, dross”). Στὸ προκείμενο ἀπόσπ. ὁ Gulick2 μεταφράζει “miscarried”, ὁ Χατζηιωάννου (βλ. ΑΚΕΠ3 Γα΄ 4.2) «στὸ πιάτο». Μεταφράσαμε «ἐντράδα» (τέτοιο εἶδος φαγητὸ φαίνεται νὰ ἦταν), διερωτώμενοι μήπως ἔπρεπε νὰ μείνει ἡ ἀρχαία ὁρολογία σ' αὐτὴ καὶ σ' ἄλλες παρόμοιες περιπτώσεις.
καλλίκαρπος: κρατήσαμε τὴ γραφὴ τῶν κωδίκων (ποὺ ὁ Kaibel4 [ἀπόσπ. 8] διόρθωσε σὲ καλλιπάρηιος, κι ἡ διόρθωση υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὸν Olivieri) πιστεύοντας, ὅπως καὶ οἱ Kassel – Austin5 (γράφοντας καλλίκαρπος), πὼς τὸ ἐπίθετο ἁρμόζει ἄριστα στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, δίνοντας καὶ τὴν αἴσθηση τῆς ποσότητας καὶ τῆς θρεπτικῆς ἀξίας τῆς μαγειρεμένης μήτρας, ἀλλὰ καὶ δημιουργώντας ἴσως ἀντίθεση μὲ τὸ ἐκβολὰς γιὰ τοὺς θεατές (ἡ μήτρα εἶναι προορισμένη γιὰ νὰ παράγει καλοὺς καρπούς: γιὰ τὴν ἀναπαραγωγὴ τοῦ εἴδους, καὶ ὄχι γιὰ νὰ ἐκβάλλεται καὶ νὰ τρώγεται).
3 (στ. 2). δίεφθα: ἐπίσης προβληματικὸς τύπος. Τὸ ἐπίθ. δίεφθος (δι-έψω) εἶναι κανονικὰ τριγενὲς καὶ δικατάληκτο (δίεφθος, -ος, -ον, ἁπλὸ ἑφθός, -ή, -όν). Ἐδῶ μπορεῖ νὰ εἶναι, ὡς «ἅπαξ λεγόμενον», ἐπίρρ. ἢ –metri gratia– θηλ. ἀντὶ τοῦ δίεφθος. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Gulick2 στὸ χωρίο (στὴ σημ. 2), «The quotation is so incomplete that δίεφθα (“well boiled”) is not wholly intelligible». Προτιμήσαμε τὴ μετάφραση «καλοβρασμένη» (βλ. Χατζηϊωάννου3, ὅ.π.), μολονότι ἡ παράθεση ἐπιθέτων γίνεται ἔτσι ὑπερβολική, μὴ βρίσκοντας ἱκανοποιητικὴ ἀπόδοσή του ὡς ἐπίρρ. (σὲ σύνδεση, τότε, μὲ τὸ τυροῦται). Βλ.καὶ LSJ91 σ.λ. δίεφθος, -ον (“well-boiled, opp. ὀπτός”, καὶ LSK6 σ.λ.).
λευκανθεῖσα: ὁ Gulick2 μεταφράζων γράφει “covered with white sauce”, ὁ Ξυδᾶς (ΣΣ7 29, στὸ χωρίο) συμπληρώνει: «sc. “ἐκ τοῦ πυρός”». Ὀρθῶς ὁ Χατζηιωάννου3 μεταφράζει «ὁλόασπρη».
τυροῦται δέμας: τὸ ρῆμα τυρόω (μεταβάλλω σὲ τυρί, πήζω) χρησιμοποιεῖται καὶ κυριολ. καὶ μεταφ. (βλ. LSJ91, καὶ LSK6 σ.λ.). Ἡ λέξη δέμας κανονικὰ ἀναφέρεται στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, χρησιμοποιεῖται ὅμως καὶ ἀντὶ τοῦ πόσθη (τὸ ἀνδρικὸ αἰδοῖο) στοὺς Κωμικούς (βλ. LSJ91 καὶ LSK6 σ.λ. δέμας, Ι.3). Στοὺς LSK6 (ὄχι στοὺς LSJ91) σ.λ. τυρόω ἡ φράση τυροῦται δέμας ἀναφέρεται ὡς παράδειγμα τῆς παθ. χρήσ. τοῦ ρήμ. μὲ τὴ σημασία «συμπήγνυμαι, στερεοποιοῦμαι», καὶ ὁ Ξυδᾶς (ΣΣ7 29) συμπληρώνει ὅτι ἡ λέξη δέμας χρησιμοποιεῖται ἐδῶ γιὰ τὴ μήτρα, ὡς «σχῆμα καθ' ὅλον καὶ μέρος». Ὁ Gulick2 μεταφράζει “rounds out cheese-like in the stew”, ὁ Χατζηιωάννου2 «τσιτώνει τὸ κορμί». Προτιμήσαμε τὴν τελευταία μετάφραση, καὶ γιατὶ κρατᾶ τὴν κωμικὴ χροιὰ τῆς φράσεως καὶ γιατὶ –ἐπιπρόσθετα– ἐπιτρέπει νὰ ἐκληφθεῖ τὸ τυροῦται ὡς μέσ. μὲ ἐνεργ. μεταβ. σημ. καὶ τὸ δέμας (τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ τρώει τὴν ἐκβολάδα μήτρα) ὡς ἀντικ., σύνταξη λίαν πιθανὴ ἐδῶ.